Τρίτη, Φεβρουαρίου 03, 2015

Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή...


Πολυ ενδιαφέρον  κείμενο για την Δραπετσώνα. Η εργατική της τάξη, οι περιβόητες φυλακές, τα πορνεία, οι τεκέδες, αλλά και το ρεμπέτικο τραγούδι που το υπηρέτησαν διάσημοι δημιουργοί.
Εμένα μου είχε κολλήσει η Κρεμμυδαρού, μια περιοχή της Δραπετσώνας που αναφέρεται στο τραγούδι "Πέντε μάγκες του Πειραία", του Γιοβάν Τσαούς:
...... σαν θα κλείσουν τους τεκέδες Πειραιά, Κρεμμυδαρού / τότες πια θα κουβαλάω στη σπηλιά την κουρελού!...
Και βέβαια ο σύγχρονος ύμνος του Θοδωράκη για την Δραπετσώνα ... 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ  το άκρως ενδιαφέρον υλικό που άντλησα από τοπικό site.

Κώστας Μαυρουδής




 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ:
  ΑΠΟ ΤΗΝ «ΚΡΕΜΜΥΔΑΡΟΥ» ΣΤΟ  ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟ ΣΙΤΥ

 Η  Δραπετσώνα  είχε στρατηγική σημασία και στην αρχαιότητα  ανήκε  στον αρχαίο δήμο «Θυμαιτάδαι»,  μαζί με το Κερατσίνι.
       Οι δύο λόφοι που την πλαισιώνουν, μείωναν την ένταση του αέρα και παράλληλα λειτουργούσαν σαν «παρατηρητήρια» για τυχόν επιθέσεις.
      Γι αυτό  και   έπαιξε το δικό της  ρόλο  στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π. Χ.
    Παλαιότερες αναφορές κάνουν λόγο για την ύπαρξη ενός ναού, δείγμα παρουσίας μικρο-συνοικισμού, οι κάτοικοι του οποίου πιθανότατα ασχολούνταν με την αλιεία.
     Βρέθηκαν ελάχιστα απομεινάρια ενός ναού και σπιτιών, πολλοί τάφοι, που εννοούν μία σίγουρη οικιστική δραστηριότητα, ενώ αναφέρεται ο ναός της Αφροδίτης ή το Αφροδίσιον (κοντά στον Αγιο Διονύσιο), στην Ηετιωνία Ακτή.
      Πάντως ο τόπος αυτός ήταν μια περιοχή  γενικά  έρημη, σχεδόν ακατοίκητη και με απόκρημνα μέρη,  βραχώδη, όλο τάφρους και ρεματιές.  Μεταξύ Πειραιά και Δραπετσώνας, πριν τον Αγιο Διονύση μεσολαβούσαν έλη, η αποκαλούμενη Λίμνη, εξ ου και τα Βούρλα.
     Στην περιοχή υπήρχαν επίσης και λατομεία πωρόλιθου που μαζί με τον ακτίτη της Πειραϊκής χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα σαν οικοδομικό υλικό για πολλούς αιώνες.
     Σε οθωμανικό έγγραφο του έτους 1712 (Οθωμ., 1124) αναγράφεται ότι ο Κόλιας Μαλαγάρης (Αθηναίος) αγόρασε από τον Γιουσούφ Αγά και Δερβίς Χαλήλ τρεις αγρούς, τον ένα στη θέση Αγιος Νικόλαος Τσερατζίνι (10 στρέμματα) τον δεύτερο στη Δραπετσώνα (50 στρέμματα) και τον άλλο στην Κόσολα Τζερατιά – μάλλον στην περιοχή Αγίου Δημητρίου, (50 στρέμματα).
     Σε γερμανικό επεξηγηματικό διάγραμμα με τις θέσεις των ελληνικών και τουρκικών σωμάτων το 1827 διαβάζαμε τη λέξη TRAPEZONA.
     Ο Χατζημιχάλης με ιππείς συνόδευσε τον Κόχραν από το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στα υψώματα της Δραπετσώνας, για να παρατηρήσει καλύτερα το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα που κατείχαν οι Τούρκοι.
      Γύρω στα 1830 ένας Κουλουριώτης κτηματίας είχε αγρούς στη Δραπετσώνα.

      Η  Δραπετσώνα  πρωτοκατοικήθηκε περίπου το έτος 1830, μάλλον από νησιώτες. Μέχρι δε και το έτος 1950 ήταν υποβαθμισμένη και  είχε  πολλά προβλήματα κυρίως διαβίωσης.

              
                      Η ακατοίκητη Δραπετσώνα  όπως φαινόταν από το λιμάνι του Πειραιά στα   1890.
                       Το "κατάστημα"  των  "Βούρλων"   έχει δημιουργηθεί.
     Η πρώτη εκκλησία, στα αρχικά όρια της κοντά στο λιμάνι, ήταν η εκκλησία του Αγ. Διονυσίου,  που κατά μερικούς  χτίστηκε το 1805. Το 1834 ένα μέρος της περιοχής παραχωρήθηκε από την εκκλησία στο Δήμο Πειραιώς για να χρησιμεύσει σα νεκροταφείο, με τον όρο να ανακαινιστεί ο ναός.
     Μεταξύ του 1883-1887 αγοράστηκαν από το Δήμο Πειραιώς οικόπεδα στην Ευγένεια για να ιδρυθεί εκεί νέο νεκροταφείο, αυτό που υπάρχει σήμερα. Το καινούριο νεκροταφείο δημιουργήθηκε ανάμεσα στο 1892-1895 και άρχισε να χρησιμοποιείται από το 1904. Η οριστική μεταφορά στο νεκροταφείο της Αναστάσεως έγινε το 1909.
         Για το όνομα ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ υπάρχουν διάφορες απόψεις. Δείτε  εδώ, αλλά και πιο κάτω.
      Το τοπωνύμιο  ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ καθιερώθηκε  μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, οπότε και δημιουργήθηκε ο προσφυγικός συνοικισμός. Για την προέλευση του τοπωνυμίου υπάρχουν πολλές εκδοχές. Υποστηρίζεται, από την λέξη δραπέτης, ή  από τον αρχικό τύπο της λέξης Τραπεζών. Αλλη άποψη είναι, ότι  προέρχεται από την αλβανική λέξη «ντράπε» —τάφρος—  και όνομα ιδιοκτήτη της περιοχής Τσώνη ή Τσώνα. Οι  αρβανίτες ψαράδες της γειτονικής Κούλουρης –Σαλαμίνας -  στην  περίοδο της  Τουρκοκρατίας την αποκαλούσαν Ντραπε-τσώνα = Τάφρο (ρεματιά) του Τσώνα.
       Υπάρχει, όμως, και άλλη αρβανίτικη ή Αλβανική ερμηνεία  της λέξης "Ντράπε": σημαίνει  δρεπάνι. και "Τσούνι" σημαίνει παιδί. " Ντράπε-τσούνι", λοιπόν, που μεταλλάχθηκε σε "Ντράπε-τσώνα",  είναι μια πολύ  πιθανή αρχική ονομασία της περιοχής, επειδή μοιάζει  με δρεπάνι, ιδίως στην περιοχή της "Κρεμμυδαρούς". Κάτι ανάλογο υπάρχει  και στο Βίδι της Τροιζηνίας, αλλά εκεί, λέγεται Δρεπάνι.
      Πως προέκυψε το "τσούνι" είναι αγνωστο.
     Το τοπωνύμιο με αυτό τον τύπο συναντάται  και σε κατάλογο κτημάτων της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα επί Τουρκοκρατίας και  αυτό ε­νισχύει την εκδοχή αυτή.
 
                                               ΤΑ  ΠΑΛΙΟΤΕΡΑ  ΧΡΟΝΙΑ
 
       Η  ανατολική πλευρά της Δραπετσώνας, εκεί που μέχρι τη δεκαετία του 2.000 βρισκόταν  ο σιδηροδρομικός σταθμός των ΣΕΚ, - ακριβώς κάτω από τα σημερινά ερείπια, το Καστράκι - ονομαζόταν  Ηετωνία ακτή, διότι στην περιοχή ετιμάτο ο Αττικός ήρωας Ηετίων, που έδωσε το όνομά του στη Χερσόνησο. Στην αρχαιότητα ήταν ναυστάθμιο  και μαζί με τον Κάνθαρο είχε 94 νεώσοικους. Η περιοχή περιβαλλόταν    από το Θεμιστόκλειο  Τείχος, το οποίο ο Κόνων μετά την ναυμαχία της Κνίδου, το βελτί­ωσε και έφτιαξε δύο κυλινδρικούς πύργους (Καστράκια).
        Στην πλευρά της χερσο­νήσου προς  το λιμάνι, ήταν μέχρι πριν μερικές δεκάδες χρόνια, το βασιλικό Λεμβαρχείο, η Φαρική Βάση, τα συνεργεία των Φάρων και το «επάκτιο πυροβολείο» με 23 εμπροσθογεμή  κανόνια, από τα οποία ρίχνονταν χαιρετιστήριες    βολές.
        Στην άκρη της χερσονήσου  υπήρχε μια μικρή  νησίδα με φάρο. Στα δυτικά υπήρχε  μεσαιωνικού τύπου  αναρρωτήριο  λοιμωδών νόσων, που καταργήθηκε  όταν έγινε το νοσοκομείο στην Αγία  Βαρβάρα.   
       Στην περιοχή αυτή επεκτάθηκαν  σιγά – σιγά εγκαταστάσεις του ΟΛΠ.
        Η περιοχή όπου βρίσκονταν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι δεξαμενές του ΟΛΠ,  ήταν παλιότερα όρμος που  ονομαζόταν «Κρεμμυδαρού» από τις πολλές μεγάλες κρεμμύδες - μποτσίκια - που φύτρωναν εκεί.Λίγο πριν, μπροστά στον Αγιο Διονύσιο, ήταν ως το 1920  τα καρνάγια, τα  οποία μετά, σιγά-σιγά- άρχισαν να μετακομίζουν στο Πέραμα.
       Εκεί έγιναν μετά το 1922 τα  πρώτα μπουζουκτσίδικα που συγκέντρωναν τους μάγκες της εποχής.
       Στην περιοχή αυτή έδωσε μαθήματα μπουζουκιού  ο  Γιοβάν Τσαούς  ή Γιάννης Εϊτζιρίδης - δηλαδή Γιάννης ο Λοχίας, από τον βαθμό με τον οποίο υπηρέτησε στον τουρκικό  στρατό-  (1924-1925  τότε που το μπουζούκι ήταν απαγορευμένο όργανο). Αυτός έμαθε  μπουζούκι  πολλούς μεταξύ  των οποίων  και  ο Γιάννης Παπαιωάννου.           
         Στην περιοχή αυτή έμαθαν  μπουζούκι, έγραψαν, τραγούδησαν ή έσυραν τα βήματά τους πολλές φορές   οι Ρεγγίνας, Ζυμαρίτης, Μιμίκος Βογιατζής, Σκριβάνος, Γιάννης Γυλιάς,  το Αλεκάκι, ο Χαρίλαος Κηρομύτης, ο Νίκος  Αϊβαλιώτης, ο Γιώργος Μπάτης, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μάρκος Βαμβακάρης –που δούλευε  σαν εκδοροσφαγέας  στο γειτονικά σφαγεία – ο Ανέστης  Δελιάς, ο Περιστέρης, ο Στέλιος Κερομύτης, ο Ποτοσίδης, ο  Νίκος Μάθεσης και πολλοί  άλλοι.
          Ο Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας –γιος ψαρά από τη Σαλαμίνα  - αναφέρει σε μια αφήγησή του:
    « Η Δραπετσώνα δεν ήταν όπως τώρα  που τη γνώρισες εσύ Κολονάκι. Η Δραπετσώνα  ήταν ένα από τα μεγαλύτερα  στέκια  της μαγκιάς. Στους τεκέδες της και στα Βούρλα σύχναζαν κάθε καρυδιάς καρύδι. Στους τεκέδες οι  μάγκες κάπνιζαν ναργιλέ».
        Στην  «Κρεμμυδαρού» ήταν πολλοί τεκέδες όπως του Μίχαλου, του Σάλωνα, του Μαρκεζίνη, του Σαραντόπουλου και άλλων.
        Πολλοί από όσους προαναφέρθηκαν έμεναν στην «Κρεμμυδαρού», όπως ο Ανέστης Δελιάς,  ο Απόστολος Χατζηχρήστος   και άλλοι.
 
   Ο  ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΛΑΚΗΣ  στην Αυτοβιογραφία του αναφέρει:
……»Εκείνη τη χρονιά (1937) άρχισα συνεργασία με το συνθέτη Απόστολο Χατζηχρήστο, ο οποίος ήτο και ο πρώτος που συνεργάστηκα. Είχαμε γνωριστεί στη Δραπετσώνα  όπου κι εκείνος κατοικούσε εκεί από πολλά χρόνια. Έπαιζε μπουζούκι παρέα με τον Ηλ. Ποτοσίδη, τον Ανέστο Δελιά και το Μακαρόνα……Ήταν φτωχό παιδί και εξαιρετικός άνθρωπος και συνθέτης. Πολύ σεμνό και πολύ καλό παιδί. Έντιμος, φιλαλήθης και κουβαρντάς»…...
 
   Κι ένα κομμάτι   από την αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη:
   «Βέβαια στον κύκλο που γύριζα να πούμε, τον μάγκικο αυτό, στους τεκέδες που πήγαινα, ακούγαμε πολλά για διάφορους κουτσαβάκηδες προσωπικότητες...Εκεί, όταν είχα γνωρίσει τον Αλέκο τον Σχίζα να πούμε, κάθε μέρα επήγαινα στο σπίτι αυτουνού, εκεί στην Κρεμμυδαρού που ήταν το Καστράκι. Πίναμε χασίσι. Είχε λεφτά αυτός. Επήγαινα και του μάθαινα μπουζούκι και φουμέρναμε κιόλας ε? Αυτός έμενε εκεί κάτω στην Κρεμμυδαρού, εδώ στο λιμάνι του Πειραιώς. Και πήγαινα κάθε μέρα στην κάμαρά του. Ώσπου τώρα αυτόν τον ζήταγε η Ασφάλεια Αθηνών για κάτι κλοπές που γινόντανε. Και ξέρανε αυτοί ότι άλλος δε μπορεί να τις κάνει ειμή αυτός, αλλά δεν ξέρανε που βρίσκεται...»

                  
                                                                     Δεξιά: 1932 Οι  παράγκες και ο  πλανόδιος μανάβης στο βάθος
                      ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ  ΓΙΑ ΤΗ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ
 
      Για τη  Δραπετσώνα  γράφτηκε  το τραγούδι   «Αφ ότου εγεννήθηκα».   (Το τραγούδι είναι στο όνομα του Καρυδάκη, φίλου του Μάρκου αλλά μάλλον είναι δικό του. Στίχοι: Γ. Δερέμπεης. Μπουζούκι: Σ. Περιστέρης. Ο Γιώργος Δερέμπεης ήταν ο πατέρας της σπουδαίας μουσικού και πιανίστριας Βούλας Δερέμπεη. Ο Δημήτρης Καρυδάκης ή Καρυδάκιας, βρέθηκε νεκρός-δολοφονημένος-στα χρόνια της κατοχής,  στη Δραπετσώνα και κανείς δεν έμαθε ποτέ, ποιός και γιατί τον σκότωσε. Ανήκε στην παρέα της Πειραιώτικης Κομπανίας, αλλά ήταν "σπιτικό" μπουζούκι και απέφευγε τη δημοσιότητα, το πάλκο και τις εταιρείες.
 
  Το πιο κάτω  τραγούδι μαρτυράει τους καημούς των κατοίκων της Δραπετσώνας:
 
Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός,
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός.
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά.

Το ’δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή.
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.

Πάρ’ το γεράνι μας, πάρ’ το στεφάνι μας,
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή.
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου,
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί.

Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά,
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά.
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός,
κάθε παράθυρό του κι ουρανός.

Μα όταν ερχόταν η βραδιά,
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά.
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά.

Πάρ’ το γεράνι μας, πάρ’ το στεφάνι μας,
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή.
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου,
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί.

            
                                          Το  Καστράκι                                    Οι παράγκες το 1960                             Σημερινή εικόνα 2006
                               ΟΙ  ΔΙΑΦΟΡΕΣ  ΑΛΛΕΣ  ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ
 
        Οσο  προχωράμε νοτιοδυτικά και παραλιακά, ο λιμενοβραχίονας είχε το όνομα του Βασιλέως  Γεωργίου και του ιδιοκτήτη του κέντρου  Κράκαρη  (1845-1914).
        Λίγο πιο πέρα, δυτικά, ήταν η ακτή Βασιλειάδη   που οφείλει το όνομά της στο ναυπηγείο  Βασιλειάδη που λειτουργούσε από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τον τελευταίο πόλεμο. Στα 1975 η περιοχή διαμορφώθηκε σε σταθμό εξυπηρέτησης  εμπορευμάτων  που διακινούνταν  με εμπορευματοκιβώτια –κοντέϊνερς.  Εκεί έγινε σήμερα,   2006,  το  νέο κτίριο του ΥΕΝ.
        Πάντα δυτικά βαδίζοντας ήταν το εργοστάσιο Λιπασμάτων και η ομώνυμη συνοικία. Το  εργοστάσιο  άρχισε  να  λειτουργεί από το  1910.  Σταμάτησε  πριν λίγα χρόνια.    
       Τα άκρα  Κέραμος και Δράκων σχηματίζουν τον όρμο των Φωρών (Βοτσαλάκια) τόπο υπόπτων συναλλαγών (λαθρεμπορίου) με συμμετοχή ακόμα και των ίδιων των τελωνειακών αρχών της τότε εποχής. (Ο φωρ - του φωρός σημαίνει κλέφτης).
         Είναι ο  πρώτος όρμος μετά τα Λιπάσματα και ονομαζόταν και  όρμος Σφαγείων.  Εκεί ήταν τα σφαγεία του Δήμου Πειραιά. Ορμος Φωρών ονομαζόταν στην αρχαιότητα  μαζί με τον αμέσως επόμενο μεγαλύτερο όρμο. Το τοπωνύμιο - κατ άλλη εκδοχή -  προήλθε από το ρήμα φωράω - φωρώ = ερευνώ για ανακάλυψη   κλοπιμαίων  ή λαθραίων, συλλαμβάνω επ αυτοφώρω.  Διότι στην περιοχή που βρισκόταν έξω από τα τείχη, και δεν ελεγχόταν συνεχώς από τα αρμόδια για την αστυνόμευση του Πειραιά όργανα, γινόταν κατά κύριο λόγο το λαθρεμπόριο.

             

         Όμως ο  μεγάλος όρμος Φωρών, (30.000 τ.μ.) ονομάστηκε αργότερα  όρμος Δραπετσώνας. Εκεί είχαν ως πριν λίγα χρόνια  τις εγκαταστάσεις του   οι εταιρίες πετρελαιοειδών  ΜΠΙ ΠΙ, ΜΟΜΠΙΛ  και   το Εργο­στάσιο Τσιμέντων ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ.
        Δυτικότερα  έγιναν  οι εγκαταστάσεις της ΕΥΔΑΠ, ο   νέος μόλος Δραπετσώνας που συνορεύει με το Λιμανάκι του Αγίου Νικολάου  και το εργοστάσιο της ΔΕΗ.  
          Το 1873  δημιουργήθηκαν  στη Δραπετσώνα – που ανήκε στον Πειραιά – οι οίκοι ανοχής των Βούρλων, 180 μέτρα από τον Αγιο Διο­νύσιο.  Η περιοχή  είχε αυτό το όνομα  γιατί  είχε πολλά βούρλα λόγω του ρέματος που κατέβαινε από το Κερατσίνι.
         Οι οίκοι ανοχής  λειτούργησαν μέχρι το 1937. Μετά εκεί  έγιναν φυλακές  κυρίως  για πολιτικούς κρατούμενους. Εκεί το 1955 έγινε και η μεγαλύτερη  απόδραση 27   πολιτικών  κρατουμένων.  
  ****   Ηταν  στα μέσα του Καλοκαιριού του 1955. Στις 17 Ιουλίου, γίνεται από τις φυλακές των Βούρλων στον Πειραιά, που ήταν υψίστης ασφαλείας και πολύ καλά φρουρούμενες, η πιο μεγάλη, συναρπαστική και πιο μυθιστορηματική απόδραση όλων των εποχών στην Ελλάδα. Είκοσι επτά βαρυποινίτες κομμουνιστές δραπετεύουν μέρα μεσημέρι και η είδηση ταρακουνάει όλη την Ελλάδα.  
      Οι προετοιμασίες για την απόδραση είχαν αρχίσει από τον Μάρτιο. Προέβλεπαν το τρύπημα του πατώματος στο κελί 13 των φυλακών κάθετα και σε συνέχεια την άνοιξη σύραγγας κάτω από τα θεμέλια της φυλακής, κάτω από το κατάστρωμα της οδού Δογάνης και την έξοδο στο εργοστάσιο λουλακιού της «Ντεστρέ» απέναντι από τις φυλακές. Τις απαραίτητες μετρήσεις και πληροφορίες τις έδωσαν οι αρραβωνιαστικές δύο κρατουμένων κομμουνιστών. Οι φυλακισμένοι ξεκίνησαν από το σκάψιμο ενός λάκκου βάθους δύο μέτρων κοντά στον εξωτερικό τοίχο του κελιού 13. Ακολούθως έσκαψαν μια σήραγγα μήκους 17,5 περίπου μέτρων με κλίση προς τα πάνω, ώστε να συναντήσει το κατάλληλο σημείο που ήταν το λουτρό του εργοστασίου. Έτσι μετά από εργασίες μηνών βγήκαν πράγματι στο σημείο που είχαν προγραμματίσει φορώντας πιτζάμες πάνω από τα καλά τους ρούχα, για να μην τα λερώσουν ... και μην τους είδατε! Τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν ήταν πολλά, από την εξαφάνιση των μπαζών, την υποστύλωση και ηλεκτροφώτιση της σήραγγας μέχρι τον εξαερισμό της, αλλά τελικά όλα λύθηκαν  και η απόδραση πέτυχε.    (www.kolivas.de)
           Οι φυλακές καταργήθηκαν  στη δεκαετία του 1970, επί  Χούντας.
         Σήμερα, Νοέμβριος 2010, τα παλιά κτίρια έχουν  κατεδαφιστεί, - στο τετράγωνο   Εθνικής Αντιστάσεως – Ψαρών- Μπουδούτση-Δογάνης - το μισό οικόπεδο έγινε πολυκατοικία  και το άλλο μισό δημοτικό αλσύλλιο. 

        Η  Δραπετσώνα άρχισε  να γίνεται πόλη μετά τον ερχομό των προσφύγων το 1922. Αυτοί εγκαταστάθηκαν σε ξύλινες  παράγκες,  γύρω από τους οίκους ανοχής, στον Αγιο Διονύση, εκεί  που είχε πεύκα και ήταν πρώτα νεκροταφείο, όπως η οικογένεια του Γιάννη Παπαϊωάνου, ή πιο πάνω προς το  λόφο.
        Οι περισσότερες παράγκες  διατηρήθηκαν ως το 1968, οπότε η δικτατορία,   έχτισε εκεί πολυκατοικίες τα διαμερίσματα των οποίων με κάποιο   οικονομικό  αντάλλαγμα  έδωσε σ αυτούς που έμεναν πρώτα εκεί. Τότε έγινε και κάποια βελτίωση της εμφάνισης της πόλης.
     Τότε,1968, επί Δημάρχου Γεωργίου Παπαντωνίου απομακρύνθηκαν και οι  τελευταίες παράγκες από την περιοχή του Αγίου Φανουρίου.
       Η Δραπετσώνα αναγνωρίστηκε σαν κοινότητα   το 1950, αφού αποσπάστηκε  από το Δήμο Πειραιά.  Δήμος ανακηρύχτηκε το 1951.
   Ο πληθυσμός της Δραπετσώνας - έκταση 1,5 τ.χ.- κατά την απογραφή του 2001 ήταν:
     ΔΗΜΟΣ-ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

άνδρες

γυναίκες
  2001

Σύνολο


άνδρες

γυναίκες
  1991
Σύνολο

ανδ

γυν
%

Συν

ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ

  6.260
     7.139
  13.399
  6.405
     6.689
  13.094
-2,3
  6,7
  2,3
       Κατά τις εκλογές δήμαρχος για την 4ετία 2007-2010 εξελέγη ο κ Αλέξανδρος Χρυσός με 58,20 %.
       To Μάιο 2010 με τον "Καλλικρατη" ενώθηκε με το Κερατσίνι σε  ένα Δήμο -από 1-1-2011.
   
     Αριστερά  η περιοχή  της Ευγένειας προς τη Δραπετσώνα  στο 1920 και δεξιά παράγκες στη Δραπετσώνα το 1950.

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ=>  ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ: Από την  "Κρεμμυδαρού"  στο  ναυτιλιακό σίτυ

Δεν υπάρχουν σχόλια: