Γερμανικές οφειλές: Το επόμενο στάδιο είναι η διεκδίκηση
Σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο η έκθεση της Διακομματικής
Κοινοβουλευτικής Επιτροπής - Μακροχρόνια και επεισοδιακή η διαδικασία
σύνταξης της έκθεσης - Προτείνει τον διπλωματικό δρόμο, παραθέτει σειρά
νομικών επιχειρημάτων στην περίπτωση δικαστικού δρόμου
Η Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη
Διεκδίκηση των γερμανικών Οφειλών ολοκλήρωσε το σημαντικό της έργο
υποβάλλοντας την έκθεσή της, η οποία θα συζητηθεί στην Ολομέλεια της
Βουλής στις αρχές Σεπτεμβρίου. Η σύνταξη της έκθεσης αποδείχθηκε μια
διαδικασία μακροχρόνια και επεισοδιακή αφού η Διακομματική Επιτροπή
ανασυστάθηκε δύο φορές, καθώς οι πρόωρες εκλογές του Ιανουαρίου και του
Σεπτεμβρίου του 2015 διέκοψαν το έργο της που ξεκίνησε τον Μάρτιο του
2014. Η ολοκλήρωση της έκθεσης της Διακομματικής Επιτροπής σημαδεύτηκε
από την αρνητική ψήφο της Ν.Δ.(!), ενώ ΚΚΕ (!) και Χ.Α. ψήφισαν “παρών”.
Η έκθεση της Διακομματικής Επιτροπής προτείνει κατ’ αρχάς τον διπλωματικό δρόμο για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών μέσω διαπραγματεύσεων με τη γερμανική κυβέρνηση. Παρ' όλα αυτά, οι εκτενέστατες νομικές αναφορές προδιαθέτουν για την αξιοποίηση του δικαστικού δρόμου σε περίπτωση που η Γερμανία επιμείνει στη σημερινή αρνητική της στάση. Μάλιστα, η έκθεση αφιερώνει αρκετό χώρο, ώστε να στοιχειοθετήσει επαρκώς το απαράγραπτο των ελληνικών διεκδικήσεων, ουσιαστικά απαντώντας στο βασικό επιχείρημα της γερμανικής πλευράς.
Παράλληλα, γίνεται αναλυτική αναφορά στις δικαστικές εξελίξεις που έχουν σχέση με τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών, όπως και στη δικαστική διαμάχη της Ιταλίας με τη Γερμανία για εγκλήματα των ναζιστικών κατοχικών δυνάμεων, διαμάχη που συνδέεται με το μείζον ζήτημα της ετεροδικίας, του προνομίου δηλαδή τα κυρίαρχα κράτη να μην υπάγονται στη δικαιοδοσία των δικαστικών αρχών τρίτου κράτους. Η ετεροδικία, όπως αποδείχθηκε και στην ιταλική περίπτωση της υπόθεσης Ferrini, αναμένεται να χρησιμοποιηθεί από τη Γερμανία ως δικαστική «ασπίδα» για να αποφύγει την καταβολή των οφειλών της.
Ένα ακόμα σημαντικό κομμάτι της έκθεσης είναι ο προσδιορισμός του ύψους των γερμανικών οφειλών, ζήτημα δύσκολο και πολύπλοκο, καθώς το ποσό αυτό πρέπει να προσδιοριστεί σε σημερινές τιμές, κάτι που τελικά γίνεται κατά προσέγγιση και με βάση δύο διαφορετικές εκτιμήσεις.
Στις καλένδες, οι γερμανικές οφειλές, υποταγμένες στην ψυχροπολεμική διαμάχη
Στο προοίμιο της έκθεσης υπογραμμίζεται ότι «οι συνέπειες του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου για την Ελλάδα και τους πολίτες της υπήρξαν τρομακτικές και ανεπανόρθωτες». Η έκθεση επικρίνει τη στάση των Συμμάχων της χώρας μας, καθώς οι γερμανικές οφειλές «παραπέμφθηκαν στις καλένδες» το 1953 με το άρθρο 5 του Συμφώνου του Λονδίνου που προϋπόθετε την ενοποίηση της Γερμανίας για την καταβολή τους. Οι επανορθώσεις ουσιαστικά υποτάχθηκαν στην ψυχροπολεμική στρατηγική της δημιουργίας μιας ισχυρής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ως «ανάχωμα και εμπροσθοφυλακή” απέναντι στο «σοβιετικό επεκτατισμό».
Το κείμενο της έκθεσης περιγράφει τη μέχρι και σήμερα στρατηγική των γερμανικών κυβερνήσεων για απώθηση της μνήμης των εγκλημάτων των ναζί, προκειμένου να μην ολοκληρωθεί η ηθική και υλική αποκατάσταση των θυμάτων. Μάλιστα, επισημαίνεται «στη διαχρονική αυτή προσπάθεια των γερμανικών κυβερνήσεων εντάσσεται και η παραπλανητική, κατά τη γνώμη μας, δραστηριότητα διαφόρων ιδρυμάτων 'διαχείρισης της μνήμης' τα οποία υποστηρίζουν ότι “είναι πλέον 'πολύ αργά' για την υλική αποκατάσταση των θυμάτων”.
Η έκθεση της Διακομματικής Επιτροπής δεν παραλείπει και μια κριτική για τη στάση των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων στο ζήτημα της διεκδίκησης των οφειλών, καθώς τονίζεται ότι «είναι γεγονός ότι, με εξαίρεση την επίδοση ρηματικής διακοίνωσης στις 14.11.1995, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν διεκδίκησαν μεθοδικά και με την ανάλογη επιμονή τις γερμανικές οφειλές απέναντι στην επί δεκαετίες παρελκυστική και αδιάλλακτη στάση των γερμανικών κυβερνήσεων».
Με βάση αυτή την προσέγγιση, οι καθαρές απαιτήσεις της Ελλάδας έναντι της Γερμανίας υπολογίζονται στα 171.442.057.838 ευρώ. Σε αυτό το ποσό προστίθεται η απαίτηση της Ελλάδας για το κατοχικό δάνειο που ανέρχεται στα 10.344.859.092 ευρώ, η απαίτηση για αποθετικές ζημίες που ανέρχεται στα 33.873.928.462 ευρώ και η απαίτηση από μείωση παραγόμενου προϊόντος που ανέρχεται στα 53.886.160.462 ευρώ. Συνολικά το ποσό των απαιτήσεων της Ελλάδας από τη Γερμανία ανέρχεται στα 269.547.005.854 ευρώ.
Οι αξιώσεις λοιπόν προσδιορίζονται σε 15.120.000.000 ευρώ, ενώ υπολογίζονται ακόμα 7.000.000.000 ευρώ για τις αξιώσεις για αναπηρία, συνολικά ένα ποσό 22.120.000.000 ευρώ χωρίς τους τόκους. Η δεύτερη εναλλακτική περιλαμβάνει όλα τα θύματα της Κατοχής, δηλαδή και τους θανάτους από λιμό κι ασθένειες, κάτι που σημαίνει ότι με 1.438.000 θύματα (558,000 θανόντες κι 880.000 ανάπηροι) το ποσό ανέρχεται στα 107.268.000.000 ευρώ.
Εκτενής αναφορά γίνεται και στη λεηλασία των αρχαιολογικών θησαυρών της χώρας μας κατά την διάρκεια της Κατοχής. Στο κείμενο υπογραμμίζεται η δυσκολία καταγραφής των κλεμμένων αντικειμένων, αλλά και διεκδίκησής τους λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων κλοπής. Υπάρχει όμως αρχαιολογική τεκμηρίωση για 1.208 αγνοούμενα αντικείμενα.
Αυτό έπρεπε να γίνει με τη σύναψη Συνθήκη Ειρήνης με την Ελλάδα, τέτοια συνθήκη όμως δεν υπάρχει καθώς η «Συνθήκη 2+4» με την οποία επανενώθηκε η Γερμανία, «δεν έχει έννομες συνέπειες για την Ελλάδα». Το κείμενο της Έκθεσης επισημαίνει ότι οι μόνες ελληνικές απαιτήσεις που έχουν ικανοποιηθεί είναι οι προβλεπόμενες στις διμερείς συμβάσεις της Βόννης των ετών 1960 (απαιτήσεις θυμάτων από εθνικοσοσιαλιστικές διώξεις) και 1961 (απαιτήσεις από αφαιρεθέντα καπνά).
Η έκθεση υπογραμμίζει ότι «Στη Σύμβαση της Χάγης του έτους 1907 δεν υπάρχει πρόβλεψη για παραγραφή αξιώσεων που στηρίζονται στη διεθνή αστική ευθύνη του κατέχοντος κράτους» και υπενθυμίζει ότι η Γερμανία μέχρι το έτος 1986 εξοφλούσε ελληνικές απαιτήσεις από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επίσης, υπάρχει και η Σύμβαση του ΟΗΕ του 1968, που προβλέπει ότι δεν υπάρχει παραγραφή για τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Η ιστορική τεκμηρίωση αυτή των αξιώσεων υποχρεώνει την Διακομματική Επιτροπή σε μία αναδρομή σε μια από τις δυσκολότερες από άποψη ιστορικής μνήμης παραμέτρους της Κατοχής, αυτή της καταναγκαστικής εργασίας σε όλη την Ελλάδα, αλλά και την μεταφορά εργατών στη ναζιστική Γερμανία και τη Βουλγαρία.
Η έκθεση ασκεί κριτική στην πρόβλεψη του Ελληνικού Δικαίου η εκτέλεση αποφάσεων έναντι αλλοδαπών κρατών να χαρακτηρίζεται από την προηγούμενη παρέμβαση της εκτελεστικής λειτουργίας με την έκδοση άδειας από τον υπουργό Δικαιοσύνης. Όπως παρατηρείται, το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των δικαιούχων να ικανοποιηθεί απαίτησή τους αντιπαρατίθεται στο δικαίωμα των αρχών της εκτελεστικής λειτουργίας να ελέγχουν τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας, «με αποτέλεσμα την ακύρωση των δικαιωμάτων των πολιτών».
Η υπόθεση Ferrini και η διαμάχη Ιταλίας - Γερμανίας που θυμίζει το Δίστομο
Στη συνέχεια, γίνεται λεπτομερής περιγραφή των παρόμοιων υποθέσεων Διστόμου και Ferrini. Η έκθεση σχολιάζει ότι «μετά την προσφυγή της Γερμανίας στο Διεθνές Δικαστήριο εναντίον της Ιταλίας για αντίστοιχη πρακτική των δικαστηρίων της και την εκτέλεση της απόφασης για το Δίστομο, με κατάσχεση της γερμανικής Villa Vigoni, η ελληνική πρακτική άλλαξε με ανορθόδοξο νομικά τρόπο», επικρίνοντας τη νεότερη απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Μαργέλλου το 2004 που έκρινε ότι «στο παρόν στάδιο εξέλιξης του Διεθνούς Δικαίου δεν έχει σχηματιστεί γενικώς παραδεδεγμένος κανόνας που επιτρέπει την άρση της ετεροδικίας».
Κριτική ασκείται και στην απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, καθώς υπογραμμίζεται ότι «έλυσε, με έναν αρκετά αμφιλεγόμενο τρόπο, την αντιπαράθεση μεταξύ παραβιάσεων των κανόνων επιτακτικού δικαίου που αφορούν διεθνή εγκλήματα και του προνομίου της ετεροδικίας». Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αποδέχτηκε ότι η ετεροδικία δεν επηρεάζει την ουσία της υπόθεσης, αλλά παραπέμπει την διαφορά σε ένα άλλο σύστημα επίλυσης, όπως «η προσφυγή στη διπλωματική διαπραγμάτευση, τη διαιτησία ή τη διεθνή δικαιοδοτική δραστηριότητα».
Μετά την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, η ιταλική κυβέρνηση επιχείρησε με νόμο να αποδεχτεί τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου, τηρώντας την ετεροδικία της Γερμανίας και απορρίπτοντας τις αγωγές των θυμάτων. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ιταλίας όμως το 2014 έκρινε αντισυνταγματική τη ρύθμιση, με την έκθεση να σχολιάζει ότι «το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο διάλεξε να προσφέρει στα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας μια έννομη θεραπεία, αρνούμενο να γίνουν οι πολίτες μέσα προς εξυπηρέτηση διεθνοπολιτικών παιγνίων ισχύος».
Τα δικαιοδοτικά όργανα για την έγερση των αξιώσεων
Στις αρχές του 2014 η Ομάδα Εργασίας του ΝΣΚ κατέθεσε απόρρητο πόρισμα για τις υφιστάμενες δυνατότητες για την έγερση των κρατικών/δημοσίων και των ιδιωτικών αξιώσεων προτείνοντας συγκεκριμένο οδικό χάρτη. Ένα από τα δικαιοδοτικά όργανα για την έγερση των αξιώσεων είναι το Διαιτητικό Δικαστήριο του άρθρου 28 της Συμφωνίας του Λονδίνου του 1953. Η προσφυγή όμως συμβαλλόμενου κράτους στο Διαιτητικό Δικαστήριο προϋποθέτει την προηγούμενη αποτυχία των ενδιαφερομένων μερών να επιλύσουν την επίμαχη διαφορά «διά διαπραγματεύσεων», ενώ η απόφασή του είναι οριστική και δεσμεύει τους διαδίκους.
Η προσφυγή στο Διαιτητικό Δικαστήριο έχει όμως και μια σοβαρή παράμετρο, καθώς οι αξιώσεις της Ελλάδας έχουν ανασταλεί μέχρι τον οριστικό διακανονισμό του ζητήματος των επανορθώσεων. Μια άποψη εκτιμά ότι η «Συνθήκη 2+4» αποτελεί συνθήκη ειρήνης που εμπεριέχει τον οριστικό διακανονισμό των απαιτήσεων από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αυτήν την περίπτωση θα σήμαινε ότι η Ελλάδα, παρ' ότι δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος της Συνθήκης, αναγνωρίζει σ’ αυτή έννομες συνέπειες.
Παράλληλα, γίνονται αναφορές στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, του οποίου όμως η δικαιοδοσία δεν ιδρύεται αυτομάτως για τα κράτη - μέλη του ΟΗΕ, αλλά με βάση σχετική αποδοχή της δικαιοδοσίας του. Η Ελλάδα έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης το 1994, ενώ η Γερμανία το 2008, με τον όρο της μη αναδρομικότητας. Όπως υπογραμμίζει η έκθεση, «Η νομική βάση προβολής των ελληνικών αξιώσεων ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης πρέπει να στηρίζεται σε παραβίαση του δημοσίου Διεθνούς Δικαίου και όχι σε ζήτημα ερμηνείας ή εφαρμογής της Συμφωνίας του Λονδίνου».
Εθνική στρατηγική στο θέμα των γερμανικών οφειλών και εντατική καμπάνια ενημέρωσης της κοινής γνώμης
Η έκθεση καταλήγει με προτάσεις για την προώθηση των ελληνικών διεκδικήσεων σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο και υπογραμμίζεται η επιτακτικότητα ενός σχεδίου εθνικής στρατηγικής στο θέμα των γερμανικών οφειλών. Η έκθεση τονίζει ότι «σε πολιτικό επίπεδο προέχει το θέμα των διακρατικών διαπραγματεύσεων», προτείνοντας τη σύσταση επιστημονικής επιτροπής από Έλληνες και ξένους επιστήμονες, η οποία και θα συντάξει πόρισμα σχετικά με την από 3.2.12 απόφαση της Χάγης και την από 22/10/2014 απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ιταλίας.
Άλλες προτεινόμενες από την έκθεση ενέργειες είναι η «εντατική καμπάνια ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της διεθνούς αλλά και της ελληνικής κοινής γνώμης», η λειτουργία μόνιμης Διακομματικής Επιτροπής στη Βουλή των Ελλήνων, όπως και η σύσταση Επιτροπής Προώθησης της Διεκδίκησης και η «προώθηση συνεργειών με τις ομάδες Γερμανών νομικών, ιστορικών, συνταγματολόγων και γερμανικών οργανώσεων ευαίσθητων στα θέματα απόδοσης δικαιοσύνης».
Επίσης, προτείνεται η ανασύσταση του Ελληνικού Γραφείου Εγκληματιών Πολέμου και η υποβολή πρότασης προς την κυβέρνηση επικύρωση της Σύμβασης του ΟΗΕ για τη Μη Εφαρμογή του Θεσμού της Παραγραφής επί Εγκλημάτων Πολέμου και Εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας. Επίσης, ζητείται η καθιέρωση ημέρας μνήμης του Ελληνικού Ολοκαυτώματος και η κατάθεση υπομνήματος της ελληνικής κυβέρνησης κατά τη συζήτηση του ζητήματος των γερμανικών οφειλών στην Επιτροπή Αναφορών του Ευρωκοινοβουλίου στις 8 Σεπτεμβρίου 2016.
Η έκθεση της Διακομματικής Επιτροπής προτείνει κατ’ αρχάς τον διπλωματικό δρόμο για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών μέσω διαπραγματεύσεων με τη γερμανική κυβέρνηση. Παρ' όλα αυτά, οι εκτενέστατες νομικές αναφορές προδιαθέτουν για την αξιοποίηση του δικαστικού δρόμου σε περίπτωση που η Γερμανία επιμείνει στη σημερινή αρνητική της στάση. Μάλιστα, η έκθεση αφιερώνει αρκετό χώρο, ώστε να στοιχειοθετήσει επαρκώς το απαράγραπτο των ελληνικών διεκδικήσεων, ουσιαστικά απαντώντας στο βασικό επιχείρημα της γερμανικής πλευράς.
Παράλληλα, γίνεται αναλυτική αναφορά στις δικαστικές εξελίξεις που έχουν σχέση με τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών, όπως και στη δικαστική διαμάχη της Ιταλίας με τη Γερμανία για εγκλήματα των ναζιστικών κατοχικών δυνάμεων, διαμάχη που συνδέεται με το μείζον ζήτημα της ετεροδικίας, του προνομίου δηλαδή τα κυρίαρχα κράτη να μην υπάγονται στη δικαιοδοσία των δικαστικών αρχών τρίτου κράτους. Η ετεροδικία, όπως αποδείχθηκε και στην ιταλική περίπτωση της υπόθεσης Ferrini, αναμένεται να χρησιμοποιηθεί από τη Γερμανία ως δικαστική «ασπίδα» για να αποφύγει την καταβολή των οφειλών της.
Ένα ακόμα σημαντικό κομμάτι της έκθεσης είναι ο προσδιορισμός του ύψους των γερμανικών οφειλών, ζήτημα δύσκολο και πολύπλοκο, καθώς το ποσό αυτό πρέπει να προσδιοριστεί σε σημερινές τιμές, κάτι που τελικά γίνεται κατά προσέγγιση και με βάση δύο διαφορετικές εκτιμήσεις.
Στις καλένδες, οι γερμανικές οφειλές, υποταγμένες στην ψυχροπολεμική διαμάχη
Στο προοίμιο της έκθεσης υπογραμμίζεται ότι «οι συνέπειες του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου για την Ελλάδα και τους πολίτες της υπήρξαν τρομακτικές και ανεπανόρθωτες». Η έκθεση επικρίνει τη στάση των Συμμάχων της χώρας μας, καθώς οι γερμανικές οφειλές «παραπέμφθηκαν στις καλένδες» το 1953 με το άρθρο 5 του Συμφώνου του Λονδίνου που προϋπόθετε την ενοποίηση της Γερμανίας για την καταβολή τους. Οι επανορθώσεις ουσιαστικά υποτάχθηκαν στην ψυχροπολεμική στρατηγική της δημιουργίας μιας ισχυρής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ως «ανάχωμα και εμπροσθοφυλακή” απέναντι στο «σοβιετικό επεκτατισμό».
Το κείμενο της έκθεσης περιγράφει τη μέχρι και σήμερα στρατηγική των γερμανικών κυβερνήσεων για απώθηση της μνήμης των εγκλημάτων των ναζί, προκειμένου να μην ολοκληρωθεί η ηθική και υλική αποκατάσταση των θυμάτων. Μάλιστα, επισημαίνεται «στη διαχρονική αυτή προσπάθεια των γερμανικών κυβερνήσεων εντάσσεται και η παραπλανητική, κατά τη γνώμη μας, δραστηριότητα διαφόρων ιδρυμάτων 'διαχείρισης της μνήμης' τα οποία υποστηρίζουν ότι “είναι πλέον 'πολύ αργά' για την υλική αποκατάσταση των θυμάτων”.
Η έκθεση της Διακομματικής Επιτροπής δεν παραλείπει και μια κριτική για τη στάση των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων στο ζήτημα της διεκδίκησης των οφειλών, καθώς τονίζεται ότι «είναι γεγονός ότι, με εξαίρεση την επίδοση ρηματικής διακοίνωσης στις 14.11.1995, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν διεκδίκησαν μεθοδικά και με την ανάλογη επιμονή τις γερμανικές οφειλές απέναντι στην επί δεκαετίες παρελκυστική και αδιάλλακτη στάση των γερμανικών κυβερνήσεων».
Οι εκκρεμότητες των επανορθώσεων από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Μεταξύ των πολεμικών επανορθώσεων περιλαμβάνονται απαιτήσεις από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με βάση τη Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919, απαιτήσεις ενεργές, καθώς η Ελλάδα δεν προσυπέγραψε τις αποφάσεις της Διάσκεψης της Λωζάννης του 1932 για την οριστική ρύθμιση των γερμανικών επανορθώσεων. Στην Ελλάδα καταβλήθηκαν 47 εκατ. μάρκα για να δοθούν στους ιδιώτες δικαιούχους, ενώ από το επανορθωτικό ποσό των 485.975.000 χρυσών μάρκων έχουν εισπραχθεί 7.275.380 χρυσά μάρκα. Το υπόλοιπο ποσό προσδιορίστηκε από την Έκθεση της Ειδικής Επιτροπής του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους σε 9.189.270.837 ευρώ.Ο προσδιορισμός των απαιτήσεων από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Όσον αφορά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο προσδιορισμός του ΓΛΚ βάσει της Συνδιάσκεψης των Παρισίων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι καθαρές απαιτήσεις της Ελλάδας από τη Γερμανία ανέρχονται σε 6.741.070.692 δολάρια ΗΠΑ του 1938, ποσό που υπολογίζεται στα 309.498.827.179,51 ευρώ. Σε αυτόν τον προσδιορισμό δεν περιλαμβάνονται αρκετές από τις απαιτήσεις της Ελλάδας από τη Γερμανία, όπως για παράδειγμα το κατοχικό δάνειο. Το ΓΛΚ επιχείρησε και μία εναλλακτική προσέγγιση του προσδιορισμού των απαιτήσεων, δίνοντας έμφαση στη χρήση του αρχειακού υλικού.Με βάση αυτή την προσέγγιση, οι καθαρές απαιτήσεις της Ελλάδας έναντι της Γερμανίας υπολογίζονται στα 171.442.057.838 ευρώ. Σε αυτό το ποσό προστίθεται η απαίτηση της Ελλάδας για το κατοχικό δάνειο που ανέρχεται στα 10.344.859.092 ευρώ, η απαίτηση για αποθετικές ζημίες που ανέρχεται στα 33.873.928.462 ευρώ και η απαίτηση από μείωση παραγόμενου προϊόντος που ανέρχεται στα 53.886.160.462 ευρώ. Συνολικά το ποσό των απαιτήσεων της Ελλάδας από τη Γερμανία ανέρχεται στα 269.547.005.854 ευρώ.
Οι απαιτήσεις για την απώλεια ανθρώπινων ζωών και αναπηριών
Και στους δύο προσδιορισμούς εξαιρούνται οι απαιτήσεις από απώλεια ανθρωπίνων ζωών ή πρόκληση αναπηριών. Επιχειρώντας να προσεγγίσει το ύψος αυτών των απαιτήσεων, το ΓΛΚ κατέληξε και πάλι σε δύο εναλλακτικές προτάσεις. Με βάση την πρώτη, οι απαιτήσεις προσδιορίστηκαν βάσει του μέσου αριθμού θυμάτων μόνο από πολεμικές ενέργειες ή εγκλεισμούς σε στρατόπεδα και φυλακές, κάτι που αφορά περίπου 120.000 άτομα.Οι αξιώσεις λοιπόν προσδιορίζονται σε 15.120.000.000 ευρώ, ενώ υπολογίζονται ακόμα 7.000.000.000 ευρώ για τις αξιώσεις για αναπηρία, συνολικά ένα ποσό 22.120.000.000 ευρώ χωρίς τους τόκους. Η δεύτερη εναλλακτική περιλαμβάνει όλα τα θύματα της Κατοχής, δηλαδή και τους θανάτους από λιμό κι ασθένειες, κάτι που σημαίνει ότι με 1.438.000 θύματα (558,000 θανόντες κι 880.000 ανάπηροι) το ποσό ανέρχεται στα 107.268.000.000 ευρώ.
Κατοχικό δάνειο και λεηλασία αρχαιολογικών θησαυρών
Επίσης, γίνεται αναλυτική περιγραφή του ιστορικού της λήψης του κατοχικού δανείου, το οποίο δεν συνδέεται με τα έξοδα Κατοχής που έπρεπε να καταβάλει η χώρα μας, αλλά συνάφθηκε ως αναγκαστικό δάνειο (χωρίς συνυπογραφή της Ελλάδας) και αναγνωρίζεται ως πίστωση από τα αρχεία των ίδιων των γερμανικών κατοχικών αρχών.Εκτενής αναφορά γίνεται και στη λεηλασία των αρχαιολογικών θησαυρών της χώρας μας κατά την διάρκεια της Κατοχής. Στο κείμενο υπογραμμίζεται η δυσκολία καταγραφής των κλεμμένων αντικειμένων, αλλά και διεκδίκησής τους λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων κλοπής. Υπάρχει όμως αρχαιολογική τεκμηρίωση για 1.208 αγνοούμενα αντικείμενα.
Ενεργές και απαιτητές οι απαιτήσεις της Ελλάδας έναντι της Γερμανίας
Η Έκθεση παραθέτει έναν αναλυτικό πίνακα για το θεσμικό πλαίσιο που διέπει το πλέγμα των ελληνικών αξιώσεων, όπως προκύπτει από το πόρισμα της Ομάδας Εργασίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Στη συνέχεια, επιχειρείται τα πραγματικά γεγονότα να υπαχθούν στο νομικό πλαίσιο και αναφέρεται ρητά ότι «οι απαιτήσεις της Ελλάδας έναντι της Γερμανίας παραμένουν ενεργές και απαιτητές και μετά την Συμφωνία του Λονδίνου του 1953, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 αυτής, η εξέτασή τους αναβλήθηκε μέχρι τον οριστικό διακανονισμό του προβλήματος των επανορθώσεων».Αυτό έπρεπε να γίνει με τη σύναψη Συνθήκη Ειρήνης με την Ελλάδα, τέτοια συνθήκη όμως δεν υπάρχει καθώς η «Συνθήκη 2+4» με την οποία επανενώθηκε η Γερμανία, «δεν έχει έννομες συνέπειες για την Ελλάδα». Το κείμενο της Έκθεσης επισημαίνει ότι οι μόνες ελληνικές απαιτήσεις που έχουν ικανοποιηθεί είναι οι προβλεπόμενες στις διμερείς συμβάσεις της Βόννης των ετών 1960 (απαιτήσεις θυμάτων από εθνικοσοσιαλιστικές διώξεις) και 1961 (απαιτήσεις από αφαιρεθέντα καπνά).
Η Γερμανία έχει αποδεχτεί ότι η Ελλάδα δεν έχει παραιτηθεί από τις αξιώσεις της
Ακόμα, σημειώνεται ότι η ίδια η Γερμανία έχει αποδεχθεί ότι η Συμφωνία του Λονδίνου είχε αναστείλει το απαιτητό των αξιώσεων μέχρι την επανένωσή της. Πολύ σημαντική είναι κι η απάντηση της γερμανικής κυβέρνησης σε σχετική ερώτηση του Κόμματος της Αριστεράς (Die Linke) στις 6.2.2014, όταν είχε παρατηρήσει ότι «μια επίσημη οριστική παραίτηση της ελληνικής κυβέρνησης από την άσκηση αξιώσεων επανορθώσεων δεν είναι γνωστή στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση».Η έκθεση υπογραμμίζει ότι «Στη Σύμβαση της Χάγης του έτους 1907 δεν υπάρχει πρόβλεψη για παραγραφή αξιώσεων που στηρίζονται στη διεθνή αστική ευθύνη του κατέχοντος κράτους» και υπενθυμίζει ότι η Γερμανία μέχρι το έτος 1986 εξοφλούσε ελληνικές απαιτήσεις από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επίσης, υπάρχει και η Σύμβαση του ΟΗΕ του 1968, που προβλέπει ότι δεν υπάρχει παραγραφή για τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Η καταναγκαστική εργασία στην Κατοχή και οι ιδιωτικές αξιώσεις
Σημαντικό κομμάτι του κειμένου αφορά και τις ιδιωτικές αξιώσεις από πολεμικές ζημίες, κάτι που αποτέλεσε και έναν από τους λόγους των διαφωνιών της Ν.Δ., μαζί με τη μη τήρηση του προγραμματισμού των δύο προηγούμενων Διακομματικών Επιτροπών από αυτήν της τρέχουσας σύνθεσης της Βουλής.Η ιστορική τεκμηρίωση αυτή των αξιώσεων υποχρεώνει την Διακομματική Επιτροπή σε μία αναδρομή σε μια από τις δυσκολότερες από άποψη ιστορικής μνήμης παραμέτρους της Κατοχής, αυτή της καταναγκαστικής εργασίας σε όλη την Ελλάδα, αλλά και την μεταφορά εργατών στη ναζιστική Γερμανία και τη Βουλγαρία.
Το ζήτημα της ετεροδικίας
Ένα σοβαρό ζήτημα της διεκδίκησης παραμένει αυτό της ετεροδικίας, του προνομίου που αναγνωρίζεται από το Διεθνές Δίκαιο τα κυρίαρχα κράτη να μην υπάγονται στη δικαιοδοσία των δικαστικών αρχών ενός τρίτου κράτους παρά τη θέλησή τους. Η έκθεση, παραθέτοντας μια σειρά από νομικά επιχειρήματα, τονίζει ότι από την ετεροδικία δεν καλύπτονται πράξεις εφόσον αυτές τελέστηκαν μέσα στην επικράτεια του κράτους όπου τα δικαστήριά του δικάζουν την υπόθεση και στην αυτή εδαφική επικράτεια του οποίου βρισκόταν, κατά τον χρόνο τέλεσης της αδικοπραξίας, τα όργανα του κράτους - παραβάτη που διέπραξαν το αδίκημα.Η έκθεση ασκεί κριτική στην πρόβλεψη του Ελληνικού Δικαίου η εκτέλεση αποφάσεων έναντι αλλοδαπών κρατών να χαρακτηρίζεται από την προηγούμενη παρέμβαση της εκτελεστικής λειτουργίας με την έκδοση άδειας από τον υπουργό Δικαιοσύνης. Όπως παρατηρείται, το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των δικαιούχων να ικανοποιηθεί απαίτησή τους αντιπαρατίθεται στο δικαίωμα των αρχών της εκτελεστικής λειτουργίας να ελέγχουν τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας, «με αποτέλεσμα την ακύρωση των δικαιωμάτων των πολιτών».
Η υπόθεση Ferrini και η διαμάχη Ιταλίας - Γερμανίας που θυμίζει το Δίστομο
Στη συνέχεια, γίνεται λεπτομερής περιγραφή των παρόμοιων υποθέσεων Διστόμου και Ferrini. Η έκθεση σχολιάζει ότι «μετά την προσφυγή της Γερμανίας στο Διεθνές Δικαστήριο εναντίον της Ιταλίας για αντίστοιχη πρακτική των δικαστηρίων της και την εκτέλεση της απόφασης για το Δίστομο, με κατάσχεση της γερμανικής Villa Vigoni, η ελληνική πρακτική άλλαξε με ανορθόδοξο νομικά τρόπο», επικρίνοντας τη νεότερη απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Μαργέλλου το 2004 που έκρινε ότι «στο παρόν στάδιο εξέλιξης του Διεθνούς Δικαίου δεν έχει σχηματιστεί γενικώς παραδεδεγμένος κανόνας που επιτρέπει την άρση της ετεροδικίας».
Κριτική ασκείται και στην απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, καθώς υπογραμμίζεται ότι «έλυσε, με έναν αρκετά αμφιλεγόμενο τρόπο, την αντιπαράθεση μεταξύ παραβιάσεων των κανόνων επιτακτικού δικαίου που αφορούν διεθνή εγκλήματα και του προνομίου της ετεροδικίας». Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αποδέχτηκε ότι η ετεροδικία δεν επηρεάζει την ουσία της υπόθεσης, αλλά παραπέμπει την διαφορά σε ένα άλλο σύστημα επίλυσης, όπως «η προσφυγή στη διπλωματική διαπραγμάτευση, τη διαιτησία ή τη διεθνή δικαιοδοτική δραστηριότητα».
Μετά την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, η ιταλική κυβέρνηση επιχείρησε με νόμο να αποδεχτεί τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου, τηρώντας την ετεροδικία της Γερμανίας και απορρίπτοντας τις αγωγές των θυμάτων. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ιταλίας όμως το 2014 έκρινε αντισυνταγματική τη ρύθμιση, με την έκθεση να σχολιάζει ότι «το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο διάλεξε να προσφέρει στα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας μια έννομη θεραπεία, αρνούμενο να γίνουν οι πολίτες μέσα προς εξυπηρέτηση διεθνοπολιτικών παιγνίων ισχύος».
Τα δικαιοδοτικά όργανα για την έγερση των αξιώσεων
Στις αρχές του 2014 η Ομάδα Εργασίας του ΝΣΚ κατέθεσε απόρρητο πόρισμα για τις υφιστάμενες δυνατότητες για την έγερση των κρατικών/δημοσίων και των ιδιωτικών αξιώσεων προτείνοντας συγκεκριμένο οδικό χάρτη. Ένα από τα δικαιοδοτικά όργανα για την έγερση των αξιώσεων είναι το Διαιτητικό Δικαστήριο του άρθρου 28 της Συμφωνίας του Λονδίνου του 1953. Η προσφυγή όμως συμβαλλόμενου κράτους στο Διαιτητικό Δικαστήριο προϋποθέτει την προηγούμενη αποτυχία των ενδιαφερομένων μερών να επιλύσουν την επίμαχη διαφορά «διά διαπραγματεύσεων», ενώ η απόφασή του είναι οριστική και δεσμεύει τους διαδίκους.
Η προσφυγή στο Διαιτητικό Δικαστήριο έχει όμως και μια σοβαρή παράμετρο, καθώς οι αξιώσεις της Ελλάδας έχουν ανασταλεί μέχρι τον οριστικό διακανονισμό του ζητήματος των επανορθώσεων. Μια άποψη εκτιμά ότι η «Συνθήκη 2+4» αποτελεί συνθήκη ειρήνης που εμπεριέχει τον οριστικό διακανονισμό των απαιτήσεων από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αυτήν την περίπτωση θα σήμαινε ότι η Ελλάδα, παρ' ότι δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος της Συνθήκης, αναγνωρίζει σ’ αυτή έννομες συνέπειες.
Παράλληλα, γίνονται αναφορές στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, του οποίου όμως η δικαιοδοσία δεν ιδρύεται αυτομάτως για τα κράτη - μέλη του ΟΗΕ, αλλά με βάση σχετική αποδοχή της δικαιοδοσίας του. Η Ελλάδα έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης το 1994, ενώ η Γερμανία το 2008, με τον όρο της μη αναδρομικότητας. Όπως υπογραμμίζει η έκθεση, «Η νομική βάση προβολής των ελληνικών αξιώσεων ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης πρέπει να στηρίζεται σε παραβίαση του δημοσίου Διεθνούς Δικαίου και όχι σε ζήτημα ερμηνείας ή εφαρμογής της Συμφωνίας του Λονδίνου».
Εθνική στρατηγική στο θέμα των γερμανικών οφειλών και εντατική καμπάνια ενημέρωσης της κοινής γνώμης
Η έκθεση καταλήγει με προτάσεις για την προώθηση των ελληνικών διεκδικήσεων σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο και υπογραμμίζεται η επιτακτικότητα ενός σχεδίου εθνικής στρατηγικής στο θέμα των γερμανικών οφειλών. Η έκθεση τονίζει ότι «σε πολιτικό επίπεδο προέχει το θέμα των διακρατικών διαπραγματεύσεων», προτείνοντας τη σύσταση επιστημονικής επιτροπής από Έλληνες και ξένους επιστήμονες, η οποία και θα συντάξει πόρισμα σχετικά με την από 3.2.12 απόφαση της Χάγης και την από 22/10/2014 απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ιταλίας.
Άλλες προτεινόμενες από την έκθεση ενέργειες είναι η «εντατική καμπάνια ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της διεθνούς αλλά και της ελληνικής κοινής γνώμης», η λειτουργία μόνιμης Διακομματικής Επιτροπής στη Βουλή των Ελλήνων, όπως και η σύσταση Επιτροπής Προώθησης της Διεκδίκησης και η «προώθηση συνεργειών με τις ομάδες Γερμανών νομικών, ιστορικών, συνταγματολόγων και γερμανικών οργανώσεων ευαίσθητων στα θέματα απόδοσης δικαιοσύνης».
Επίσης, προτείνεται η ανασύσταση του Ελληνικού Γραφείου Εγκληματιών Πολέμου και η υποβολή πρότασης προς την κυβέρνηση επικύρωση της Σύμβασης του ΟΗΕ για τη Μη Εφαρμογή του Θεσμού της Παραγραφής επί Εγκλημάτων Πολέμου και Εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας. Επίσης, ζητείται η καθιέρωση ημέρας μνήμης του Ελληνικού Ολοκαυτώματος και η κατάθεση υπομνήματος της ελληνικής κυβέρνησης κατά τη συζήτηση του ζητήματος των γερμανικών οφειλών στην Επιτροπή Αναφορών του Ευρωκοινοβουλίου στις 8 Σεπτεμβρίου 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου