Γιῶργος Σκαμπαρδώνης*
Ὁ καστανὰς τῆς Β΄ Δημοτικοῦ
ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ.
ΚΑΤΕΒΑΙΝΩ τὴν Τσιμισκή· γωνία μὲ Ἀριστοτέλους, βλέπω τὸν
καστανὰ ἀπ’ τὸ παλιὸ Ἀναγνωστικό τῆς Β’ Δημοτικοῦ, τὸν
ζωγραφισμένο ἀπ’ τὸν Γιῶργο Μανουσάκη (κάποιοι νομίζουνε,
λάθος, ὅτι εἶναι ζωγραφιὰ τοῦ Γραμματόπουλου), νὰ κάθεται
στὴ γωνία μὲ τὴ φουφοὺ καὶ νὰ ψήνει κάστανα. Στὲκομαι
διστακτικὰ μπροστά του. Τὸν κοιτάζω ἐπίμονα, ἐξεταστικὰ –
κι ὅμως εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ἴδιος, αὐτοπροσώπως. Τοῦ ζητάω
ἀμήχανος ἕνα σακουλάκι. Αὐτὸς πιάνει ἐπιδέξια μερικὰ
ψημένα κάστανα μὲ μιὰ μασιά, τὰ βάζει προσεκτικὰ σὲ μιὰ μικρὴ
χάρτινη σακούλα καὶ μοῦ τὰ δίνει – βγάζω καὶ τὸν πληρώνω.
Προχωράω παραξενεμένος
παρακάτω. Νιώθω τὴ χούφτα μου ζεστὴ ἀπ’ τὰ κάστανα, σὰν
κοιλιὰ τρυγόνας – παίρνω ἕνα, τὸ ξεφλουδίζω ἀπ’ τὰ σκασμένα
τσόφλια κι ἐνῶ τὸ τρώω ξεφυσώντας γιατί εἶναι καυτό, βλέπω
ἀπὸ μακριὰ νὰ ‘ρχεται καταπάνω μου ὁ διευθυντὴς τοῦ
δημοτικοῦ σχολείου, ὁ κύριος Παπαστρατηγόπουλος, ποὺ μᾶς
ἔκανε τότε γραμματική: αὐστηρός, μέσα στὸ γκρὶ κοστούμι του,
ἄκαμπτος, κρατώντας ἕναν ξύλινο χάρακα. Φτάνει δίπλα μου,
στέκει ἀκίνητος, βλοσυρός, βλέπει τί κρατάω στὰ χέρια, καὶ μὲ
ρωτάει, ἐνῶ χτυπάει ρυθμικά, ἀπειλητικὰ τὸν χάρακα στὴ
χούφτα του:
«Σκαμπαρδώνη, πῶς λέμε τὰ κάστανα στὰ ἀρχαῖα;»
Ἄρχισαν νὰ τρέμουν τὰ πόδια μου. Βουβάθηκα. Ξεροκατάπια.
Μὲ κοιτάζει ἐπιτιμητικὰ καὶ συνεχίζει:
«Διὸς κάρυα. Πενήντα δύο χρόνια πέρασαν κι ἀκόμα δὲν τὸ ’μαθες;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου