Η ελληνική «Νύχτα των Κρυστάλλων»
«Η Θεσσαλονίκη έχει ανάγκην εθνικιστικών οργανώσεων
και προς τας οργανώσεις ταύτας
η Κυβέρνησις οφείλει να παρέχη ενθάρρυνσιν και προστασίαν»
και προς τας οργανώσεις ταύτας
η Κυβέρνησις οφείλει να παρέχη ενθάρρυνσιν και προστασίαν»
(«Καθημερινή» 26/6/1931)
Η 9η Νοεμβρίου είναι μια σημαδιακή μέρα για τη γερμανική ιστορία. Το
1918 ξέσπασε η επανάσταση, ο Χίτλερ έκανε το δικό του αποτυχημένο
πραξικόπημα το 1923, ενώ το 1989 έπεσε το Τείχος του Βερολίνου.Δίπλα σ’ αυτά τα γνωστά ιστορικά γεγονότα, μνημονεύεται και το οργανωμένο αντιεβραϊκό πογκρόμ που οργανώθηκε από το ναζιστικό καθεστώς σ’ όλη τη Γερμανία το 1938 και έμεινε στην ιστορία ως «Νύχτα των Κρυστάλλων». Ονομασία αρκετά εξωραϊστική, καθώς επικεντρώνεται στις σπασμένες βιτρίνες των καταστημάτων που λεηλατήθηκαν από τα Ες Ες και αποσιωπά τις δολοφονίες και τους εμπρησμούς που το συνόδευσαν.
Αυτό το αιματηρό ξέσπασμα οργανωμένων ομάδων με στόχο έναν συνοικισμό φτωχών Εβραίων της πόλης δεν ταιριάζει με τις επίσημες και επί χρόνια επαναλαμβανόμενες διακηρύξεις ότι ο ρατσισμός και ειδικά ο αντισημιτισμός δεν έχουν θέση στην Ελλάδα ή έστω ότι είναι εντελώς περιθωριακά φαινόμενα.
Τύπος και φασισμός
Η εξιστόρηση των γεγονότων από τον Μιχάλη Τρεμόπουλο αποκαθιστά την ιστορική αλήθεια και μας υποχρεώνει να έρθουμε αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα, ότι δηλαδή όσα συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη το 1931 έχουν πολλές ομοιότητες με όσα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια.Δεν εννοώ ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται, αλλά ότι παρόμοιοι κοινωνικοί και πολιτικοί μηχανισμοί παράγουν ανάλογα αποτελέσματα. Και όσο τα ζητήματα κρύβονται κάτω από το χαλί που ονομάζεται «εθνική σκοπιμότητα», είμαστε αναγκασμένοι να τα αντιμετωπίσουμε κάθε φορά με χειρότερη μορφή.
«Ολος ο κόσμος γνωρίζει ότι εις την Ελλάδα δεν υπάρχει αντισημιτισμός» έγραφε η «Μακεδονία» στις 25/6/1931, μόλις τέσσερις μέρες πριν από την κορύφωση του πογκρόμ, στο οποίο η ίδια πρωτοστάτησε.
Ποιος δεν γνωρίζει τις αντίστοιχες καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις για τα αντιρατσιστικά αισθήματα του σύγχρονου Ελληνα από τα ίδια κανάλια και εφημερίδες που πρωτοστατούν σήμερα στις ξενοφοβικές εκστρατείες;
Είναι πράγματι εντυπωσιακές, για να μην πω ανατριχιαστικές, οι αναλογίες με ζητήματα που μας απασχολούν σήμερα. Και πρώτα πρώτα το γεγονός ότι αφορμή για το πογκρόμ υπήρξε μια ψεύτικη είδηση, που έφερνε τους εκπροσώπους του εβραϊκού σωματείου Μακαμπί της Θεσσαλονίκης να μετέχουν σε συνέδριο υπέρ της αυτονόμησης της Μακεδονίας στη Σόφια.
Οσο για την ειδική εθνική ευαισθησία, την οποία οφείλει να έχει η Θεσσαλονίκη, και την απαραίτητη ανοχή της Αθήνας, διαβάζουμε το ακόλουθο απόσπασμα από αθηναϊκή εφημερίδα που παραθέτει ο Τρεμόπουλος:
«Προκειμένου περί της Θεσσαλονίκης δικαιούμεθα αναντιρρήτως να επιδεικνύωμεν πάσαν καχυποψίαν απέναντι παντός ξένου. Εάν επρόκειτο περί της πόλεως των Πατρών και αν εκεί συνέβαινεν οιονδήποτε μισαλλόδοξον κρούσμα, θα εδικαιούτο βεβαίως η Κυβέρνησις να επέμβη και μετά πάσης της δυνατής αυστηρότητος εναντίον των ταραξιών. Και να θεωρήση ως αξίους παραδειγματικής τιμωρίας τους υπαιτίους. Αλλ’ εν Θεσσαλονίκη, ως είπομεν, η θέσις των πραγμάτων είνε κάπως διαφορετική. Η Θεσσαλονίκη έχει ανάγκην εθνικιστικών οργανώσεων και προς τας οργανώσεις ταύτας η Κυβέρνησις οφείλει να παρέχη ενθάρρυνσιν και προστασίαν... Οι Ισραηλίται οφείλουν να έχουν σταθερώς υπ’ όψιν των ότι εν Θεσσαλονίκη, κατ’ εξαίρεσιν από τας λοιπάς πόλεις της Ελλάδος, η θέσις των είνε κάπως λεπτή».
Αυτά έγραφε η «Καθημερινή» στις 26/6/1931, τρεις μέρες πριν από την κορύφωση του πογκρόμ. Μόνο που η μεγάλη πλειονότητα των Ισραηλιτών ζούσε βέβαια στη Θεσσαλονίκη και όχι στην Πάτρα. Και στη Θεσσαλονίκη, ακόμα και σήμερα, αναγνωρίζεται ότι είναι μια πόλη με «ειδικές εθνικές ανάγκες», οπότε δεν πειράζει να γίνεται έρμαιο των εμπρησμών παραδοσιακών κτιρίων και των βιαιοτήτων χρυσαυγιτών και ομοφρόνων τους για το καλό του έθνους.
Ενδιαφέρον είναι και το γεγονός ότι, όπως παρατηρεί ο Τρεμόπουλος, «την ίδια στιγμή που η Βουλή καταδίκαζε και ο Τύπος διχαζόταν για τις ευθύνες και τα αίτια του πογκρόμ εναντίον των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, κάποιες υπηρεσίες του κράτους είχαν τη δική τους ατζέντα και άποψη. Είναι χαρακτηριστικό ένα από τα εμπιστευτικά υπομνήματα του διευθυντή του γραφείου Τύπου Θεσσαλονίκης Ι. Μινάρδου, δηλαδή του επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών του υπουργείου Εξωτερικών, που παρακολουθούσε τις εξελίξεις στην εβραϊκή κοινότητα και μετέφραζε τον εβραϊκό Τύπο της πόλης. Ο Μινάρδος, στις 5 Ιουλίου 1931, αναλύοντας το πλαίσιο του εμπρησμού του Κάμπελ, θεωρούσε ως αιτία τις επί σειρά ετών εβραϊκές “προκλήσεις” προς τα αισθήματα των Ελλήνων. Τέθηκε θέμα να διωχτεί ως φυσικός αυτουργός, αλλά απαλλάχτηκε με άνωθεν εντολή».
Αυτή η απόδοση των ευθυνών για τη βία στα θύματά της από κρατικούς λειτουργούς είναι δυστυχώς κάτι που έχουμε ξαναζήσει τα τελευταία χρόνια.
«Οι τοπικές ελληνικές αρχές φαίνεται ότι κατά κανόνα επιδείκνυαν ανοχή απέναντι στην 3E, αν δεν συνεργάζονταν μαζί της, κυρίως στα πλαίσια της αντικομουνιστικής δράσης» διαβάζουμε στην κλασική μελέτη του Γ. Μαυρογορδάτου για την περίοδο αυτή (Stillborn Republic, Μπέρκλεϊ 1983, σ. 258-9).
Και δυστυχώς όπως και σήμερα έτσι και τότε τα μέσα ενημέρωσης πάσχιζαν να δικαιολογήσουν τη στάση των Τριεψιλιτών: «Ο εμπρησμός του συνοικισμού του Κάμπελ θα επρολαμβάνετο αν εις την έξαψιν των εθνικών οργανώσεων οι Ισραηλίται δεν αντέτασσον την όλως προκλητικήν των στάσιν....» έγραφε το φιλελεύθερο «Ελεύθερον Βήμα» την επομένη του πογκρόμ (1/7/1931).
Η εφημερίδα, σημειώνει ο Τρεμόπουλος, «ξεχνούσε ότι αυτή δημοσίευε πρώτη, 10 μήνες νωρίτερα, παραποιημένα τα γεγονότα της Σόφιας» που αποτέλεσαν τη δικαιολογητική βάση της ρατσιστικής έκρηξης.
Πολιτικοί και εργοδότες
Μ. ΤΡΕΜΟΠΟΥΛΟΣ, «ΤΑ ΤΡΙΑ Ε» (2018)
Αυτό που επίσης αξίζει να αναφερθεί είναι ότι το πογκρόμ του Κάμπελ
αποτέλεσε σημείο καμπής στην ιστορία της οργάνωσης των ΕΕΕ, η οποία
πλέον συγκρότησε τους περιβόητους χαλυβδόκρανους που το 1933 θα
πραγματοποιούσαν την πορεία προς την Αθήνα, μιμούμενοι τη μουσολινική
πορεία προς τη Ρώμη.
Οπως θα δηλώσει ο συνήγορος των 3Ε στη δίκη που ακολούθησε, «πριν από το Κάμπελ η 3Ε είχε 12 παραρτήματα και 3.000 μέλη, τώρα έχει 27 παραρτήματα κι 7.000 μέλη».
Η άσκηση της δολοφονικής βίας, δηλαδή, ενίσχυσε τη δύναμη της οργάνωσης.
Εκεί που η διαχείριση της υπόθεσης το 1931 μας προξενεί θλίψη σε σχέση με τα σημερινά, είναι οι σχετικές συζητήσεις στη Βουλή, οι οποίες ήταν πολύ πιο αναλυτικές, συγκεκριμένες και πολιτικά καίριες από εκείνες που διεξάγονται τα τελευταία χρόνια. Στις συζητήσεις αυτές αποκαλύφτηκε και η «κοινωνική» δράση της 3Ε, που κι αυτή μας θυμίζει τους σύγχρονους συνεχιστές της.
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου κατήγγειλε στη Βουλή ότι οι χαλυβδόκρανοι «τρομοκρατούν και τους οργανισμούς, οι οποίοι δεν ημπορούν να προσλάβουν εργάτας άνευ της ιδικής των εγκρίσεως».
Μ. ΤΡΕΜΟΠΟΥΛΟΣ, «ΤΑ ΤΡΙΑ Ε» (2018)
Οπως θα αποδειχτεί μετά από λίγους μήνες, στη δίκη της 3Ε, από τον
μάρτυρα κατηγορίας γιατρό Δαβίδ Αλκανάτι, «ο αντισημιτισμός των 3Ε
εξεδηλώθη διότι ενήργει εις την αντικατάστασιν των Εβραίων διά των
Χριστιανών εις τα κρατικά εργοστάσια και να προσλαμβάνωνται μόνον
εργάται από τα μέλη των».[....................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου