«Πόθεν έσχες» και Αριστερά
8-10 λεπτά
Επ’ ευκαιρία του «πόθεν έσχες» των βουλευτών και των στελεχών της Αριστεράς, οι συνειρμοί μου θύμισαν μια συγκλονιστική ιστορία. Είναι η ιστορία του Δημήτρη Μπάτση (1916-1952). Ο Μπάτσης ήταν γόνος εύπορης οικογένειας απ’ τα Ψαρά και γιος βασιλόφρονα ναυάρχου. Φοίτησε σε Πρότυπο Σχολείο (σύμφωνα με τις μαρτυρίες στη Βαρβάκειο) και σπούδασε Νομικά και Οικονομικά. Παντρεύτηκε κόρη υπουργού που ανήκε στο φιλοβασιλικό Λαϊκό Κόμμα, απ’ την οποία χώρισε για να παντρευτεί κόρη βιομηχάνου. Στη διάρκεια της κατοχής, έγινε μέλος επιστημονικής εταιρείας που είχε επικεφαλής τον σοσιαλιστικών πεποιθήσεων καθηγητή του Πολυτεχνείου Νίκο Κιτσίκη. Από το 1945 ως το 1951, ο Μπάτσης ήταν συντάκτης -και για μια περίοδο διευθυντής- του μαρξιστικού επιστημονικού περιοδικού «Ανταίος». Το 1947, δημοσίευσε το εμβληματικό έργο του «Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα», στο οποίο περιέγραφε λεπτομερώς τις δυνατότητες βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας, αποκαλύπτοντας ταυτοχρόνως τη διαβόητη σύμβαση COOPER, που παραχωρούσε στρατηγικής σημασίας ορυκτά και υδάτινο πλούτο σε Αμερικανικό consortium (έληξε μόλις το 2010!). Ο ξεχωριστός αυτός άνθρωπος κατηγορήθηκε για κατασκοπία από το μετεμφυλιακό καθεστώς. Κι αφού αναγκάστηκε πρώτα να απαρνηθεί τα πιστεύω του, εκτελέστηκε στου Γουδή τα ξημερώματα της Κυριακής 30 Μαρτίου του 1952 μαζί με τους Νίκο Μπελογιάννη, Ηλία Αργυριάδη και Νίκο Καλούμενο.
Η περίπτωση Μπάτση είναι ανατριχιαστικά αποκαλυπτική: για πολλοστή φορά, μας παραδίδεται ποτισμένο με αίμα το proof of principle της ταξικής αποστασίας: εκλεκτά τέκνα της αστικής τάξης, που έχουν ανατραφεί πριγκηπικά, γοητεύονται από τις ιδέες της Αριστεράς, κατανοούν τα προβλήματα της κοινωνίας, εμπλέκονται στους αγώνες της και χάνουν στο τέλος τη ζωή τους. Δεν είναι μύθος ή ιστορικό ανέκδοτο. Η μόρφωση, τα βιώματα, οι εσωτερικές ευαισθησίες κι οι συναναστροφές λύνουν πολλές φορές τις ιδεολογικές αγκυλώσεις, ανοίγουν τα μάτια και διευρύνουν τον νου. Η (ασυνείδητα) εγωκεντρική θέαση του κόσμου δίνει τη θέση της στον αναστοχασμό και την κοινωνικά σύνδετη συμπεριφορά. Κι όταν αυτό ολοκληρωθεί, έχουμε πλήρη επίγνωση των ευθυνών μας.
Επίγνωση δεν σημαίνει αναγκαστικά και ανάληψη ευθυνών. Αλλά, ακόμα κι όταν αυτό συμβαίνει, προκύπτει ένα άλλο ερώτημα: μπορούν να εκπροσωπήσουν τους φτωχούς και τους στερημένους «καλοί άνθρωποι», που ενεργητικά συμμετέχουν στις δομές και τις λειτουργίες του συστήματος; Η ζωή περιέχει κάθε λογής αντιφάσεις, αλλά δεν αντέχει και δεν ανέχεται τα σχιζοειδή.
Το ζωντανό παράδειγμα του βιομήχανου-επαναστάτη Friedrich Engels μας δίνει μια απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, αλλά η μάχαιρα του μαρξικού λόγου παραπέμπει σε άλλη: «η ανθρώπινη ουσία δεν είναι μια αφαίρεση που ενυπάρχει μέσα στο απομονωμένο άτομο. Στην πραγματικότητά της είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων», λέει στην περίφημη 6η θέση στον Feuerbach, ο Karl Marx. Είναι πιο ασφαλές να υιοθετήσουμε ως κανόνα τη δική του θεώρηση. Το παράδειγμα του Engels μπορεί να είναι εντυπωσιακό, αλλά είναι ταυτόχρονα και κάτι εξαιρετικά σπάνιο.
Η συνείδηση μας περιέχει σύμπλοκα και ιζήματα των κοινωνικών μας σχέσεων. Και με αυτή τη λογική, όποιος στην εποχή μας διαθέτει ένα ογκώδες portofolio μετοχών, ομολόγων, αμοιβαίων κεφαλαίων και χρηματοοικονομικών προϊόντων, όποιος διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται μεγάλη ακίνητη περιουσία, όποιος έχει ζωτικά συμφέροντα που διακυβεύονται καθημερινά στις διεθνείς αγορές, θέλει-δεν θέλει, παραμένει εμπεπλεγμένος σ’ ένα δίκτυο σχέσεων. Οι σχέσεις αυτές δεν είναι «ακαδημαϊκού τύπου» και διαφέρουν ποιοτικά από τις σχέσεις που διατηρούν μεταξύ τους και με άλλες κοινωνικές ομάδες οι άνεργοι, οι μερικά απασχολούμενοι, οι χαμηλόμισθοι και οι αυτοαπασχολούμενοι που βρίσκονται στο χείλος της οικονομικής καταστροφής.
Δεν είναι άσκοπο να επισημαίνεται εξ αρχής αυτή η διαφορά, όταν συζητάμε με όρους αντιπροσώπευσης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Γιατί αυτό που καθοδηγεί τις σκόπιμες ενέργειες και τη συμπεριφορά μας διαμορφώνεται περισσότερο από τη θέση του καθενός και της καθεμιάς στην παραγωγή (αντικειμενικά, όπως λέμε) και λιγότερο από τις ανθρωπιστικές αξίες ή την ηθική μας διάπλαση. Όπως έχει εξηγήσει αναλυτικά ο Louis Althusser, στη δυναμική των κοινωνικών αλλαγών δεν υπεισέρχεται ο ουμανιστικά εννοούμενος Άνθρωπος (με άλφα κεφαλαίο). Υπάρχουν μόνο αντικειμενικές οντότητες: «δομές», «σχέσεις» και «φορείς» που ενσαρκώνουν τις σχέσεις μέσα σ’ ένα πολυεπίπεδο οικοδόμημα.
Η σύγχρονη Αριστερά έχει στους κόλπους της πολυσυλλεκτικά κόμματα, που διαφέρουν από τα κόμματα παλαιάς κοπής, τα λεγόμενα «κόμματα της εργατικής τάξης». Στα νέα κόμματα χωρούν, όχι μόνο οι καθαρόαιμοι κομμουνιστές κι οι οπαδοί του «επιστημονικού σοσιαλισμού», αλλά και κάθε προοδευτικός πολίτης. Κάτι ανάλογο ισχύει για όλες τις πολιτικές παρατάξεις, που προσδιορίζονται πλέον με όρους πολιτικής ενότητας και όχι με όρους ταξικής ή ιδεολογικής ομοιομορφίας. Τα ευρύτερα σχήματα αποσοβούν αρκετά προβλήματα. Αλλά στο δίπολο Αριστερά-Δεξιά εξακολουθεί να υπάρχει μια οργανωτική διαφορά. Η ανιδιοτέλεια, η γενναιοδωρία, η έγνοια για το συλλογικό καλό είναι ποιότητες ευγενείς και οικουμενικής σημασίας, που όλες οι παρατάξεις θέλουν να έχουν στις τάξεις τους τόσο για ουσιαστικούς όσο και για επικοινωνιακούς λόγους. Η στράτευση όμως που επιζητεί η Αριστερά από τους οπαδούς και τα στελέχη της δεν προϋποθέτει μόνο αυτά. Προϋποθέτει και μια πιο συνειδητή στάση, που καθορίζεται από καθαρά υλικές παραμέτρους. «Δέκα ξυλιές σε ξένη πλάτη δεν πονούν», λέει ο λαός.
Ο «φτωχοπροδρομισμός» της Αριστεράς είναι βέβαια μύθος κι η πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα απέτυχε παταγωδώς. Δεν συνιστάται λοιπόν σήμερα η επανεκπαίδευση των πλουσίων αριστερών από φτωχούς και καταφρονημένους, πριν επανενταχθούν, μετά την «κάθαρσή» τους, στην οργανωμένη Αριστερά. Υπάρχουν όμως εσκαμμένα και προς την άλλη πλευρά: όταν οι έχοντες φτιάχνουν περίτεχνα περιγράμματα ή προγράμματα για λογαριασμό των μη εχόντων, ελλοχεύει ένας κίνδυνος. Ο κίνδυνος δεν είναι ότι θα θυμηθούν ξαφνικά την τάξη τους και θα αποκλίνουν από τις ηθικές αρχές και τις πολιτικές τους δεσμεύσεις. Ο κίνδυνος είναι ότι μπορεί να συμπεριφερθούν ως «αριστεροί τεχνοκράτες», αποστειρώνοντας και αποξηραίνοντας έτσι τον προγραμματικό λόγο που επεξεργάζονται.
Οφείλουμε στον Antonio Gramsci την επισήμανση ότι η ηγεμονία του κυρίαρχου σχηματισμού δημιουργεί σε κάθε εποχή έναν «κοινό νου», που ωθεί και πείθει τους πολίτες να αποδεχτούν τις δεδομένες σχέσεις εξουσίας. Το πρότυπο του «αυτονόητου» που προβάλλεται σήμερα έχει ως κύριο όχημα τον επιστημονισμό και την τεχνολαγνεία, που τελικά οδηγούν σε μια παραμορφωμένη μορφή κοινωνικής συνείδησης και σ’ έναν ολισθηρό πολιτικό αντικατοπτρισμό.
Αυτοί που εργάζονται στην παραγωγή, οι ακτιβιστές στον χώρο των δικαιωμάτων, οι νεολαίοι, οι στερημένοι και οι «εκκρεμείς», που ζουν κι αναπνέουν μέσα στους πραγματικούς κοινωνικούς χώρους, δεν είναι «μαϊντανός» για τα αριστερά κόμματα, αλλά το πιο σοβαρό αντίβαρο στην τεχνοκρατική εκτροπή. Μεστά προγράμματα, γειωμένα στην κοινωνία, δεν φτιάχνονται από καθέδρας, κοιτώντας να τρέχουν οι μετοχές στον υπολογιστή. Ο προγραμματικός λόγος της Αριστεράς, που απευθύνεται σε ανθρώπους με σάρκα και οστά, συγκροτείται και αποσαφηνίζεται μόνο μέσω ζυμώσεων, συγκρούσεων, διαπάλης. Αλλιώτικα, ο λόγος αυτός δεν είναι ούτε πρωτότυπος, ούτε σαφής, ούτε πολιτικά δραστικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου