Κυριακή, Φεβρουαρίου 09, 2025

Υπάρχει «Λογοκρισία στα παιδικά βιβλία» της εποχής μας ;

 

Φάκελος Λογοκρισία  [1]  Χρύσα Κουράκη, Μένη Κανατσούλη


 

Φάκελος Λογοκρισία     

 

Οργανώθηκε στην Αθήνα, στις 9 Δεκεμβρίου 2024, ένα φόρουμ ( Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού – Network for Children’s Rights, Greek IBBY- KYKLOS PAIDIKOY VIVLIOY, Εκδόσεις Μικρή Σελήνη) με θέμα «Λογοκρισία στα παιδικά βιβλία», στο οποίο πήραν μέρος με εισηγήσεις συγγραφείς, εκδότες, πανεπιστημιακοί, σχολικοί σύμβουλοι, βιβλιοθηκονόμοι, δημοσιογράφοι, ψυχολόγοι.

Το θέμα παραμένει επίκαιρο και ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ το επαναφέρει δημοσιεύοντας αποσπάσματα των εισηγήσεων που παρουσιάστηκαν.

Επιμέλεια: Μαρίζα Ντεκάστρο500 λέξεις με την Μαρίζα Ντεκάστρο | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Πηγή: oanagnostis.gr

 

Η συντονίστριαΧρύσα Κουράκη από www.ecd.uoa.gr Χρύσα Κουράκη ((ΕΔΙΠ, ΕΚΠΑ, αντιπρόεδρος της ΙΒΒΥ Ελλάδος) έθεσε το πλαίσιο της συζήτησης:

Αφορμή για αυτή τη συζήτηση αποτελούν τα γεγονότα που συμβαίνουν στην Ελλάδα, αλλά και παγκόσμια, -τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη- σχετικά με τη λογοκρισία των βιβλίων για παιδιά και νέους. Η λογοκρισία παίρνει διάφορες μορφές, γεννώντας ποικίλα και πολλαπλά ερωτήματα.

 Από τη μια μεριά έχουμε την τάση/το κίνημα της επανακυκλοφορίας κλασικών βιβλίων με “politically correct” προσαρμογές, ή της απόρριψης κλασικών παραμυθιών λόγω της βίας  ή των ρατσιστικών προτύπων που περιέχουν. Υπάρχουν εκπρόσωποι επιστημονικών κλάδων όπως η παιδαγωγική, η ψυχολογία, η κοινωνικοσυναισθηματική μάθηση (CASEL), που θέτουν κριτήρια επιλογής βιβλίων, έτσι ώστε να μην τραυματισθούν ψυχικά τα παιδιά, χωρίς ωστόσο – απ’ όσο γνωρίζω- να έχει γίνει μια συστηματική και μακροχρόνια έρευνα που να αναδεικνύει τις ψυχικές και συναισθηματικές επιπτώσεις της ανάγνωσης «επικίνδυνων» βιβλίων σε παιδιά.

Ο σχετικός προβληματισμός, λοιπόν, ολοένα και διευρύνεται και αποκτά ποικίλες διαστάσεις.

-Υπάρχουν επικίνδυνα βιβλία που δεν πρέπει να διαβάσουν τα παιδιά; Ποια είναι αυτά;

– Πόσο μπορεί να βλάψει η ανάγνωση ενός βιβλίου;

-Ακόμη κι αν θεωρούμε ένα βιβλίο «ακατάλληλο» για μια ηλικία, αυτό ισχύει γενικευμένα για όλα τα παιδιά;

– Υπάρχει «αυτοπροστασία» στους νεαρούς αναγνώστες;

– Αν υπάρχει λογοκρισία στην επιλογή των αναγνωσμάτων, θα μπορέσουμε ποτέ να αποκτήσουμε κριτικούς αναγνώστες;

– Ένα βιβλίο που γράφτηκε μια συγκεκριμένη εποχή με δεδομένες κοινωνικοπολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες, πρέπει να προσαρμόζεται στα δεδομένα της σύγχρονης εποχής;

– Οι εκδότες, οι συγγραφείς επηρεάζονται από την κοινή γνώμη και θέτουν περιορισμούς στη συγγραφή και έκδοση βιβλίων;

– Στο σχολείο υπάρχει λογοκρισία από τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς για τα εξωσχολικά βιβλία που μπαίνουν σε βιβλιοθήκες και τάξεις;…

….και πολλά άλλα που πιστεύω πως θα γεννηθούν μετά από τις εισηγήσεις των ομιλητών μας.

                                                                                     

Βλαβερά βιβλία είναι τα ανιαρά βιβλία, υποστηρίζει η Κανατσούλη Μένη - Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής ...Μένη Κανατσούλη (Καθηγήτρια ΑΠΘ) στην παρέμβασή της με τίτλο «Άκουσα φωνές κάτω από το παράθυρο και νόμισα πως είχαν έρθει να σκοτώσουν τον πατέρα μου»: Περί της αμφισημίας των «επικίνδυνων» βιβλίων.

Δεν γνωρίζω να υπήρξε εποχή στην ιστορία του βιβλίου που κάποια βιβλία να μην θεωρήθηκαν επικίνδυνα και γι’ αυτό να έπρεπε να λογοκριθούν, να αφανιστούν, να καούν. Αν και συνακόλουθα με αυτή τη διαπίστωση, προκύπτουν ζητήματα όπως ποιος είναι αυτός που λογοκρίνει βιβλία και με ποια εξουσία, ποια βιβλία και με ποια κριτήρια, σε ποιες περιστάσεις και υπό ποιες συνθήκες, η λογοκρισία διατρέχει όλο τον 20ο αιώνα και στις μέρες μας καλά κρατεί.

Από μια ιστορική αναδρομή στη λογοκρισία των παιδικών βιβλίων, γνωρίζουμε ότι για την πολιτική λογοκρισία, δηλαδή αυτή που προκλήθηκε από το ίδιο το κράτος με σκοπό τον εξοβελισμό βιβλίων, τα δύο πιο οργανωμένα συστήματα λογοκρισίας ήταν αυτό της Ναζιστικής Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης[1]. Στο πρώτο, η λογοκρισία ήταν και άμεση για βιβλία Εβραίων συγγραφέων και αντικαθεστωτικών, αλλά και έμμεση όπου με την προώθηση συγκεκριμένων θεμάτων και τρόπων γραφής υποδείκνυαν ποια βιβλία πρέπει να λογοκριθούν. Ενδεικτικό παράδειγμα το Δηλητηριώδες μανιτάρι (Der Giftpilz, 1938), καθώς ακόμη και μόνο το εξώφυλλο με τον Εβραίο-μανιτάρι – όπως δείχνει η μύτη του αλλά και το αστέρι – φανερώνει ότι μπορεί να δηλητηριάσει τα άλλα μανιτάρια (εικόνα 1). Το βιβλίο προπαγάνδισε με κάθε τρόπο το μίσος κατά των Εβραίων και συνετέλεσε στο διωγμό τους και γι’ αυτό –αν και μετά τη συμφορά – ο εκδότης Julius Streicher εκτελέστηκε το 1946 με τις δίκες της Νυρεμβέργης. Από την άλλη, όλα τα βιβλία του πολύ σημαντικού συγγραφέα Erich Kästner, αν και δεν ήταν Εβραίος ήταν όμως αντικαθεστωτικός, απαγορεύτηκαν, εκτός από το πολύ σημαντικό βιβλίο του για παιδιά Ο Αιμίλιος και οι ντετέκτιβ.

Στη Σοβιετική Ένωση, το καθεστώς απαγόρευε τα βιβλία που προωθούσαν έναν δυτικό τρόπο ζωής ή, εφόσον επρόκειτο για κάποια κλασσικά έργα, τα διασκεύαζε αλλάζοντάς τα αρκεί να συμφωνούν με τα κομμουνιστικά ιδεώδη. Μόνο που τότε αναπτύχθηκε μια πολύ ενδιαφέρουσα «αντίσταση» στους λογοκριτικούς περιορισμούς, αυτή που είναι γνωστή ως «αισώπεια γλώσσα»: οι συγγραφείς επεδίωκαν να κάνουν την κριτική τους προς το καθεστώς με πολύ έμμεσο τρόπο με το πρόσχημα ότι οι ιστορίες τους ήταν αθώες ιστορίες για παιδιά. Έτσι, όταν ο κακός Γίγαντας-Κατσαρίδα (Tarakanishche, 1921) του Κορνέι Τσουκόφσκυ είχε ένα τεράστιο μουστάκι μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι πρόκειται για το μουστάκι του Στάλιν, όμως το ποίημα απευθυνόταν σε παιδιά, ήταν αθώο και ο λογοκριτής μπορούσε να ξεγελαστεί για το βαθύτερο νόημά του (εικόνα 2).

Αλλά και σε μια κατεξοχήν δημοκρατική χώρα, όπως οι ΗΠΑ, η λογοκρισία αποτελεί συνηθισμένη τακτική εν ονόματι της πολιτικής ορθότητας, δηλαδή της αξίωσης που έχει η κάθε κοινωνική, θρησκευτική, φυλετική, κ.λπ. ομάδα να είναι σεβαστά τα δικαιώματά της και κατ’ επέκταση να είναι σεβαστή η απεικόνισή τους μέσα από τα παιδικά βιβλία. Τα τελευταία 40 και πλέον χρόνια, βιβλία που αποτελούν πραγματικά σταθμό στην ιστορία του παιδικού βιβλίου κατά καιρούς αποσύρθηκαν από σχολικές ή τοπικές βιβλιοθήκες σε διάφορες πολιτείες. Είτε γιατί κάποιες ιστορίες θεωρήθηκαν ότι προωθούν τη βία είτε ρατσιστικά ή σεξιστικά στερεότυπα είτε γιατί η γλώσσα τους κρίθηκε ανάρμοστη ή και για μια ποικιλία λόγων, λογοκρίθηκαν το παραμύθι του Χανς και Γκρέτελ και Οι περιπέτειες του Χάκλμπερυ Φιν, το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, Το δίχτυ της Καρλότας, ο Χάρυ Πόττερ, τα βιβλία του Roald Dahl και του Shel Silverstein, το Where the Wild Things Are του Sendak και πολλά άλλα (εικόνα 3) ∙ και φυσικά, πιο πρόσφατα, πληθώρα βιβλίων που παρουσιάζουν τις εναλλακτικές έμφυλες ταυτότητας και τα ποικίλα οικογενειακά σχήματα.

Η λογοκρισία υπήρχε και θα υπάρχει ακόμη και στις δημοκρατικές κοινωνίες του 21ου αιώνα, αν και σε αυτές τα βιβλία και εν γένει τα πολιτισμικά προϊόντα που μπορεί να θεωρούνται προκλητικά κατά την απεύθυνσή τους προς το παιδί περνούν από πάμπολλα φίλτρα μέχρι να λογοκριθούν –και αυτό προσωρινά. Θα σταθώ όμως κυρίως με το σημείωμά μου αυτό στους αναγνώστες, σε αυτούς που ενδιαφέρονται για  τη λογοτεχνία ή και την διαβάζουν με πάθος, που έχουν αναγνωστικές ευαισθησίες και κυρίως δημοκρατική συνείδηση.

Άραγε μόνον οι «κακοί», οι συντηρητικοί, οι θρησκόληπτοι, οι εγκλωβισμένοι σε αντιδραστικά κλισέ οδηγούνται στην λογοκρισία ή έστω στη λογοκριτική παρέμβαση; Άραγε εμείς οι άλλοι, οι σταθεροί αναγνώστες με παιδεία και με τις καλύτερες προθέσεις, οι προοδευτικοί πολίτες δεν λογοκρίνουμε; Μήπως συμφωνούμε πάντα με την άποψη ότι το λογοτεχνικό και πολιτισμικό προϊόν για παιδιά μπορεί να καταπιάνεται με κάθε θέμα και ιδεολογία, αρκεί να είναι κατανοητό και ευπρεπώς γραμμένο;

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα, την φράση που υπάρχει στον τίτλο του άρθρου μου: «Άκουσα φωνές κάτω από το παράθυρο και νόμισα πως είχαν έρθει να σκοτώσουν τον πατέρα μου»[2]. Είναι πολύ πιθανό να ακούγεται εδώ η φωνή ενός παιδιού που αγωνιά κάθε φορά που ακούει φασαρία γιατί κάποιοι ήρθαν να σκοτώσουν τον πατέρα του. Και ναι μεν εδώ πρόκειται για μια τραυματική εμπειρία που βιώνει συχνά το συγκεκριμένο παιδί και αφορά τον ενδεχόμενο φόνο ενός τόσο προσφιλούς προσώπου όπως είναι ο γονιός, μόνο που αυτή είναι πλέον επιτρεπτό να υπάρχει σε ένα παιδικό βιβλίο: ας μη ξεχνάμε τους φόνους των λαϊκών παραμυθιών, της κακιάς μητριάς ή των αδελφών, έστω και αν πρόκειται  για φόνους «κακών». Για την ηθική λοιπόν του σύγχρονου προοδευτικού ανθρώπου η αγωνία του παιδιού για τον φόνο του πατέρα του είναι αποδεκτό να υπάρχει σε βιβλίο παιδικό, πολύ περισσότερο εάν το παιδί που λέει τα παραπάνω λόγια έχει έναν πατέρα Εβραίο που διώκεται και κρύβεται την περίοδο των πογκρόμ κατά τη Ναζιστική κατοχή στα σύνορα κάπου μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Ουγγαρίας. Έχουμε όμως την ίδια ανοχή εάν το παιδί που μιλάει είναι η κόρη του Χίτλερ[3] που αγαπά τον πατέρα της, αν και τον βλέπει λίγο, που πιστεύει ότι ο Ντάφφι – τον προσφωνούσε χαϊδευτικά − ήταν ένας καλός άνθρωπος που υποσχέθηκε να βγάλει τους ανθρώπους της χώρας από τη φτώχεια; Ενός πατέρα που όλοι της έλεγαν ότι ήταν ο άνθρωπος που τους έδωσε ελπίδα;

Τι λέμε για ένα τέτοιο βιβλίο; Στεκόμαστε αμήχανοι μπροστά σε αυτή την πολύ ανθρώπινη εικόνα που έχει η κόρη για έναν πατέρα που η Ιστορία τον έχει καταγράψει –και σωστά − ως τον τερατώδη παράφρονα του 20ου αιώνα; Ή ακόμη-ακόμη πώς αντιδρούμε στο γεγονός ότι η μυθοπλαστική εκδοχή της Ιστορίας γράφεται και με μια άλλη οπτική, ίσως ακολουθώντας αφηγήσεις όπως του Fatherland ή του Πλατεία Λένιν πρώην Συντάγματος όπου παρακολουθούμε τι θα γινόταν αν…, αν οι Γερμανοί νικούσαν στον πόλεμο ή αν οι Έλληνες κομμουνιστές νικούσαν στον Εμφύλιο;

Και επιπλέον για να κάνω ακόμη πιο προκλητικό το ερώτημα και να φέρω σε δύσκολη θέση εμάς τους προοδευτικούς αναγνώστες, πώς αντιδρούμε σε μια μελέτη (για ενηλίκους) της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα, που − εν ονόματι της πολυπολιτισμικής πλουραλιστικής κοινωνίας και του πολιτικά ορθού δικαιώματος οι μειονότητες να έχουν τη δική τους Ιστορία − ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός επί της ουσίας δεν υπάρχει αλλά είναι αιγυπτιακός, είναι «μαύρος», είναι μια Μαύρη Αθηνά;[4]

Φυσικά στα δημοκρατικά πολιτεύματα όλα μπορούν να συζητιούνται και να ανασκευάζονται τα παραδεκτά και δεδομένα και η λογοκρισία, άμεση ή έμμεση, να επιτελεί προσωρινά ή μόνιμα το έργο της και οι αναγνώστες να βραχυκυκλώνονται στη δίνη των συνεχών αλλαγών. Όμως ειδικότερα στα βιβλία για παιδιά για τα οποία έχουμε και πρέπει να έχουμε μια αυξημένη προσοχή, τι κάνουμε, πώς αντιδρούμε;

Θα δώσω πάλι ένα παράδειγμα, από ένα εικονογραφημένο βιβλίο, το The Wall του πολύ γνωστού – κατά βάση εικονογράφου Peter Sis. Το επέλεξα σκόπιμα καθώς δεν γνωρίζω άλλο βιβλίο που να μιλά ευθέως στα παιδιά για τη  λογοκρισία. O Sis πέρασε την παιδική και εφηβική του ηλικία στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία έχοντας υποστεί μια σειρά περιορισμών, σύμφωνα με τους οποίους η καθημερινότητα, η τέχνη, η ζωή των πολιτών αποφασίζονταν μόνο από το κράτος. Οτιδήποτε παρέκκλινε από αυτό διώκονταν. Όλα αυτά περιγράφονται με σαφήνεια και το the wall είναι το τείχος ή ο τοίχος ή το παραπέτασμα, εν τέλει η διαχωριστική γραμμή που χωρίζει τους δύο κόσμους, τον ανατολικό και τον δυτικό. Το The wall μιλάει κειμενικά αλλά κυρίως μιλά δια της εικονογράφησης: τα χρώματα «αφηγούνται» την πλοκή και, επί παραδείγματι, την πολυχρωμία του δισέλιδου όπου αρχίζει η φιλελευθεροποίηση της Τσεχοσλοβακίας έρχεται να ανατρέψει η μονοχρωμία της Πράγας με μόνες τις πολυάριθμες κόκκινες κουκίδες των ρώσικων τάνκς που εισβάλλουν στην πόλη, κατά τη γνωστή Άνοιξη της Πράγας το 1968 (εικόνα 4). Το The wall είναι η αλήθεια του Sis, με αυτήν έζησε την παιδική του ηλικία, αυτή είναι η δική του λογοκριμένη ζωή, η εικονογραφημένη αυτοβιογραφία του, και ο σκεπτόμενος αναγνώστης, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί ιδεολογικά, θα πρέπει να το δεχθεί, έστω ως μαρτυρία.

Αυτό όμως που, κατά την άποψή μου, είναι το σημαντικό στη συζήτηση για τη λογοκρισία δεν είναι ούτε η θεματική ενός βιβλίου ούτε η ιδεολογική του οπτική ούτε ο συγγραφέας του. Αυτό που ενδιαφέρει, εφόσον συζητούμε με επιχειρήματα σε σχέση πάντα με τη λογοτεχνία, είναι οι λογοτεχνικοί ή και εικαστικοί τρόποι με τους οποίους φθάνει ο δημιουργός στο αποτέλεσμά του. Το ζητούμενο είναι κατά πόσο οι τρόποι του μας προτείνουν κάτι καινούργιο, εάν συζητούν με τον αναγνώστη, εάν το κάνουν με πολυφωνία, πόσο μας προκαλούν να σκεφτούμε και να ξαναδούμε τις αλήθειές μας. Έτσι, αν υποτεθεί ότι στεκόμαστε με προβληματισμό ως ενήλικοι που κρίνουμε βιβλία για παιδιά, από τους οποιουσδήποτε ρόλους ή θέσεις μας, για το κατά πόσο αυτά μπορεί να είναι «επικίνδυνα», η άποψή μου είναι αυτή: ότι επικίνδυνά ή βλαβερά βιβλία είναι τα ανιαρά βιβλία, τα βαρετά βιβλία, αυτά που όμοιά τους έχουμε ξαναδιαβάσει κάπου κάποτε, αυτά που δεν προκάλεσαν μέσα μας το διάλογο με τον εαυτό μας, αυτά των οποίων δεν θυμηθήκαμε ποτέ τον τίτλο τους. Εκτός εάν πιστεύουμε ότι η παιδική λογοτεχνία δεν είναι λογοτεχνία.

 

[1] Πολλές πληροφορίες στο αφιέρωμα “Cencorship in Children’s Literature” του περιοδικού PARADOXA (τόμος 2, 1996) με 26 άρθρα των κυριότερων μελετητών της Παιδικής Λογοτεχνίας σε διεθνές επίπεδο.

[2] Ντανίλο Κις, Πρώιμα βάσανα, μετάφραση Γκάγκα Ρόσιτς, Κέδρος.

[3] Τζάκι Φρεντς, Η κόρη του Χίτλερ, μετάφραση Χαρά Ρεντζέλου, Πατάκης.

[4] Ο Βρετανός συγγραφέας Martin Bernal με το βιβλίο του Black Athena, καθηγητής Πολιτικών επιστημών με ειδίκευση στη σύγχρονη ιστορία της Κίνας υποστήριζε ότι ο πολιτισμός, η γλώσσα και η πολιτική δομή της Αρχαίας Ελλάδας περιείχαν σημαντικές επιρροές από την Αίγυπτο. Με το αμφιλεγόμενο αυτό βιβλίο η καθηγήτρια Κλασσικής Ιστορίας Μαίρη Λέφκοβιτς ήταν η πρώτη ακαδημαϊκός που διαφώνησε, όπως άλλωστε καταγράφει τα επιχειρήματά της στο βιβλίο της Η Μαύρη Αθηνά. Μύθοι και πραγματικότητα (μετάφραση Νάσου Κυριαζόπουλου, Κάκτος 1997). Δέχτηκε συχνά δημόσιες προσωπικές επιθέσεις, οι οποίοι την κατηγόρησαν για ρατσισμό, υπερσυντηρητισμό και πολλά άλλα.


 

 ΓΙΑ ΤΟ ΙΔΙΟ ΘΕΜΑ

Φάκελος Λογοκρισία [2], Πάνος Χριστοδούλου, Καλλιόπη Κύρδη

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Prix de Lausanne 2025 – Day 3 – Απόγευμα

Prix de Lausanne 2025 – Ημέρα 2 – Πρωί και Απόγευμα Το Prix de Lausanne είναι ένας διεθνής διαγωνισμός χορού που πραγματοποιείται  ...