Κυριακή, Ιουλίου 19, 2015

TA KAΛΥΤΕΡΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

χάπια από χαρτί


Σέργουντ Άντερσον
Εισαγωγή – μετάφραση: Γιάννης Παλαβός*

Το Ουάινσμπεργκ, Οχάιο (Winesburg, Ohio, 1919) του Σέργουντ Άντερσον θεωρείται ένα από τα κορυφαία έργα της αμερικανικής πεζογραφίας του 20ούαιώνα. Πρόκειται για μια συλλογή αλληλοσυνδεόμενων διηγημάτων που εκτυλίσσονται στην επινοημένη κωμόπολη Ουάινσμπεργκ του Οχάιο. Κεντρικός χαρακτήρας είναι ο έφηβος Τζορτζ Ουίλαρντ. Από διήγημα σε διήγημα, μέσα από τις συναντήσεις του με διάφορους κατοίκους του Ουάινσμπεργκ, παρακολουθούμε τη σταδιακή ενηλικίωσή του και τη φυγή του από την επαρχία. Παράλληλα, ο Ουίλαρντ λειτουργεί ως πρόσχημα, προκειμένου ο συγγραφέας να επικεντρωθεί στις ιδιάζουσες φιγούρες της κωμόπολης, χτίζοντας μια πινακοθήκη από ενδιαφέρουσες περιπτώσεις μοναχικών, αποσυνάγωγων και κάθε λογής παράξενων χαρακτήρων. Η μοναξιά, η ματαίωση και ο χαμηλόφωτος, αδικαίωτος βίος στο περίκλειστο περιβάλλον της επαρχίας σκιαγραφούνται με οικονομία μέσων και ποιητικό βλέμμα.
Από τα είκοσι δύο διηγήματα της συλλογής παρουσιάζεται εδώ το τρίτο κατά σειρά, με τίτλο «Χάπια από χαρτί» («Paper Pills»). Το διήγημα αφηγείται την ιστορία του Ρίφι, ενός ηλικιωμένου γιατρού του Ουάινσμπεργκ.


Σέργουντ Άντερσον
Χάπια από χαρτί

Ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος με άσπρα γένια και πελώρια μύτη και χέρια. Πολύ πριν από την εποχή που θα τον συναντήσουμε, ήταν γιατρός και πήγαινε από σπίτι σε σπίτι πάνω σ’ ένα μόνιππο, που το έσερνε στους δρόμους του Ουάινσμπεργκ ένα ταλαίπωρο άσπρο άλογο. Αργότερα παντρεύτηκε μια ευκατάστατη κοπέλα. Η κοπέλα, από τον καιρό που πέθανε ο πατέρας της, είχε κληρονομήσει ένα μεγάλο και εύφορο αγρόκτημα. Ήταν ψηλή, μελαχρινή και λιγομίλητη. Πολλοί τη θεωρούσαν καλλονή. Όλο το Ουάινσμπεργκ απορούσε γιατί παντρεύτηκε τον γιατρό. Πριν κλείσει χρόνος από τον γάμο, πέθανε.
Οι αρθρώσεις των δαχτύλων του γιατρού ήταν ασυνήθιστα μεγάλες. Όταν έσφιγγε τις γροθιές του, οι αρθρώσεις του θύμιζαν αρμαθιά από άβαφες ξύλινες χάντρες, έμοιαζαν με καρύδια περασμένα σε σιδερένια βέργα το ένα πλάι στ’ άλλο. Κάπνιζε μια πίπα από καλαμπόκι, κι αφότου πέθανε η γυναίκα του περνούσε την ώρα του στο άδειο ιατρείο του, καθισμένος πλάι σ’ ένα αραχνιασμένο παράθυρο. Δεν άνοιγε ποτέ το τζάμι. Κάποτε, μια καυτή αυγουστιάτικη μέρα, δοκίμασε να το ανοίξει, αλλ’ αυτό είχε μαγκώσει κι έτσι δεν ασχολήθηκε ξανά μαζί του.
Ξεχασμένος απ’ τους συμπολίτες του, ο Ρίφι έκρυβε στην ψυχή του ψήγματα μιας σπάνιας ποιότητας. Μόνος μες στο μουχλιασμένο ιατρείο του, στο κτίριο Χέφνερ πάνω απ’ το κατάστημα της εταιρείας «Παρισινά Υφάσματα», δούλευε ασταμάτητα, χτίζοντας οικοδομήματα που κατεδάφιζε με τα ίδια του τα χέρια. Έχτιζε μικρές πυραμίδες από αλήθειες κι αφού τις ύψωνε, τις έκανε κομμάτια, ώστε να ’χει αλήθειες για να χτίσει νέες πυραμίδες απ’ την αρχή.
Ο Ρίφι ήταν ψηλός και φορούσε επί δέκα χρόνια την ίδια αλλαξιά. Τα μανίκια του ήταν φθαρμένα, ενώ στα γόνατα και στους αγκώνες έβλεπες σκισίματα. Στο ιατρείο φορούσε επίσης μια άσπρη ρόμπα με φαρδιές τσέπες, μέσα στις οποίες έριχνε συνεχώς κομματάκια από χαρτί. Μετά από λίγες εβδομάδες, τα χαρτάκια γίνονταν σκληροί σβόλοι, κι όταν πια οι τσέπες γέμιζαν τους πετούσε στο πάτωμα. Επί δέκα χρόνια έκανε παρέα μόνο μ’ έναν άλλο ηλικιωμένο ονόματι Τζον Σπάνιαρντ, ιδιοκτήτη ενός φυτωρίου. Μερικές φορές, όταν είχε διάθεση γι’ αστεία, ο Ρίφι έβγαζε απ’ τις τσέπες του μια χούφτα χάρτινους σβόλους και τους πετούσε στον φίλο του. «Που να σε πάρει η ευχή, κορόιδο αισθηματία!» φώναζε διπλωμένος απ’ τα γέλια.
Το πώς ο Ρίφι κέρδισε την καρδιά της ψηλής μελαχρινής κοπέλας, που τον παντρεύτηκε και του άφησε την περιουσία της, είναι μια ιστορία πολύ παράξενη. Κι έχει επίσης μια γλυκιά νοστιμιά, σαν τα παραμορφωμένα μηλαράκια που βγαίνουν στους οπωρώνες του Ουάινσμπεργκ. Όταν διασχίζεις τους οπωρώνες το φθινόπωρο, κάτω απ’ τα πόδια σου το παγωμένο χώμα είναι σκληρό. Οι αγρότες έχουν μαζέψει τα μήλα. Τα ’χουν κλείσει σε βαρέλια και τα ’χουν φορτώσει για τις πόλεις, όπου θα φαγωθούν σε διαμερίσματα γεμάτα βιβλία, περιοδικά, έπιπλα κι ανθρώπους. Στα δέντρα έχουν απομείνει μόνο λίγα παραμορφωμένα μήλα, όλο εξογκώματα – εκείνα που οι αγρότες δεν τα καταδέχτηκαν. Θυμίζουν τις αρθρώσεις των δαχτύλων του γιατρού. Λίγο αν τα δαγκώσεις, θα δεις ότι είναι πεντανόστιμα. Σ’ ένα μικρό σπυρί στο πλάι του μήλου έχει μαζευτεί όλη η γλύκα του. Τρέχεις από δέντρο σε δέντρο πάνω στο παγωμένο χώμα και κόβεις τα παραμορφωμένα και ζαρωμένα μήλα, ώσπου γεμίζεις τις τσέπες σου. Λίγοι μόνο γνωρίζουν τη γλύκα των παραμορφωμένων μήλων.
Η ερωτική ιστορία της κοπέλας και του Ρίφι άρχισε ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα. Τότε ο γιατρός ήταν σαρανταπέντε χρονών και είχε ήδη τη συνήθεια να γεμίζει τις τσέπες του με κομματάκια χαρτιού που γίνονταν σκληροί σβόλοι κι έπειτα πετιούνταν. Τη συνήθεια την είχε αποκτήσει με τον καιρό, τις ώρες που καθόταν στην άμαξα πίσω απ’ το ταλαίπωρο άσπρο άλογο και περιδιάβαινε αργά τους επαρχιακούς δρόμους. Τα χαρτάκια ήταν γεμάτα σημειώσεις – σπαράγματα σκέψεων, θραύσματα.
Ο νους του Ρίφι είχε πλάσει τις σκέψεις μία προς μία. Αθροίζοντας πολλές, ο γιατρός σχημάτιζε μιαν αλήθεια που υψωνόταν μέχρι τα ουράνια μέσα στο μυαλό του. Η αλήθεια σκέπαζε τον κόσμο. Γινόταν τρομακτική και τότε λίγο λίγο έσβηνε∙ έπειτα οι μικρές σκέψεις άρχιζαν να αθροίζονται απ’ την αρχή.
Η ψηλή μελαχρινή κοπέλα είχε επισκεφθεί τον Ρίφι, γιατί είχε μείνει έγκυος και φοβόταν. Είχε βρεθεί σ’ αυτή την κατάσταση λόγω μιας σειράς από εξίσου παράξενες περιστάσεις.
Ο θάνατος του πατέρα και της μητέρας της και η εύφορη έκταση που είχε κληρονομήσει είχαν στείλει στο κατόπι της ένα καραβάνι μνηστήρες. Για δύο χρόνια, συναντούσε υποψήφιους γαμπρούς σχεδόν κάθε βράδυ. Εκτός από δύο, ήταν όλοι ίδιοι. Της μιλούσαν γι’ αγάπες και, όταν την κοιτούσαν, το βλέμμα και η φωνή τους πρόδιδαν ψεύτικη επιθυμία. Οι δύο μνηστήρες που ξεχώριζαν, διέφεραν πολύ μεταξύ τους. Ο πρώτος, ένας λεπτός νεαρός με ασπρουλιάρικα χέρια, γιος ενός κοσμηματοπώλη από το Ουάινσμπεργκ, της μιλούσε συνεχώς περί παρθενίας. Όταν ήταν μαζί της, δεν άλλαζε ποτέ θέμα. Ο άλλος, ένα αγόρι με μαύρα μαλλιά και πεταχτά αυτιά, δεν έλεγε κουβέντα, αλλά πάντοτε κατάφερνε να τη στριμώχνει στα σκοτεινά και να τη φιλάει.
Για ένα διάστημα η ψηλή μελαχρινή κοπέλα θεωρούσε ότι ήταν πιθανότερο να παντρευτεί τον γιο του κοσμηματοπώλη. Καθόταν ώρες σιωπηλή και τον άκουγε να της μιλάει, όμως λίγο λίγο την κατέλαβε φόβος. Άρχισε να υποψιάζεται ότι πίσω απ’ τα λόγια του περί παρθενίας κρυβόταν λαγνεία μεγαλύτερη απ’ των υπολοίπων. Μερικές φορές είχε την αίσθηση ότι, καθώς της μιλούσε, ο νεαρός άπλωνε τα χέρια του στο κορμί της. Τον φανταζόταν να το ψηλαφίζει με τ’ ασπρουλιάρικα δάχτυλά του και το βλέμμα καρφωμένο πάνω της. Μια νύχτα ονειρεύτηκε ότι ο νεαρός δάγκωσε το σώμα της κι ότι αμέσως μετά το στόμα του έσταζε. Είδε το όνειρο τρεις φορές κι ύστερα έμεινε έγκυος απ’ το αγόρι που δεν έλεγε κουβέντα, αλλά που τη στιγμή της κορύφωσης του πάθους του όντως τη δάγκωσε στον ώμο και το σημάδι φαινόταν για μέρες.
Αφότου γνώρισε τον Ρίφι, η ψηλή μελαχρινή κοπέλα ένιωσε ότι ήθελε να μείνει πλάι του για πάντα. Ένα πρωί μπήκε στο ιατρείο του και, χωρίς ν’ ανοίξει το στόμα της, ήταν λες κι ο Ρίφι ήξερε τι της είχε συμβεί.
Στο ιατρείο βρισκόταν μια κυρία, η σύζυγος του βιβλιοπώλη του Ουάινσμπεργκ. Όπως όλοι οι παθολόγοι της επαρχίας κάποτε, ο Ρίφι έκανε εξαγωγές δοντιών. Η κυρία στο θάλαμο αναμονής είχε κολλήσει ένα μαντίλι στο μάγουλό της και βογκούσε. Δίπλα καθόταν ο σύζυγός της. Όταν ο γιατρός έβγαλε το δόντι, τσίριξαν κι οι δύο και το άσπρο της φόρεμα βάφτηκε με αίμα. Η ψηλή μελαχρινή κοπέλα έμεινε ατάραχη. Μόλις έφυγε το ζευγάρι, ο γιατρός χαμογέλασε. «Θα σε πάω στην εξοχή», είπε, «βόλτα με την άμαξα».
Για βδομάδες η ψηλή μελαχρινή κοπέλα και ο γιατρός συναντιούνταν καθημερινά. Η κατάσταση που την είχε οδηγήσει κοντά του εξελίχθηκε σε αρρώστια, όμως ένιωθε όπως κάποιος που έχει ανακαλύψει τη γλύκα των παραμορφωμένων μήλων και πλέον δεν μπορεί ούτε να διανοηθεί τους ολοστρόγγυλους καρπούς που τρώγονται στα διαμερίσματα των πόλεων. Το φθινόπωρο μετά τη γνωριμία της με τον Ρίφι, η κοπέλα τον παντρεύτηκε και την επόμενη άνοιξη πέθανε. Όλο τον χειμώνα, ο γιατρός τής διάβαζε τα σπαράγματα των σκέψεων που ’χε σκαλίσει στα χαρτάκια του. Αφού τα διάβαζε, έβαζε τα γέλια και τα ’χωνε στις τσέπες του, ώσπου γίνονταν σκληροί σβόλοι.


Ο Σέργουντ Άντερσον (Sherwood Anderson. Οχάιο, 1876 - Παναμάς, 1941) ήταν Aμερικανός πεζογράφος. Γνωστότερα έργα του είναι η συλλογή διηγημάτων Ουάινσμπεργκ, Οχάιο (Winesburg, Ohio, 1919) και το μυθιστόρημα Μαύρο γέλιο (Dark laughter, 1925). Ο Άντερσον θεωρείται ένας από τους κορυφαίους Aμερικανούς συγγραφείς των αρχών του 20ού αιώνα. Το έργο του επηρέασε αποφασιστικά την επόμενη γενιά Aμερικανών πεζογράφων, ιδίως τους Στάινμπεκ, Χέμινγουεϊ και Φόκνερ.
files/chronosmag/themes/theme_one/faviconXronos.png
ΧΡΟΝΟΣ 27 (07.2015)

Ο Σέργουντ Άντερσον (Sherwood Anderson. Οχάιο, 1876 - Παναμάς, 1941) ήταν Aμερικανός πεζογράφος. Γνωστότερα έργα του είναι η συλλογή διηγημάτων Ουάινσμπεργκ, Οχάιο (Winesburg, Ohio, 1919) και το μυθιστόρημα Μαύρο γέλιο (Dark laughter, 1925). Ο Άντερσον θεωρείται ένας από τους κορυφαίους Aμερικανούς συγγραφείς των αρχών του 20ού αιώνα. Το έργο του επηρέασε αποφασιστικά την επόμενη γενιά Aμερικανών πεζογράφων, ιδίως τους Στάινμπεκ, Χέμινγουεϊ και Φόκνερ.
 ***********************

WINESBURG, OHIO

SHERWOOD ANDERSON

PAPER PILLS

HE WAS AN old man with a white beard and huge nose and hands. Long before the time during which we will know him, he was a doctor and drove a jaded white horse from house to house through the streets of Winesburg. Later he married a girl who had money. She had been left a large fertile farm when her father died. The girl was quiet, tall, and dark, and to many people she seemed very beautiful. Everyone in Winesburg wondered why she married the doctor. Within a year after the marriage she died.
The knuckles of the doctor's hands were extraordinarily large. When the hands were closed they looked like clusters of unpainted wooden balls as large as walnuts fastened together by steel rods. He smoked a cob pipe and after his wife's death sat all day in his empty office close by a window that was covered with cobwebs. He never opened the window. Once on a hot day in August he tried but found it stuck fast and after that he forgot all about it.
Winesburg had forgotten the old man, but in Doctor Reefy there were the seeds of something very fine. Alone in his musty office in the Heffner Block above the Paris Dry Goods Company's store, he worked ceaselessly, building up something that he himself destroyed. Little pyramids of truth he erected and after erecting knocked them down again that he might have the truths to erect other pyramids.
Doctor Reefy was a tall man who had worn one suit of clothes for ten years. It was frayed at the sleeves and little holes had appeared at the knees and elbows. In the office he wore also a linen duster with huge pockets into which he continually stuffed scraps of paper. After some weeks the scraps of paper became little hard round balls, and when the pockets were filled he dumped them out upon the floor. For ten years he had but one friend, another old man named John Spaniard who owned a tree nursery. Sometimes, in a playful mood, old Doctor Reefy took from his pockets a handful of the paper balls and threw them at the nursery man. "That is to confound you, you blathering old sentimentalist," he cried, shaking with laughter.
The story of Doctor Reefy and his courtship of the tall dark girl who became his wife and left her money to him is a very curious story. It is delicious, like the twisted little apples that grow in the orchards of Winesburg. In the fall one walks in the orchards and the ground is hard with frost underfoot. The apples have been taken from the trees by the pickers. They have been put in barrels and shipped to the cities where they will be eaten in apartments that are filled with books, magazines, furniture, and people. On the trees are only a few gnarled apples that the pickers have rejected. They look like the knuckles of Doctor Reefy's hands. One nibbles at them and they are delicious. Into a little round place at the side of the apple has been gathered all of its sweetness. One runs from tree to tree over the frosted ground picking the gnarled, twisted apples and filling his pockets with them. Only the few know the sweetness of the twisted apples.
The girl and Doctor Reefy began their courtship on a summer afternoon. He was forty-five then and already he had begun the practice of filling his pockets with the scraps of paper that became hard balls and were thrown away. The habit had been formed as he sat in his buggy behind the jaded white horse and went slowly along country roads. On the papers were written thoughts, ends of thoughts, beginnings of thoughts.
One by one the mind of Doctor Reefy had made the thoughts. Out of many of them he formed a truth that arose gigantic in his mind. The truth clouded the world. It became terrible and then faded away and the little thoughts began again.
The tall dark girl came to see Doctor Reefy because she was in the family way and had become frightened. She was in that condition because of a series of circumstances also curious.
The death of her father and mother and the rich acres of land that had come down to her had set a train of suitors on her heels. For two years she saw suitors almost every evening. Except two they were all alike. They talked to her of passion and there was a strained eager quality in their voices and in their eyes when they looked at her. The two who were different were much unlike each other. One of them, a slender young man with white hands, the son of a jeweler in Winesburg, talked continually of virginity. When he was with her he was never off the subject. The other, a black-haired boy with large ears, said nothing at all but always managed to get her into the darkness, where he began to kiss her.
For a time the tall dark girl thought she would marry the jeweler's son. For hours she sat in silence listening as he talked to her and then she began to be afraid of something. Beneath his talk of virginity she began to think there was a lust greater than in all the others. At times it seemed to her that as he talked he was holding her body in his hands. She imagined him turning it slowly about in the white hands and staring at it. At night she dreamed that he had bitten into her body and that his jaws were dripping. She had the dream three times, then she became in the family way to the one who said nothing at all but who in the moment of his passion actually did bite her shoulder so that for days the marks of his teeth showed.
After the tall dark girl came to know Doctor Reefy it seemed to her that she never wanted to leave him again. She went into his office one morning and without her saying anything he seemed to know what had happened to her.
In the office of the doctor there was a woman, the wife of the man who kept the bookstore in Winesburg. Like all old-fashioned country practitioners, Doctor Reefy pulled teeth, and the woman who waited held a handkerchief to her teeth and groaned. Her husband was with her and when the tooth was taken out they both screamed and blood ran down on the woman's white dress. The tall dark girl did not pay any attention. When the woman and the man had gone the doctor smiled. "I will take you driving into the country with me," he said.
For several weeks the tall dark girl and the doctor were together almost every day. The condition that had brought her to him passed in an illness, but she was like one who has discovered the sweetness of the twisted apples, she could not get her mind fixed again upon the round perfect fruit that is eaten in the city apartments. In the fall after the beginning of her acquaintanceship with him she married Doctor Reefy and in the following spring she died. During the winter he read to her all of the odds and ends of thoughts he had scribbled on the bits of paper. After he had read them he laughed and stuffed them away in his pockets to become round hard balls.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Philip Glass - Songs From Liquid Days (Live) : Όταν ο μουσικός μινιμαλισμός ερωτεύτηκε την Ποίηση

Το Songs from Liquid Days(1986 είναι μια συλλογή τραγουδιών που συνέθεσε ο συνθέτης Philip Glass σε στίχους των Paul Simon, Suzanne Vega, ...