Παρασκευή, Ιανουαρίου 31, 2025

Τι δε λαμβάνει υπόψη της η Αριστερά για τη φτώχεια στην Ελλάδα -Ένας διάλογος

 

Φτώχεια και φτωχή κατανόηση


Πριν από δύο φύλλα έγραψα ένα κείμενο με τίτλο «“Τα πράγματα (δεν) πάνε καλά”. Σκέψεις πάνω στο δημοφιλές συμπέρασμα».

«Τα πράγματα (δεν) πάνε καλά». Σκέψεις πάνω στο δημοφιλές συμπέρασμα

Οι Μ. Βιόλα-Κώστη και ο Σπ. Νιάκας στο προηγούμενο φύλλο έγραψαν μια απάντηση-κριτική: «Μιζέρια των αριθμών ή αριθμοί της μιζέριας».

Μιζέρια των αριθμών ή αριθμοί της μιζέριας;

Ισχυρίστηκα ότι 1) η εκτεταμένη μαύρη οικονομία και 2) το γεγονός ότι πολλοί μη βολεμένοι από την οικονομική τους κατάσταση μπαίνουν στην προοπτική των πιο ευκατάστατων μελών της οικογένειάς τους είναι παράγοντες που συχνά δεν λαμβάνουμε υπόψη μας και οδηγούμαστε σε λάθος συμπεράσματα. Και ότι η Αριστερά πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τη «σχετική αποστέρηση».
 
Για τη μαύρη οικονομία οι δύο συγγραφείς δεν είχαν να πουν τίποτα, σαν να μην υπάρχει. Σαν να είναι αποκύημα της φαντασίας μας τόσα χρόνια ότι δεν μας κόβουν αποδείξεις ή ότι οι δοσοληψίες με τους ελεύθερους επαγγελματίες είναι «με ΦΠΑ» και «χωρίς ΦΠΑ». Λες και τα μαύρα εισοδήματα δεν είναι εισοδήματα. Και επαναλαμβάνουν τις επίσημες στατιστικές που αφορούν όλη την κοινωνία (μια κοινωνία που, σύμφωνα με τον Στουρνάρα, καταναλώνει 140 δισ. από τα οποία δηλώνονται μόνο 80 δισ.), ενώ το θέμα μας δεν είναι οι μισθωτοί που δεν μπορούν να κρύψουν τα εισοδήματά τους (παρά μόνο στην –υπαρκτή– περίπτωση της πολυσθένειας, με την οποία καθόλου δεν ασχολήθηκαν οι δύο συγγραφείς). Η ρητορική της Αριστεράς στηρίζεται επί χρόνια σε ψευδείς φορολογικές δηλώσεις συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων (δεν αναφέρθηκα σε άλλες παραμέτρους, λ.χ. καταθέσεις, δάνεια, στέγη). Όπως αναφέρουν όλα τα οικονομικά ρεπορτάζ και τα επίσημα στοιχεία, η πλειονότητα των ελευθέρων επαγγελματιών συνεχίζει να δηλώνει ζημιές ή πενιχρά εισοδήματα, δηλαδή είναι σε «απόλυτη ένδεια». Ισχύει; Ουδόλως.
 
Και επειδή εγώ δεν ανήκω στους ανθρώπους που δεν ρωτούν τους άλλους ανθρώπους για τα προσωπικά τους βιώματα και τα φαντάζονται κατά πως θέλουν ή προσπαθούν να τα συναγάγουν κοιτώντας τις επίσημες στατιστικές, θα δώσω μερικά παραδείγματα.
 Πρώτον, οι αγρότες ποτέ δεν δηλώνουν το πραγματικό τους εισόδημα – προέρχομαι από αγροτική οικογένεια και περιοχή και το γνωρίζω στην εντέλεια. Δεν πρόκειται συνολικά για κανένα πλούσιο κοινωνικό στρώμα (αν και οι εσωτερικές ανισότητες είναι πολύ μεγάλες), αλλά τα δηλωθέντα εισοδήματά τους δεν έχουν καμία σχέση με τα πραγματικά. 
Δεύτερον, δυο παραδείγματα από τις έρευνές μου πάνω στην εργατική τάξη. Ένας ντελιβεράς συχνά παίρνει 30 ευρώ μεροκάματο, αλλά μπορεί να παίρνει άλλα τόσα από τιπς. Αυτός υπολογίζει σε έναν μισθό από 1.200 και πάνω, ενώ κάποιοι μιλούν γι’ αυτόν σαν να ήταν «σύγχρονος σκλάβος» (κάτι που δεν απηχεί το βίωμά του). Ομοίως, ένα σερβιτόρος στη Μύκονο μπορεί να πάει να δουλέψει σε ένα μέρος που συχνάζουν celebrities, εφοπλιστές και σεΐχηδες χωρίς μισθό, αλλά με 2-3 χιλιάδες ευρώ τιπς. Υπάρχει απόκλιση μεταξύ της αριστερής ρητορικής που σχολιάζει το μισθό και του προσωπικού βιώματος του εργαζόμενου ή όχι; Υπάρχει (δείτε σχετικά και Γιάννης Κτενάς: «Το πρωτείο της ανάλυσης», Εποχή, 5.1.2025).
 
Κι ενώ οι δύο συγγραφείς ακολουθούν μια εσφαλμένη προσέγγιση ως προς τα στοιχεία, το ίδιο κάνουν και ως προς την ανάλυση. Διαβάζουμε: «Η αντίληψη ότι η διάψευση των προσδοκιών είναι που προκαλεί τη στέρηση και ένα αίσθημα φανταστικής φτώχειας είναι ξένη προς την Αριστερά, γιατί πίσω από κάθε υποκειμενική σύλληψη της πραγματικότητας βρίσκεται η πράξη και το προσωπικό βίωμα που συνήθως για τα μεγάλα ζητήματα της καθημερινής επιβίωσης είναι και συλλογικό». Όλο λάθος: Πρώτον, δεν κατανοούν καν τον πυρήνα του δεύτερου επιχειρήματος μου για το πώς τα μη ευκατάστατα μέλη μιας οικογένειας μπαίνουν στην προοπτική των ευκατάστατων μελών της. Δεν κατανοούν ότι οι άνθρωποι που παίρνουν το βασικό μισθό δεν μένουν μόνοι τους σε νοίκι 400 ευρώ. Αντιθέτως, εκείνο που συμβαίνει είναι ότι αυτοί που θα «έπρεπε» να ζουν μια ενήλικη ζωή ζουν ακόμα με τους δικούς τους, εκείνοι που θα «έπρεπε» να ζουν μια οικογενειακή ζωή δεν κάνουν παιδιά, και όσοι έχουν παιδιά δεν μπορούν να τα μεγαλώσουν χωρίς βοήθεια από τους δικούς τους γονείς. Αυτό είναι το συλλογικό βίωμα –οι στρατηγικές των ανθρώπων να αποφύγουν την απόλυτη φτώχεια–και όχι η απόλυτη φτώχεια.
 
Δεύτερον, κακοποιούν μια επιστημονική θεωρία που πρόδηλα δεν γνωρίζουν. Είναι κοινός τόπος στις κοινωνικές επιστήμες (δείτε και Β. Ρόγγας στην Εποχή, 11-12.1.2025) ότι η στέρηση τις περισσότερες φορές δεν είναι απόλυτη, αλλά σχετική, και ότι αυτή προσλαμβάνεται ως τέτοια από τους ανθρώπους, μέσα από γνωστικές διεργασίες που επηρεάζουν την πολιτική συμπεριφορά τους. Η σχετική αποστέρηση βρίσκεται συχνά στη βάση των κοινωνικοπολιτικών αντιδράσεων (ως αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη). Ο δύο συγγραφείς, καθώς αγνοούν την έννοια της σχετικής αποστέρησης, συγχέουν τη διάσταση προσδοκιών και πραγματικότητας με μια «φανταστική φτώχεια», θυμίζοντας την αλήστου μνήμης «ψευδή συνείδηση». Δεν κατανοούν πως οι διαψεύσεις και οι φόβοι της επισφάλειας (δηλαδή αυτά που θα μπορούσαμε να έχουμε και αυτά που κινδυνεύουμε να χάσουμε) συμμετέχουν εξίσου στη γενίκευση του αισθήματος φτώχειας με τις απώλειες αυτές καθεαυτές (που ούτως ή άλλως προσδιορίζουν μια σχετική αποστέρηση, δηλαδή στέρηση σε σύγκριση με εμπεδωμένες στο παρελθόν προσδοκίες).
 
Τέλος, στο άρθρο μου άσκησα κριτική στον Ά. Γεωργιάδη επειδή η ίδια η φράση του «οι Έλληνες αισθάνονται φτωχοί, δεν είναι» είναι ακριβώς αυτό που καταρρίπτει το αφήγημα Μητσοτάκη ότι μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των ανθρώπων. Σε αυτό μου το επιχείρημα οι δύο συγγραφείς είδαν «προκλητική δικαίωση» του Ά. Γεωργιάδη. Μόνο ο Ά. Γεωργιάδης θα μπορούσε να σκεφτεί μία τόσο τερατώδη διαστρέβλωση.
 
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: