Κυριακή, Μαΐου 31, 2020

Aπό τον εμβληματικό "Δούναβη" στα "Στιγμιότυπα" της καθημερινότητας


«Στιγμιότυπα»: Ο Κλάουντιο Μάγκρις καταγράφει εικόνες ζωής

Έμυ Ντούρου

Το βιβλίο του Κλάουντιο Μάγκρις «Στιγμιότυπα» κυκλοφορεί σε μετάφραση της Μαρίας Σπυριδοπούλου από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
Τα «Στιγμιότυπα» είναι από τις περιπτώσεις που αποδεικνύουν ότι ο συγγραφέας που έχει την ικανότητα να βλέπει πίσω από την επιφάνεια δεν έχει απαραιτήτως ανάγκη τη «μεγάλη» αφήγηση. Οι 48 μικροαφηγήσεις που περιλαμβάνει το βιβλίο -κείμενα που έγραψε ο Μάγκρις για την Corriere della Sera από το 1999 έως το 2016- έχουν ως κοινό άξονα τον ορισμό περί στιγμιότυπου όπως τον απέδωσε ο Σαλβατόρε Μπατάλια στο Μεγάλο Λεξικό της Ιταλικής Γλώσσας, δηλαδή του συμβάντος που λαμβάνει χώρα σε σύντομο χρόνο έκθεσης και χωρίς την ανάγκη πλαισίου.
Τα κείμενα αποτελούν σχολιασμό της επικαιρότητας που ωστόσο αποκτά διαχρονικό χαρακτήρα μέσα από το πολυπρισματικό βλέμμα του Ιταλού διανοούμενου, συγγραφέα, δοκιμιογράφου, κριτικού, μεταφραστή και δημοσιογράφου. Όπως λέει ο ίδιος πρόκειται για μια αφήγηση μόνο με χρονική και όχι λογική αλληλουχία, η οποία δεν αποτελεί την εικόνα του κόσμου μέσα από την εμπεριστατωμένη γνώση ενός θέματος αλλά από την καθημερινότητα που προκαλείται αυθόρμητα και αποτελείται από εικόνες, λέξεις και εκφράσεις που εισβάλλουν ακούσια στη σκέψη μας.
Αν και πρόκειται για αυτοβιογραφικά κείμενα, ο Μάγκρις κρατά για τον εαυτό του τον ρόλο του παρατηρητή και όχι του πρωταγωνιστή. Οι ιστορίες που επιλέγει να εντάξει στο βιβλίο του αφορούν σε μεγάλο βαθμό στιγμιότυπα από την Τεργέστη, όπου γεννήθηκε και ζει μέχρι σήμερα. Η παραλία, ο Δημόσιος Κήπος, οι ταβέρνες, οι φυλακές είναι τα σημεία από όπου παρατηρεί τη ζωή. Ταυτόχρονα περιγράφει καταστάσεις από την επίσκεψή του στη Νέα Υόρκη, το Βερολίνο, τη Στοκχόλμη, το Βαρανάσι της Ινδίας, ενώ άλλοτε την αφορμή για ένα κείμενο δίνουν δημοσιεύματα, φωτογραφίες και τηλεοπτικές εκπομπές.
Στη συγκεκριμένη ανθολογία αναγνωρίζει κανείς τον Μάγκρις του magnum opus του «Δούναβης» (Εκδ. Πόλις), ωστόσο όπως συμβαίνει συχνά με τις ανθολογίες υπάρχουν κείμενα πολύ δυνατά και άλλα λιγότερο. Σε κάθε περίπτωση έχει μεγάλο ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς τον τρόπο που ξεδιπλώνεται η σκέψη του σπουδαίου αυτού στοχαστή γύρω από την πολιτική, την κοινωνία και την ανθρώπινη φύση. Πώς για παράδειγμα κατορθώνει να μετατρέψει μια αφήγηση που ξεκινά με μια σύντομη συνταγή για χάρκο (καυτερή σούπα από τον Καύκασο) σε σχόλιο για τη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν και πώς μια τυπική μέρα στην παραλία καταλήγει μέσα σε ελάχιστες σελίδες σε μελέτη για την ανθρώπινη σκληρότητα που κρύβεται πίσω από το μανδύα της υπερευαισθησίας.
INFO
Στιγμιότυπα
Κλάουντιο Μάγκρις
Mετάφραση: Μαρία Σπυριδοπούλου
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Καστανιώτη
ISBN: 978-960-03-6580-1
ΣΕΛ.: 160
ΤΙΜΗ: € 14,00
*********************
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Από τα «Στιγμιότυπα» του Κλαούντιο Μάγκρις  τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα (Πηγή:

Ηλίας Μαγκλίνης :"Το στίγμα που αφήνει κάθε εμπειρία"
www.kathimerini.gr ):

2

Στίχοι ατελείς...

Επανέρχεται η Σίσσυ, με το πρόσωπο της Κριστιάνα Καποτόντι, στην τηλεοπτική σειρά του Ξάβερ Σβαρτσενμπέργκερ. Υπάρχουν πολλές Σίσσυ: η γοητευτική και μελαγχολική γυναίκα, εύθραυστη αλλά αμετακίνητη στην πίστη της στα πάθη της· η ανήσυχη αυτοκράτειρα, που εξεγείρεται απέναντι στον αυλικό κώδικα και αντιδρά στα καθήκοντα του ρόλου της, μολονότι τον έχει αποδεχτεί χωρίς δυσκολία· η νοσταλγική ταξιδιώτισσα των μακρινών χωρών· η εμμονική με τη φροντίδα του σώματος και της γυμναστικής υγιεινίστρια· η πολιτισμένη που εισάγει στο αυτοκρατορικό παλάτι την πρώτη μπανιέρα· η ανορεξική· το τραγικό και τυχαίο εξιλαστήριο θύμα ενός παράλογου εγκλήματος. Υπάρχει και η ποιήτρια, δημιουργός πολλών ευαίσθητων ποιημάτων, ασυνάρτητων και ατελών, τα οποία υποστήριζε πως της υπαγόρευε από το υπερπέραν ο Χάινε, μέσω ενός προσωπικού της μέντιουμ. Στο σημείο αυτό, ένας πανέξυπνος αυλικός σύμβουλος, που δυστυχώς παρέμεινε ανώνυμος, παρατήρησε: «Φαίνεται πως ο Χάινε, μετά θάνατον, χειροτέρεψε».

1η Μαρτίου 2010


Ενα ωραίο καλοκαίρι

«Μια μέρα του καλοκαιριού σ’ ένα νησί του Κουαρνέρο. Μια από κείνες τις γεμάτες μέρες, με τη θαλασσινή ομορφιά να τις κάνει ένδοξες αλλά και οδυνηρές αφού, όπως έχει ήδη ειπωθεί για τον έρωτα, μας κάνει να νιώθουμε αυτό που μας λείπει. Είναι Σάββατο, μέρα αντικατάστασης των αναχωρούντων τουριστών από τους αφιχθέντες που καταφθάνουν για να πάρουν τη θέση τους, όπως οι «πενηντάρες» των κοριτσιών την εποχή των οίκων ανοχής.

Η αγωνία όσων αναχωρούν είναι μήπως βρουν μεγάλη ουρά αυτοκινήτων που θα τους αναγκάσουν να περιμένουν ακινητοποιημένοι για ώρες το φέρι μποτ κάτω από τον ήλιο και την αβάσταχτη ζέστη. Μια αιφνίδια στάση των μπροστινών αυτοκινήτων, κατά μήκος του μαγευτικού δρόμου που δεσπόζει πάνω από τη θάλασσα, ελικοειδής και απαγορευτικός για προσπέραση, τους κάνει όλους να ανησυχούν, αποτελεί απειλή για ενδεχόμενες ατελείωτες στάσεις.

Βγαίνουν όλοι έξω από τα αυτοκίνητα, πίνουν νερό από το μπουκάλι, προχωρούν προς την πρώτη στροφή για να δουν τι συμβαίνει. Μετά την πρώτη στροφή όμως υπάρχουν ένα σωρό άλλες που δεν τους επιτρέπουν να μάθουν τι έχει γίνει. Από άλλους οδηγούς που πηγαινοέρχονται πιο μπροστά καταφθάνουν ρετάλια ειδήσεων και εικασιών, παραμορφωμένων στο πέρασμα από τη μία φωνή στην άλλη, όπως στο παλιό παιχνίδι με το σπασμένο τηλέφωνο.

Από ένα αυτοκίνητο κατεβαίνει μια κυρία. Δεν είναι πια νέα, αλλά είναι αναμφισβήτητα όμορφη με τις κομψές και γενναιόδωρες καμπύλες της, που φανερώνουν πως γεύεται σε βάθος τη ζωή, μολονότι η ζέστη δεν φέρεται ευγενικά σ’ αυτή την αξιαγάπητη σάρκα. Ο ιδρώτας σκάβει στιγμιαία αυλάκια, όμοια με ρυτίδες, και μουλιάζει τα μπράτσα και τα ανθηρά της μάγουλα. Ένας άντρας, με όψη ενημερωμένου, ξαναμπαίνει στο αυτοκίνητο. Η κυρία πηγαίνει προς αυτόν.

«Μεγάλη η ουρά, έχουμε μποτιλιάρισμα;» τον ρωτάει. «Όχι» απαντάει ο άντρας, «έχει γίνει δυστύχημα. Υπάρχει ένας τραυματίας στο έδαφος. Μόλις φτάσει το ασθενοφόρο, ξεκινάμε». «Πάλι καλά» λέει με ανακούφιση η κυρία, πηγαίνοντας προς το αυτοκίνητό της. Οι άλλοι σιωπούν, ευγνώμονες που αυτή πήρε πάνω της το βάρος της σκέψης τους, της σκέψης όλων μας.

9 Ιουλίου 2012»

Ενα ανεστραμμένο κεφάλι Μέδουσας

«Στην Κωνσταντινούπολη,, στη βορειοανατολική γωνία της Βασιλικής Κινστέρνας, μες στη δροσιά των μυστηριακών υπόγειων υδάτων της και τη συμμετρία –ανησυχητική όπως κάθε συμμετρία– των δώδεκα σειρών από κολόνες στη σκιά, δύο από τις οποίες στηρίζονται πάνω σε μεγάλα κεφάλια Μέδουσας, πλαγιαστά ή ανεστραμμένα, με τα μπερδεμένα φιδίσια μαλλιά και τα μάτια τους, που, σύμφωνα με τον μύθο, πετρώνουν όποιον τα κοιτάξει, επειδή μαρτυρούν τον αφόρητο και σκοτεινό τρόμο της ύπαρξης. Όταν ο Ιουστινιανός, τον 6ο αιώνα, έχτισε τη Βασιλική, τα μάρμαρα από τα παγανιστικά αγάλματα χρησιμοποιήθηκαν προφανώς ως ακατέργαστο οικοδομικό υλικό, ίσως μάλιστα με την πρόθεση να ταπεινώσει τις αρχαίες θεότητες.

Ίσως όμως η χριστιανική κολόνα, κατά την ανοδική της πορεία, να ακουμπάει ορθά πάνω στην υποχθόνια Γοργόνα, τη βασίλισσα του ασυνείδητου και ερεβώδους χάους. Καθώς συγκρατείται από την κολόνα που δεσπόζει πάνω του και ανυψώνεται, το σκότος του βάθους δεν μπορεί να ξεχειλίσει και να κατακλύσει τα πάντα όπως ένα φουσκωμένο ποτάμι. Περιορίζεται από τα πρανή αλλά συνεχίζει να υποστηρίζει το προτεταμένο πνεύμα και, χαλιναγωγημένο και συγκρατημένο στη θέση της, να το θρέφει με τη ζωτική του δύναμη, να του ενσταλάζει αυτό το ενεργειακό φορτίο, χωρίς το οποίο το πνεύμα αυτό θα ήταν αφηρημένο και αναιμικό, η έρημος μιας αυτοκαταστροφικής και πλασματικής καθαρότητας, η άγονη γη που δεν την ποτίζει πια το νερό της ζωής για το οποίο μιλάει η Αποκάλυψη. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους πιο σπουδαίους χριστιανικούς ύμνους, ο ύμνος «Ελθέ, δημιουργό Πνεύμα», καλεί τις αισθήσεις να φωτιστούν και όχι να καταπιεστούν.

Αυτή η κάθετη δομή αποτελεί επίσης τη διαστρωμάτωση των πολιτισμών που διαδέχτηκαν ο ένας τον άλλο στο πέρασμα του χρόνου, χωρίς αυτή η αλληλουχία να συνεπάγεται απαραίτητα πρόοδο ή μια ιεραρχική ακολουθία· ίσως μόνο μια διαδοχή κόσμων και τρόπων ενόρασης του κόσμου, που επικαλύπτονται όπως τα στρώματα της γης ή τα πεσμένα φύλλα, χωρίς αυτά ωστόσο να εξαφανίζονται ποτέ οριστικά ή να ξεπερνιούνται.

Οι ισλαμικοί θόλοι καλύπτουν ένα σύμπαν που δεν είναι απλώς τούρκικο ή μουσουλμανικό, αλλά και ελληνικό, λατινικό, βυζαντινό, γενοβέζικο, ενετικό, παραδοσιακό, μοντέρνο· ένα χωνευτήρι κι ένα μείγμα πολιτισμών, γλωσσών, θρησκειών. Εκεί κάτω, με το λοξό ή αναποδογυρισμένο κεφάλι, η Μέδουσα, περισσότερο σου κλείνει το μάτι παρά σε πετρώνει.

21 Δεκεμβρίου 2006».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Νίκος Σαραντάκος βγήκε σε σύνταξη και μας δωρίζει την απολαυστική αποχαιρετιστήρια ομιλία του (1ο Μέρος)

  Αναμνήσεις ενός μεταφραστή (1ο μέρος) ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟ...