Η Πρωτοχρονιά του παππού: Μια φορά κι έναν καιρό ήταν στον Πόντο…
Του Φίλωνα Κτενίδη*
– Αναδημοσίευση από την «Ποντιακή Εστία» του 1952
Την ιστορία διηγείται για λογαριασμό του παππού ο Φίλων Κτενίδης μέσα από τις σελίδες της Ποντιακής Εστίας, τον Ιανουάριο του 1952, καταφέρνοντας να μας μεταφέρει νοερά στην αλησμόνητη πατρίδα.
Βρείτε θέση δίπλα στο τζάκι. Η ιστορία αρχίζει…
≈
Ύστερα απ’ το κόψιμο της πήττας και τις συνηθισμένες ευχές, το αντρόγυνο σηκώθηκε απ’ το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι και έφυγε για κάποιο φιλικό σπίτι όπου θα περνούσε την νύχτα, δοκιμάζοντας, μαζύ με άλλους καλεσμένους, την τύχη του. Έμειναν στη σάλλα το επτάχρονο παιδάκι, κι’ ο πατέρας του συζύγου, ο παππούς.
Η ζωή που άρχιζε κ’ εκείνη που τέλειωνε.
Σ’ το τζάκι τα ξύλα είχαν απομείνει λαμπερή ανθρακιά.
— «Μη ρίχνης άλλο ξύλο, λέγει ο παππούς ‘σ την υπηρέτρια, που
ετοιμαζόνταν να το κάμη, γιατί θα πέσωμε σε λίγο. Και γυρνώντας ‘σ τον
εγγονό που ξεφυλλούσε κάποιο εικονογραφημένο παιδικό βιβλίο.
— Δεν είναι έτσι Κωστάκη, του είπε σαν ρώτημα, σαν διαταγή, σαν χάδι.
— Παππού… ξέχασες πως μου υποσχέθηκες να μου πης πώς γιορτάζανε την
Πρωτοχρονιά ‘σ τα παληά τα χρόνια, ‘σ τον τόπο σας, εκεί μακρυά… θάθελα
τόσο να τ’ ακούσω απόψε.
Ο παππούς δεν είπε τίποτε ‘σ τον μικρό. Πλησίασε κ’ έρριξε, μόνος του αυτή την φορά, δυο ξύλα ‘σ την φωτιά και κάθησε μ’ ένα μικρό αναστεναγμό ‘σ την πολυθρόνα που ήταν ‘ς την μια άκρη του τζακιού.
Το παιδί κατάλαβε πως θα του γινόνταν το θέλημα. Άφησε το βιβλίο με τις εικόνες και έτρεξε να καθήση κατάχαμα, πάνω ‘σ το χαλί, κοντά ‘σ τον γέρο, αγκαλιάζοντας μ’ αγάπη τα δυο του πόδια, ακουμπώντας το μικρό του το πηγούνι πάνω ‘σ τα γόνατά του και κυττώντας τον κατάματα.
Ο άλλος άπλωσε το χέρι και του χάιδεψε τις μπούκλες των μαύρων του μαλλιών. Το χέρι του έτρεμε κομμάτι, όπως τρέμανε λίγο και τα χείλη του.
♦♦♦♦♦
— Η πατρίδα μου, ήταν μια μεγάλη πολιτεία. Φυσικά, δεν ήταν τόσο μεγάλη, σαν αυτή εδώ που ζούμε τώρα, μα για την χώρα εκείνη, για την Ανατολή ήταν από τις μεγάλες.
Πολλές, πάρα πολλές πρωτοχρονιές έκαμα εκεί ‘ς τον τόπο μου, μα απόψε θα σου διηγηθώ εκείνη που γιόρτασα σαν ήμαν παιδάκι σαν κ’ εσένα, 9-10 χρόνων. Έκανε πολύ χιόνι εκείνη την χρονιά και την παραμονή της πρωτοχρονιάς οι άνθρωποι άνοιγαν με φτυάρια τους δρόμους για να πάνε ‘ς τη δουλειά τους. Εγώ και τ’ άλλα τα δυο μου αδέλφια αφού παίξαμε όλο τ’ απόγευμα ‘σ την αυλή του σπιτιού μας με το χιόνι, μαζευτήκαμε ‘σ τη μεγάλη τραπεζαρία μας, ολόγυρα ‘σ το μαγκάλι.[...............................................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου