The Monetary Hawks
Federal Reserve policies did more to smash the power of American workers than Ronald Reagan’s union busting.
Since the mid-1970s, governments have carried out a one-sided class war on behalf of capitalists, which we have come to know as neoliberalism. Nowhere is this easier to see than the United States. Once-thriving manufacturing cities are now ghost towns of decay and unemployment, trade unions have watched their memberships go into decline and have been forced to concede in contract after contract, and wages for workers have stagnated. Most have seen the hope of a secure retirement fade away, and will have to work well into their twilight years just to make ends meet.
This is the result of a deliberate war against the working class. But those winning this war didn’t do so through political force alone, as the story is often told. Even more critically, hawkish policymakers used subterranean tactics to change the constraints that workers, their organizations, and firms confronted on seemingly impersonal and apolitical capitalist markets.
Just weeks after Ronald Reagan fired over eleven thousand striking air traffic controllers, the chairman of the Council of Economic Advisers, Murray Weidenbaum, put the administration’s broader labor policy into perspective. “We are not telling labor and management what to do,” he said, “We are subjecting them to the fundamental force of market pressures.”[......]
See all the article=> The Monetary Hawks | Jacobin
______________________________
H METAΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Τα μονεταριστικά γεράκια
Από τη δεκαετία του 1980, οι μισθοί συνέχισαν να παραμένουν στάσιμοι
παρά τις αυξήσεις στην παραγωγικότητα. Τα δε συνδικάτα συνεχίζουν να
υποχωρούν, παραμένοντας αντίπαλοι για τις εταιρείες, σε μια γωνιά της
κοινωνίας που συρρικνώνεται όλο και περισσότερο. Η νομισματική στόχευση
έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην καταστροφή των φιλοδοξιών και των
οργανώσεων της εργατικής τάξης στην αυγή του νεοφιλελευθερισμού. Οι
κεντρικοί τραπεζίτες χρησιμοποίησαν το μαστίγιο των αγορών για να
αλλάξουν την ισορροπία ανάμεσα στις ταξικές δυνάμεις.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, οι κυβερνήσεις έχουν εξαπολύσει έναν μονόπλευρο ταξικό πόλεμο εν ονόματι των καπιταλιστών, τον οποίο γνωρίζουμε ως νεοφιλελευθερισμό. Πουθενά δεν είναι πιο φανερό απ’ ό,τι στις ΗΠΑ. Κάποτε ακμάζουσες βιομηχανικές πόλεις είναι σήμερα πόλεις-φαντάσματα παρακμής και ανεργίας, τα συνδικάτα είδαν τον αριθμό των μελών τους να μειώνεται και υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν ξανά και ξανά στις διαπραγματεύσεις, ενώ οι μισθοί των εργαζομένων έχουν βαλτώσει. Οι περισσότεροι είδαν να χάνεται κάθε ελπίδα για ασφαλή συνταξιοδότηση, και θα χρειαστεί να εργάζονται ως τα βαθιά τους γεράματα για να επιβιώσουν.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας επίμονης επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη. Οι νικητές αυτού του πολέμου όμως δεν τα έχουν καταφέρει μόνο μέσω της πολιτικής ισχύος, όπως συχνά λέγεται. Ακόμα χειρότερα, γεράκια διαμορφωτές πολιτικής χρησιμοποίησαν υπόγειες τακτικές για να αλλάξουν τους περιορισμούς που αντιμετώπιζαν ως τότε οι εργαζόμενοι, οι οργανώσεις τους και οι εταιρείες σε φαινομενικά απρόσωπες και απολίτικες καπιταλιστικές αγορές.
Εβδομάδες αφότου ο Ρόναλντ Ρέιγκαν απέλυσε περισσότερους από έντεκα χιλιάδες ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων Μάρεϊ Γουάιντενμπαουμ έθεσε το πλαίσιο της γενικότερης εργασιακής πολιτικής της κυβέρνησης. «Δεν λέμε στους εργαζόμενους και στις διοικήσεις των επιχειρήσεων τι να κάνουν» είπε, «τους υποβάλλουμε στη θεμελιώδη ισχύ των πιέσεων της αγοράς».
Μέσα από τις παρατηρήσεις του, ο Γουάιντενμπαουμ κατέστησε σαφή τον βασικό οικονομικό στόχο της κυβέρνησης Ρέιγκαν, την πτώση του πληθωρισμού. Για να τον επιτύχουν, αποδυνάμωσαν τη δυνατότητα των εργαζομένων να κερδίζουν αυξήσεις στους μισθούς τους και ανακάλεσαν στην τάξη όσες εταιρείες θεωρούσαν υπερβολικά γενναιόδωρες στις διαπραγματεύσεις.
«Δημιουργώντας ένα πιο σφιχτό περιβάλλον» είπε ο πρόεδρος «όταν οι εργαζόμενοι και η διεύθυνση διαπραγματεύονται, θα πρέπει να πετυχαίνουν χαμηλότερο πληθωρισμό». Η κυβέρνηση το κατάφερε αυτό μέσα από τη μονεταριστική πολιτική της FED.
Στα εργασιακά χρονικά, η απόλυση των εργαζομένων της Οργάνωσης Επαγγελματιών Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας (PATCO) τον Αύγουστο του 1981 θεωρείται καταλύτης για την πτώση της ισχύος της εργατικής τάξης. Η PATCO πρόσφερε νομιμοποίηση στο σπάσιμο των απεργιών, αποθρασύνοντας τις εταιρείες εναντίον των σωματείων, οδηγώντας σε μια εποχή υποχωρήσεων στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν.
Η απόδειξη φαίνεται προφανής. Οι μέσες αυξήσεις στους μισθούς των πρωτοδιορισμένων σε μεγάλες συμβάσεις που κάλυπταν πάνω από χίλιους εργαζόμενους έπεσαν από το 10,1% το 1981 στο 3,2% το 1982. Το Γραφείο Εσωτερικών Υποθέσεων ανέφερε το 1982 ότι 427 διαπραγματεύσεις οδήγησαν σε υποχωρήσεις εκ μέρους των συνδικάτων μέχρι το τέλος του χρόνου.
Η απεργία της PATCO όμως ήταν μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας ‒ ήταν μια παράνομη απεργία του δημόσιου τομέα. Και η συνεχιζόμενη πτώση στη συμμετοχή στα συνδικάτα ‒που είχε αρχίσει το 1955‒ υπό τον Ρέιγκαν αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά απώλειες στον ιδιωτικό τομέα. Τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα κέρδισαν στα χρόνια του Ρέιγκαν.
Το να αντιμετωπίζει κανείς την PATCO ως το σημαντικότερο εργασιακό γεγονός της περιόδου κρύβει μια ακόμα πιο θεμελιώδη μετάβαση του αμερικανικού καπιταλισμού που ήδη είχε πάρει το δρόμο της. Η εποχή των υποχωρήσεων στις διαπραγματεύσεις, που ξεκίνησε επί προέδρου Κάρτερ με τη διάσωση της Chrysler το 1979, προκλήθηκε από την αποπληθωριστική νομισματική πολιτική της FED. Στο κέντρο της ιστορίας βρισκόταν ένας κεντρικός τραπεζίτης, ένας αγαπημένος της Γουόλ Στριτ και μέλος του Δημοκρατικού κόμματος, ο Πολ Βόλκερ.
Ακολουθώντας μια περιοριστική νομισματική πολιτική, ο Βόλκερ και η FED αύξησαν τα επιτόκια, και ως εκ τούτου άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν οι καπιταλιστικές αγορές σε σχέση με την εργασία. Με τη στήριξη του κράτους και των τραπεζών, οι κεντρικοί τραπεζίτες εσκεμμένα πίεζαν τις εταιρείες να κόβουν το εργατικό κόστος, αλλάζοντας τις δυναμικές της αγοράς, μειώνοντας τη δυνατότητα των εργαζομένων να διεκδικούν και να κερδίζουν. Η ιστορία υπογραμμίζει ένα βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού: η ταξική πάλη είναι πολιτική, περιορίζεται όμως πάντα από την πολιτική οικονομία.
Η ΠΛΗΘΩΡΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Η ιστορία αρχίζει με τον πληθωρισμό, τον σιωπηλό κλέφτη. Ο αμερικανικός πληθωρισμός τυπικά ανέβαινε κατά τη διάρκεια πολέμων, ο πληθωρισμός του 1970 όμως ήταν μια νέα δύναμη, έγινε από αμελητέος στα μέσα της δεκαετίας του 1960 διψήφιος στις αρχές του 1980 (13,7% το Μάρτιο του 1980). Ο πληθωρισμός ήταν σημαντικό εμπόδιο για την καπιταλιστική ανάπτυξη και την αμερικανική κυριαρχία στην παγκόσμια αγορά. Έγινε το καθοριστικό μακροοικονομικό γεγονός της μεταπολεμικής περιόδου.
Ο πληθωρισμός κατέστρεψε το σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς, φορολόγησε το μετοχικό κεφάλαιο, χρεοκόπησε τον βασικό αποταμιευτικό και πιστωτικό τομέα, υπονόμευσε τα κρατικά ομόλογα, διάβρωσε τον πλούτο και την αγοραστική δύναμη, αποδυνάμωσε τις αμερικανικές εταιρείες σε σχέση με τους ξένους εμπορικούς εταίρους τους και εμπόδισε τις ξένες επενδύσεις.
Το 1971 μια σειρά από μέτρα γνωστά ως «το σοκ του Νίξον» είχε αποσυνδέσει το δολάριο από το χρυσό, καθιστώντας το νόμισμα ελεύθερης διακύμανσης. Με τη σταθερή ισοτιμία να καταργείται, το δολάριο απέκτησε το βαρύ φορτίο της καλής απόδοσης απέναντι σε ανταγωνιστικά νομίσματα όπως η λίρα, το φράγκο, το μάρκο, το γιέν. Και τώρα οι αποδόσεις των περιουσιακών στοιχείων σε δολάρια θα αντικατόπτριζαν εν μέρει τις αλλαγές στην αξία του νομίσματος καθαυτού.
Αυτό ανησύχησε τους επενδυτές της Γουόλ Στριτ και με τον πληθωρισμό να αυξάνεται, το 1974 ο πρόεδρος της FED Άρθουρ Μπερνς αύξησε τα επιτόκια κι έσφιξε τις πιστώσεις. Αυτό συνέβαλε σε μια ύφεση, βοήθησε όμως και στη μείωση του πληθωρισμού στο 5% το 1976. Τη χρονιά της ύφεσης, το 1974, οι μισθοί σταμάτησαν να αυξάνονται σε συνάρτηση με την παραγωγικότητα.
Η τιμή του χρυσού ήταν βασικός δείκτης για τη FED ‒ μια αύξηση στην τιμή του χρυσού έδειχνε στους κεντρικούς τραπεζίτες μια πτώση στην εμπιστοσύνη της Γουόλ Στριτ στο δολάριο, ενώ μια μείωση έδειχνε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο νόμισμα. Οι τιμές χρυσού έπεσαν κατά 50% στους 20 μήνες που ακολούθησαν την παρέμβαση του Μπερνς. Ωστόσο η μακροοικονομική λύση στα προβλήματα του κεφαλαίου ήταν βραχύβια για τους κεντρικούς τραπεζίτες.
Τον Αύγουστο του 1975, ενώ στη FED μεσουρανούσε ο Μπερνς, ο Βόλκερ, ένας ψηλός, γκρινιάρης οικονομολόγος, που κάπνιζε φτηνιάρικα πουράκια, έγινε πρόεδρος της FED της Νέας Υόρκης. Εξ αυτού απέκτησε μια μόνιμη θέση στην Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανοιχτής Αγοράς (FOMC), τη σημαντικότερη επιτροπή στη FED η οποία και χαράζει τις βασικές της πολιτικές.
Σε κάποια από τις πρώτες του συνεισφορές, προειδοποίησε ενάντια στην αισιοδοξία του Μπερνς και πολλών άλλων μελών της επιτροπής. Εξετάζοντας τις προβλέψεις των οικονομετρικών τους μοντέλων για μειωμένο πληθωρισμό, ο Βόλκερ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι απέτυχαν να συνυπολογίσουν «τον σημαντικό παράγοντα των προσδοκιών» εκ μέρους του αμερικανικού εργατικού δυναμικού. Για να κατανικήσει τον πληθωρισμό, ο Βόλκερ έπρεπε να συνθλίψει αυτές τις προσδοκίες.
Η απαισιοδοξία του αποδείχθηκε ορθή. Στις αρχές του 1977 ο πληθωρισμός άρχισε να ανεβαίνει πάλι. Το 1978 το βαρόμετρο της εμπιστοσύνης της Γουόλ Στριτ φανέρωνε μεγάλη ανησυχία για το δολάριο ‒ η τιμή του χρυσού είχε εκτοξευτεί. Η Γουόλ Στριτ είχε κάτι για να γκρινιάζει: το αμερικανικό νόμισμα έχανε απέναντι στους ανταγωνιστές του, ειδικά απέναντι στο γερμανικό μάρκο.
Οι επενδυτές καταλάβαιναν ότι ένα αποδυναμωμένο δολάριο ήταν πηγή αστάθειας για τις διεθνείς χρηματαγορές. Σύμφωνα με τον Βόλκερ, που σκεφτόταν την ίδια στιγμή και ως δημόσιος λειτουργός και ως αντιπρόσωπος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, «η ηθική μας υποχρέωση να αποτρέψουμε την υποτίμηση του νομίσματός μας συνέπιπτε με το συμφέρον μας».
Πάνω από όλα, τα μέλη του FOMC και ο ίδιος ο Βόλκερ λειτουργούσαν με βάση μια θεωρία συμπίεσης του κόστους, που στρεφόταν ειδικά στην εργατική δύναμη. Παρά τα περί του αντιθέτου σχόλιά τους, κατ’ ιδίαν αντιλαμβάνονταν ότι ο πληθωρισμός είχε να κάνει περισσότερο με την ισορροπία μεταξύ των ταξικών δυνάμεων παρά με την ποσότητα του χρήματος στην οικονομία. Και αυτό αντικατοπτρίστηκε στις νομισματικές πολιτικές που ακολούθησαν.
Η ανάλυσή τους δεν ήταν καινούργια. Μετά την κατάργηση των περιορισμών στους μισθούς και στις τιμές κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε από το 8,5% το 1946 στο 14% το 1947. Εκείνο τον καιρό πολλοί στο Κογκρέσο υποστήριζαν ότι η σημαντικότερη αιτία ήταν η εξάπλωση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας με τα συνδικάτα, που περιλάμβαναν αυξήσεις στους μισθούς.
Η ιδέα επανεξετάστηκε από μια νέα γενιά τεχνοκρατών το 1970 όταν ο ΟΟΣΑ δημοσίευσε την έκθεση Inflation: The Present Problem («Πληθωρισμός: το Τωρινό Πρόβλημα»). Η έκθεση αναγνώρισε τις απαιτήσεις των εργαζομένων ως πηγή του προβλήματος. Παρότρυνε τις κυβερνήσεις του ΟΟΣΑ να απομακρυνθούν από το στόχο της πλήρους εργασίας, και αντ’ αυτού να χρησιμοποιήσουν δημοσιονομική και νομισματική πολιτική για να αυξήσουν τα επίπεδα της ανεργίας, ώστε να αποδυναμωθεί η δυνατότητα των εργαζομένων να αυξάνουν τους μισθούς τους. Οι τεχνοκράτες καταλάβαιναν ότι η μακροοικονομική πολιτική διαμορφώνει την ταξική πάλη.
Παρόμοια πολιτική εφαρμόστηκε από τη FED. Το 1977 διατυπώθηκαν ανησυχίες ότι «οι επιχειρήσεις δεν πίεζαν τόσο ενεργητικά όσο θα μπορούσαν για να συμπιέσουν το εργατικό κόστος, φοβούμενες τις απεργίες και υποθέτοντας ότι ο πληθωρισμός θα συνεχιζόταν».
Το 1978, η πίεσή τους για τις διαπραγματεύσεις με τα συνδικάτα εντάθηκε, ανησυχώντας ότι οι μισθοί θα αύξαναν τον πληθωρισμό. Τον Απρίλη, τα μέλη του FOMC ανησυχούσαν ιδιαιτέρως για μια σύμβαση που διαπραγματευόταν η Ένωση Εργατών Ορυχείων με τη βιομηχανία άνθρακα. Αν δημιουργούσε προηγούμενο και άλλοι διαπραγματεύονταν με παρόμοιες συμβάσεις, η FED ήταν σίγουρη ότι θα αυξανόταν ο πληθωρισμός.
Ο Βόλκερ είχε πει στον Κάρτερ σε μια σύντομη συνάντηση το 1979 ότι πίστευε πως μια τεχνητή ύφεση ήταν ο μόνος τρόπος να πολεμηθεί ο πληθωρισμός, κάτι που δεν αρέσει στους πρόεδρους γενικά όταν βρίσκονται σε προεκλογική εκστρατεία. Την επόμενη μέρα διορίστηκε απρόσμενα από τον πρόεδρο στη θέση του επικεφαλής της FED. Το ύψος του πληθωρισμού είχε ανέβει στα υψηλότερα επίπεδα από την περίοδο αμέσως μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Από τη νέα του θέση ο Βόλκερ έβαλε τους Αμερικανούς εργάτες στο στόχαστρο της FED. Υπό τον Μπερνς και στη συνέχεια τον Γουίλιαμ Μίλερ, η FED προσέγγιζε χλιαρά τα επιτόκια, αυξάνοντας το ποσοστό κατά 0,25% τη φορά, προσπαθώντας να μειώσει τον πληθωρισμό σιγά σιγά. Έβαζε στόχο ένα επιτόκιο και μετά πουλούσε κρατικά ομόλογα για να τον πετύχει. Δεν πετύχαινε όμως το στόχο της.
Ο Βόλκερ προχώρησε σε μια πιο μονεταριστική προσέγγιση, μη δίνοντας ρευστό στις τράπεζες μέσα από διαδικασίες ανοιχτής αγοράς, αλλά κρατώντας τα μη δανεισμένα αποθέματα σε σταθερό επίπεδο. Αντί να δίνει αποθέματα στο τραπεζικό σύστημα μέσω της αγοράς κρατικών ομολόγων, η στρατηγική του υποχρέωσε τις τράπεζες που είχαν έλλειψη κεφαλαίων να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τα ομοσπονδιακά κεφάλαια. Το αποτέλεσμα ήταν η άνοδος των επιτοκίων. Οι κεντρικοί τραπεζίτες πίστεψαν ότι έτσι αποκτούσαν πολιτική κάλυψη. Εν μέρει αυτός ήταν ο λόγος που ο Κάρτερ στήριξε τα σχέδια του Βόλκερ.
Αν ο πληθωρισμός ήταν, όπως μας λέει η μονεταριστική θεωρία, ένα πρόβλημα όπου πάρα πολλά χρήματα στην αγορά ανεβάζουν τις τιμές, τότε ο περιορισμός τους εκ μέρους της FED θα ήταν ένας άμεσος τρόπος να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Ορίζοντας έμμεσα τα επιτόκια και προκαλώντας ύφεση, που ήταν ο πραγματικός στόχος, πίστευαν ότι το κοινό θα δυσκολευόταν να αντιληφθεί ότι η οικονομική δυσπραγία ήταν αποτέλεσμα της νομισματικής πολιτικής.
Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΗΣ FED
Η θέση του Βόλκερ για το τι έπρεπε να κάνει η FED σκλήρυνε τους μήνες μετά την είσοδό του στο FOMC. Οι Times τον χαρακτήρισαν «μονεταριστικό πραγματιστή», ένας πιο ακριβής χαρακτηρισμός όμως θα ήταν «νομισματικό γεράκι», καθώς χρησιμοποίησε περιοριστική νομισματική πολιτική για να εξαπολύσει έναν ταξικό πόλεμο εναντίον των εργαζομένων και των συνδικάτων τους.
Ο Μίλτον Φρίντμαν είχε πει ότι «ο πληθωρισμός είναι πάντα και παντού ένα νομισματικό φαινόμενο». Η νομισματική πολιτική όμως για τον Βόλκερ ήταν ένα απλό μέσο. Ο πραγματικός στόχος δεν ήταν να μειώσει την ποσότητα του χρήματος σε κυκλοφορία, ήταν να αλλάξει την ισορροπία των ταξικών δυνάμεων.
Ελέγχοντας τα επιτόκια, η FED μπορούσε να χειραγωγεί τη συμπεριφορά των εταιρειών. Αυξάνοντάς τα, έκανε πιο ακριβό το δανεισμό για να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις ή την κατανάλωση, ενώ μειώνοντάς τα τον έκανε φθηνότερο.
Καθώς το κόστος δανεισμού ανέβαινε, οι εταιρείες πιέστηκαν από τις δυνάμεις της αγοράς να κάνουν ακόμα μεγαλύτερες περικοπές. Αλλάζοντας τις συνθήκες υπό τις οποίες οι εταιρείες κέρδιζαν, ο περιορισμός της παροχής χρήματος ήταν το βασικό μέσο για να πιεστούν και να αποδυναμωθούν τα συνδικάτα ως θεσμοί που προσδιορίζουν το ύψος των μισθών στις ΗΠΑ.
Πριν αναλάβει τη FED ο Βόλκερ, οι προσπάθειες να σταθεροποιηθεί το δολάριο είχαν αποτύχει. Τον Οκτώβριο του 1978, ο υπουργός Οικονομικών Μάικλ Μπλούμενθαλ πίεζε τον Κάρτερ να αποδεχθεί μεγάλες αυξήσεις στα επιτόκια. Μια απόπειρα να σταθεροποιηθεί το δολάριο μέσω της αναπλήρωσης των αμερικανικών συναλλαγματικών αποθεμάτων, με την έκδοση 6 δισ. κρατικών ομόλογων σε γερμανικά μάρκα, ελβετικά φράγκα, και ιαπωνικά γιεν, είχε αποβει άκαρπη.
Το 1979 λοιπόν, μετά τη διάσημη ομιλία του Κάρτερ για την «κρίση εμπιστοσύνης» σε σχέση με την ενεργειακή εξάρτηση, ο Βόλκερ και η FED περιόρισαν την κυκλοφορία του χρήματος σε ένα επίπεδο χωρίς προηγούμενο ‒ προκαλώντας στο σύστημα ένα υφεσιακό σοκ που θα διαρκούσε τέσσερα χρόνια, αλλά του οποίου ο αντίκτυπος στις ζωές των εργατικών τάξεων είναι ακόμα ισχυρός.
Ο περιορισμός της προσφοράς χρήματος προκάλεσε αυξήσεις στα επιτόκια, μειώνοντας την καταναλωτική ζήτηση και επιβραδύνοντας όλη την οικονομία. Ο Κάρτερ πίεσε επίσης τη FED να επιβάλει υποχρεωτικούς πιστοληπτικούς ελέγχους, το λεγόμενο «credit crunch» για να υποχρεώσει τις τράπεζες να μη δανείζουν τόσο πολύ. Ο δανεισμός σταμάτησε, η οικονομία έπεσε σε ύφεση και οι ψηφοφόροι δεν επανεξέλεξαν τον Κάρτερ.
Λίγο μετά την ανάληψη της θέσης του προέδρου το 1980 ο Ρέιγκαν δήλωσε: «Οι πολιτικές που η κυβέρνηση θα προωθήσει ως επείγουσες στο Κογκρέσο βασίζονται στο γεγονός ότι η χώρα αντιμετωπίζει τα σοβαρότερα οικονομικά προβλήματα από τη δεκαετία του 1930. Ο πληθωρισμός αυξήθηκε από 1-1,5% το χρόνο στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στο 13% περίπου τα δύο τελευταία χρόνια. Από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έχουμε να δούμε δύο συνεχόμενα χρόνια με διψήφιο πληθωρισμό».
Όντως, ο Ρέιγκαν συγκρούστηκε με τον Βόλκερ για τα υψηλά επιτόκια ‒που σε κάποια στιγμή είχαν ξεπεράσει κατά πολύ το 20%‒, τις φοροαπαλλαγές και το έλλειμμα προϋπολογισμού. Κάποιοι μάλιστα, όπως ο υπουργός Οικονομικών Ντόναλντ Ρέγκαν, κατέκριναν ρητά τη νομισματική πολιτική της FED και τον ίδιο τον Βόλκερ.
Παρ’ όλα αυτά η αλλαγή κυβέρνησης δεν άλλαξε την πορεία της FED ‒ η νέα κυβέρνηση την ενέκρινε παρόλο που η οικονομία χειροτέρευε. Ο Βόλκερ προκαλούσε ακόμα πιο σοβαρές υφέσεις με τη σφιχτή νομισματική πολιτική το 1981 και το 1982.
Δεν είναι μυστικό το ότι ο ίδιος ο Βόλκερ πίστευε ότι ο πληθωρισμός ήταν αποτέλεσμα των αυξήσεων στους μισθούς. Σε μια κατάθεση στην επιτροπή Τραπεζικών, Χρηματοδοτικών και Αστικών Υποθέσεων το 1981, ο Βόλκερ είπε ότι: «Μέχρι τώρα, μόνο μικρά και ανεπαρκή σημάδια συγκράτησης των μισθολογικών πιέσεων έχουν εμφανιστεί».
Μόλις ένα χρόνο μετά, στην Κοινή Οικονομική Επιτροπή του αμερικανικού Κογκρέσου, ο Βόλκερ μίλησε με ασυνήθιστα απλή γλώσσα για το θέμα ‒ ήταν σοκαριστικά αόριστος στις ακροάσεις. Είπε στο Κογκρέσο ότι, για να συνεχίσει να συμπιέζει προς τα κάτω τον πληθωρισμό, που έπεφτε σταθερά από το 1980, «η πρόοδος θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται στη συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων. Οι γενικοί δείκτες στους μισθούς των εργαζομένων δείχνουν μικρή βελτίωση». Με τη βελτίωση εννοούσε φυσικά «μείωση».
Με το που πάτησε στον Λευκό Οίκο ο Ρέιγκαν υποσχέθηκε στο οικονομικό του πρόγραμμα να περιορίσει την προσφορά χρήματος για να μειώσει τον πληθωρισμό, κι αυτό παρέμεινε σημαντικό κομμάτι της εσωτερικής του πολιτικής κατά την πρώτη του θητεία. Μέσα σε ένα μήνα, έπειτα από μια ιδιωτική συνάντηση με τον Βόλκερ στον Λευκό Οίκο, ο Ρέιγκαν δήλωσε στους δημοσιογράφους: «Έχω εμπιστοσύνη στις πολιτικές που έχει ανακοινώσει το συμβούλιο της FED… η κυβέρνηση και η FED μπορούν να βοηθήσουν, δουλεύοντας μαζί, ώστε να πέσουν ο πληθωρισμός και τα επιτόκια ταχύτερα απ’ ό,τι αν είχαν διαφορετικούς στόχους».
Πάλι, ο Βόλκερ σόκαρε το σύστημα περιορίζοντας την προσφορά χρήματος και προκαλώντας το 1981 ύφεση ακόμα βαρύτερη από αυτή του 1979. Το ποσοστό ανεργίας έφτασε στο 11% το Νοέμβριο του 1982 από 7% τον Ιούλιο του 1981, το μεγαλύτερο από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης. Το αποτέλεσμα ήταν τα συνδικάτα να δεχτούν διπλή πίεση, αφενός από τους απελπισμένους που απολύονταν και αναζητούσαν εναγωνίως δουλειά, αφετέρου από τους εργοδότες που πιέζονταν από τα υψηλά επιτόκια.
Ο πληθωρισμός έπεσε σημαντικά το 1982 και συνέχισε να πέφτει και κατά το 1983 ‒ η ύφεση είχε δυσάρεστες συνέπειες, έσπασε όμως τις αυξήσεις μισθών και τιμών. Προς δυσαρέσκεια του Ρέιγκαν όμως, τα επιτόκια δεν ακολούθησαν. Τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων είχαν φτάσει πάνω από 18% στα τέλη του 1981 (έπεσαν κάτω από το 10% το 1986). Το σοκ είχε πλήξει σοβαρά τις επιχειρήσεις real estate, την κατασκευαστική βιομηχανία και τη βιομηχανία αυτοκινήτων, που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στα επιτόκια δανεισμού.
Παρά την αυξανόμενη ανεργία σε συνδυασμό με τα υψηλά επιτόκια, ο Ρέιγκαν συνέχισε να δείχνει τον πληθωρισμό ως το σημαντικότερο πρόβλημα για τον αμερικανικό καπιταλισμό. Σε μια συνέντευξη Τύπου το Φεβρουάριο του 1982, κατά τη διάρκεια του σοκ του Βόλκερ και ενώ η ανεργία βρισκόταν στο 9% με αυξητικές τάσεις, και ο ίδιος ο Βόλκερ ήταν μισητός σε όλη τη χώρα, ο Ρέιγκαν αποκάλεσε τον πληθωρισμό «τον νούμερο ένα εχθρό» και επανέλαβε την εμπιστοσύνη του στις πολιτικές της FED.
Ο Βόλκερ δεν ήταν μισητός μόνο για τους Αμερικανούς εργαζόμενους, μεγάλα τμήματα του κεφαλαίου ήταν επίσης εχθρικά απέναντι στη νομισματική πολιτική της FED. Κατασκευαστές κατοικιών και πωλητές αυτοκινήτων ταχυδρομούσαν καδρόνια και κλειδιά αυτοκινήτων στη FED σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Όταν χτυπήθηκε η γεωργία, χρεωμένοι γεωργοί έκλεισαν την είσοδο του Συμβουλίου των Διοικητών με τα τρακτέρ τους.
Οι πολιτικές χτύπησαν ιδιαίτερα σφοδρά τη μεταποίηση ‒ περίπου 6 δισ. σε μεταποιητικά περιουσιακά στοιχεία καταστράφηκαν από το 1980 ως το 1983. Στην Ουάσινγκτον Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι ζητούσαν το κεφάλι του Βόλκερ.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ύφεσης όμως, ο Βόλκερ ήταν ο αγαπημένος του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ήταν πιο ευαίσθητος στα σήματα εμπιστοσύνης που έρχονταν από τη Γουόλ Στριτ απ’ ό,τι στον ίδιο τον πρόεδρο, και υπήρξε ο αταλάντευτος υποστηρικτής της. Στις 6 Ιουνίου 1983 ο Ρέιγκαν έγραφε στο ημερολόγιό του σχετικά με το ενδεχόμενο αλλαγής του επί κεφαλής της FED «τον αφήνω στη θέση του ή τον αλλάζω; η χρηματοπιστωτική αγορά δείχνει ότι τον θέλει. Δεν θέλω να κλονίσω την εμπιστοσύνη τους στην ανάκαμψη».
Ο Ρέιγκαν χρησιμοποίησε μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία της «ανάκαμψης», καθώς η ανεργία ήταν πάνω από 10% εκείνο τον καιρό. Στο τέλος η Γουόλ Στριτ μέτρησε για τον πρόεδρο περισσότερο από την κοινή γνώμη, και ο Βόλκερ παρέμεινε. Θα έμενε σε αυτή τη θέση ως το 1987, οπότε έφυγε και ανέλαβε ένας άλλος αξιομνημόνευτος τραπεζίτης, ο Άλαν Γκρίνσπαν.
ΟΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ
Μεταξύ 1979 και 1983, χάθηκαν 2,4 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στη μεταποίηση ‒ πολλές από τις οποίες ήταν στην ένδυση, στη μεταλλουργία και στην κλωστοϋφαντουργία. Οι πολιτικές της FED είχαν αντίκτυπο στις ζωές και στους αγώνες των εργαζομένων, πέρα από την επίσημη ανάκαμψη από την ύφεση.
Σε αυτό που σύντομα θα αποκαλούνταν «Ζώνη της Σκουριάς», πολλά εργοστάσια έκλεισαν τις πόρτες τους για πάντα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, χάθηκαν περισσότερες από 250.000 θέσεις εργασίας στη χαλυβουργία, με εργοστάσια να κάνουν περικοπές ή να κλείνουν. Την επόμενη δεκαετία πολλές επιχειρήσεις κατασκευής ανταλλακτικών μετακόμισαν σε maquiladoras στο βόρειο Μεξικό.
Η μεταποίηση όμως μετακόμισε και στις νότιες πολιτείες, ενώ οι χώροι εργασίας οργανώθηκαν ξανά στη βάση σχημάτων λιτής παραγωγής. Μέχρι το 1990, το 39% των Αμερικανών εργαζομένων στην αυτοκινητοβιομηχανία, πάνω από 318.400, βρίσκονταν στο νότο. Στο βορά, από την άλλη, ολόκληρες πόλεις όπως το Ντιτρόιτ και το Μπάφαλο, που ήταν κάποτε κέντρα της βιομηχανίας, έμειναν σκιές του εαυτού τους, τόποι απελπισίας. Η ύφεση ποτέ δεν τελείωσε σε αυτά τα μέρη, έγινε μόνιμο χαρακτηριστικό της καθημερινής ζωής.
Οι απώλειες θέσεων εργασίας στη μεταποίηση ήταν μεγάλες εκείνη την περίοδο, τα δε συνδικάτα και τα μέλη τους ήταν αυτά που υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες. Η συμμετοχή στα συνδικάτα έπεσε από το 20,6% το 1980 στο 9,1% το 2000.
Σε απόλυτους αριθμούς, η συμμετοχή στα συνδικάτα κορυφώθηκε το 1980, με περισσότερα από είκοσι εκατομμύρια συνδικαλισμένους εργαζόμενους ‒ ένας αριθμός που έπεσε κατά πέντε εκατομμύρια στις επόμενες δύο δεκαετίες. Μεταξύ 1976 και 1983 οι Ενωμένοι Χαλυβεργάτες έχασαν 593.000 μέλη, οι Οδηγοί Φορτηγών 422.000, οι Ενωμένοι Εργαζόμενοι στην Αυτοκινητοβιομηχανία έχασε 348.000, η Διεθνής Ένωση Μηχανικών 321.000, και η Ένωση Εργαζομένων στην Κλωστοϋφαντουργία της Αμερικής, 249.000.
Η πίεση στις εταιρείες να πειθαρχήσουν τους εργαζόμενούς τους συνεισέφερε στην αναζωογόνηση του ποσοστού κέρδους του αμερικανικού κεφαλαίου. Η Γουόλ Στριτ είχε υποχρεώσει τους άλλους τομείς του κεφαλαίου να υιοθετήσουν τη δική της θεραπεία. Με τους εργαζόμενους αποδυναμωμένους και την αντίσταση στο χώρο εργασίας στο χαμηλότερο επίπεδο της γενιάς, οι εταιρείες εντατικοποίησαν την εργασία μέσω επιτάχυνσης και ανασυγκρότησης, και στράφηκαν στη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία αντί για την επένδυση κεφαλαίου ως μέσο για να αποκομίσουν κέρδη. Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο κέρδισε τα περισσότερα από τις πολιτικές της FED.
Οι επενδύσεις σε λογισμικό και εξοπλισμό αυξήθηκαν πολύ πιο αργά στη δεκαετία του 1980, από ό,τι στις δεκαετίες του 1960, του 1970, και του 1990. Το ποσοστό κέρδους έπεφτε από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και έπιασε πάτο το 1982 στο ζενίθ της ύφεσης του Βόλκερ.
Ένας βασικός στόχος του σοκ του Βόλκερ ήταν η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, να κάνει περισσότερα για λιγότερα, το οποίο είναι φυσικά ευφημισμός για την αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης. Διαδοχικές μελέτες έδειξαν ότι μετά το 1982 τα ποσοστά κέρδους στην Αμερική άρχισαν να ανακάμπτουν σημαντικά.
Καθώς οι μισθοί είχαν μείνει στάσιμοι και η παραγωγικότητα των εργαζομένων συνέχισε να ανεβαίνει, τα ποσοστά κέρδους απογειώθηκαν ‒ αυξάνονταν μέχρι το 1997. Η σφιχτή νομισματική πολιτική, αυτός ο παράγοντας που πιέζει την αγορά, συνεισέφερε σε μια περίοδο ανανεωμένης καπιταλιστικής επέκτασης στα χρόνια του Ρέιγκαν και του Κλίντον.
Παρά την εικόνα που δημιούργησε η διαμάχη με την PATCO, η επίθεση του Ρέιγκαν στην εργασία ήταν κυρίως έμμεση, εργαζόταν κρυφά μέσα από τους μηχανισμούς της νομισματικής πολιτικής. Η προεδρία του Ρέιγκαν δεν ήταν επανάληψη της προεδρίας του Γκρόβερ Κλίβελαντ, με το στρατό να καταστέλλει την απεργία της Pullman το 1894. Αντί γι’ αυτό άλλαξε το περιβάλλον μέσα στο οποίο διαπραγματεύονταν συνδικάτα και επιχειρήσεις, γέρνοντας την πλάστιγγα της ισχύος υπέρ του κεφαλαίου, και σε μεγάλο βαθμό παρά τη θέλησή του.
Η πιο άμεση λύση για τον πληθωρισμό θα ήταν η επιβολή περιορισμών στους μισθούς και στις τιμές, την οποία είχε προτείνει ο Κάρτερ, με την υποστήριξη της AFL-CIO (Αμερικανική ΓΣΕΕ) πριν το πρώτο σοκ του Βόλκερ. Αντί γι’ αυτό, τα υψηλά επιτόκια που πυροδότησε η FED εκπαραθύρωσαν ανθρώπους από το εργατικό δυναμικό και τους έστειλαν στις εργασιακές εφεδρείες.
Τα ποσοστά φτώχειας αυξήθηκαν από το 11% στο 15%, με τους μαύρους και τους ισπανόφωνους να δέχονται το μεγαλύτερο πλήγμα. Παρά τη μακρά ιστορία ρατσισμού μέσα στα συνδικάτα, ο συνδικαλισμός στη βιομηχανία είχε γίνει ένας σημαντικός τρόπος για να μπορέσει η μαύρη Αμερική να αποκτήσει κάτι που έμοιαζε με τρόπο ζωής μεσαίας τάξης στις βόρειες πόλεις της μεταποίησης. Το σοκ ανέβαλε αυτό το όνειρο και χωρίς αμφιβολία συνεισέφερε στον πόλεμο κατά του εγκλήματος και την υπεραστυνόμευση των αστικών συνοικιών που θα ακολουθούσε.
Κατά την πρώτη θητεία του Ρέιγκαν το δολάριο ανατιμήθηκε μέσα από συνδικαλιστικές παραχωρήσεις και υποχωρήσεις. Οι τιμαριθμικές αναπροσαρμογές στις συμβάσεις των συνδικάτων έγιναν λιγότερες και πιο αραιές.
Στην πραγματικότητα όμως, οι νεοφιλελεύθεροι κεντρικοί τραπεζίτες πέτυχαν υπερβολικά. Το 1984 η αξία του δολαρίου είχε μετατραπεί σε φούσκα. Στις ακροάσεις του Κογκρέσου το 1985, ο ίδιος ο Βόλκερ κατέθεσε ότι είχε αυξηθεί υπερβολικά. Αν και η γρήγορη αύξηση της αξίας του δολαρίου σκότωσε τον πληθωρισμό, η νέα κυριαρχία του δολαρίου στις παγκόσμιες αγορές έκανε κακό στα εμπορικά ελλείμματα. Τα ελλείμματα πληρωμών μετέτρεψαν τις ΗΠΑ από πιστωτή σε οφειλέτη.
Το σοκ του Βόλκερ πουλήθηκε στη χώρα ως μια υπόθεση αναβεβλημένης ικανοποίησης ‒μπορεί να ανεχτεί σήμερα η Αμερική πόνο με αντάλλαγμα μελλοντικό κέρδος; Κέρδος για ποιον; Σίγουρα μακροπρόθεσμα το κεφάλαιο είχε κέρδη. Όμως, όπως συμβαίνει συνήθως, οι αυξημένες αποδόσεις του κεφαλαίου έρχονται σε βάρος όλων των άλλων.
Από τη δεκαετία του 1980, οι μισθοί συνέχισαν να παραμένουν στάσιμοι παρά τις αυξήσεις στην παραγωγικότητα. Τα δε συνδικάτα συνεχίζουν να υποχωρούν, παραμένοντας αντίπαλοι για τις εταιρείες, σε μια γωνιά της κοινωνίας που συρρικνώνεται όλο και περισσότερο. Η νομισματική στόχευση έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην καταστροφή των προσδοκιών της εργατικής τάξης και των οργανώσεών της στην αυγή του νεοφιλελευθερισμού. Οι κεντρικοί τραπεζίτες χρησιμοποίησαν το μαστίγιο των αγορών για να αλλάξουν την ισορροπία μεταξύ των ταξικών δυνάμεων.
Ο Michael A. McCarthy διδάσκει κοινωνιολογία στο πανεπιστήμιο Μαρκέτ.
Πηγή: Jacobin
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, οι κυβερνήσεις έχουν εξαπολύσει έναν μονόπλευρο ταξικό πόλεμο εν ονόματι των καπιταλιστών, τον οποίο γνωρίζουμε ως νεοφιλελευθερισμό. Πουθενά δεν είναι πιο φανερό απ’ ό,τι στις ΗΠΑ. Κάποτε ακμάζουσες βιομηχανικές πόλεις είναι σήμερα πόλεις-φαντάσματα παρακμής και ανεργίας, τα συνδικάτα είδαν τον αριθμό των μελών τους να μειώνεται και υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν ξανά και ξανά στις διαπραγματεύσεις, ενώ οι μισθοί των εργαζομένων έχουν βαλτώσει. Οι περισσότεροι είδαν να χάνεται κάθε ελπίδα για ασφαλή συνταξιοδότηση, και θα χρειαστεί να εργάζονται ως τα βαθιά τους γεράματα για να επιβιώσουν.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας επίμονης επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη. Οι νικητές αυτού του πολέμου όμως δεν τα έχουν καταφέρει μόνο μέσω της πολιτικής ισχύος, όπως συχνά λέγεται. Ακόμα χειρότερα, γεράκια διαμορφωτές πολιτικής χρησιμοποίησαν υπόγειες τακτικές για να αλλάξουν τους περιορισμούς που αντιμετώπιζαν ως τότε οι εργαζόμενοι, οι οργανώσεις τους και οι εταιρείες σε φαινομενικά απρόσωπες και απολίτικες καπιταλιστικές αγορές.
Εβδομάδες αφότου ο Ρόναλντ Ρέιγκαν απέλυσε περισσότερους από έντεκα χιλιάδες ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων Μάρεϊ Γουάιντενμπαουμ έθεσε το πλαίσιο της γενικότερης εργασιακής πολιτικής της κυβέρνησης. «Δεν λέμε στους εργαζόμενους και στις διοικήσεις των επιχειρήσεων τι να κάνουν» είπε, «τους υποβάλλουμε στη θεμελιώδη ισχύ των πιέσεων της αγοράς».
Μέσα από τις παρατηρήσεις του, ο Γουάιντενμπαουμ κατέστησε σαφή τον βασικό οικονομικό στόχο της κυβέρνησης Ρέιγκαν, την πτώση του πληθωρισμού. Για να τον επιτύχουν, αποδυνάμωσαν τη δυνατότητα των εργαζομένων να κερδίζουν αυξήσεις στους μισθούς τους και ανακάλεσαν στην τάξη όσες εταιρείες θεωρούσαν υπερβολικά γενναιόδωρες στις διαπραγματεύσεις.
«Δημιουργώντας ένα πιο σφιχτό περιβάλλον» είπε ο πρόεδρος «όταν οι εργαζόμενοι και η διεύθυνση διαπραγματεύονται, θα πρέπει να πετυχαίνουν χαμηλότερο πληθωρισμό». Η κυβέρνηση το κατάφερε αυτό μέσα από τη μονεταριστική πολιτική της FED.
Στα εργασιακά χρονικά, η απόλυση των εργαζομένων της Οργάνωσης Επαγγελματιών Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας (PATCO) τον Αύγουστο του 1981 θεωρείται καταλύτης για την πτώση της ισχύος της εργατικής τάξης. Η PATCO πρόσφερε νομιμοποίηση στο σπάσιμο των απεργιών, αποθρασύνοντας τις εταιρείες εναντίον των σωματείων, οδηγώντας σε μια εποχή υποχωρήσεων στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν.
Η απόδειξη φαίνεται προφανής. Οι μέσες αυξήσεις στους μισθούς των πρωτοδιορισμένων σε μεγάλες συμβάσεις που κάλυπταν πάνω από χίλιους εργαζόμενους έπεσαν από το 10,1% το 1981 στο 3,2% το 1982. Το Γραφείο Εσωτερικών Υποθέσεων ανέφερε το 1982 ότι 427 διαπραγματεύσεις οδήγησαν σε υποχωρήσεις εκ μέρους των συνδικάτων μέχρι το τέλος του χρόνου.
Η απεργία της PATCO όμως ήταν μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας ‒ ήταν μια παράνομη απεργία του δημόσιου τομέα. Και η συνεχιζόμενη πτώση στη συμμετοχή στα συνδικάτα ‒που είχε αρχίσει το 1955‒ υπό τον Ρέιγκαν αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά απώλειες στον ιδιωτικό τομέα. Τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα κέρδισαν στα χρόνια του Ρέιγκαν.
Το να αντιμετωπίζει κανείς την PATCO ως το σημαντικότερο εργασιακό γεγονός της περιόδου κρύβει μια ακόμα πιο θεμελιώδη μετάβαση του αμερικανικού καπιταλισμού που ήδη είχε πάρει το δρόμο της. Η εποχή των υποχωρήσεων στις διαπραγματεύσεις, που ξεκίνησε επί προέδρου Κάρτερ με τη διάσωση της Chrysler το 1979, προκλήθηκε από την αποπληθωριστική νομισματική πολιτική της FED. Στο κέντρο της ιστορίας βρισκόταν ένας κεντρικός τραπεζίτης, ένας αγαπημένος της Γουόλ Στριτ και μέλος του Δημοκρατικού κόμματος, ο Πολ Βόλκερ.
Ακολουθώντας μια περιοριστική νομισματική πολιτική, ο Βόλκερ και η FED αύξησαν τα επιτόκια, και ως εκ τούτου άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν οι καπιταλιστικές αγορές σε σχέση με την εργασία. Με τη στήριξη του κράτους και των τραπεζών, οι κεντρικοί τραπεζίτες εσκεμμένα πίεζαν τις εταιρείες να κόβουν το εργατικό κόστος, αλλάζοντας τις δυναμικές της αγοράς, μειώνοντας τη δυνατότητα των εργαζομένων να διεκδικούν και να κερδίζουν. Η ιστορία υπογραμμίζει ένα βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού: η ταξική πάλη είναι πολιτική, περιορίζεται όμως πάντα από την πολιτική οικονομία.
Η ΠΛΗΘΩΡΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Η ιστορία αρχίζει με τον πληθωρισμό, τον σιωπηλό κλέφτη. Ο αμερικανικός πληθωρισμός τυπικά ανέβαινε κατά τη διάρκεια πολέμων, ο πληθωρισμός του 1970 όμως ήταν μια νέα δύναμη, έγινε από αμελητέος στα μέσα της δεκαετίας του 1960 διψήφιος στις αρχές του 1980 (13,7% το Μάρτιο του 1980). Ο πληθωρισμός ήταν σημαντικό εμπόδιο για την καπιταλιστική ανάπτυξη και την αμερικανική κυριαρχία στην παγκόσμια αγορά. Έγινε το καθοριστικό μακροοικονομικό γεγονός της μεταπολεμικής περιόδου.
Ο πληθωρισμός κατέστρεψε το σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς, φορολόγησε το μετοχικό κεφάλαιο, χρεοκόπησε τον βασικό αποταμιευτικό και πιστωτικό τομέα, υπονόμευσε τα κρατικά ομόλογα, διάβρωσε τον πλούτο και την αγοραστική δύναμη, αποδυνάμωσε τις αμερικανικές εταιρείες σε σχέση με τους ξένους εμπορικούς εταίρους τους και εμπόδισε τις ξένες επενδύσεις.
Το 1971 μια σειρά από μέτρα γνωστά ως «το σοκ του Νίξον» είχε αποσυνδέσει το δολάριο από το χρυσό, καθιστώντας το νόμισμα ελεύθερης διακύμανσης. Με τη σταθερή ισοτιμία να καταργείται, το δολάριο απέκτησε το βαρύ φορτίο της καλής απόδοσης απέναντι σε ανταγωνιστικά νομίσματα όπως η λίρα, το φράγκο, το μάρκο, το γιέν. Και τώρα οι αποδόσεις των περιουσιακών στοιχείων σε δολάρια θα αντικατόπτριζαν εν μέρει τις αλλαγές στην αξία του νομίσματος καθαυτού.
Αυτό ανησύχησε τους επενδυτές της Γουόλ Στριτ και με τον πληθωρισμό να αυξάνεται, το 1974 ο πρόεδρος της FED Άρθουρ Μπερνς αύξησε τα επιτόκια κι έσφιξε τις πιστώσεις. Αυτό συνέβαλε σε μια ύφεση, βοήθησε όμως και στη μείωση του πληθωρισμού στο 5% το 1976. Τη χρονιά της ύφεσης, το 1974, οι μισθοί σταμάτησαν να αυξάνονται σε συνάρτηση με την παραγωγικότητα.
Η τιμή του χρυσού ήταν βασικός δείκτης για τη FED ‒ μια αύξηση στην τιμή του χρυσού έδειχνε στους κεντρικούς τραπεζίτες μια πτώση στην εμπιστοσύνη της Γουόλ Στριτ στο δολάριο, ενώ μια μείωση έδειχνε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο νόμισμα. Οι τιμές χρυσού έπεσαν κατά 50% στους 20 μήνες που ακολούθησαν την παρέμβαση του Μπερνς. Ωστόσο η μακροοικονομική λύση στα προβλήματα του κεφαλαίου ήταν βραχύβια για τους κεντρικούς τραπεζίτες.
Τον Αύγουστο του 1975, ενώ στη FED μεσουρανούσε ο Μπερνς, ο Βόλκερ, ένας ψηλός, γκρινιάρης οικονομολόγος, που κάπνιζε φτηνιάρικα πουράκια, έγινε πρόεδρος της FED της Νέας Υόρκης. Εξ αυτού απέκτησε μια μόνιμη θέση στην Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανοιχτής Αγοράς (FOMC), τη σημαντικότερη επιτροπή στη FED η οποία και χαράζει τις βασικές της πολιτικές.
Σε κάποια από τις πρώτες του συνεισφορές, προειδοποίησε ενάντια στην αισιοδοξία του Μπερνς και πολλών άλλων μελών της επιτροπής. Εξετάζοντας τις προβλέψεις των οικονομετρικών τους μοντέλων για μειωμένο πληθωρισμό, ο Βόλκερ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι απέτυχαν να συνυπολογίσουν «τον σημαντικό παράγοντα των προσδοκιών» εκ μέρους του αμερικανικού εργατικού δυναμικού. Για να κατανικήσει τον πληθωρισμό, ο Βόλκερ έπρεπε να συνθλίψει αυτές τις προσδοκίες.
Η απαισιοδοξία του αποδείχθηκε ορθή. Στις αρχές του 1977 ο πληθωρισμός άρχισε να ανεβαίνει πάλι. Το 1978 το βαρόμετρο της εμπιστοσύνης της Γουόλ Στριτ φανέρωνε μεγάλη ανησυχία για το δολάριο ‒ η τιμή του χρυσού είχε εκτοξευτεί. Η Γουόλ Στριτ είχε κάτι για να γκρινιάζει: το αμερικανικό νόμισμα έχανε απέναντι στους ανταγωνιστές του, ειδικά απέναντι στο γερμανικό μάρκο.
Οι επενδυτές καταλάβαιναν ότι ένα αποδυναμωμένο δολάριο ήταν πηγή αστάθειας για τις διεθνείς χρηματαγορές. Σύμφωνα με τον Βόλκερ, που σκεφτόταν την ίδια στιγμή και ως δημόσιος λειτουργός και ως αντιπρόσωπος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, «η ηθική μας υποχρέωση να αποτρέψουμε την υποτίμηση του νομίσματός μας συνέπιπτε με το συμφέρον μας».
Πάνω από όλα, τα μέλη του FOMC και ο ίδιος ο Βόλκερ λειτουργούσαν με βάση μια θεωρία συμπίεσης του κόστους, που στρεφόταν ειδικά στην εργατική δύναμη. Παρά τα περί του αντιθέτου σχόλιά τους, κατ’ ιδίαν αντιλαμβάνονταν ότι ο πληθωρισμός είχε να κάνει περισσότερο με την ισορροπία μεταξύ των ταξικών δυνάμεων παρά με την ποσότητα του χρήματος στην οικονομία. Και αυτό αντικατοπτρίστηκε στις νομισματικές πολιτικές που ακολούθησαν.
Η ανάλυσή τους δεν ήταν καινούργια. Μετά την κατάργηση των περιορισμών στους μισθούς και στις τιμές κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε από το 8,5% το 1946 στο 14% το 1947. Εκείνο τον καιρό πολλοί στο Κογκρέσο υποστήριζαν ότι η σημαντικότερη αιτία ήταν η εξάπλωση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας με τα συνδικάτα, που περιλάμβαναν αυξήσεις στους μισθούς.
Η ιδέα επανεξετάστηκε από μια νέα γενιά τεχνοκρατών το 1970 όταν ο ΟΟΣΑ δημοσίευσε την έκθεση Inflation: The Present Problem («Πληθωρισμός: το Τωρινό Πρόβλημα»). Η έκθεση αναγνώρισε τις απαιτήσεις των εργαζομένων ως πηγή του προβλήματος. Παρότρυνε τις κυβερνήσεις του ΟΟΣΑ να απομακρυνθούν από το στόχο της πλήρους εργασίας, και αντ’ αυτού να χρησιμοποιήσουν δημοσιονομική και νομισματική πολιτική για να αυξήσουν τα επίπεδα της ανεργίας, ώστε να αποδυναμωθεί η δυνατότητα των εργαζομένων να αυξάνουν τους μισθούς τους. Οι τεχνοκράτες καταλάβαιναν ότι η μακροοικονομική πολιτική διαμορφώνει την ταξική πάλη.
Παρόμοια πολιτική εφαρμόστηκε από τη FED. Το 1977 διατυπώθηκαν ανησυχίες ότι «οι επιχειρήσεις δεν πίεζαν τόσο ενεργητικά όσο θα μπορούσαν για να συμπιέσουν το εργατικό κόστος, φοβούμενες τις απεργίες και υποθέτοντας ότι ο πληθωρισμός θα συνεχιζόταν».
Το 1978, η πίεσή τους για τις διαπραγματεύσεις με τα συνδικάτα εντάθηκε, ανησυχώντας ότι οι μισθοί θα αύξαναν τον πληθωρισμό. Τον Απρίλη, τα μέλη του FOMC ανησυχούσαν ιδιαιτέρως για μια σύμβαση που διαπραγματευόταν η Ένωση Εργατών Ορυχείων με τη βιομηχανία άνθρακα. Αν δημιουργούσε προηγούμενο και άλλοι διαπραγματεύονταν με παρόμοιες συμβάσεις, η FED ήταν σίγουρη ότι θα αυξανόταν ο πληθωρισμός.
Ο Βόλκερ είχε πει στον Κάρτερ σε μια σύντομη συνάντηση το 1979 ότι πίστευε πως μια τεχνητή ύφεση ήταν ο μόνος τρόπος να πολεμηθεί ο πληθωρισμός, κάτι που δεν αρέσει στους πρόεδρους γενικά όταν βρίσκονται σε προεκλογική εκστρατεία. Την επόμενη μέρα διορίστηκε απρόσμενα από τον πρόεδρο στη θέση του επικεφαλής της FED. Το ύψος του πληθωρισμού είχε ανέβει στα υψηλότερα επίπεδα από την περίοδο αμέσως μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Από τη νέα του θέση ο Βόλκερ έβαλε τους Αμερικανούς εργάτες στο στόχαστρο της FED. Υπό τον Μπερνς και στη συνέχεια τον Γουίλιαμ Μίλερ, η FED προσέγγιζε χλιαρά τα επιτόκια, αυξάνοντας το ποσοστό κατά 0,25% τη φορά, προσπαθώντας να μειώσει τον πληθωρισμό σιγά σιγά. Έβαζε στόχο ένα επιτόκιο και μετά πουλούσε κρατικά ομόλογα για να τον πετύχει. Δεν πετύχαινε όμως το στόχο της.
Ο Βόλκερ προχώρησε σε μια πιο μονεταριστική προσέγγιση, μη δίνοντας ρευστό στις τράπεζες μέσα από διαδικασίες ανοιχτής αγοράς, αλλά κρατώντας τα μη δανεισμένα αποθέματα σε σταθερό επίπεδο. Αντί να δίνει αποθέματα στο τραπεζικό σύστημα μέσω της αγοράς κρατικών ομολόγων, η στρατηγική του υποχρέωσε τις τράπεζες που είχαν έλλειψη κεφαλαίων να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τα ομοσπονδιακά κεφάλαια. Το αποτέλεσμα ήταν η άνοδος των επιτοκίων. Οι κεντρικοί τραπεζίτες πίστεψαν ότι έτσι αποκτούσαν πολιτική κάλυψη. Εν μέρει αυτός ήταν ο λόγος που ο Κάρτερ στήριξε τα σχέδια του Βόλκερ.
Αν ο πληθωρισμός ήταν, όπως μας λέει η μονεταριστική θεωρία, ένα πρόβλημα όπου πάρα πολλά χρήματα στην αγορά ανεβάζουν τις τιμές, τότε ο περιορισμός τους εκ μέρους της FED θα ήταν ένας άμεσος τρόπος να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Ορίζοντας έμμεσα τα επιτόκια και προκαλώντας ύφεση, που ήταν ο πραγματικός στόχος, πίστευαν ότι το κοινό θα δυσκολευόταν να αντιληφθεί ότι η οικονομική δυσπραγία ήταν αποτέλεσμα της νομισματικής πολιτικής.
Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΗΣ FED
Η θέση του Βόλκερ για το τι έπρεπε να κάνει η FED σκλήρυνε τους μήνες μετά την είσοδό του στο FOMC. Οι Times τον χαρακτήρισαν «μονεταριστικό πραγματιστή», ένας πιο ακριβής χαρακτηρισμός όμως θα ήταν «νομισματικό γεράκι», καθώς χρησιμοποίησε περιοριστική νομισματική πολιτική για να εξαπολύσει έναν ταξικό πόλεμο εναντίον των εργαζομένων και των συνδικάτων τους.
Ο Μίλτον Φρίντμαν είχε πει ότι «ο πληθωρισμός είναι πάντα και παντού ένα νομισματικό φαινόμενο». Η νομισματική πολιτική όμως για τον Βόλκερ ήταν ένα απλό μέσο. Ο πραγματικός στόχος δεν ήταν να μειώσει την ποσότητα του χρήματος σε κυκλοφορία, ήταν να αλλάξει την ισορροπία των ταξικών δυνάμεων.
Ελέγχοντας τα επιτόκια, η FED μπορούσε να χειραγωγεί τη συμπεριφορά των εταιρειών. Αυξάνοντάς τα, έκανε πιο ακριβό το δανεισμό για να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις ή την κατανάλωση, ενώ μειώνοντάς τα τον έκανε φθηνότερο.
Καθώς το κόστος δανεισμού ανέβαινε, οι εταιρείες πιέστηκαν από τις δυνάμεις της αγοράς να κάνουν ακόμα μεγαλύτερες περικοπές. Αλλάζοντας τις συνθήκες υπό τις οποίες οι εταιρείες κέρδιζαν, ο περιορισμός της παροχής χρήματος ήταν το βασικό μέσο για να πιεστούν και να αποδυναμωθούν τα συνδικάτα ως θεσμοί που προσδιορίζουν το ύψος των μισθών στις ΗΠΑ.
Πριν αναλάβει τη FED ο Βόλκερ, οι προσπάθειες να σταθεροποιηθεί το δολάριο είχαν αποτύχει. Τον Οκτώβριο του 1978, ο υπουργός Οικονομικών Μάικλ Μπλούμενθαλ πίεζε τον Κάρτερ να αποδεχθεί μεγάλες αυξήσεις στα επιτόκια. Μια απόπειρα να σταθεροποιηθεί το δολάριο μέσω της αναπλήρωσης των αμερικανικών συναλλαγματικών αποθεμάτων, με την έκδοση 6 δισ. κρατικών ομόλογων σε γερμανικά μάρκα, ελβετικά φράγκα, και ιαπωνικά γιεν, είχε αποβει άκαρπη.
Το 1979 λοιπόν, μετά τη διάσημη ομιλία του Κάρτερ για την «κρίση εμπιστοσύνης» σε σχέση με την ενεργειακή εξάρτηση, ο Βόλκερ και η FED περιόρισαν την κυκλοφορία του χρήματος σε ένα επίπεδο χωρίς προηγούμενο ‒ προκαλώντας στο σύστημα ένα υφεσιακό σοκ που θα διαρκούσε τέσσερα χρόνια, αλλά του οποίου ο αντίκτυπος στις ζωές των εργατικών τάξεων είναι ακόμα ισχυρός.
Ο περιορισμός της προσφοράς χρήματος προκάλεσε αυξήσεις στα επιτόκια, μειώνοντας την καταναλωτική ζήτηση και επιβραδύνοντας όλη την οικονομία. Ο Κάρτερ πίεσε επίσης τη FED να επιβάλει υποχρεωτικούς πιστοληπτικούς ελέγχους, το λεγόμενο «credit crunch» για να υποχρεώσει τις τράπεζες να μη δανείζουν τόσο πολύ. Ο δανεισμός σταμάτησε, η οικονομία έπεσε σε ύφεση και οι ψηφοφόροι δεν επανεξέλεξαν τον Κάρτερ.
Λίγο μετά την ανάληψη της θέσης του προέδρου το 1980 ο Ρέιγκαν δήλωσε: «Οι πολιτικές που η κυβέρνηση θα προωθήσει ως επείγουσες στο Κογκρέσο βασίζονται στο γεγονός ότι η χώρα αντιμετωπίζει τα σοβαρότερα οικονομικά προβλήματα από τη δεκαετία του 1930. Ο πληθωρισμός αυξήθηκε από 1-1,5% το χρόνο στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στο 13% περίπου τα δύο τελευταία χρόνια. Από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έχουμε να δούμε δύο συνεχόμενα χρόνια με διψήφιο πληθωρισμό».
Όντως, ο Ρέιγκαν συγκρούστηκε με τον Βόλκερ για τα υψηλά επιτόκια ‒που σε κάποια στιγμή είχαν ξεπεράσει κατά πολύ το 20%‒, τις φοροαπαλλαγές και το έλλειμμα προϋπολογισμού. Κάποιοι μάλιστα, όπως ο υπουργός Οικονομικών Ντόναλντ Ρέγκαν, κατέκριναν ρητά τη νομισματική πολιτική της FED και τον ίδιο τον Βόλκερ.
Παρ’ όλα αυτά η αλλαγή κυβέρνησης δεν άλλαξε την πορεία της FED ‒ η νέα κυβέρνηση την ενέκρινε παρόλο που η οικονομία χειροτέρευε. Ο Βόλκερ προκαλούσε ακόμα πιο σοβαρές υφέσεις με τη σφιχτή νομισματική πολιτική το 1981 και το 1982.
Δεν είναι μυστικό το ότι ο ίδιος ο Βόλκερ πίστευε ότι ο πληθωρισμός ήταν αποτέλεσμα των αυξήσεων στους μισθούς. Σε μια κατάθεση στην επιτροπή Τραπεζικών, Χρηματοδοτικών και Αστικών Υποθέσεων το 1981, ο Βόλκερ είπε ότι: «Μέχρι τώρα, μόνο μικρά και ανεπαρκή σημάδια συγκράτησης των μισθολογικών πιέσεων έχουν εμφανιστεί».
Μόλις ένα χρόνο μετά, στην Κοινή Οικονομική Επιτροπή του αμερικανικού Κογκρέσου, ο Βόλκερ μίλησε με ασυνήθιστα απλή γλώσσα για το θέμα ‒ ήταν σοκαριστικά αόριστος στις ακροάσεις. Είπε στο Κογκρέσο ότι, για να συνεχίσει να συμπιέζει προς τα κάτω τον πληθωρισμό, που έπεφτε σταθερά από το 1980, «η πρόοδος θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται στη συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων. Οι γενικοί δείκτες στους μισθούς των εργαζομένων δείχνουν μικρή βελτίωση». Με τη βελτίωση εννοούσε φυσικά «μείωση».
Με το που πάτησε στον Λευκό Οίκο ο Ρέιγκαν υποσχέθηκε στο οικονομικό του πρόγραμμα να περιορίσει την προσφορά χρήματος για να μειώσει τον πληθωρισμό, κι αυτό παρέμεινε σημαντικό κομμάτι της εσωτερικής του πολιτικής κατά την πρώτη του θητεία. Μέσα σε ένα μήνα, έπειτα από μια ιδιωτική συνάντηση με τον Βόλκερ στον Λευκό Οίκο, ο Ρέιγκαν δήλωσε στους δημοσιογράφους: «Έχω εμπιστοσύνη στις πολιτικές που έχει ανακοινώσει το συμβούλιο της FED… η κυβέρνηση και η FED μπορούν να βοηθήσουν, δουλεύοντας μαζί, ώστε να πέσουν ο πληθωρισμός και τα επιτόκια ταχύτερα απ’ ό,τι αν είχαν διαφορετικούς στόχους».
Πάλι, ο Βόλκερ σόκαρε το σύστημα περιορίζοντας την προσφορά χρήματος και προκαλώντας το 1981 ύφεση ακόμα βαρύτερη από αυτή του 1979. Το ποσοστό ανεργίας έφτασε στο 11% το Νοέμβριο του 1982 από 7% τον Ιούλιο του 1981, το μεγαλύτερο από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης. Το αποτέλεσμα ήταν τα συνδικάτα να δεχτούν διπλή πίεση, αφενός από τους απελπισμένους που απολύονταν και αναζητούσαν εναγωνίως δουλειά, αφετέρου από τους εργοδότες που πιέζονταν από τα υψηλά επιτόκια.
Ο πληθωρισμός έπεσε σημαντικά το 1982 και συνέχισε να πέφτει και κατά το 1983 ‒ η ύφεση είχε δυσάρεστες συνέπειες, έσπασε όμως τις αυξήσεις μισθών και τιμών. Προς δυσαρέσκεια του Ρέιγκαν όμως, τα επιτόκια δεν ακολούθησαν. Τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων είχαν φτάσει πάνω από 18% στα τέλη του 1981 (έπεσαν κάτω από το 10% το 1986). Το σοκ είχε πλήξει σοβαρά τις επιχειρήσεις real estate, την κατασκευαστική βιομηχανία και τη βιομηχανία αυτοκινήτων, που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στα επιτόκια δανεισμού.
Παρά την αυξανόμενη ανεργία σε συνδυασμό με τα υψηλά επιτόκια, ο Ρέιγκαν συνέχισε να δείχνει τον πληθωρισμό ως το σημαντικότερο πρόβλημα για τον αμερικανικό καπιταλισμό. Σε μια συνέντευξη Τύπου το Φεβρουάριο του 1982, κατά τη διάρκεια του σοκ του Βόλκερ και ενώ η ανεργία βρισκόταν στο 9% με αυξητικές τάσεις, και ο ίδιος ο Βόλκερ ήταν μισητός σε όλη τη χώρα, ο Ρέιγκαν αποκάλεσε τον πληθωρισμό «τον νούμερο ένα εχθρό» και επανέλαβε την εμπιστοσύνη του στις πολιτικές της FED.
Ο Βόλκερ δεν ήταν μισητός μόνο για τους Αμερικανούς εργαζόμενους, μεγάλα τμήματα του κεφαλαίου ήταν επίσης εχθρικά απέναντι στη νομισματική πολιτική της FED. Κατασκευαστές κατοικιών και πωλητές αυτοκινήτων ταχυδρομούσαν καδρόνια και κλειδιά αυτοκινήτων στη FED σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Όταν χτυπήθηκε η γεωργία, χρεωμένοι γεωργοί έκλεισαν την είσοδο του Συμβουλίου των Διοικητών με τα τρακτέρ τους.
Οι πολιτικές χτύπησαν ιδιαίτερα σφοδρά τη μεταποίηση ‒ περίπου 6 δισ. σε μεταποιητικά περιουσιακά στοιχεία καταστράφηκαν από το 1980 ως το 1983. Στην Ουάσινγκτον Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι ζητούσαν το κεφάλι του Βόλκερ.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ύφεσης όμως, ο Βόλκερ ήταν ο αγαπημένος του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ήταν πιο ευαίσθητος στα σήματα εμπιστοσύνης που έρχονταν από τη Γουόλ Στριτ απ’ ό,τι στον ίδιο τον πρόεδρο, και υπήρξε ο αταλάντευτος υποστηρικτής της. Στις 6 Ιουνίου 1983 ο Ρέιγκαν έγραφε στο ημερολόγιό του σχετικά με το ενδεχόμενο αλλαγής του επί κεφαλής της FED «τον αφήνω στη θέση του ή τον αλλάζω; η χρηματοπιστωτική αγορά δείχνει ότι τον θέλει. Δεν θέλω να κλονίσω την εμπιστοσύνη τους στην ανάκαμψη».
Ο Ρέιγκαν χρησιμοποίησε μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία της «ανάκαμψης», καθώς η ανεργία ήταν πάνω από 10% εκείνο τον καιρό. Στο τέλος η Γουόλ Στριτ μέτρησε για τον πρόεδρο περισσότερο από την κοινή γνώμη, και ο Βόλκερ παρέμεινε. Θα έμενε σε αυτή τη θέση ως το 1987, οπότε έφυγε και ανέλαβε ένας άλλος αξιομνημόνευτος τραπεζίτης, ο Άλαν Γκρίνσπαν.
ΟΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ
Μεταξύ 1979 και 1983, χάθηκαν 2,4 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στη μεταποίηση ‒ πολλές από τις οποίες ήταν στην ένδυση, στη μεταλλουργία και στην κλωστοϋφαντουργία. Οι πολιτικές της FED είχαν αντίκτυπο στις ζωές και στους αγώνες των εργαζομένων, πέρα από την επίσημη ανάκαμψη από την ύφεση.
Σε αυτό που σύντομα θα αποκαλούνταν «Ζώνη της Σκουριάς», πολλά εργοστάσια έκλεισαν τις πόρτες τους για πάντα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, χάθηκαν περισσότερες από 250.000 θέσεις εργασίας στη χαλυβουργία, με εργοστάσια να κάνουν περικοπές ή να κλείνουν. Την επόμενη δεκαετία πολλές επιχειρήσεις κατασκευής ανταλλακτικών μετακόμισαν σε maquiladoras στο βόρειο Μεξικό.
Η μεταποίηση όμως μετακόμισε και στις νότιες πολιτείες, ενώ οι χώροι εργασίας οργανώθηκαν ξανά στη βάση σχημάτων λιτής παραγωγής. Μέχρι το 1990, το 39% των Αμερικανών εργαζομένων στην αυτοκινητοβιομηχανία, πάνω από 318.400, βρίσκονταν στο νότο. Στο βορά, από την άλλη, ολόκληρες πόλεις όπως το Ντιτρόιτ και το Μπάφαλο, που ήταν κάποτε κέντρα της βιομηχανίας, έμειναν σκιές του εαυτού τους, τόποι απελπισίας. Η ύφεση ποτέ δεν τελείωσε σε αυτά τα μέρη, έγινε μόνιμο χαρακτηριστικό της καθημερινής ζωής.
Οι απώλειες θέσεων εργασίας στη μεταποίηση ήταν μεγάλες εκείνη την περίοδο, τα δε συνδικάτα και τα μέλη τους ήταν αυτά που υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες. Η συμμετοχή στα συνδικάτα έπεσε από το 20,6% το 1980 στο 9,1% το 2000.
Σε απόλυτους αριθμούς, η συμμετοχή στα συνδικάτα κορυφώθηκε το 1980, με περισσότερα από είκοσι εκατομμύρια συνδικαλισμένους εργαζόμενους ‒ ένας αριθμός που έπεσε κατά πέντε εκατομμύρια στις επόμενες δύο δεκαετίες. Μεταξύ 1976 και 1983 οι Ενωμένοι Χαλυβεργάτες έχασαν 593.000 μέλη, οι Οδηγοί Φορτηγών 422.000, οι Ενωμένοι Εργαζόμενοι στην Αυτοκινητοβιομηχανία έχασε 348.000, η Διεθνής Ένωση Μηχανικών 321.000, και η Ένωση Εργαζομένων στην Κλωστοϋφαντουργία της Αμερικής, 249.000.
Η πίεση στις εταιρείες να πειθαρχήσουν τους εργαζόμενούς τους συνεισέφερε στην αναζωογόνηση του ποσοστού κέρδους του αμερικανικού κεφαλαίου. Η Γουόλ Στριτ είχε υποχρεώσει τους άλλους τομείς του κεφαλαίου να υιοθετήσουν τη δική της θεραπεία. Με τους εργαζόμενους αποδυναμωμένους και την αντίσταση στο χώρο εργασίας στο χαμηλότερο επίπεδο της γενιάς, οι εταιρείες εντατικοποίησαν την εργασία μέσω επιτάχυνσης και ανασυγκρότησης, και στράφηκαν στη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία αντί για την επένδυση κεφαλαίου ως μέσο για να αποκομίσουν κέρδη. Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο κέρδισε τα περισσότερα από τις πολιτικές της FED.
Οι επενδύσεις σε λογισμικό και εξοπλισμό αυξήθηκαν πολύ πιο αργά στη δεκαετία του 1980, από ό,τι στις δεκαετίες του 1960, του 1970, και του 1990. Το ποσοστό κέρδους έπεφτε από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και έπιασε πάτο το 1982 στο ζενίθ της ύφεσης του Βόλκερ.
Ένας βασικός στόχος του σοκ του Βόλκερ ήταν η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, να κάνει περισσότερα για λιγότερα, το οποίο είναι φυσικά ευφημισμός για την αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης. Διαδοχικές μελέτες έδειξαν ότι μετά το 1982 τα ποσοστά κέρδους στην Αμερική άρχισαν να ανακάμπτουν σημαντικά.
Καθώς οι μισθοί είχαν μείνει στάσιμοι και η παραγωγικότητα των εργαζομένων συνέχισε να ανεβαίνει, τα ποσοστά κέρδους απογειώθηκαν ‒ αυξάνονταν μέχρι το 1997. Η σφιχτή νομισματική πολιτική, αυτός ο παράγοντας που πιέζει την αγορά, συνεισέφερε σε μια περίοδο ανανεωμένης καπιταλιστικής επέκτασης στα χρόνια του Ρέιγκαν και του Κλίντον.
Παρά την εικόνα που δημιούργησε η διαμάχη με την PATCO, η επίθεση του Ρέιγκαν στην εργασία ήταν κυρίως έμμεση, εργαζόταν κρυφά μέσα από τους μηχανισμούς της νομισματικής πολιτικής. Η προεδρία του Ρέιγκαν δεν ήταν επανάληψη της προεδρίας του Γκρόβερ Κλίβελαντ, με το στρατό να καταστέλλει την απεργία της Pullman το 1894. Αντί γι’ αυτό άλλαξε το περιβάλλον μέσα στο οποίο διαπραγματεύονταν συνδικάτα και επιχειρήσεις, γέρνοντας την πλάστιγγα της ισχύος υπέρ του κεφαλαίου, και σε μεγάλο βαθμό παρά τη θέλησή του.
Η πιο άμεση λύση για τον πληθωρισμό θα ήταν η επιβολή περιορισμών στους μισθούς και στις τιμές, την οποία είχε προτείνει ο Κάρτερ, με την υποστήριξη της AFL-CIO (Αμερικανική ΓΣΕΕ) πριν το πρώτο σοκ του Βόλκερ. Αντί γι’ αυτό, τα υψηλά επιτόκια που πυροδότησε η FED εκπαραθύρωσαν ανθρώπους από το εργατικό δυναμικό και τους έστειλαν στις εργασιακές εφεδρείες.
Τα ποσοστά φτώχειας αυξήθηκαν από το 11% στο 15%, με τους μαύρους και τους ισπανόφωνους να δέχονται το μεγαλύτερο πλήγμα. Παρά τη μακρά ιστορία ρατσισμού μέσα στα συνδικάτα, ο συνδικαλισμός στη βιομηχανία είχε γίνει ένας σημαντικός τρόπος για να μπορέσει η μαύρη Αμερική να αποκτήσει κάτι που έμοιαζε με τρόπο ζωής μεσαίας τάξης στις βόρειες πόλεις της μεταποίησης. Το σοκ ανέβαλε αυτό το όνειρο και χωρίς αμφιβολία συνεισέφερε στον πόλεμο κατά του εγκλήματος και την υπεραστυνόμευση των αστικών συνοικιών που θα ακολουθούσε.
Κατά την πρώτη θητεία του Ρέιγκαν το δολάριο ανατιμήθηκε μέσα από συνδικαλιστικές παραχωρήσεις και υποχωρήσεις. Οι τιμαριθμικές αναπροσαρμογές στις συμβάσεις των συνδικάτων έγιναν λιγότερες και πιο αραιές.
Στην πραγματικότητα όμως, οι νεοφιλελεύθεροι κεντρικοί τραπεζίτες πέτυχαν υπερβολικά. Το 1984 η αξία του δολαρίου είχε μετατραπεί σε φούσκα. Στις ακροάσεις του Κογκρέσου το 1985, ο ίδιος ο Βόλκερ κατέθεσε ότι είχε αυξηθεί υπερβολικά. Αν και η γρήγορη αύξηση της αξίας του δολαρίου σκότωσε τον πληθωρισμό, η νέα κυριαρχία του δολαρίου στις παγκόσμιες αγορές έκανε κακό στα εμπορικά ελλείμματα. Τα ελλείμματα πληρωμών μετέτρεψαν τις ΗΠΑ από πιστωτή σε οφειλέτη.
Το σοκ του Βόλκερ πουλήθηκε στη χώρα ως μια υπόθεση αναβεβλημένης ικανοποίησης ‒μπορεί να ανεχτεί σήμερα η Αμερική πόνο με αντάλλαγμα μελλοντικό κέρδος; Κέρδος για ποιον; Σίγουρα μακροπρόθεσμα το κεφάλαιο είχε κέρδη. Όμως, όπως συμβαίνει συνήθως, οι αυξημένες αποδόσεις του κεφαλαίου έρχονται σε βάρος όλων των άλλων.
Από τη δεκαετία του 1980, οι μισθοί συνέχισαν να παραμένουν στάσιμοι παρά τις αυξήσεις στην παραγωγικότητα. Τα δε συνδικάτα συνεχίζουν να υποχωρούν, παραμένοντας αντίπαλοι για τις εταιρείες, σε μια γωνιά της κοινωνίας που συρρικνώνεται όλο και περισσότερο. Η νομισματική στόχευση έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην καταστροφή των προσδοκιών της εργατικής τάξης και των οργανώσεών της στην αυγή του νεοφιλελευθερισμού. Οι κεντρικοί τραπεζίτες χρησιμοποίησαν το μαστίγιο των αγορών για να αλλάξουν την ισορροπία μεταξύ των ταξικών δυνάμεων.
Ο Michael A. McCarthy διδάσκει κοινωνιολογία στο πανεπιστήμιο Μαρκέτ.
Πηγή: Jacobin
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου