Οι δύο Ντάντε και οι δύο θάνατοι της Μακαρίας Βεατρίκης
Ελίζαμπεθ Σίνταλ: Η πρώτη "Μούσα" που έφυγε από ναρκωτικά 100 χρόνια πριν από τη Μονρόε
_______________________________________Ζόι Λουντ, Άννα Νικόλ Σμιθ, Μέριλιν Μονρόε, Τζία Σκάλα, Νταϊάνα
Μπάριμορ και -σύμφωνα με μια εκδοχή- Ρόμι Σνάιντερ. Κοινό χαρακτηριστικό
αυτών των λαμπερών όσο και γοητευτικών γυναικών από τον χώρο του
θεάματος και των τεχνών υπήρξε ο θάνατός τους από ναρκωτικές ουσίες. Αν
αναζητούσε κάποιος τον κρίκο από τον οποίο ξεκίνησε αυτή η αλυσίδα, θα
έφτανε πολύ πίσω.Πόε και Σίνταλ, οι πρώτοι κρίκοι της αλυσίδας
Ακριβώς έναν αιώνα πριν από τον θάνατο της Μέριλιν Μονρόε, στις 11 Φεβρουαρίου του 1862, η μακρά αυτή σειρά ξεκινούσε με ένα όμορφο και διάσημο μοντέλο που υπήρξε ταυτόχρονα ζωγράφος και ποιήτρια, την Ελίζαμπεθ ή Λίζι Σίνταλ όπως ήταν πιο γνωστή. Ακόμη όμως και αν συνυπολογίζαμε εκπροσώπους του πνεύματος και από τα δύο φύλα, ελάχιστες ήταν οι διασημότητες που πέθαναν πριν τη Σίνταλ από ναρκωτικές ουσίες. Ένας ήταν ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, του οποίου ο βίος τερματίστηκε με τραγικό τρόπο στα 40 του χρόνια, το 1849, από λάβδανο (όπως και της Σίνταλ) και άλλος ένας ήταν ο συγγραφέας και ζωγράφος Μπράνγουελ Μπροντέ, αδελφός των ακόμη πιο διάσημων Έμιλι, Σαρλότ και Αν Μπροντέ, στα 31 του χρόνια το 1848, τυπικά μεν από βρογχίτιδα, αλλά με κύρια αιτία τον συνδυασμό λάβδανου, αλκοόλ και οπίου που επιβάρυνε την ήδη επιδεινωθείσα από τη φυματίωση υγεία του. Βέβαια, αν ψάξουμε στα χρονικά, θα βρούμε και μία ακόμη καλλιτέχνιδα, την κόρη της ερωμένης του δούκα Κλάρενς -προτού αυτός στεφθεί βασιλιάς με το όνομα Ουίλιαμ Δ' της Αγγλίας- ηθοποιού Ντορόθεα Τζόρνταν, την Φράνσες Άλσοπ, η οποία επίσης ήταν ηθοποιός. Όπως όμως γράφτηκε στη νεκρολογία της που δημοσιεύτηκε στον Τύπο, πέθανε κατά λάθος, από δηλητηρίαση, παίρνοντας εν αγνοία της λάβδανο στις 2 Ιουνίου 1821, σε ηλικία 39 ετών.Μούσα των Προραφαηλιτών
Η Σίνταλ ταύτισε το όνομα, το έργο και την παρουσία της με τους «Προραφαηλίτες», το πρωτοποριακό για την εποχή του κίνημα των Άγγλων ζωγράφων που συνεστήθη το 1848 με αίτημα την ανανέωση του ύφους της ζωγραφικής μέσω της μίμησης των προγενέστερων του Ραφαήλ Ιταλών ζωγράφων. Ένα από τα διαχρονικά αριστουργήματα αυτού του εικαστικού ρεύματος είναι και η απόκοσμη, σχεδόν εξαϋλωμένη μορφή τής «Beata Beatrix». Πρόκειται για έναν πίνακα με λάδι σε καμβά του Προραφαηλίτη καλλιτέχνη Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι που ολοκληρώθηκε το 1870.H επταμελής «Αδελφότητα των Προραφαηλιτών» (αρχικά μέλη της ήταν οι Ουίλιαμ Χόλμαν Χαντ, Τζων Έβερετ Μίλε και Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι, ενώ στη συνέχεια προστέθηκαν και οι Ουίλιαμ Μάικλ Ροσέτι, Τζέιμς Κόλινσον, Φρέντερικ Τζορτζ Στέφενς και Τόμας Γούλνερ) ήταν ένα καλλιτεχνικό κίνημα επαναστατικό για την εποχή εκείνη. Απέρριπτε τη μηχανιστική προσέγγιση των «Μανιεριστών» καλλιτεχνών που διαδέχθηκαν τον Ραφαήλ και για τον λόγο αυτό αντιμετώπισε σφοδρές αντιδράσεις από το κατεστημένο της καλλιτεχνικής ζωής της Αγγλίας.
Η «Μακαρία Βεατρίκη» κατορθώνει κάτι που ελάχιστοι ζωγραφικοί πίνακες έχουν τη δυνατότητα να εμπνεύσουν: από τη μία, καταπιάνεται με ένα μυστηριακό θέμα, βγαλμένο μέσα από το νεανικό ποιητικό αριστούργημα ενός από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες όλων των εποχών, το «La Vita Nuova» του Δάντη Αλιγκιέρι. Από την άλλη όμως, είναι εν τέλει το ίδιο το μοντέλο (και εν προκειμένω η Ελίζαμπεθ Σίνταλ) που περνά στην αθανασία, όπως βεβαίως και η ηρωίδα του Δάντη, η Βεατρίκη Πορτινάρι, που έδωσε και το όνομά της στο έργο του Ροσέτι. Ο δε Ροσέτι καταφέρνει σε έναν και μόνο πίνακα να συνδυάσει λογοτεχνία, μεταφυσική, ιατρική, ψυχολογία και φιλοσοφία για τον έρωτα και τον θάνατο, τα δύο πιο κλασικά θέματα της τέχνης διαχρονικά.
Ένα παιδικό όνειρο
Το έργο του Δάντη Αλιγκιέρι «La Vita Nuova» προκάλεσε την προσοχή του συνονόματού του, Άγγλου ποιητή, μεταφραστή και ζωγράφου Δάντη Γαβριήλ Ροσέτι όταν ο τελευταίος ήταν ακόμη παιδί και άρχισε να το μεταφράζει. Το 1845, στα 17 του (γεννήθηκε στις 12 Μαΐου 1828, ενώ πέθανε στις 9 Απριλίου 1882) το εξέδωσε στα αγγλικά, στη συλλογή «Πρώιμα Ιταλικά Ποιήματα». Μετά από 19 χρόνια, το 1864, ξεκίνησε στον καμβά το διάσημο αυτό έργο του, την «Beata Beatrix», με θέμα τη Βεατρίκη Πορτινάρι, το οποίο ολοκλήρωσε το 1870.Ένα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία του συγκεκριμένου έργου είναι και το ότι το μοντέλο είχε πεθάνει στις 11 Φεβρουαρίου 1862, δηλαδή δύο χρόνια προτού ο καλλιτέχνης το ξεκινήσει. Το δε μοντέλο δεν ήταν άλλο από την αποβιώσασα σύζυγο του ζωγράφου, την Ελίζαμπεθ Σίνταλ, η οποία υπήρξε πολλές φορές μοντέλο του Ροσέτι. Με βάση τα πολυάριθμα σχέδια που είχε δημιουργήσει με μοντέλο την Ελίζαμπεθ, ο ζωγράφος ξεκίνησε να δημιουργεί την Μπεατρίς.
Ο έρωτάς του για την Ελίζαμπεθ απεικονίζεται σε ένα κόκκινο περιστέρι, το οποίο παριστάνει το Άγιο Πνεύμα με το φωτοστέφανό του, αλλά κυρίως συμβολίζει τον αγγελιοφόρο του έρωτα, του πάθους αλλά και του θανάτου, το οποίο κρατά στο ράμφος μια λευκή παπαρούνα. Το λουλούδι αυτό συμβολίζει τον ύπνο και τον θάνατο και, ακόμη περισσότερο στον συγκεκριμένο πίνακα, τον θάνατο, αφού η Ελίζαμπεθ πέθανε από υπερβολική δόση ενός ισχυρού ναρκωτικού, του λάβδανου, που παράγεται από αυτήν τη λευκή παπαρούνα. Το λάβδανο επωλείτο ελεύθερα τότε, μιας και δεν είχαν ανιχνευθεί ακόμη οι ναρκωτικές του ιδιότητες.
"Beata Beatrix", 1870. Ελαιογραφία που ολοκλήρωσε ο Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι 8 χρόνια μετά τον θάνατο της Ελίζαμπεθ Σίνταλ η οποία έγινε με βάση παλαιότερα σχέδια το μοντέλο για την απεικόνιση της Βεατρίκης Πορτινάρι, της Βεατρίκης του Δάντη. Ο πίνακας ανήκει στην Τate Britain στο Λονδίνο
Στο πορτραίτο, η Ελισάβετ ως Βεατρίκη απεικονίζεται θολά, με μια σχεδόν υπερβατική όψη και πολύ ψηλό λαιμό που δίνει την αίσθηση μιας «προς τα άνω» αναχώρησης. Όπως επίσης δίνει και την αίσθηση ενός ονείρου ή ενός οράματος με συμβολικές αναφορές, τις οποίες θεώρησε ο Ροσέτι ότι την εκπροσωπούν, σε μια «ξαφνική πνευματική μεταμόρφωση», όπως έγραψε σε μια επιστολή το 1873. Η Ελισάβετ/Βεατρίκη απεικονίζεται σε στάση έκστασης, με τα χέρια μπροστά της και τα χείλη της μισάνοιχτα, που σε συνδυασμό με την κλίση της κεφαλής δίνει την εντύπωση πως θα μεταλάβει. Ίσως την τελευταία μετάληψη.
Το γκρι και το πράσινο φόρεμά της συμβολίζουν τα χρώματα της ελπίδας και της θλίψης καθώς και της αγάπης και της ζωής όπως αναφέρουν διάφορες μαρτυρίες γνωστών του ζωγράφου που είχαν μάθει «από πρώτο χέρι» τις σκέψεις του για το συγκεκριμένο έργο.
Ο Ροσέτι κάνει έναν εμφανή παραλληλισμό σε αυτόν τον πίνακα ανάμεσα στην απελπισία του Ιταλού ποιητή Δάντη για τον θάνατο της αγαπημένης του Βεατρίκης και τη δική του θλίψη του για τον θάνατο της συζύγου του. Παρ' ότι η πρώτη περίπτωση αποτελεί τυπικό δείγμα του λεγόμενου «amour courtois» («ευγενής», «αυλικός» ή «ιδεόπλαστος» έρωτας στα ελληνικά), είναι εν τέλει και ο ίδιος ο έρωτας του Ροσέτι για τη Σίνταλ που παίρνει μια τέτοια μορφή στο φαντασιακό του. Αντιθέτως, το επίσης μοντέλο του Αλέξα Ουίλντινγκ παρουσιάζεται ως εικόνα ερωτικής πρόκλησης σε έργα του όπως η "Monna Vanna" το 1866, η "Sancta Lilias" το 1874 ή η "Venus Verticordia" μεταξύ 1864 και 1868, στο μοναδικό έργο του Ροσέτι με γυμνό. Αλλά ακόμη και η Τζέιν Μόρις, η σύζυγος του φίλου του Ουίλιαμ Μόρις, με την οποία σύναψε παράνομη σχέση -όσο και αν ο Ροσέτι ήθελε να την φαντάζεται "θύμα" του φίλου του (κάτι που δεν ίσχυε)- και όσο και να της απέδιδε μυστηριακή χροιά ως μοντέλο, όπως για παράδειγμα στην "Proserpine" (Περσεφόνη) του 1874 ή με ρομαντικό θέμα όπως στο "La Pia de' Tolomei" το 1868 - 1880, απέπνεε μια εύθραυστη μεν, αλλά πάντως γήινη ομορφιά.
Με φόντο τη Φλωρεντία
Στο βάθος της εικόνας, δεξιά, απεικονίζεται η σκοτεινή φιγούρα του Δάντη και δεξιά ο έρωτας, ντυμένος κι αυτός στα κόκκινα, όπως και το χρώμα του περιστεριού, εμφανίζεται ως άγγελος που κρατά στην παλάμη του τη φλόγα της ζωής της Βεατρίκης.Ενδιάμεσα, οι δύο αυτές φιγούρες συνδέονται με μια γέφυρα, ή Πόντε Βέκιο, ένα από τα ορόσημα της Φλωρεντίας όπου διαδραματίζεται η ιστορία του Δάντη.
Στον πίνακα αποτυπώνεται και ένα ηλιακό ρολόι, του οποίου η σκιά πέφτει στον αριθμό «9» υποδηλώνοντας έτσι τη στιγμή του θανάτου της Βεατρίκης που αναφέρεται και στην κορνίζα που σχεδιάστηκε και αυτή από τον Ροσέτι: την ένατη ώρα της 9ης Ιουνίου 1290. Η κορνίζα αναφέρει επίσης και μια φράση που αναφέρεται από τον Dante στον "Vita Nuova": «Quomodo sedet sola civitas» («πώς ερήμωσε η πόλη») που παραπέμπει στο πένθος του θανάτου της Βεατρίκης στην πόλη της Φλωρεντίας.
Το έργο βρίσκεται από το 1889 στο Tate Britain, δωρεά στην μνήμη του Ουίλιαμ Φράνσις Κάουπερ Τεμπλ, 1ου βαρώνου Μάουντ-Τεμπλ, από τη σύζυγό του Τζιορτζιάνα.
Σε ένα από τα αντίγραφα του έργου που δημιούργησε επίσης με λάδι ο Ροσέτι, το 1872, προστέθηκε και ένα «βάθρο» στον πίνακα, όπου απεικονίζονται ο Δάντης και η Βεατρίκη να συναντιούνται στον Παράδεισο. Σε ένα άλλο, κατοπινό αντίγραφο, του 1877, το οποίο έμεινε ημιτελές λόγω του θανάτου Ροσέτι και το ολοκλήρωσε ο φίλος του Φορντ Μπράουν, σε αντίθεση με τον αρχικό πίνακα, το περιστέρι που πετά προς τη Βεατρίκη γίνεται λευκό, με την παπαρούνα να γίνεται εκείνη κόκκινη. Η ρέπλικα αυτή βρίσκεται στο Birmingham Museum and Art Gallery της Αγγλίας.
Η Ελίζαμπεθ Σίνταλ ήταν «ανακάλυψη» του ζωγράφου Ουόλτερ Ντέβερελ όταν αυτή εργαζόταν ακόμη σε ένα καπελάδικο και την χρησιμοποίησε ως μοντέλο της Βιόλα σε έργο του με θέμα την «12η Νύχτα» του Σαίξπηρ. Υπήρξε μοντέλο και για άλλους Προραφαηλίτες όπως η «Οφηλία» του Τζον Έβερετ Μίλε, αλλά ήταν ο Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι ο οποίος, εκτός από το να τη χρησιμοποιήσει ως μοντέλο, την ενθάρρυνε να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο στην τέχνη και ειδικά στην ποίηση.
Το ζευγάρι βρισκόταν σε σταθερή πολύχρονη σχέση πριν τον γάμο, ο οποίος όμως κράτησε λίγο, καθώς η Λίζι πέθανε το 1862 από το λάβδανο. Αυτό το ξεκίνησε αφενός ως αντικαταθλιπτικό, όταν το ζευγάρι έχασε πάνω στη γέννα ένα κοριτσάκι, αφετέρου ως αναλγητικό και φάρμακο, όταν αρρώστησε στην περίοδο που είχε ποζάρει ως Οφηλία.
Αμέσως μετά τον θάνατό της, από τη θλίψη του ο Γκάμπριελ έθαψε ως ένδειξη «θυσίας» μαζί με την Ελισάβετ τα χειρόγραφά του με ποιήματά του, πλάι στα μαλλιά της. Και αν αυτό συγκίνησε πολλούς, άλλο τόσο επικρίθηκε ο ζωγράφος όταν επτά χρόνια αργότερα ζήτησε την εκταφή της Σίνταλ, πήρε πίσω τα χειρόγραφα και εξέδωσε τα ποιήματα.
«Gone»
Ποιήματα όμως έγραψε και η Ελίζαμπεθ Σίνταλ και ένα από αυτά είναι και το «Gone» που σημαίνει «έφυγε», μια φυγή που στο τελευταίο δίστιχο την παρομοιάζει με εκείνην του περιστεριού που ελευθέρωσε ο Νώε για να μην γυρίσει ποτέ:To touch the glove upon her tender hand,
To watch the jewel sparkle in her ring,
Lifted my heart into a sudden song
As when the wild birds sing.
To touch her shadow on the sunny grass,
To break her pathway through the darkened wood,
Filled all my life with trembling and tears
And silence where I stood.
I watch the shadows gather round my heart,
I live to know that she is gone
Gone gone for ever, like the tender dove
That left the Ark alone.
____________________
See: Life and Work of Elizabeth Siddal
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου