Υπό σκιάν
Το «Ανοιχτό βιβλίο», από συστάσεώς του, φιλοξενεί πρωτότυπα καλοκαιρινά διηγήματα. Δέκα συγγραφείς, διαφορετικής ηλικιακής κλίμακας, θεματικού προσανατολισμού και αφηγηματικής παλέτας, έγραψαν ευσύνοπτες καλοκαιρινές ιστορίες, ειδικά για τους αναγνώστες μας (καθώς αυτές οι σελίδες επιμένουν τόσο στην κριτική πυξίδα όσο και στη λογοτεχνική απόλαυση). Με άλλα λόγια, μυθιστοριογράφοι και διηγηματογράφοι (και όχι μόνο) έθεσαν στο κέντρο της μυθοπλασίας τους μια θερινή εμπειρία τους και μας έστειλαν κείμενα νοσταλγικά, περιπλανητικά, παιγνιώδη, αλλά και δύσθυμα, ευθέως ή πλαγίως πολιτικά, ενδοσκοπικά, ή ανατρεπτικά – διηγήματα που θα μας συντροφεύσουν ώς τις αρχές Σεπτεμβρίου.
Μετά τον Ακη Παπαντώνη συνεχίζει η Σοφία Νικολαΐδου.
ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ
ΝΗΣΙΔΕΣ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Ο δρ Δεν Κωλώνω
Ο δρ Δεν Κωλώνω
«Διέταξε να πετάξουμε ζεστό νερό στην καρδιά. Της πράξης πράγματα, ξέρετε, όπως κάνουν στο κρέας. Υπάκουσαν, γιατί ήταν ο οπλαρχηγός. Είδαν με τα μάτια τους να σταματάει το αίμα. Κι έκαναν το σταυρό τους, άνθρωποι αγνωστικιστές, επιστήμονες, ορκισμένοι άθεοι. Η μάνα, τριάντα χρόνια χήρα, γυναίκα που είχε μάθει να τα βγάζει πέρα μόνη της, γύρισε στη μεριά της κόρης». «Πες μου ποιος από τους καρδιοχειρουργούς που πρότεινες θα το έκανε αυτό. Στο Χάρβαρντ ακόμα θα έψαχναν τη βιβλιογραφία».
Όταν εξέτασε το στεφανιογράφημα ο τελευταίος από τους γιατρούς της κλινικής, οι υπόλοιποι έψαχναν δικαιολογίες. Ο ασθενής, Αστέριος Καμπής, επίκουρος της μεταφρασιολογίας, τρέχα γύρευε θεωρίες δηλαδή, τριάντα οχτώ ετών, ανύπαντρος, φανατικός αντικαπνιστής, γλίτωσε το έμφραγμα, γιατί έκαναν δουλειά τα αντιπηκτικά. Μα τώρα τους δυσκόλευαν για την εγχείρηση.
Ο επίκουρος είχε πολλές δουλειές ανοιχτές, διεθνή συνέδρια αλλά και ένα ερευνητικό πρόγραμμα στα σκαριά. Δεν είχε χρόνο για εγχειρήσεις. Θα το σκεφτόταν μετά το καλοκαίρι, μούγκρισε για να τους ξεφορτωθεί. Θα έψαχνε τους κατάλληλους γιατρούς. Στην Αγγλία ή, ακόμα καλύτερα, στην Αμερική.
– Δεν καταλαβαίνετε, προσπάθησε να τον συνετίσει ο ειδικός. Η επέμβαση πρέπει να γίνει. Και μάλιστα αμέσως.
Τέλη Ιουλίου, οι περισσότεροι γιατροί είχαν ήδη κλείσει τα ιατρεία, βρίσκονταν σε διακοπές, κολυμπούσαν ανέμελοι. Κι απ’ όσους είχαν μείνει, κανείς δεν τον αναλάμβανε. Οι ενδείξεις δεν ήταν με το μέρος του ασθενούς. Ποιος θέλει να φορτωθεί τον θάνατο τριανταοχτάχρονου, τα κλάματα και τα γιατί των συγγενών; Ειδικά της μάνας, που έδειχνε κυρία και φαινόταν ψύχραιμη, όμως όλοι ήξεραν ώς πού μπορεί να φτάσει μία μάνα.
Κανείς δεν έμπαινε στο χειρουργείο για υπόθεση που θεωρούσαν χαμένη. Ωσπου σηκώθηκε απ’ την καρέκλα του ο Παγανός, πενήντα επτά χρονών καρδιοχειρουργός, εκατόν είκοσι πέντε κιλά, όλα δικά του, φτιαγμένα από γαρδούμπες και κοντοσούβλι στα κάρβουνα, και το πήρε πάνω του.
Μπήκαν στο χειρουργείο ο Παγανός, τρία πρωτοπαλίκαρα και οι παρατρεχάμενοι νοσηλευτές, ψημένοι στα δύσκολα. Η μάνα στεκόταν απέξω, μαζί κι αδελφή του επίκουρου, που είχε στα γόνατα τον γιο της. Επτά χρονών ο μικρός, κολλούσε χαρτάκια σε ένα άλμπουμ, όλοι οι ποδοσφαιριστές του Euro στη σειρά, ο μικρός δεν έβαζε γλώσσα μέσα, γκρίνιαζε, κυλιόταν στους δερμάτινους καναπέδες, δεν καταλάβαινε γιατί βρισκόταν εκεί αντί να πλατσουρίζει στη θάλασσα.
Η μάνα του επίκουρου στεκόταν λίγο πιο κει, με τον ξανθό της κότσο, λινό παντελόνι, μακό μπλουζάκι (κρεμόταν μια κλωστή δεξιά), ψηλή, ξερακιανή, ωραία κάποτε, απ’ τις γυναίκες που έχουν την ψυχή στα μάτια, μα τα λόγια δύσκολα. Από τις μάνες που ζορίζουν τα παιδιά τους. Πριν μπούνε οι γιατροί στο χειρουργείο, φίλησε το γιο της και του ψιθύρισε στο αυτί, πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό; Ο Αστέρης χαμογέλασε.
– Να μου τον φέρεις πίσω, γιατρέ.
Ο Παγανός δεν απάντησε. Παλιά καραβάνα, όλη η ζωή του μες στο χειρουργείο. Του είχαν πεθάνει άνθρωποι, πώς όχι, έτσι μαθαίνουν οι γιατροί. Αυτά δεν τους τα είχαν πει στη σχολή, τα έμαθε μες στα νοσοκομεία.
Η μάνα κοίταγε τον γιατρό στα μάτια. Εμοιαζε με παλιά αρχόντισσα, καραβοκύρισσα ή καπετάνισσα. Γυναίκα που ήξερε να δίνει διαταγές και να περνάει το δικό της, χωρίς καβγάδες, υστερίες ή κλάματα. Δε χρειάστηκε να ζητήσει τίποτα, θα έκανε από μόνος του τα πάντα.
Πράγματι, η εγχείρηση πήγε καλά. Αλλά τα νέα δεν ήταν ευχάριστα. Γιατί είχαν γίνει όλα όσα έπρεπε, όμως δε σταματούσε η αιμορραγία. Φταίγαν τα γαμημένα τα αντιπηκτικά, τον είχαν σώσει τον μικρό από το έμφραγμα, μα το αίμα του ποτάμι και κυλούσε. Είκοσι έξι φιάλες – οι φοιτητές κατάφεραν και συντονίστηκαν στα σόσιαλ κι ας ήταν διακοπές και καλοκαίρι.
Ο Παγανός κόκκινος κατακόκκινος, τράβηξε ίσα στη μάνα, οι άλλοι πίσω του, στριμώχνονταν ν’ ακούσουν, θα χρειαστώ λίγη ώρα, ανακοίνωσε και τον ξανάχωσε στο χειρουργείο.
Όλα τα δοκίμασαν. Τίποτε δεν έκανε δουλειά. Στα χέρια τους θα πέθαινε. Εφταιγε ο Παγανός που τον ανέλαβε. Που είχε το θράσος να τον ξαναβάλει μες στο χειρουργείο. Δεν ήτανε θεός, έπρεπε επιτέλους να το πάρει απόφαση.
– Ας τον αφήναμε να πεθάνει στην εντατική, εμείς τη δουλειά μας την κάναμε, φτιάξαμε την καρδιά. Ο οργανισμός δεν άντεξε, αυτό θα λέγαμε. Η ευθύνη δε βαραίνει το γιατρό.
Είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά, τα μηχανήματα πανάκριβα αλλά άχρηστα, οι θεωρίες τους είχαν εξαντληθεί, οι ιδέες τους το ίδιο. Τον έχαναν τον άνθρωπο μέσα απ’ τα χέρια τους.
Ο Παγανός έδωσε μία με το χέρι του, να πάψουν.
Ολος ο Αύγουστος στην εντατική. Στα τέλη του μήνα, τον μετέφεραν στον θάλαμο. Ενας γιατρός, τρίτος τη τάξει, επίκουρος της καρδιολογίας, ισόβαθμος με τον Αστέρη, μόνο που η δική του έρευνα είχε να κάνει με ζωές κι όχι με λέξεις, δεν άντεξε. Πήρε τη μάνα παράμερα. Ο Παγανός, της είπε, όταν κιότεψαν οι άλλοι, έβαλε το μυαλό του να δουλέψει. Μπορεί και να το είχε δοκιμάσει, τόσοι ασθενείς είχαν περάσει από το νυστέρι του. Πάντως κανείς από όσους βρίσκονταν στο χειρουργείο δεν το είχε ξανακούσει.
– Διέταξε να πετάξουμε ζεστό νερό στην καρδιά. Της πράξης πράγματα, ξέρετε, όπως κάνουν στο κρέας.
Υπάκουσαν, γιατί ήταν ο οπλαρχηγός. Είδαν με τα μάτια τους να σταματάει το αίμα. Κι έκαναν το σταυρό τους, άνθρωποι αγνωστικιστές, επιστήμονες, ορκισμένοι άθεοι.
Η μάνα, τριάντα χρόνια χήρα, γυναίκα που είχε μάθει να τα βγάζει πέρα μόνη της, γύρισε στη μεριά της κόρης.
– Πες μου ποιος από τους καρδιοχειρουργούς που πρότεινες θα το έκανε αυτό. Στο Χάρβαρντ ακόμα θα έψαχναν τη βιβλιογραφία.
♦Τελευταίο μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου είναι τα «Δικά μας παιδιά» (Μεταίχμιο, 2024).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου