Ανελέητος πόλεμος για τη ζάχαρη
Σύγκρουση πολυεθνικών με επιστημονικές ομάδες και κινήσεις πολιτών για τον περιορισμό της
Στους διαδρόμους των Βρυξελλών το τελευταίο διάστημα διεξάγεται μια
σκληρή «μάχη», που έχει άμεση σχέση με την υγεία του πληθυσμού.
Πρόκειται για τη «μάχη» της ζάχαρης, όπου συγκρούονται οι πανίσχυρες
πολυεθνικές τροφίμων και ποτών με επιστημονικές ομάδες και κινήσεις
πολιτών.
Η «μάχη» μέχρι και αυτή την ώρα είναι άνιση, αφού, αν και ο μισός
πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι υπέρβαρος ή παχύσαρκος και χωρίς
την ανάληψη δραστικών μέτρων ο αριθμός αναμένεται να λάβει εφιαλτικές
διαστάσεις, οι επιτελείς των Βρυξελλών κλείνουν τα μάτια και επί της
ουσίας αρνούνται να λάβουν μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Το λόμπι των πολυεθνικών τροφίμων και ποτών φαίνεται να κερδίζει τη
«μάχη» απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την υιοθέτηση μέτρων όσον
αφορά τη χρήση ζάχαρης, επισημαίνει το Παρατηρητήριο της Ευρώπης των
Πολυεθνικών (Corporate Europe Observatory) σε νέα του έρευνα με τίτλο
«Μια κουταλιά ζάχαρη». Έρευνα στην οποία αποκαλύπτει με ποιον τρόπο οι
υπάρχοντες κανονισμοί υπονομεύονται αλλά και πώς πολεμούνται λυσσαλέα
από τα λόμπι τα αναγκαία μέτρα που είναι ζωτικής σημασίας για τη
διαφαινόμενη κρίση υγείας στην Ε.Ε.
Όπως σημειώνει στην έρευνά του το Παρατηρητήριο της Ευρώπης των
Πολυεθνικών, όλο και περισσότεροι άνθρωποι στην Ευρώπη υποφέρουν από
παχυσαρκία, διαβήτη και καρδιοπάθειες, ασθένειες που σχετίζονται άμεσα
με την υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης. Η κρίση, όμως, στη δημόσια υγεία
«δεν σταμάτησε τις εμπορικές ενώσεις που εκπροσωπούν τους μεγαλύτερους
παίκτες στον τομέα των τροφίμων και των ποτών από το να αντιστέκονται
στη λήψη οποιωνδήποτε ρυθμιστικών μέτρων στα επεξεργασμένα τρόφιμα, τα
σνακ και τα αναψυκτικά, προϊόντα που έχουν πολύ υψηλή περιεκτικότητα σε
ζάχαρη καθώς και τα υψηλότερα περιθώρια κέρδους για τις βιομηχανίες του
κλάδου».
Ποια μέτρα μπλοκάρουν
Οι ομάδες πίεσης που εργάζονται για λογαριασμό της βιομηχανίας
τροφίμων και ποτών έχουν μέχρι σήμερα αποτρέψει την υιοθέτηση ζωτικής
σημασίας μέτρων για τη δημόσια υγεία και συγκεκριμένα:
την επιβολή ανώτατης ποσότητας ζάχαρης στα συσκευασμένα τρόφιμα και ποτά,
την υιοθέτηση ειδικού φόρου ζάχαρης,
τη σήμανση των προϊόντων με ετικέτες στις οποίες υποχρεωτικά και με σαφήνεια θα αναφέρονται οι ποσότητες πρόσθετων σακχάρων.
Το άκρως ενδιαφέρον είναι ότι οι πολέμιοι της επιβολής κανόνων στο
όνομα της δημόσιας υγείας αποτρέπουν την υιοθέτηση τέτοιων μέτρων, είτε
με την επίκληση κανόνων του ελεύθερου εμπορίου είτε επιστημονικών
απόψεων που αμφισβητούν ακόμα και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Για
παράδειγμα, αμφισβητούν ότι μπορεί να υιοθετηθεί ανώτερη ποσότητα στην
περιεκτικότητα ζάχαρης στα προϊόντα την ίδια στιγμή που ο ΠΟΥ έχει
αποφανθεί ότι η επιτρεπόμενη συνολική ποσότητα ζάχαρης που μπορεί να
λαμβάνει από όλα τα τρόφιμα και ποτά που καταναλώνει κάθε ημέρα ένας
άνθρωπος δεν πρέπει να ξεπερνά τα έξι κουταλάκια του γλυκού, ποσότητα
πολύ μικρότερη από τη ζάχαρη που περιέχει ένα κουτί αναψυκτικού!
Στον στόχο και τα βρέφη!
Η «μάχη» για να μην επιβληθούν περιοριστικοί κανονισμοί στην
περιεκτικότητα σακχάρων στα προϊόντα αφορά ακόμα και τις παιδικές
τροφές, με τη βιομηχανία του κλάδου να μην είναι διατεθειμένη να κάνει
ένα βήμα πίσω ούτε για τα βρέφη!
Όπως σημειώνει στην έκθεσή του το Παρατηρητήριο της Ευρώπης των
Πολυεθνικών, μια από τις πιο σκληρές συγκρούσεις έγινε τον Ιανουάριο του
2016, όταν η Κομισιόν κατέθεσε πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
προκειμένου να συνεχιστεί ο κανόνας που επιτρέπει το 30% της ενέργειας
στις παιδικές τροφές να προέρχεται από ζάχαρη!
Η πρόταση που κατέθεσε η Κομισιόν ήταν η… πρόταση της βιομηχανίας
τροφίμων και ποτών, γεγονός που εξόργισε τους ευρωβουλευτές, οι οποίοι
και την απέρριψαν επιστρέφοντάς την στην Επιτροπή.
Η ευρωβουλευτής των Βρετανών Πράσινων Κιθ Τέιλορ, που πρωτοστάτησε
στην καταψήφιση της πρότασης της Επιτροπής, επισήμανε ότι το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο ψήφισε με γνώμονα την υγεία των παιδιών, μια και η υιοθέτηση
του κανονισμού θα ισοδυναμούσε με ενίσχυση της επιδημίας της παιδικής
παχυσαρκίας και των ασθενειών που συνδέονται άμεσα με αυτήν.
Μετά την απόρριψη της πρότασης της Κομισιόν από το Ε.Κ., η Επιτροπή
θα πρέπει να καταθέσει αναθεωρημένη, διαδικασία που αναμένεται να
πυροδοτήσει νέες ισχυρές πιέσεις από το λόμπι της βιομηχανίας
επεξεργασμένων τροφίμων και ποτών.
Είναι χαρακτηριστικό του «πολέμου» που βρίσκεται σε εξέλιξη στους
διαδρόμους των Βρυξελλών ότι συνολικά οι βασικές επαγγελματικές ενώσεις,
οι εταιρείες και οι ομάδες συμφερόντων που εκπροσωπούν τα συμφέροντα
της εμπορίας ζαχαρούχων τροφίμων και ποτών ξοδεύουν κάθε χρόνο
21.300.000 ευρώ για να πιέσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση στη μη λήψη νέων
ρυθμιστικών κανόνων.
Η έρευνα του Παρατηρητηρίου της Ευρώπης των Πολυεθνικών «Μια
κουταλιά ζάχαρη» επισημαίνει ότι, παρά τη ρητορική σχετικά με την ανάγκη
αντιμετώπισης της κρίσης της υγείας, οι λομπίστες της βιομηχανίας έχουν
εκτροχιάσει οποιαδήποτε αποτελεσματική ρύθμιση για τη ζάχαρη στην
Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με γνώμονα το κέρδος
Η εμμονή της βιομηχανίας του κλάδου των επεξεργασμένων τροφίμων και
ποτών στην όλο και αυξανόμενη χρήση σακχάρων συνδέεται άμεσα με τα
κέρδη τους και το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι καταναλώνουν
επεξεργασμένα τρόφιμα αντί για φρέσκα. Για τη βιομηχανία, τα
επεξεργασμένα τρόφιμα έχουν πολύ μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους από τα
φρούτα και τα λαχανικά και ο ευκολότερος τρόπος για να κάνουν ένα
τρόφιμο φθηνό και μακράς διάρκειας είναι να ενισχύουν τη γεύση του με
πρόσθετα σάκχαρα, αλάτι και λίπος.
Η άρνησή τους, μάλιστα, στη θέσπιση αυστηρών κανόνων για τις
βρεφικές τροφές είναι εξαιρετικά μελετημένη, αφού οι ειδικοί
επισημαίνουν ότι εάν ένα βρέφος μέχρι την ηλικία των έξι μηνών τρέφεται
μόνο με μητρικό γάλα και όχι με επεξεργασμένες τροφές, τότε το
ενδεχόμενο
εθισμού στη ζάχαρη μειώνεται δραστικά. Αντίθετα η κατανάλωση
επεξεργασμένων βρεφικών τροφών που περιέχουν έως και 30% σάκχαρα πριν
από την ηλικία των έξι μηνών, εγγράφει τη ζάχαρη στη μνήμη, την καθιστά
αναγκαία και συμβάλλει στην ανάπτυξη της παιδικής παχυσαρκίας.
Το άκρως περίεργο είναι ότι μέχρι σήμερα οι επιτελείς των Βρυξελλών
στηρίζουν εμμέσως πλην σαφώς την πολιτική της βιομηχανίας τροφίμων την
ίδια ώρα που απειλείται η δημόσια υγεία, ενώ σοβαρότατες είναι και οι
οικονομικές επιπτώσεις. Είναι ενδεικτικό και του οικονομικού προβλήματος
ότι το 7% των εθνικών δαπανών υγείας στα κράτη της Ε.Ε. αφορά την
αντιμετώπιση της παχυσαρκίας και των ασθενειών που συνδέονται με αυτήν.
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1928 στις 04-08-2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου