ΜΗΔΕΝΑ ΠΡΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΜΑΚΑΡΙΖΕ
Την είδε να κάνει τη χειρονομία του οτοστόπ κι εκείνος χωρίς να το καλοσκεφτεί πάτησε φρένο λίγα μέτρα παρακάτω.
Την έβλεπε μέσα από τον καθρέφτη,όπως ερχόταν μαυροντυμένη και κουτσαίνοντας, και το είχε ήδη μετανιώσει. Πήγαινε γυρεύοντας, σκέφτηκε, με αυτές τις ξαφνικές κρίσεις φιλανθρωπίας που τον έπιαναν. Κάποια μέρα θα τις πλήρωνε ακριβά, εν πάση περιπτώσει το κακό τώρα είχε γίνει και έπρεπε να υποστεί τις συνέπειές του. Ήταν και η μέρα που βοηθούσε, σε λίγη ώρα θα σουρούπωνε , λίγες ώρες έμεναν για την πρώτη Ανάσταση...
Τη ρώτησε πού πήγαινε κι, όταν του είπε, της άνοιξε την πόρτα. Έμενε λίγο παραπάνω από τη γειτονιά του, επομένως οι απώλειες από την απερίσκεπτη απόφασή του θα ήταν ασήμαντες. Τον ευχαρίστησε θερμά για την καλοσύνη του να την πάρει από την ερημιά και τα 'βαλε με τον ΟΑΣΘ, που έχει αφήσει στη μοίρα τους περιοχές που βρίσκονται λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη.
Τη ρώτησε αν είχε κάποιο δικό της στην κλινική αποκατάστασης απ΄όπου την πήρε και ήταν σαν άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Ήθελε να πει σε κάποιον τον πόνο της , να ξαλαφρώσει.
Του άνοιξε με τόση ευκολία την καρδιά της , που τρόμαξε. Είχε τον αδελφό της, είπε, μήνες κατάκοιτο στην κλινική, παρατημένο από την οικογενειά του, τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του. Ο μόνος άνθρωπος που νοιάστηκε γι' αυτόν ήταν εκείνη, η αδελφή του, χήρα με μια σύνταξη ασήμαντη κι από πάνω με μια σοβαρή αρθροπάθεια. Δεν μπορούσε να τον φροντίζει καθημερινά, εκεί στην άκρη του κόσμου που τον είχαν πετάξει, χωρίς συγκοινωνία, ξέχωρα που η κάθε μετακίνησή της κόστιζε πολύ σε πόνο και σε χρήμα.
Τη ρώτησε γιατί το βάρος έπεσε σ' εκείνη κι όχι στην οικογένειά του. Χαμογέλασε πικρά. Τις πρώτες μέρες , μετά το εγκεφαλικό, όλοι έπεσαν επάνω του για να τον σώσουν. "Δεν είχε κάνει, βλέπετε, τη διαθήκη του και δε τους συνέφερε ο θάνατός του, μια και τα τελευταία χρόνια δεν τα πήγαινε καλά μαζί τους και φοβούνταν μήπως είχε γράψει την περιουσία του σε κανένα ίδρυμα. Μόλις άνοιξε λίγο τα μάτια του, τα παιδιά του ήταν όλο γλύκες. Του υποσχέθηκαν λαγούς με πετραχήλια, ότι θα τον έβγαζαν τάχα μου από την κλινική , ότι θα τον γηροκομούσαν ένα ένα με τη σειρά στα σπίτια τους, εκτός από τη γυναίκα του. Αυτή ούτε πάτησε το πόδι της ούτε νοιάστηκε αν ζει ή πέθανε, του κρατούσε μεγάλη κακία που την έδιωξε, όταν την έπιασε στα πράσα με έναν προμηθευτή του. Φέραν λοιπόν άρον τον άρον το δικηγόρο και το συμβολαιογράφο και τους τα έγραψε , έτσι όπως ήταν ζαλισμένος από τα φάρμακα, διαμερίσματα , μαγαζιά , οικόπεδα, τα πάντα... Αφού όμως έκαναν τη δουλειά τους, τον παράτησαν στην τύχη του, έπαψαν να έρχονται στην κλινική, όσο για τη γηροκόμηση , όλο στο περίμενε και θα δούμε είναι. Είναι προφανές ότι περιμένουν να πεθάνει , γι αυτό το πάνε από αναβολή σε αναβολή. Έτσι καταλαβαίνετε τι βάρος έχει πέσει στους ώμους μου. Είμαι ο μόνος συγγενής που του έχει απομείνει, εξάλλου του χρωστώ πολλά , αυτός με ανάστησε, όταν έφυγαν ξαφνικά οι γονείς μας απ' τη ζωή, αυτός με σπούδασε , αυτός πήρε το μακαρίτη τον άντρα μου στη βιοτεχνία του, δεν είναι ένας απλός αδελφός , είναι ένας άγγελος!". "Καλά, γιατί δεν τον παίρνετε εσείς στο σπίτι, να τον φροντίσετε;»
«Το σκέφτηκα, κύριέ μου, αλλά δεν το μπορώ. Δε βλέπετε που είμαι σχεδόν ανάπηρη; Πώς θα τα καταφέρω μ’ έναν άνθρωπο κατάκοιτο; Εγώ του πρότεινα: Αφού δε θέλεις να πας σε γηροκομείο, πάρε μια Βουλγάρα και πες της να σε αναλάβει με ένα καλό μισθό. Όταν πεθάνεις, θα πάρει το διαμέρισμα που μένεις…»
Τη διέκοψε: « Αυτό είναι μεγάλο ρίσκο. Και πώς ξέρετε ότι δε θα τον ξεπαστρέψει, για να φάει μια ώρα αρχύτερα το διαμέρισμα;»
Τον κοίταξε κατάπληκτη. «Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Δίκιο έχετε. Μα τότε δεν υπάρχει καμία λύση!» « Πώς δεν υπάρχει! Να φωνάξει το δικηγόρο του και έναν άλλο συμβολαιογράφο και να ακυρώσει τη διαθήκη. Να πει ύστερα στα παιδιά του ότι κατόπιν ωρίμου σκέψεως…» Γύρισε έντρομη προς το μέρος του.
« Αν γίνει κάτι τέτοιο, θα πέσουν τα ανίψια μου να με φάνε! Θα με θεωρήσουν υπεύθυνη για τη μεταστροφή του και θα μου κάνουν μαύρη τη ζωή. Δεν ξέρετε τι βάρβαροι άνθρωποι είναι, παρ' όλες τις σπουδές που έχουν κάνει, τις Αγγλίες και τα μεταπτυχιακά τους...".
Δεν είπε τίποτε ούτε αντάλλαξαν άλλη κουβέντα, έως ότου έφτασαν στη γειτονιά της.
Της άνοιξε την πόρτα και της ευχήθηκε "Καλή Ανάσταση!".
Τον γέμισε ευχαριστίες για την εξυπηρέτηση και αντευχήθηκε όλα τα καλά του κόσμου, μα "πάνω απ' όλα υγεία και καλά γεράματα".
" Ευχαριστώ!" της είπε χαμογελώντας πικρά . Από τις ευχές σας πιο πολύ χρειάζομαι την τελευταία!".
Πάτησε γκάζι μαρσάροντας, λες και έτσι θα ξαλάφρωνε από το βάρος που του πλάκωνε την καρδιά.
Μπαίνοντας στην πολυκατοικία τού ήρθε ξαφνικά στο μυαλό η φράση του Κροίσου "Μηδένα προ του τέλους μακάριζε!". Έξω τα πρώτα πυροτεχνήματα πανηγύριζαν
για τον ετήσιο θρίαμβο της ζωής επί του θανάτου...
Gerontakos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου