Ο Δαίμων της Λύπης
ΔΙΗΓΗΜΑ
Της Ελένης Λαδιά
«Πάντες οι δαίμονες φιλήδονον διδάσκουσι την ψυχήν, μόνος δε ο
της λύπης δαίμων τούτο πράττειν ου καταδέχεται».
Ευάγριος ο Ποντικός*
Στην ωριμότητά του ήταν γραφτό να γνωρίσει και προσωπικώς ο
Τιμόθεος τον δαίμονα της λύπης. Μέχρι τότε αισθανόταν μόνο τη λύπη στην ψυχή
του, μια λύπη υπερκόσμια, άσχετη με την προσωπική του ζωή. Από μικρό παιδί
συμπαθούσε και συνέπασχε με τους δυστυχείς τόσο, ώστε κάθε καλό που του
συνέβαινε, εκμηδενιζόταν μπροστά στην ατέρμονη δυστυχία του κόσμου.
Κάτω από το ήρεμο και συμπαθητικό του παρουσιαστικό κρυβόταν η
λύπη, σαράκι που τον σιγότρωγε. Κι ήταν φορές που η καρδιά του Τιμόθεου
μαλάκωνε σαν λειωμένο κερί και καθετί εγχαρασσόταν μέσα του ανεξίτηλα. Αυτή η
υπερκόσμια λύπη τον δίχασε, τον εξάντλησε και τον έκανε να νιώθει πως δεν
πατούσε και με τα δυο του πόδια στο έδαφος. Το ένα πόδι ήταν καρφωμένο στη γη
ενώ το άλλο μετεωριζόταν στο χάος.
Ο Τιμόθεος δεν ήταν ποτέ σίγουρος για την αξία της ζωής και των
περιεχομένων της. Με την ηλικία μάλιστα, ως αποτέλεσμα απελπισίας, απέκτησε
και μια χιουμοριστική αντίληψη για τον κόσμο και το Θεό. Όλα του φαίνονταν
παιδικά και ψεύτικα, ενώ κάθε ανθρώπινη ενέργεια υπονομευόταν από την ίδια
παιδική σκηνή, που δεν έζησε βέβαια ο ίδιος αλλά και δεν μπορούσε να
λησμονήσει. Άλαστη σκηνή! Αναφερόταν σε μια ομάδα παιδιών που με σοβαρότατο
ύφος έφτιαχναν πυργίσκους στην αμμουδιά, ετοιμόρροπους μπροστά στο κύμα και
τον καιρό. Αυτή η σκηνή, η άμμος, το κύμα και η ανθρώπινη αποτυχημένη
προσπάθεια ορθωνόταν απειλητικά μπροστά σε κάθε χαρά ή επιτυχία, γινόταν το
παιδικό και αθώο προσωπείο του θανάτου. Από τότε που ο Τιμόθεος αντίκρυσε την
άλλη όψη των πραγμάτων και μολονότι δυσπιστούσε σε όλα, η λύπη τον μαράζωνε.
«Γεννήθηκα μ’ αυτήν», σκεφτόταν μερικές φορές ο Τιμόθεος, όταν η
μνήμη ανέτρεχε στα παμπάλαια, στη αυγή της ανθρωπότητας, στην πρώτη
ακαθόριστη εικόνα, στο χάος. Δεν είχε άλλη εξήγηση για τη λύπη του. Κι όμως
όποιος παρακολουθούσε την εξωτερική ζωή του Τιμόθεου, θα δυσκολευόταν να
ερμηνεύσει αυτήν την βαθύρριζη, ελλοχεύουσα λύπη. Ο Τιμόθεος, όπως οι
περισσότεροι άνθρωποι, ζούσε, αγαπούσε, ερωτεύθηκε και ενδιαφερόταν για
πάμπολλα θέματα που συνιστούν τον βίο ενός φυσιολογικότατου ατόμου. Η λύπη
έγινε γι’ αυτόν μια προσωπική, ανίατη ασθένεια. Ακόμη και τις ώρες της
δημιουργίας – γιατί ο Τιμόθεος είχε το τάλαντο της μουσικής – η λύπη,
προσωποποιημένη σχεδόν, εισχωρούσε στις συνθέσεις του κυριεύοντάς τον με την
αίσθηση της ματαιότητας.
Έτσι κύλησε η ζωή του Τιμόθεου μέχρι την ωριμότητά του, μια ζωή
σημαδεμένη με την επίγνωση του εφήμερου και του μεταβατικού, σαν να ζούσε σε
δωμάτιο ξενοδοχείου, που θα εγκατέλειπε σε λίγες μέρες. Μέρες γρήγορες,
δανεικές, έτσι σκεφτόταν, μ’ έναν τόκο που θα έπρεπε ταχύτατα να εξοφλήσει.
Από έφηβος ακόμη περίμενε το τέλος, το παρόν ξέφτιζε σαν
χαλκομανία, για να αναδειχθεί ένα ανάγλυφο τέλος χωρίς ουσία…
Το περιστατικό με τον δαίμονα της λύπης συνέβη μια ανοιξιάτικη
μέρα, παρόμοια με πάμπολλες άλλες που είχε ζήσει και δει ο Τιμόθεος στη ζωή
του. Ξύπνησε σχεδόν χαράματα, ώρα λυκαυγούς και φαντασμάτων, και κάθησε στη
βεράντα του οίκου του. Γύρω του θαυμάσια η θέα, και μια ευλογημένη ψυχή, όπως
πολλές φορές έλεγε ο ίδιος, θα δοξολογούσε τη ζωή. Όμως γι’ αυτόν τίποτα δεν
είχε νόημα, και έπραττε πάντα λες κι ήταν δέσμιος ενός ανεξήγητου χρέους.
Ποτέ δε μπόρεσε να διερευνήσει αυτό το χρέος, ούτε να χαλιναγωγήσει την
υποχθόνια επιθυμία του να ζει, χωρίς να μπορεί να αυτοκτονήσει, που σύμφωνα με
τις πεποιθήσεις του θα ήταν και το πιο έντιμο. Βεβαίως ο Τιμόθεος δεν
παραπονιόταν ποτέ για τίποτα, κι η στερεότυπη απάντηση σε όποιον τον ρωτούσε
ήταν «είμαι πολύ καλά!» Όμως μόνον ο ίδιος γνώριζε την βαρύτητα αυτής της
έκφρασης, γιατί από παιδί του Δημοτικού σχολείου ακόμη επιθυμούσε να
βρίσκεται στην προτελευταία ημέρα του θανάτου του.
Ο κόσμος είναι χάρτινος, σκέφτηκε σε κάποια στιγμή καθώς κοίταξε
ένα λουλούδι που αγωνιζόταν να υπάρξει μέσα στη γλάστρα. Μπορώ να χαλάσω αυτό
το χάρτινο σύμπαν, αν είχα την τόλμη να τυφλώσω την όρασή μου. εγώ ο ίδιος
είμαι ο δημιουργός αυτής της αυταπάτης…
Το κουδούνισμα στην εξώθυρα διέκοψε το τον συλλογισμό του.
Ξαφνιασμένος αναρωτήθηκε για τον απροσδόκητο επισκέπτη, αφού τον τελευταίο
καιρό δεν δεχόταν κανέναν στην οικία του. Το κουδούνισμα συνεχίστηκε επίμονα
τόσο, ώστε αναγκάσθηκε να ανοίξει. Βρέθηκε μπροστά σ’ έναν ψηλό και αδύναμο
άντρα, ντυμένο επίσημα με γκρίζο κοστούμι και καπέλλο. Ο Τιμόθεος ρώτησε για
την αιτία της επίσκεψης.
«Είμαι παλιός γνώριμος της οικογένειάς σου. Φίλος των γονιών
σου», εξήγησε ο άγνωστος. «Κι εσένα, Τιμόθεε, έχω να σε δω από την παιδική
σου ηλικία… ξέρω πως οι γονείς σου έχουν πεθάνει. Μπορώ να περάσω; Λέγομαι
Σωφρόνιος».
Ο Τιμόθεος συγκατένευσε και βγήκαν κι οι δυο στη βεράντα. Η πρώτη
σκέψη που πέρασε από το μυαλό του Τιμόθεου ήταν η ηλικία του Σωφρόνιου. Πώς
με είδε παιδί, κι ήταν φίλος με τους γονείς μου, αφού εγώ κι αυτός είμαστε
σχεδόν συνομήλικοι; Δεν πρόλαβε όμως να του εκθέσει την απορία του, γιατί ο
ψηλόλιγνος άνδρας άρχισε να μιλά και να αφηγείται οικογενειακά επεισόδια με
λεπτομέρειες, να αποκαλύπτει μυστικά των γονέων που κανείς δεν γνώριζε εκτός
από τον Τιμόθεο, και το πιο συγκλονιστικό ν’ αναφέρει γεγονότα της πιο
απόκρυφης ζωής του ίδιου του Τιμόθεου. Κι όταν μάλιστα επεσήμανε και την
εικόνα των παιδιών που έφτιαχναν πυργίσκους στην αμμουδιά, εκεί ο Τιμόθεος
ένιωσε κρύο ιδρώτα στην πλάτη του.
«Και πού θέλεις να καταλήξεις;» τον ρώτησε απότομα για να θέσει
τέρμα σ’ αυτόν τον αποκαλυπτικό μονόλογο.
Ο Σωφρόνιος σταμάτησε και τον κοίταξε κατάματα. Τότε για πρώτη
φορά ο Τιμόθεος παρατήρησε το πρόσωπό του. Ήταν πραγματικά το πρόσωπο της
λύπης, απερίγραπτο και τρομερό. Ο Τιμόθεος τραβήχτηκε άθελά του στο βάθος της
πολυθρόνας.
«Θα έπρεπε να χαμογελάσω μαζί σου», είπε ο Σωφρόνιος, «αλλά δε
χαμογέλασα ποτέ στη ζωή μου. ούτε γέλασα».
«Ποτέ;», ρώτησε ο Τιμόθεος σαν να μην έβρισκε τίποτ’ άλλο να πει.
«Ποτέ. Και δεν με βαραίνουν λίγα χρόνια… ίσως και αιώνες»,
συμπλήρωσε άκεφα.
«Τι θέλεις λοιπόν από μένα;» έκανε ανυπόμονα ο Τιμόθεος. «Γιατί
ήρθες;»
«Έπρεπε να με δεις, να με γνωρίσεις προσωπικώς, γιατί βρίσκεσαι
ακριβώς στην προτελευταία ημέρα πριν από το θάνατό σου. Θα πεθάνεις…»
«Όχι». Η λέξη βγήκε ορμητικά από το στόμα του Τιμόθεου, μολονότι
πάντα ονειρευόταν την ημέρα, όπου θα δινόταν τέλος σε μια ζωή χωρίς νόημα.
Σηκώθηκε από την πολυθρόνα του κατάχλωμος, και κοίταξε με απελπισία τα άνθη
της βεράντας. Η όρασή του καρφώθηκε στο λουλούδι που προσπαθούσε να υπάρξει
μέσα στην γλάστρα. «Και το λουλούδι που κοιτάζεις», συνέχισε μελαγχολικά ο
Σωφρόνιος, «αύριο θα μαραθεί. Θα πεθάνει μαζί σου. Κι όλα μαζί σου θα
πεθάνουν».
«Ομολογώ πως δεν θέλω να πεθάνω», απάντησε ο Τιμόθεος με βραχνή
φωνή προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του. «Βεβαίως το περίμενα όλη μου
την ζωή, η ασθένειά μου ήταν η λύπη της ψυχής, αλλά τώρα να… τώρα που έφτασε
το τέλος δεν θα το ήθελα, τουλάχιστον όχι έτσι, όχι τελετουργικά και με
γνώση. Θα προτιμούσα να γίνονταν όλα ξαφνικά και απροσδόκητα».
Ο Σωφρόνιος καθόταν αμίλητος στηρίζοντας με το δεξί του χέρι το
μισογερμένο κεφάλι του. Τα μάτια του είχαν μια βαθειά μελαγχολία, κάτι από το
χρώμα της νυκτερινής θάλασσας, ενώ το πρόσωπό του πλαισιωνόταν από λεπτές και
έντονες ρυτίδες. Ο Τιμόθεος απέφευγε να τον κοιτάζει, γιατί κάθε φορά που το
βλέμμα του έπεφτε πάνω στο πρόσωπο του Σωφρόνιου, νόμιζε πως αντίκρυζε την
άβυσσο.
«Ήταν γεμάτη η ζωή μου από την αίσθηση της ματαιότητας», ξανάπε ο
Τιμόθεος χαμηλόφωνα σαν να εκμυστηρευόταν. «Οι πράξεις και οι σκέψεις μου
μηδενίζονταν από την απαξία… κι όμως τώρα θέλω να βλέπω τον ήλιο… κι αυτό το
πολύτιμο λουλούδι που αγωνίζεται να υπάρξει».
«Είσαι ανακόλουθος», απάντησε τονίζοντας τις λέξεις ο Σωφρόνιος.
«Μια ζωή επιθυμούσες αυτήν την ημέρα, και τώρα την αρνιέσαι. Πρέπει όμως να
μάθεις πως ό, τι με πάθος ευχόμαστε, κάποτε γίνεται. Μόνον ο χρόνος μένει
άγνωστος σε σας».
«Σε σας;» επανέλαβε ο Τιμόθεος. «Σε μας δηλαδή. Εμάς εννοείς.
Γιατί, εσύ δεν περιλαμβάνεσαι στην δική μας κατηγορία;»
«Ναι, σε σας, Τιμόθεε. Όχι, εγώ δεν περιέχομαι πουθενά. Είμαι
πνεύμα και ενσαρκώνομαι, όπως κι όποτε θέλω. Διαχέομαι σαν τον άνεμο. Μην
προσποιείσαι όμως πως με αγνοείς. Γνωρίζεις καλά πως είμαι ο δαίμων της
λύπης, και η λύπη είναι η αρρώστια σου. Από αυτήν λοιπόν θα πεθάνεις».
Ο Τιμόθεος έκανε μια προσπάθεια να τρέξει και να γλιτώσει, αλλά
αόρατα δεσμά τον καθήλωναν στον χώρο της βεράντας. Στην ταραχή του έβλεπε τα
άνθη στις γλάστρες, λες και τα γνώριζε για πρώτη φορά. Κάποια στιγμή πήρε το
μάτι του ένα μυρμήγκι που κουβαλούσε ένα βάρος δυσανάλογο με το μέγεθος του
κορμιού του. Λησμόνησε για λίγο την κατάστασή του, εντυπωσιασμένος από την
επιμονή του μυρμηγκιού να μεταφέρει την τροφή του στη φωλιά του.
«Για να ζήσει», σκέφτηκε ο Τιμόθεος, ενώ ο Σωφρόνιος ή δαίμων της
λύπης συνέχισε τον συλλογισμό. «Ναι, για να ζήσει, Τιμόθεε. Η διαφορά του
ανθρώπου από τα άλλα έμβια είναι πως αυτός επιθυμεί τον θάνατό του, τον
συνειδητοποιεί. Κι αυτή η συνείδηση είναι προϊόν εξελιγμένου εγκεφάλου».
«Είναι βλακεία», αποφάνθηκε ο Τιμόθεος, εμψυχωμένος από τα ίδια
του τα λόγια. «Κι εγώ ήμουν ανόητος που δεν αποδέχτηκα ποτέ τη σοφία των
μικρών πραγμάτων».
«Τώρα είναι αργά πια», απάντησε με αληθινά λυπημένη φωνή ο δαίμων
της λύπης. «Πολύ αργά».
Η φράση ακούστηκε μονότονα, όπως πέφτει η βροχή στα τζάμια. Κι
αυτός ο ήχος του έφερε τον ήχο της παιδικής ηλικίας, τότε που βροχή και κύμα
χαλούσαν τους πυργίσκους των παιδιών στην αμμουδιά. Ο Τιμόθεος ξανάδε τον
παιδικό του εαυτό να παρακολουθεί την σκηνή με απορία στην αρχή, με θλίψη στο
τέλος. Kι ύστερα
ξανάρθε το μαύρο σύννεφο που τον κάλυψε, τον σήκωσε και τον πήρε μακριά σε
απέραντες ερήμους χωρίς όαση και σε γυμνά, βραχώδη τοπία.
«Ναι, Τιμόθεε», διαβεβαίωσε με πικρία ο Σωφρόνιος, που
παρακολουθούσε κι αυτός την οπτασία του Τιμόθεου, «τότε ήταν που έφτασα κοντά
σου. Εγώ σε τύλιξα στο σύννεφο και σε μετέφερα πέρα από τα ανθρώπινα, εγώ σε
εμβολίασα με την αίσθηση της ματαιότητας. Εγώ», συνέχισε με κουρασμένο ύφος ο
δαίμων της λύπης, «σου έδωσα ένα προσωπείο με χαμόγελο, αλλά όχι το χαμόγελο.
Έμαθες κι εσύ όπως εγώ να μην χαμογελάς αληθινά, να μαραζώνεις κάτω από το
ευγενές προσωπείο σου. Σου αποξήρανα την ψυχή, ώστε καθετί να φαίνεται άσκοπο
και ανόητο. Ζούσες με τους ανθρώπους, έπραττες ό, τι κι αυτοί, αλλά στο βάθος
έφευγες για ένα μοναχικό ταξίδι. Είσαι δικός μου, Τιμόθεε, μου μοιάζεις, ούτε
εσύ μπορείς να χαμογελάσεις αληθινά».
Ο Τιμόθεος, που παρακολουθούσε άφωνος τον Σωφρόνιο, εννόησε
τελικώς πως το όπλο εναντίον του δαίμονος της λύπης ήταν το χαμόγελο. Ναι, το
χαμόγελο, γιατί σ’ αυτό επικεντρωνόταν το νόημα όλων των λόγων του αντιπάλου.
Έπρεπε να χαμογελάσει, αλλά γνώριζε ότι το χαμόγελο ήταν προϊόν ψυχικής
ευφορίας και όχι δεοντολογίας. Ο Τιμόθεος γύρευε ένα χαμόγελο, το αλίευε σ’
όλα τα περιστατικά της ζωής του, αλλά δεν μπορούσε να το βρει.
«Ψάχνεις το χαμόγελο», είπε ο Σωφρόνιος που διάβαζε τη σκέψη του
Τιμόθεου. «Είναι δύσκολο να το βρεις».
«Δεν είναι όμως ακατόρθωτο», ψέλλισε ο Τιμόθεος.
Ο δαίμων της λύπης αναστέναξε, κι από το στόμα του ξεχύθηκε η
σκληρή απάντηση. «Ακατόρθωτο».
Πανικός κυρίευσε το νου του Τιμόθεου στη δυσκολία να βρει ένα
χαμόγελο. Προσπαθούσε να χαμογελάσει, αλλά τα χαρακτηριστικά του δεν τον
υπάκουσαν, το πρόσωπό του παρέμεινε σοβαρό και ψυχρό σαν εκμαγείο. Οι
απόπειρές του άφηναν το αποτύπωμα της πίκρας, ενός χαμόγελου-μορφασμού. Το
κατάλαβε για πρώτη φορά πως το αυθεντικό χαμόγελο δεν πήγαζε από ειρωνεία ή πίκρα.
Ήταν προοίμιο ευφροσύνης. Ο Τιμόθεος παίδευε την μνήμη του ν’ ανασύρει
χαρμόσυνα συμβάντα, αλλά εκείνη γυρνούσε άπρακτη από το παρελθόν.
«Το παρόν», σκέφτηκε αιφνιδίως σε μια φαεινή στιγμή. «Πάντα
περιφρονούσα το παρόν. Από δω όμως θα αντλήσω ένα χαμόγελο. Το παρελθόν και
το μέλλον είναι νήματα κομμένα. Το παρόν…»
Αναθάρρεψε με τη σκέψη του και κοίταξε τριγύρω διψασμένος που
γυρεύει μια κρήνη. Ξανάδε τον ουρανό, τα άνθη και το μυρμήγκι που συνέχιζε να
κουβαλά αγόγγυστα το φορτίο του. Κι αγνοώντας την παρουσία του Σωφρόνιου,
θέλησε να παίξει όπως όταν ήταν παιδί. Κάθισε στο έδαφος και φτιάχνοντας
σχήματα με τα δάχτυλά του εμπόδιζε την πορεία του ζωυφίου, κι εκείνο με το
ένστικτο της αυτοσυντήρησης προσπαθούσε ν’ ανοίξει δρόμους. Αντίπαλο το χέρι
του Τιμόθεου εμπόδιζε τις διεξόδους.
«Κι αν το σκοτώσω, δεν θα σταματήσω το είδος του, ούτε τις
προσπάθειες του είδους», συλλογίστηκε ο Τιμόθεος. «Εκατομμύρια μυρμήγκια θα
ξανακάνουν τις ίδιες κινήσεις, ενταγμένα στο παιχνίδι της ζωής. Κι αν πεθάνω,
το είδος μου δεν εξαφανίζεται. Κι άλλοι, όπως κι εγώ, θα περάσουν από τα ίδια
μονοπάτια».
«Κι εγώ θα είμαι αΐδιος», συνέχισε τον συλλογισμό του Τιμόθεου ο
δαίμων της λύπης. «Θα συνεχίσω να μάχομαι την ζωή».
Ο Τιμόθεος σηκώθηκε θαρρετά και στάθηκε απέναντι από τον δαίμονα.
«Και η ζωή θα μάχεται εσένα, Σωφρόνιε», του είπε μεγαλόφωνα, και
κοιτάζοντάς τον κατάματα χαμογέλασε.
Μπροστά στο φωτεινό χαμόγελο του Τιμόθεου, ο δαίμων της λύπης
χλώμιασε, έσβησε σαν εικόνα νερού και χάθηκε… ίσως στις απέραντες ερήμους
χωρίς οάσεις και στα γυμνά, βραχώδη τοπία…
12 Ιουλίου 1998
Ο ΕΤΥΜΟΣ ΛΟΓΟΣ, Διηγήματα
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ
|
The Demon of Sadness
By Eleni Ladia
(Rendered in English by Vassilis C. Militsis)
“All the demons teach the soul to love pleasure; the demon of sadness alone
deigneth not to do it”.
Evagrius Ponticus
It was destined for Timotheos in his maturity to know the Demon of Sadness
in person. Until then he felt only the sadness in his soul, an unearthly sadness
irrelevant to his personal life. Since childhood he had empathized with and felt strongly for the unhappy so much so that what
boon transpired in his life was annihilated before the interminable misery in
the world.
Under his meek and prepossessing appearance lurked sadness like a worm
that slowly gnawed at him. And there were times when Timotheos’ heart
softened like wax and everything was engraved in it indelibly. This
transcendental grief split him in two, exhausted him and caused him to feel
that he did not stand firmly on both feet upon the ground. One foot was
riveted on the earth and the other hovered in chaos.
Timotheos was never certain of the value of life and all it contained.
In fact, as he was growing older, as a result of his despair, he acquired a
humoristic perception of the world and God. All seemed to him puerile and
false, and every human act was undermined by the same childish scene, which
he had not lived himself, but nonetheless he could not forget. A scene never
to be deleted! He was referring to a team of children who in all earnestness
were building castles on the sand, prone to ruin against the surf and the
weather. This scene, the sand, the waves and the thwarted endeavor became a
menacing barrier before every joy or success and resulted to a childish and
innocent death mask. Since Timotheos came face to face with the other aspect
of things and even though he distrusted everything, his grief wasted him way.
“I was born with it”, Timotheos sometimes mused when his memory ran
back to the early antiquity, to the dawn of man, to the original shadowy image,
to chaos. He could not attribute his sadness to no other explanation. And yet
those who observed the superficial life of Timotheos, would find it difficult
to construe this deep-rooted and lurking sadness. Like most people, Timotheos
lived and loved, fell in love and was interested in many diverse issues that
make up the life of a most normal individual. Sadness had become for him a
personal, incurable malady. Even in the moments of creation – for Timotheos
possessed the gift of music – his sadness, almost personalized, imbued his
compositions and seized him with the sense of futility.
In this way Timotheos’ life flowed by until his maturity, a life
marked with the consciousness of evanescence and transience as though he
lived in a hotel room out of which he would check out in a few days; days
that sped away, borrowed – thus he believed – on an interest to be quickly
squared.
He had expected his end even since his adolescence. Present was being
erased like a decal to appear in the end a bas relief without substance…
The occurrence with the Demon of Sadness took place one spring day,
similar to a host of others lived and experienced by Timotheos. He woke up
almost at dawn, in the twilight zone of ghosts and sat in the verandah of his
house. The view around him was wonderful and a blessed soul, as he was wont
to say, would glorify life. However, he was unable to find sense in anything,
and he always acted as if he were bound to pay an inexplicable debt. Never
could he probe into this debt, nor could he curb the infernal desire to go on
living without being able to take his own life, which according to his
convictions would have been more honest. Certainly, Timotheos never
complained about anything, and whoever asked him about his health, he would
always reply with the cliché “I’m fine!” however, only he knew the
gravity of this rejoinder, for, even as a grammar school pupil, he still
wished to be on the last but one day of his death.
“The world is made of paper”, he mused once as he was looking at a
flower that was struggling to exist in a pot. “I could destroy this paper
universe if I had the courage to go blind on purpose, for I am the
creator of this delusion”.
The ringing at the front door interrupted his reflection. Startled, he
wondered about the unexpected visitor as he was not of late in the habit of
receiving guests at home. The ringing went on incessantly and he was
compelled to answer. He was met by a tall, lean man, dressed up in a gray
suit and hat. Timotheos asked him presently the purpose of his visit.
“I’m an old acquaintance of your family, in fact, a friend of your
parents’”, explained the stranger. “And I haven’t seen you since you were a
child, Timotheos… of course I know your parents have died. Can I come in? My
name is Sophronios”.
Timotheos acquiesced and they both went out in the
verandah. The first question that was formed in Timotheos’ mind was
Sophronios’ age. “How come did he know me as a child being at the same time a
friend of my parents’ since he and I are almost coeval?” He could hardly pose
him his question when the tall and lean man began to speak and narrate family
events in detail, reveal secrets of his parents known to no man save
Timotheos, and, to the latter’s shock, refer to facts of Timotheos’ most
intimate life. And indeed he pointed out the scene of the children building
castles in the sand, which sent a shiver down his spine.
“And what are you leading to” Timotheos asked him curtly to put an end
to this revelatory soliloquy.
Sophronios paused and cast a penetrating look at him. Then for the
first time Timotheos beheld his countenance. It was a veritable sorrowful
face, terrible and beyond description. Timotheos unwittingly shrank deeper in
his armchair.
“I should smile with you”, said Sophronios, “but I have never smiled
in my life let alone having laughed”.
“Never?” asked Timotheos being at a loss for a better question.
“Never. And not few years, perhaps centuries, weigh upon me”, he added
in low spirits.
“Anyway, what do you want from me?” Timotheos asked impatiently. “Why
have you come?”
“You have to see me, to know me in person, because you are on the ultimate
but one day before your death. You are dying…”
“No!” The word stormed out of Timotheos’ mouth, although he always
looked forward to the day when there would be an end to a meaningless life.
He stood up from his armchair, ghastly pale and looked desperately at the
flowers in the veranda. His eyes stared intently at the flower that struggled
to survive in the pot. Even the flower you are looking at”, went on
Sophronios, “will wither tomorrow. It will die with you as all things will”.
“I must confess I don’t want to die”, replied Timotheos huskily
struggling to preserve his composure. “It is true I’ve been expecting it all
my life, my illness has been the sadness of my soul, but now that the end is
near, I don’t want it; at least not like this: ceremoniously and with
foreknowledge. I would rather it happened suddenly and unexpectedly”.
Sophronios sat silent supporting his half-inclined head on his right
hand. His eyes emanated a deep melancholy, similar to the color of the sea at
night, while his face was lined by thin and sharp wrinkles. Timotheos avoided
looking at him because each time he cast his glance on Sophronios’ visage, he
thought he stared at an abyss.
“My life has been filled with the sense of futility”, repeated
Timotheos sotto voce as if he was confessing something. “My deeds and
thoughts were annihilated by the worthlessness of life… and yet I still want
to go on seeing the sun… and this valuable flower that struggles to survive”.
“You are inconsistent”, responded Sophronios stressing each word.
“Your entire life you’ve been looking forward to this day, and now you renege
on it. However, you ought to know that what we passionately wish for, some
day will come to pass. Only time is unknown to you”.
“To you?” resumed Timotheos. “You mean to us. It’s us.
Why don’t you fall in the same category yourself?”
“Indeed to you, Timotheos. For I am contained nowhere. I
am a spirit and take flesh whenever and in any fashion I want. I permeate all
things like the wind. Do not pretend that you don’t know me. You well know
that I am the Demon of Sadness, and sadness is your malady. You are dying of
it”.
Timotheos made an effort to run and escape but invisible fetters kept
him bound in the verandah. In his agitation he saw the flowers in the pots as
if he knew them for the first time. Then an ant carrying a burden
disproportionate to his body caught his eye. He forgot his own predicament
impressed by the ant’s persistence to transport its food to its colony.
“It struggles to survive”, deliberated Timotheos, while Sophronios,
the Demon of Sadness, resumed the former’s reflection. “Yes, to survive,
Timotheos. The difference between man and the other living creatures is that
man is conscious of his death and wishes for it. This consciousness is the
product of a highly evolved brain”.
“It’s stupid”, declared Timotheos encouraged by his own words. “I
admit being a fool not to accept the wisdom contained in small things”.
“It’s too late now”, replied the Demon of Sadness in a really sad
tone. “Too late”.
The utterance had a monotonous tone like rain spattering on window
panes. And this sound brought back childhood’s memories, when rain and sea
waves destroyed the children’s castles on the sand. Timotheos recalled the
picture of himself watching the scene with wonder at first and with sadness
finally. And then a black cloud covered him and brought him to far, vast
deserts without oases and to bleak, craggy landscapes.
“Yes, Timotheos”, averred bitterly Sophronios, who was also witnessing
Timotheos’ daydream; “it was then that I approached you, I wrapped you in the
cloud and took you beyond the worldly things and I inculcated you with the
sense of futility. “I”, the Demon of Sadness went on wearily, “have given you
a smiling mask, but not real smile. You have learned like me not to evince a
true smile, but blight under your noble disguise. I have seared your soul in
such a way as everything may seem to you futile and silly. You’ve lived among
people, you’ve done what they have, but in reality you’ve left on a lonely
trip. You are mine, Timotheos; you are like me for you will never be able to
smile either”.
Timotheos speechless listened to Sophronios and finally dawned on him
that the weapon against the Demon of Sadness was a smile. Yes, a smile.
The meaning of his opponent’s words focused on smile. He had to smile but he
knew that smile was the product of a gleeful soul and not of mere etiquette.
Therefore, Timotheos tried to find a smile, he searched it in all the events
of his life, but he was unable to find it.
“You’re looking for a smile”, said Sophronios who could read
Timotheos’ thoughts. “It’s hard to find it”. “It’s not impossible, though”,
faltered Timotheos. The Demon of Sadness sighed and uttered cruelly:
“Impossible”.
Panic seized Timotheos’ mind in his difficult effort to find a smile.
He tried to smile but his muscles would not obey; his face remained grave and
cold like a plaster cast. His attempts left the mark of bitterness and a
grimace-like smile. For the first time he realized that a spontaneous smile
did not originate in irony or gall. Smile is the preamble to delight.
Timotheos taxed his memory to delve into by-gone joyful events, but his
memory came back idle from the past.
“The present”, a bright idea passed through his mind. “I have always
spurned the present. From the present I will fish a smile. The past and the
future are two threads cut off. The present…”
He was encouraged by his thoughts and looked around him thirstily
hoping to find a spring. He looked at the sky again; he saw the flowers, the
ant which ungrudgingly plodded on with its burden. Ignoring Sophronios’
presence, he wanted to play as he did when he was a child. He sat down on the
ground and making shapes with his fingers blocked the course of the creature,
which, possessed by the instinct of self-preservation, was trying hard to
find a new way out. Timotheos’ rival hand, however, checked its recourses.
“And if I kill it, I won’t annihilate its species, nor stop its
endeavors” brooded Timotheos. «Millions of ants will be doing the same acts,
involved in the game of life. And if I die, my species won’t disappear.
Others like me will be treading on the same paths”.
“And I shall be eternal”, the Demon of Sadness took up Timotheos’
train of thought. “I will go on waging battle against life”.
Timotheos stood up boldly and faced the Demon of Sadness.
“And life will be fighting you, Sophronios”, he said aloud and looking
at him in the eye he smiled.
In front of this beaming Timotheos’ smile, the Demon of Sadness went
pale, fainted like a water color and vanished… perhaps to vast deserts
without oases and to bleak, craggy landscapes…
12th July 1998
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου