Κεν Λόουτς: Ο Τζέρεμι Κόρμπιν είναι ελπίδα για τη Μεγάλη Βρετανία
Το 1921, σε μια Ιρλανδία στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου, η αμαρτία του Τζίμι Γκράλτον ήταν να στήσει με δικά του χρήματα, μια αίθουσα χορού σ' ένα αγροτικό σταυροδρόμι. Το Pearse - Connolly Hall ήταν ένα μέρος όπου οι νέοι της κοινότητας θα μπορούσαν να συγκεντρώνονται, να μαθαίνουν, να διαφωνούν, να ονειρεύονται... πάνω απ’ όλα όμως να χορεύουν και να διασκεδάζουν.
Με τη δημοτικότητα της αίθουσας να αυξάνεται, ο χαρακτήρας της κοινοκτημοσύνης και της ανθρώπινης αλληλεγγύης, σε συνδυασμό με το ελεύθερο πνεύμα που προήγαγε, δε θα μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα από την Εκκλησία και τους πολιτικούς, οι οποίοι αντιδρούν και απαντούν με βία, αναγκάζοντας τον Τζίμι να φύγει από την περιοχή και την αίθουσα να κλείσει.
Μια δεκαετία αργότερα, κατά την κορύφωση της μεγάλης οικονομικής κρίσης, ο Τζίμι επιστρέφει στη γενέτειρά του από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με στόχο να φροντίσει τη μητέρα του και να ζήσει μια ήσυχη ζωή καλλιεργώντας το οικογενειακό χωράφι, μακριά από μπλεξίματα με την εξουσία. Υπολόγιζε όμως χωρίς τους κατοίκους που είχαν μείνει πίσω, παλιούς φίλους αλλά και τη νεολαία που έχει μεγαλώσει με τις αναφορές στο όνομά του...
Ο θρυλικός σκηνοθέτης Κεν Λόουτς (Κεν Λόουτς - Βικιπαίδεια)
πάντοτε υποστήριζε τα αουτσάιντερ. Είναι, όμως, ο Τζέρεμι Κόρμπιν μια πρόκληση; Στη συζήτησή του με τον Γκραντ Γουντγουάρντ εξηγεί για ποιους λόγους υποστηρίζει τον πολιτικό αυτόν ηγέτη που δέχεται τόσο μεγάλη αμφισβήτηση.
Του Grant Woodward
Παρά τις αντίθετες αναφορές, ο Κεν Λόουτς δεν επέστρεψε από την αυτό-επιβεβλημένη απόσυρσή του για να «περιλάβει» τον Ντέιβιντ Κάμερον. «Δεν σκόπευα στην πραγματικότητα να αποσυρθώ», σχολιάζει ο σκηνοθέτης για το γεγονός ότι ξαναγύρισε πίσω από την κάμερα, όταν οι Συντηρητικοί κέρδισαν την πλειοψηφία στις περσινές εκλογές. «Ήταν λόγια που ειπώθηκαν σε μια στιγμή αδυναμίας, την ώρα που ετοιμάζαμε μια ταινία πολύ απαιτητική. Αλλά μετά, αφού τα καταφέρεις, συνειδητοποιείς ότι υπάρχουν ακόμα πολλές ιστορίες να πεις».
Η ταινία θα μπορούσε να αποτελεί για τον 21ο αιώνα το αδελφό συμπλήρωμα μιας προγενέστερης και ιδιαίτερα γνωστής ταινίας του Λόουτς, με τίτλο «Κάθι, γύρνα σπίτι», και δείχνει τι μπορεί να συμβεί σε αξιοπρεπείς ανθρώπους, όταν το κοινωνικό δίχτυ προστασίας σπάει απότομα. Καυστική αλλά και βαθιά συγκινητική, η ταινία κέρδισε τον Μάιο τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών.
Είναι περιττό να πούμε ότι ο βετεράνος σκηνοθέτης, που έκλεισε πρόσφατα τα 80, δεν «τσιμπάει» με την έννοια του «συμπονετικού Συντηρητισμού» που επιστράτευσε πρόσφατα ο Ντέιβιντ Κάμερον και επαναλαμβάνει η διάδοχός του Τερέσα Μέι.
Όπως λέει, ακούγοντας την ομιλία της Μέι για την κοινωνική δικαιοσύνη, έξω από την Ντάουνινγκ Στριτ, θυμήθηκε τη Μάργκαρετ Θάτσερ που παρέπεμπε στον Φραγκίσκο της Ασίζης. «Σου έρχεται να βάλεις τα γέλια, έτσι δεν είναι;», ρωτάει ρητορικά και στη συνεχίζει, καταγγέλλοντας τον ρόλο της Μέι στο σκάνδαλο του Κέντρου Κράτησης Μεταναστών Yarl Wood, όπου υπήρχαν σοβαρές καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση των κρατούμενων γυναικών. «[Η Μέι] συμφώνησε να ανανεωθεί η σύμβαση έργου με μια ιδιωτική εταιρία και αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε έρευνα. Η Τερέσα Μέι είναι μια βέρα Συντηρητική. Το κέρδος είναι πάνω από τους ανθρώπους».
Γιος ηλεκτρολόγου από μια μικρή πόλη των Μίντλαντς, ο Λόουτς πήγε στο τοπικό σχολείο –«μια κλασική συνταγή των Συντηρητικών, η ιδέα ότι η πλειοψηφία μένει καταδικασμένη, αλλά αφήνεις και λίγους να ξεφύγουν»– και μετά από δύο χρόνια στρατιωτικής θητείας, σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Μετά το πανεπιστήμιο, είχε μια σύντομη πορεία ως ηθοποιός και στη συνέχεια στράφηκε στη σκηνοθεσία. Το 1961 μπαίνει στο Northampton Repertory Theatre ως βοηθός σκηνοθέτη και το 1963 μετακινείται στο BBC ως εκπαιδευόμενος τηλεοπτικός σκηνοθέτης. Πέρασε από τη σκηνοθεσία επεισοδίων της σειράς Z Cars στη δημοφιλή παραγωγή τηλεοπτικών ταινιών The Wednesday Play, όπου σκηνοθέτησε τις πρωτοποριακές ταινίες «Up the Junction» και «Cathy Come Home», που πραγματεύονταν το θέμα της έκτρωσης και των αστέγων αντίστοιχα.
Εντάχθηκε στο Εργατικό Κόμμα λίγα χρόνια νωρίτερα και μοίραζε στα γραμματοκιβώτια πολιτικά φυλλάδια υπέρ του Χάρολντ Γουίλσον, όμως στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η υπομονή του με τους Νέους Εργατικούς τελικά εξαντλήθηκε και αποχώρησε από μέλος του κόμματος. «Υπέφερα την προδοσία του Κίνοκ και του Χάτερσλεϊ και όλης αυτής της συμμορίας που μας οδήγησε στην ηγεσία του Μπλερ, ο οποίος ήταν φυσικά η απόλυτη καταστροφή για όλη τη χώρα και ειδικά για τους απλούς ανθρώπους», υποστηρίζει σήμερα.
Ο Λόουτς νιώθει ιδιαίτερη περιφρόνηση για τη συμπεριφορά της πλειοψηφίας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Εργατικού Κόμματος, η οποία με αλλεπάλληλες παραιτήσεις από τη σκιώδη κυβέρνηση οδήγησε σε νέα διαδικασία εκλογής ηγεσίας στο κόμμα.
«Δεν εκπροσωπούν την πλειοψηφία του κόμματος και αυτό είναι ξεκάθαρο», λέει και συνεχίζει: «Πρόκειται για μια κλίκα ανθρώπων που ήρθαν στα πράγματα επί Μπλερ και Μπράουν και δεν μπορούν να αντέξουν την ιδέα ότι οι πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων, των παράνομων πολέμων, της αυξανόμενης ανισότητας, του προβλήματος στέγασης, είναι μια οικονομική αποτυχία, μια αποτυχία σε όλα τα επίπεδα». «Με όλη αυτή την αρνητική προπαγάνδα ο κόσμος νιώθει ότι υπάρχουν προβλήματα στο εσωτερικό του κόμματος. Είναι αδύνατον ο Κόρμπιν να αποδώσει καλά αν άνθρωποι-κλειδιά μέσα στο κόμμα τον υποσκάπτουν».
«Εννοώ ότι, δεν μπορείς να περιμένεις από μια ποδοσφαιρική ομάδα να σκοράρει πολλά γκολ αν οι μισοί παίκτες αποχωρήσουν πριν την έναρξη του παιχνιδιού και από τους υπόλοιπους οι περισσότεροι φύγουν πριν καν τελειώσει το πρώτο ημίχρονο».
«Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα βίωμα για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους», σχολιάζει. «Είναι επίσης γεγονός ότι τα συσσίτια έχουν γίνει κεντρικό μέρος του σκηνικού, χωρίς καν αυτό να σχολιάζεται. Αν το σκεφτείς, το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν θα φάνε εκτός κι αν κάποια φιλανθρωπική οργάνωση τούς δώσει μια κονσέρβα φαγητό, είναι εφιαλτικό για την εποχή μας. Και δεν είναι μόνο οι ηλικιωμένοι που βρίσκονται στον δρόμο, είναι ολόκληρες οικογένειες. Ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων σε κάθε κωμόπολη και πόλη».
Ένα πρόσφατο ειδησεογραφικό θέμα κέντρισε το ενδιαφέρον του και ενίσχυσε την πεποίθησή του ότι δεν απομένει πολύς χρόνος για την επίτευξη αλλαγών. Σύμφωνα αυτό το θέμα, η Μεγάλη Βρετανία έχει μόνο 100 είδη σπόρων που έχουν απομείνει στο έδαφός της εξαιτίας της εντατικής υπερ-καλλιέργειας. «Είναι κάτι που σε κάνει να σκεφτείς. Χρειαζόμαστε μια πολιτική βασισμένη στα κοινά αγαθά, ώστε να έχουμε πράγματι έναν κόσμο που θα μπορούν να ζήσουν τα παιδιά μας. Βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι».
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη Yorkshire Post, στις 22 Αυγούστου 2016.
Οι νέοι της περιοχής θα τον υποστηρίξουν και θα ξαναφτιάξουν το κέντρο.
Αυτό θα προκαλέσει την άγρια επίθεση των εχθρών της ελεύθερης σκέψης και θα οδηγήσει τελικά σε συγκρούσεις, καταλήγοντας σε απόλυτα φασιστικές μεθόδους.
πάντοτε υποστήριζε τα αουτσάιντερ. Είναι, όμως, ο Τζέρεμι Κόρμπιν μια πρόκληση; Στη συζήτησή του με τον Γκραντ Γουντγουάρντ εξηγεί για ποιους λόγους υποστηρίζει τον πολιτικό αυτόν ηγέτη που δέχεται τόσο μεγάλη αμφισβήτηση.
Του Grant Woodward
Παρά τις αντίθετες αναφορές, ο Κεν Λόουτς δεν επέστρεψε από την αυτό-επιβεβλημένη απόσυρσή του για να «περιλάβει» τον Ντέιβιντ Κάμερον. «Δεν σκόπευα στην πραγματικότητα να αποσυρθώ», σχολιάζει ο σκηνοθέτης για το γεγονός ότι ξαναγύρισε πίσω από την κάμερα, όταν οι Συντηρητικοί κέρδισαν την πλειοψηφία στις περσινές εκλογές. «Ήταν λόγια που ειπώθηκαν σε μια στιγμή αδυναμίας, την ώρα που ετοιμάζαμε μια ταινία πολύ απαιτητική. Αλλά μετά, αφού τα καταφέρεις, συνειδητοποιείς ότι υπάρχουν ακόμα πολλές ιστορίες να πεις».
Για μισό αιώνα, ο Λόουτς άσκησε το βλέμμα του στα κοινωνικά ζητήματα που η Μεγάλη Βρετανία δεν θέλει να συζητάει. Η τελευταία του ταινία, «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ», έχει θέμα τον αγώνα ενός ξυλουργού από το Νιουκάστλ, που αναρρώνει από καρδιακή προσβολή και βρίσκεται στο έλεος ενός άκαμπτου κρατικού μηχανισμού που παραπέμπει κατευθείαν στις σελίδες του 1984.Ο Λόουτς εξηγεί ότι ο ίδιος και ο σεναριογράφος του Πολ Λάβερτι εμπνεύστηκαν το θέμα της ταινίας από την αφήγηση του Κάμερον για τους «τρακαδόρους» του κράτους πρόνοιας, που καταχρώνται μεγάλες ποσότητες του εθνικού πλούτου, καθώς και από τις ιστορίες κακουχιών που διάβαζαν διαρκώς και αφορούσαν τις αμφιλεγόμενες διαδικασίες της κυβέρνησης για την εκτίμηση της ικανότητας εργασίας, οι οποίες καταργούσαν τα επιδόματα για όσους κρίνονταν πλέον ικανοί προς εργασία.
Η ταινία θα μπορούσε να αποτελεί για τον 21ο αιώνα το αδελφό συμπλήρωμα μιας προγενέστερης και ιδιαίτερα γνωστής ταινίας του Λόουτς, με τίτλο «Κάθι, γύρνα σπίτι», και δείχνει τι μπορεί να συμβεί σε αξιοπρεπείς ανθρώπους, όταν το κοινωνικό δίχτυ προστασίας σπάει απότομα. Καυστική αλλά και βαθιά συγκινητική, η ταινία κέρδισε τον Μάιο τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών.
Είναι περιττό να πούμε ότι ο βετεράνος σκηνοθέτης, που έκλεισε πρόσφατα τα 80, δεν «τσιμπάει» με την έννοια του «συμπονετικού Συντηρητισμού» που επιστράτευσε πρόσφατα ο Ντέιβιντ Κάμερον και επαναλαμβάνει η διάδοχός του Τερέσα Μέι.
Όπως λέει, ακούγοντας την ομιλία της Μέι για την κοινωνική δικαιοσύνη, έξω από την Ντάουνινγκ Στριτ, θυμήθηκε τη Μάργκαρετ Θάτσερ που παρέπεμπε στον Φραγκίσκο της Ασίζης. «Σου έρχεται να βάλεις τα γέλια, έτσι δεν είναι;», ρωτάει ρητορικά και στη συνεχίζει, καταγγέλλοντας τον ρόλο της Μέι στο σκάνδαλο του Κέντρου Κράτησης Μεταναστών Yarl Wood, όπου υπήρχαν σοβαρές καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση των κρατούμενων γυναικών. «[Η Μέι] συμφώνησε να ανανεωθεί η σύμβαση έργου με μια ιδιωτική εταιρία και αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε έρευνα. Η Τερέσα Μέι είναι μια βέρα Συντηρητική. Το κέρδος είναι πάνω από τους ανθρώπους».
Γιος ηλεκτρολόγου από μια μικρή πόλη των Μίντλαντς, ο Λόουτς πήγε στο τοπικό σχολείο –«μια κλασική συνταγή των Συντηρητικών, η ιδέα ότι η πλειοψηφία μένει καταδικασμένη, αλλά αφήνεις και λίγους να ξεφύγουν»– και μετά από δύο χρόνια στρατιωτικής θητείας, σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Μετά το πανεπιστήμιο, είχε μια σύντομη πορεία ως ηθοποιός και στη συνέχεια στράφηκε στη σκηνοθεσία. Το 1961 μπαίνει στο Northampton Repertory Theatre ως βοηθός σκηνοθέτη και το 1963 μετακινείται στο BBC ως εκπαιδευόμενος τηλεοπτικός σκηνοθέτης. Πέρασε από τη σκηνοθεσία επεισοδίων της σειράς Z Cars στη δημοφιλή παραγωγή τηλεοπτικών ταινιών The Wednesday Play, όπου σκηνοθέτησε τις πρωτοποριακές ταινίες «Up the Junction» και «Cathy Come Home», που πραγματεύονταν το θέμα της έκτρωσης και των αστέγων αντίστοιχα.
Εντάχθηκε στο Εργατικό Κόμμα λίγα χρόνια νωρίτερα και μοίραζε στα γραμματοκιβώτια πολιτικά φυλλάδια υπέρ του Χάρολντ Γουίλσον, όμως στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η υπομονή του με τους Νέους Εργατικούς τελικά εξαντλήθηκε και αποχώρησε από μέλος του κόμματος. «Υπέφερα την προδοσία του Κίνοκ και του Χάτερσλεϊ και όλης αυτής της συμμορίας που μας οδήγησε στην ηγεσία του Μπλερ, ο οποίος ήταν φυσικά η απόλυτη καταστροφή για όλη τη χώρα και ειδικά για τους απλούς ανθρώπους», υποστηρίζει σήμερα.
«Έφτασε μια στιγμή που το μόνο που ήθελαν από εμένα ήταν ο αριθμός του τραπεζικού μου λογαριασμού για να πάρουν χρήματα. Σε εκείνο το σημείο είπα “η πολιτική σας είναι τόσο διεφθαρμένη και η αποφασιστικότητά σας να καταστρέψετε τη δημοκρατία στο κόμμα τόσο μεγάλη που θα φύγω”. Κι έτσι έκανα».Έχοντας περάσει όλο το καλοκαίρι στην προώθηση του «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ κινηματογράφου, ο Λόουτς είναι καθ’ οδόν για το Γιόρκ όπου θα υποστηρίξει την καμπάνια του Τζέρεμι Κόρμπιν για την επανεκλογή του στην ηγεσία των Εργατικών. Η αίσθηση που δίνει είναι ότι περίμενε αρκετές δεκαετίες για αυτή τη στιγμή και ότι ανυπομονεί να διασφαλίσει ότι η ευκαιρία για αλλαγή και επιστροφή στην «παλιά σχολή των Εργατικών», που αντιπροσωπεύει ο Κόρμπιν, δεν θα χαθεί.
Ο Λόουτς νιώθει ιδιαίτερη περιφρόνηση για τη συμπεριφορά της πλειοψηφίας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Εργατικού Κόμματος, η οποία με αλλεπάλληλες παραιτήσεις από τη σκιώδη κυβέρνηση οδήγησε σε νέα διαδικασία εκλογής ηγεσίας στο κόμμα.
«Δεν εκπροσωπούν την πλειοψηφία του κόμματος και αυτό είναι ξεκάθαρο», λέει και συνεχίζει: «Πρόκειται για μια κλίκα ανθρώπων που ήρθαν στα πράγματα επί Μπλερ και Μπράουν και δεν μπορούν να αντέξουν την ιδέα ότι οι πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων, των παράνομων πολέμων, της αυξανόμενης ανισότητας, του προβλήματος στέγασης, είναι μια οικονομική αποτυχία, μια αποτυχία σε όλα τα επίπεδα». «Με όλη αυτή την αρνητική προπαγάνδα ο κόσμος νιώθει ότι υπάρχουν προβλήματα στο εσωτερικό του κόμματος. Είναι αδύνατον ο Κόρμπιν να αποδώσει καλά αν άνθρωποι-κλειδιά μέσα στο κόμμα τον υποσκάπτουν».
«Εννοώ ότι, δεν μπορείς να περιμένεις από μια ποδοσφαιρική ομάδα να σκοράρει πολλά γκολ αν οι μισοί παίκτες αποχωρήσουν πριν την έναρξη του παιχνιδιού και από τους υπόλοιπους οι περισσότεροι φύγουν πριν καν τελειώσει το πρώτο ημίχρονο».
Αντίθετα με ορισμένους που θεωρούν το πρόγραμμα του Κόρμπιν αδύναμο, ο Λόουτς δείχνει να πιστεύει σ’ αυτό: «αρχίζοντας με το Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS), οι ιδιώτες επενδυτές θα φύγουν. Οι συγκοινωνίες θα επιστρέψουν υπό δημόσια ιδιοκτησία, ενώ τα δημόσια αγαθά θα έχουν προτεραιότητα έναντι της ιδιωτικής απληστίας». «Νομίζω ότι αυτή ακριβώς είναι η κοινωνία όπου ο κόσμος ελπίζει να ζει. Όπως, δηλαδή, συνέβαινε και αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πριν έρθει η Μάργκαρετ Θάτσερ και τα διαλύσει όλα».Επιστρέφοντας στην ταινία «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» αναφέρεται σε μια «συνειδητή σκληρότητα» που υπήρξε εμφανής στην περικοπή των επιδομάτων, σε συνδυασμό με τον γραφειοκρατικό εφιάλτη που καθιστά τους ανθρώπους αδύναμους να ξεφύγουν «από αυτή τη λεωφόρο, όπου όσο προχωράς μια ακόμα πόρτα κλείνει κατάμουτρα».
«Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα βίωμα για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους», σχολιάζει. «Είναι επίσης γεγονός ότι τα συσσίτια έχουν γίνει κεντρικό μέρος του σκηνικού, χωρίς καν αυτό να σχολιάζεται. Αν το σκεφτείς, το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν θα φάνε εκτός κι αν κάποια φιλανθρωπική οργάνωση τούς δώσει μια κονσέρβα φαγητό, είναι εφιαλτικό για την εποχή μας. Και δεν είναι μόνο οι ηλικιωμένοι που βρίσκονται στον δρόμο, είναι ολόκληρες οικογένειες. Ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων σε κάθε κωμόπολη και πόλη».
Ένα πρόσφατο ειδησεογραφικό θέμα κέντρισε το ενδιαφέρον του και ενίσχυσε την πεποίθησή του ότι δεν απομένει πολύς χρόνος για την επίτευξη αλλαγών. Σύμφωνα αυτό το θέμα, η Μεγάλη Βρετανία έχει μόνο 100 είδη σπόρων που έχουν απομείνει στο έδαφός της εξαιτίας της εντατικής υπερ-καλλιέργειας. «Είναι κάτι που σε κάνει να σκεφτείς. Χρειαζόμαστε μια πολιτική βασισμένη στα κοινά αγαθά, ώστε να έχουμε πράγματι έναν κόσμο που θα μπορούν να ζήσουν τα παιδιά μας. Βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι».
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη Yorkshire Post, στις 22 Αυγούστου 2016.
Για τον συγγραφέα_________________
Ο Grant Woodward είναι δημοσιογράφος στη Yorkshire Post και στη Johnston Post.
Jimmy's Hall του Κεν Λόουτς (full movie ελληνικοί υπότιτλοι) - YouTube
Ιρλανδία, 1932: ο Τζέιμς Γκράλτον επιστρέφει στη φάρμα του ύστερα από δέκα χρόνια εξορίας στην Αμερική, για τις κομμουνιστικές ιδέες του από τους φασίστες, την εκλησία, την άρχουσα τάξη και τα τσιράκια τους κι επιχειρεί να επαναλειτουργήσει την εγκαταλελειμμένη αίθουσα χορού - πνευματικό κέντρο που ο ίδιος είχε φτιάξει.Οι νέοι της περιοχής θα τον υποστηρίξουν και θα ξαναφτιάξουν το κέντρο.
Αυτό θα προκαλέσει την άγρια επίθεση των εχθρών της ελεύθερης σκέψης και θα οδηγήσει τελικά σε συγκρούσεις, καταλήγοντας σε απόλυτα φασιστικές μεθόδους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου