Η τύχη του Μεγάλου φασιστικού Συμβουλίου
Πηγή: Ενθέματα της Αυγής
avgi.gr
ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ
Η Αλεσσάντρα Μουσολίνι, εγγονή του Μπενίτο και πρώην βουλεύτρια διαφόρων νεοφασιστικών κομμάτων, δήλωσε προ ημερών ότι θα μηνύει για δυσφήμιση όσους θα προσβάλλουν, διά του Τύπου ή από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τη μνήμη του παππού της. Η είδηση έλαβε μεν κάποιες διαστάσεις, αλλά μάλλον θα ξεχαστεί σύντομα, και θα χαθεί μέσα στην πληθώρα των δημοσιευμάτων σχετικά με την πορεία των ιταλικών ομολόγων. Άλλωστε, η κίνηση της Μουσολίνι δεν είναι η πρώτη, και μάλλον δεν θα είναι και η τελευταία, στη μακρά σειρά των προκλήσεων των πρωτεργατών του φασισμού και των φυσικών ή ιδεολογικών απογόνων και επιγόνων τους. Προκλήσεις, η εκδήλωση των οποίων έγινε δυνατή εξαιτίας όχι μόνο της λήθης για το παρελθόν - εξήγηση που τείνει να γίνει της μόδας στις μέρες μας- αλλά και της ατιμωρησίας, η οποία ξεκίνησε την επαύριο της αντιφασιστικής νίκης, και βασίστηκε στο δόγμα της συνέχειας του κράτους, αλλά και τις «ανάγκες» του Ψυχρού Πολέμου, παρά τα βαρύγδουπα λόγια περί τομής μεταξύ φασιστικής και αντιστασιακής ιταλικής Δημοκρατίας.
Ας κοιτάξουμε, για παράδειγμα, τη μεταπολεμική τύχη των μελών του ανώτατου οργάνου του καθεστώτος, του Μεγάλου Συμβουλίου. Θεσπίστηκε, αρχικά, ως ανώτατο όργανο του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος, στις 12 Ιανουαρίου 1923, έγινε θεσμικό όργανο του κράτους στις 9 Δεκεμβρίου του 1928, και συνεδρίασε, για τελευταία φορά, από το απόγευμα της 24ης ως στα ξημερώματα της 25ης Ιουλίου του 1943, όπου και αποφάσισε, υπερψηφίζοντας την «ημερήσια διάταξη του Γκράντι», ενώ οι Αμερικάνοι είχαν φτάσει ήδη στην Σικελία, την «απαλλαγή» του Μουσολίνι από το αξίωμα του αρχηγού του ιταλικού στρατού και την επιστροφή της αρχιστρατηγίας στον βασιλιά.
Από τα 28 μέλη του Μεγάλου Συμβουλίου, 5 εκτελέστηκαν από το καθεστώς της Δημοκρατίας του Σαλό, για εσχάτη προδοσία εναντίον του Μουσολίνι, μετά την δίκη της Βερόνα, στις 11 Ιανουαρίου του 1944 (Τζαν Γκαλεάτσο Τσάνο, Εμίλιο Ντελ Μπόνο, Λουτσάνο Γκοτάρντι, Κάρλο Παρέσκι, Τζοβάννι Μαρινέλλι).
Ο κόμης Γκράντι κατέφυγε στην Πορτογαλία μέχρι το 1948. Επέστρεψε στην Ιταλία, συνεργάστηκε με την αμερικάνικη πρεσβεία, μεσολαβώντας μεταξύ Αμερικανών και Ιταλών επιχειρηματιών, μετακόμισε στην Βραζιλία, και επέστρεψε ξανά στην Ιταλία, όπου και πέθανε το 1988, σε ηλικία 93 ετών. Ο Τζουζέππε Μποτάι κατατάχθηκε στην Λεγεώνα των Ξένων, αμνηστεύθηκε, επέστρεψε στην Ιταλία το 1951, εξέδωσε μια εφημερίδα της κεντρώας τάσης του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, καθώς κι ένα πολιτικό περιοδικό. Πέθανε στην Ρώμη το 1953. Στην κηδεία του παρέστη και ο τότε υπουργός Παιδείας, Άλντο Μόρο. Ο Λουίτζι Φεντερτζόνι καταδικάστηκε, ερήμην, το 1945 σε ισόβια δεσμά. Αμνηστεύθηκε το 1947. Επέστρεψε στην Ιταλία, όπου και πέθανε, το 1953.
Ο Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκι βρήκε καταφύγιο στο τάγμα των Σαλεζιανών μέχρι το 1947, όπου, με διαβατήριο Παραγουάης κατέφυγε στην Αργεντινή. Τον Ιούνιο του 1949 επέστρεψε στην Ιταλία, αφού η πρωτόδικη ποινή πενταετούς κάθειρξης κατέπεσε στον δεύτερο βαθμό. Πέθανε το 1959. Ο Αλφρέντο ντε Μαρσίκο στερήθηκε της πανεπιστημιακής του έδρας για 7 χρόνια, και αποκλείστηκε από την άσκηση της δικηγορίας για 4. Εξελέγη γερουσιαστής του Μοναρχικού Κόμματος, από το 1953 έως το 1958. Το 1964 έγινε επίτιμος καθηγητής του πανεπιστημίου της Ρώμης. Ακολούθησε μια μακρά σειρά από τιμητικούς τίτλους και αξιώματα. Διετέλεσε πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου της Νάπολης, καθώς και μέλος διαφόρων νομοπαρασκευαστικών επιτροπών της Βουλής. Πέθανε το 1985, σε ηλικία 97 ετών.
Ο Ουμπέρτο Αλμπίνι πέθανε στο σπίτι του, το 1973. Ο Τζάκομο Ατσέρμπο συνελήφθη από τους Συμμάχους, καταδικάστηκε σε 48 χρόνια κάθειρξη, τα οποία σύντομα έγιναν 30. Το 1947 η ποινή του κατέπεσε. Το 1951 επέστρεψε στην πανεπιστημιακή του έδρα. Το 1962 τιμήθηκε από τον πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας με χρυσό μετάλλιο, για την προσφορά του στο σχολείο, τον πολιτισμό και την τέχνη. Το 1963 έγινε επίτιμος καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Ρώμης. Πέθανε το 1969. Ο Εντοάρντο Αλφιέρι αθωώθηκε από τρία διαφορετικά δικαστήρια, καθώς και από την εξεταστική επιτροπή του ιταλικού διπλωματικού σώματος. Καθοριστική υπήρξε η παρέμβαση του πρωθυπουργού Ντε Γκάσπερι. Συνταξιοδοτήθηκε ως πρέσβης, διετέλεσε πρόεδρος διαφόρων εθνικών και διεθνών οργανισμών. Πέθανε το 1966.
Ο Εντμόντο Ροσσόνι κατέφυγε στον Καναδά, μέχρι να καταπέσει η ποινή ισόβιας κάθειρξης που του είχε επιβληθεί. Πέθανε το 1965 στη Ρώμη. Ο Τζουζέππε Μπαστιάνι κατέφυγε στην Ελβετία μέχρι το 1947, όταν και απαλλάχθηκε από κάθε κατηγορία, από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Πέθανε το 1961.Ο Άνιο Μπινιάρντι διετέλεσε μέλος διαφόρων αθλητικών ομοσπονδιών. Πέθανε το 1985. Ο Αλμπέρτο ντε Στέφανι κατέφυγε σε ένα μοναστήρι. Αθωώθηκε το 1947, από κάθε κατηγορία. Επέστρεψε στη δημοσιογραφία. Πέθανε το 1969. Ο Τζοβάννι Μπαλέλλα πρωταγωνίστησε στην επανίδρυση του ιταλικού ΣΕΒ. Ασχολήθηκε με την βιομηχανία του, παραγωγής χημικών ινών. Πέθανε το 1988.
Ο Τούλιο Τσανέτι, στην Απελευθέρωση βρισκόταν φυλακισμένος από το καθεστώς του Σαλό. Απελευθερώθηκε από τους Αμερικάνους, και κατέφυγε στην (τότε) πορτογαλική Μοζαμβίκη. Πέθανε στο Μαπούτο το 1976. Ο Κάρλο Σκόρτσα συνελήφθη τον Αύγουστο του 1945, δραπέτευσε και κατέφυγε στην Αργεντινή. Επέστρεψε στην Ιταλία το 1969. Πέθανε το 1988. Ο Έντζο Εμίλιο Γκαλμπιάτι, στρατηγός της Εθνοφυλακής της Δημοκρατίας του Σαλό πέθανε στο Μιλάνο, την ημέρα των 85ων γενεθλίων του (1982). Ο Κάρλο Αλμπέρτο Μπιγκίνι πέθανε τον Νοέμβριο του 1945, από καρκίνο στο πάγκρεας. Ο Γκαετάνο Πολβερέλλι πέθανε στο σπίτι του, το 1960. Ο Αντονίνο Τριγκάλι Καζανουόβα, υπουργός Δικαιοσύνης του Σαλό, πέθανε το 1943 από ανακοπή καρδιάς. Ο Έττορε Φραττάρι διετέλεσε πρόεδρος της Εθνικής Συνομοσπονδίας Φρουτοπαραγωγών. Πέθανε το 1976. Ο Τζάκομο Σουάρντο καταδικάστηκε το 1944, απηλλάγη κάθε κατηγορίας το ίδιο έτος, και πέθανε το 1947.
Τελικά, μόνο δύο από τα 28 μέλη της φασιστικής ιεραρχίας πλήρωσαν για τα εγκλήματά τους. Ο Γκουίντο Μπουφαρίνι Γκουίντι, υπουργός Εσωτερικών της Δημοκρατίας του Σαλό, ο οποίος καταδικάστηκε από ανταρτοδικείο και εκτελέστηκε στο Μιλάνο, στις 10 Ιουλίου του 1945, και ο Ρομπέρτο Φαρινάτσι, που εκτελέστηκε από τους αντάρτες, με αρνητική ψήφο των χριστιανοδημοκρατών και των φιλελεύθερων, στις 28 Απριλίου του 1945. Όσοι γλύτωσαν, μέχρι το 1947, πέθαναν κλινήρεις, με περισσότερες ή λιγότερες τιμές. Ύστερα ήρθε ο Ψυχρός Πόλεμος…
Η Αλεσσάντρα Μουσολίνι, εγγονή του Μπενίτο και πρώην βουλεύτρια διαφόρων νεοφασιστικών κομμάτων, δήλωσε προ ημερών ότι θα μηνύει για δυσφήμιση όσους θα προσβάλλουν, διά του Τύπου ή από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τη μνήμη του παππού της. Η είδηση έλαβε μεν κάποιες διαστάσεις, αλλά μάλλον θα ξεχαστεί σύντομα, και θα χαθεί μέσα στην πληθώρα των δημοσιευμάτων σχετικά με την πορεία των ιταλικών ομολόγων. Άλλωστε, η κίνηση της Μουσολίνι δεν είναι η πρώτη, και μάλλον δεν θα είναι και η τελευταία, στη μακρά σειρά των προκλήσεων των πρωτεργατών του φασισμού και των φυσικών ή ιδεολογικών απογόνων και επιγόνων τους. Προκλήσεις, η εκδήλωση των οποίων έγινε δυνατή εξαιτίας όχι μόνο της λήθης για το παρελθόν - εξήγηση που τείνει να γίνει της μόδας στις μέρες μας- αλλά και της ατιμωρησίας, η οποία ξεκίνησε την επαύριο της αντιφασιστικής νίκης, και βασίστηκε στο δόγμα της συνέχειας του κράτους, αλλά και τις «ανάγκες» του Ψυχρού Πολέμου, παρά τα βαρύγδουπα λόγια περί τομής μεταξύ φασιστικής και αντιστασιακής ιταλικής Δημοκρατίας.
Ας κοιτάξουμε, για παράδειγμα, τη μεταπολεμική τύχη των μελών του ανώτατου οργάνου του καθεστώτος, του Μεγάλου Συμβουλίου. Θεσπίστηκε, αρχικά, ως ανώτατο όργανο του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος, στις 12 Ιανουαρίου 1923, έγινε θεσμικό όργανο του κράτους στις 9 Δεκεμβρίου του 1928, και συνεδρίασε, για τελευταία φορά, από το απόγευμα της 24ης ως στα ξημερώματα της 25ης Ιουλίου του 1943, όπου και αποφάσισε, υπερψηφίζοντας την «ημερήσια διάταξη του Γκράντι», ενώ οι Αμερικάνοι είχαν φτάσει ήδη στην Σικελία, την «απαλλαγή» του Μουσολίνι από το αξίωμα του αρχηγού του ιταλικού στρατού και την επιστροφή της αρχιστρατηγίας στον βασιλιά.
Από τα 28 μέλη του Μεγάλου Συμβουλίου, 5 εκτελέστηκαν από το καθεστώς της Δημοκρατίας του Σαλό, για εσχάτη προδοσία εναντίον του Μουσολίνι, μετά την δίκη της Βερόνα, στις 11 Ιανουαρίου του 1944 (Τζαν Γκαλεάτσο Τσάνο, Εμίλιο Ντελ Μπόνο, Λουτσάνο Γκοτάρντι, Κάρλο Παρέσκι, Τζοβάννι Μαρινέλλι).
Ο κόμης Γκράντι κατέφυγε στην Πορτογαλία μέχρι το 1948. Επέστρεψε στην Ιταλία, συνεργάστηκε με την αμερικάνικη πρεσβεία, μεσολαβώντας μεταξύ Αμερικανών και Ιταλών επιχειρηματιών, μετακόμισε στην Βραζιλία, και επέστρεψε ξανά στην Ιταλία, όπου και πέθανε το 1988, σε ηλικία 93 ετών. Ο Τζουζέππε Μποτάι κατατάχθηκε στην Λεγεώνα των Ξένων, αμνηστεύθηκε, επέστρεψε στην Ιταλία το 1951, εξέδωσε μια εφημερίδα της κεντρώας τάσης του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, καθώς κι ένα πολιτικό περιοδικό. Πέθανε στην Ρώμη το 1953. Στην κηδεία του παρέστη και ο τότε υπουργός Παιδείας, Άλντο Μόρο. Ο Λουίτζι Φεντερτζόνι καταδικάστηκε, ερήμην, το 1945 σε ισόβια δεσμά. Αμνηστεύθηκε το 1947. Επέστρεψε στην Ιταλία, όπου και πέθανε, το 1953.
Ο Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκι βρήκε καταφύγιο στο τάγμα των Σαλεζιανών μέχρι το 1947, όπου, με διαβατήριο Παραγουάης κατέφυγε στην Αργεντινή. Τον Ιούνιο του 1949 επέστρεψε στην Ιταλία, αφού η πρωτόδικη ποινή πενταετούς κάθειρξης κατέπεσε στον δεύτερο βαθμό. Πέθανε το 1959. Ο Αλφρέντο ντε Μαρσίκο στερήθηκε της πανεπιστημιακής του έδρας για 7 χρόνια, και αποκλείστηκε από την άσκηση της δικηγορίας για 4. Εξελέγη γερουσιαστής του Μοναρχικού Κόμματος, από το 1953 έως το 1958. Το 1964 έγινε επίτιμος καθηγητής του πανεπιστημίου της Ρώμης. Ακολούθησε μια μακρά σειρά από τιμητικούς τίτλους και αξιώματα. Διετέλεσε πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου της Νάπολης, καθώς και μέλος διαφόρων νομοπαρασκευαστικών επιτροπών της Βουλής. Πέθανε το 1985, σε ηλικία 97 ετών.
Ο Ουμπέρτο Αλμπίνι πέθανε στο σπίτι του, το 1973. Ο Τζάκομο Ατσέρμπο συνελήφθη από τους Συμμάχους, καταδικάστηκε σε 48 χρόνια κάθειρξη, τα οποία σύντομα έγιναν 30. Το 1947 η ποινή του κατέπεσε. Το 1951 επέστρεψε στην πανεπιστημιακή του έδρα. Το 1962 τιμήθηκε από τον πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας με χρυσό μετάλλιο, για την προσφορά του στο σχολείο, τον πολιτισμό και την τέχνη. Το 1963 έγινε επίτιμος καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Ρώμης. Πέθανε το 1969. Ο Εντοάρντο Αλφιέρι αθωώθηκε από τρία διαφορετικά δικαστήρια, καθώς και από την εξεταστική επιτροπή του ιταλικού διπλωματικού σώματος. Καθοριστική υπήρξε η παρέμβαση του πρωθυπουργού Ντε Γκάσπερι. Συνταξιοδοτήθηκε ως πρέσβης, διετέλεσε πρόεδρος διαφόρων εθνικών και διεθνών οργανισμών. Πέθανε το 1966.
Ο Εντμόντο Ροσσόνι κατέφυγε στον Καναδά, μέχρι να καταπέσει η ποινή ισόβιας κάθειρξης που του είχε επιβληθεί. Πέθανε το 1965 στη Ρώμη. Ο Τζουζέππε Μπαστιάνι κατέφυγε στην Ελβετία μέχρι το 1947, όταν και απαλλάχθηκε από κάθε κατηγορία, από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Πέθανε το 1961.Ο Άνιο Μπινιάρντι διετέλεσε μέλος διαφόρων αθλητικών ομοσπονδιών. Πέθανε το 1985. Ο Αλμπέρτο ντε Στέφανι κατέφυγε σε ένα μοναστήρι. Αθωώθηκε το 1947, από κάθε κατηγορία. Επέστρεψε στη δημοσιογραφία. Πέθανε το 1969. Ο Τζοβάννι Μπαλέλλα πρωταγωνίστησε στην επανίδρυση του ιταλικού ΣΕΒ. Ασχολήθηκε με την βιομηχανία του, παραγωγής χημικών ινών. Πέθανε το 1988.
Ο Τούλιο Τσανέτι, στην Απελευθέρωση βρισκόταν φυλακισμένος από το καθεστώς του Σαλό. Απελευθερώθηκε από τους Αμερικάνους, και κατέφυγε στην (τότε) πορτογαλική Μοζαμβίκη. Πέθανε στο Μαπούτο το 1976. Ο Κάρλο Σκόρτσα συνελήφθη τον Αύγουστο του 1945, δραπέτευσε και κατέφυγε στην Αργεντινή. Επέστρεψε στην Ιταλία το 1969. Πέθανε το 1988. Ο Έντζο Εμίλιο Γκαλμπιάτι, στρατηγός της Εθνοφυλακής της Δημοκρατίας του Σαλό πέθανε στο Μιλάνο, την ημέρα των 85ων γενεθλίων του (1982). Ο Κάρλο Αλμπέρτο Μπιγκίνι πέθανε τον Νοέμβριο του 1945, από καρκίνο στο πάγκρεας. Ο Γκαετάνο Πολβερέλλι πέθανε στο σπίτι του, το 1960. Ο Αντονίνο Τριγκάλι Καζανουόβα, υπουργός Δικαιοσύνης του Σαλό, πέθανε το 1943 από ανακοπή καρδιάς. Ο Έττορε Φραττάρι διετέλεσε πρόεδρος της Εθνικής Συνομοσπονδίας Φρουτοπαραγωγών. Πέθανε το 1976. Ο Τζάκομο Σουάρντο καταδικάστηκε το 1944, απηλλάγη κάθε κατηγορίας το ίδιο έτος, και πέθανε το 1947.
Τελικά, μόνο δύο από τα 28 μέλη της φασιστικής ιεραρχίας πλήρωσαν για τα εγκλήματά τους. Ο Γκουίντο Μπουφαρίνι Γκουίντι, υπουργός Εσωτερικών της Δημοκρατίας του Σαλό, ο οποίος καταδικάστηκε από ανταρτοδικείο και εκτελέστηκε στο Μιλάνο, στις 10 Ιουλίου του 1945, και ο Ρομπέρτο Φαρινάτσι, που εκτελέστηκε από τους αντάρτες, με αρνητική ψήφο των χριστιανοδημοκρατών και των φιλελεύθερων, στις 28 Απριλίου του 1945. Όσοι γλύτωσαν, μέχρι το 1947, πέθαναν κλινήρεις, με περισσότερες ή λιγότερες τιμές. Ύστερα ήρθε ο Ψυχρός Πόλεμος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου