Η Ελλάδα του Ελύτη δεν υπάρχει πια
της Αλκμήνης Ψιλοπούλου*
26.6.2024]
«Την γλώσσα μου έδωσαν ελληνική/ το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου»
[Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί}
Καλοκαίρι. Πρώτο τέταρτο 21ου αιώνα. Χωμένη μέσα στο κλουβί μου, κι όμως ελεύθερη, ή μάλλον απελεύθερη, μακριά από τις θάλασσες τις δηλητηριασμένες με αντιηλιακά, μακριά από αγριεμένα πλήθη, τετράπαχες μαμάδες να σκούζουν σε αφηρημένα παιδάκια που παίζουν με μηχανάκια κινητά ή που τρέχουν έξαλλα να ξεφύγουν από το συρφετό της παραλίας.
Αμμουδιές πάλλευκες, σκοτεινιασμένες από τις ξαπλώστρες και τις ομπρέλες στην αράδα, σε δυο τρεις ή τέσσερεις σειρές, δεν προλάβαμε να πιάσουμε στην πρώτη, δυο βρέθηκαν στην τελευταία, από κει δεν φαίνεται η θάλασσα, δεν πειράζει, τι να κάνουμε, μας πλησιάζει το παιδί το γκαρσόνι και μας λέει, δυστυχώς αυτές είναι πιασμένες, και πού θα καθίσουμε, έχει εδώ δυο καρέκλες σεζ λονγκ, ναι αλλά έχουμε κι ένα μωρό, εντάξει πάρτε μια ξαπλώστρα, και θα σας τη χρεώσουμε με τον καφέ.
Η ξαπλώστρα γλιστρούσε από τον ιδρώτα, ιδρωμένες κηλίδες άμμου σχημάτιζαν σβώλους, ποιος ξέρει ποιοι και πόσοι και πώς έχουν καθίσει εδώ, κι από πότε…
40 ευρώ η πρώτη σειρά, 30 η δεύτερη, και 20 οι δύο τελευταίες. Δίκιο. Οι πρώτες με θέα θάλασσα, είναι πιο ακριβές. Φυσικά.
Δεν υπάρχει λόγος βέβαια να κάνουμε το λογαριασμό για τις ξαπλώστρες. Τα λένε και τα ξαναλένε στα δελτία ειδήσεων. Αλλά εκείνη η πατέντα στη Ρόδο με τα τσιμεντωμένα μέσα στη θάλασσα τραπεζοκαθίσματα, βγήκε στην εικόνα της TV από κάποιον πονηρό κι επιτήδειο που τράβηξε τον αγώνα του επιπλέοντος γκαρσονιού να ισορροπήσει το δίσκο με τα ποτά ίδιος ακροβάτης, δαμάζοντας το κύμα.
Έ και τι δεν έγινε για να επιβιώσει ο ιδιοκτήτης και το μαγαζί του. Στο τέλος νίκησε ο νόμος. Εκεί. Γιατί αλλού, ποιος ξέρει. Σε όλη την Ελλάδα, απ’ άκρη σ’ άκρη το βασίλειο της ξαπλώστρας θριαμβεύει. Απλώνεται κι επεκτείνεται και θεριεύει και τον κόσμο της παραλίας κυριεύει.
Κι εμείς, οι παλαιοί των ημερών, προσπαθούμε να κάνουμε κατάληψη μιας μικρής γωνίτσας, ίσα για να απλώσουμε το ένα τρίτο της πλαστικής ψάθας μας, να ακουμπήσουμε στην άκρη το σακίδιό μας που θα μας χρησιμεύσει και σαν μαξιλάρι, μετά το κολύμπι τα πόδια μαζεμένα με διπλωμένα τα γόνατα, να πιάνει το σώμα μας όσο γίνεται λιγότερο χώρο και το πρόσωπό μας να βρίσκεται σε ένα κομματάκι σκιάς για να μην πάθουμε ηλίαση…
Η Ελλάδα του Ελύτη έχει πεθάνει προ πολλού.
«Το Αιγαίο δεν έχει οθόνη, δεν απέκτησε ποτέ» γράφει στο «Εν λευκώ» στην «Εισαγωγή στο χώρο του Αιγαίου». «Ένας άνθρωπος που ξυπνά τα χαράματα μπροστά σε ένα λιμανάκι μωβ κι εύχεται να μην είχε μάθει ποτέ του γράμματα-τι θαύμα! Κατεβαίνει στο βραχάκι να λύσει τη βάρκα. Σε λίγο η μια ράχη του βουνού κοκκινίζει. Όπου νάναι θα φανεί ο Κούρος, και πίσω του οι γραμμές των άλλων νησιών, το ξεφόρτωτο τρεχαντήρι, ένας Προφήτης Ηλίας. Ύστερα θα σβήσουν όλα και θα μείνει το μελαχρινό, καθάριο πρόσωπο με τα μεγάλα μάτια, που είναι ο ψαράς με το πανέρι του»…
«Κι εσύ, εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου λέγε τι βλέπεις;»
-Βλέπω τις πύρινες γλώσσες να καίνε τα μεγάλα δάση, τα όμορφα χωριά, έρημα ήδη εδώ και καιρό, αλλά με κάποιους γέρους να επιμένουν πεισματικά περιμένοντας τον τελευταίο ασπασμό της ζωής ριζωμένοι εκεί όπου γεννήθηκαν.
-Βλέπω αλλόφρονα πλήθη τουριστών να συνωστίζονται στα μπαράκια των νησιών και να με ρωτάνε από ποια χώρα είμαι, μήπως Ισπανίδα, ή ίσως Γαλλίδα, και να μυρίζουν τα χνώτα τους οινόπνευμα και ο ιδρώς τους αδρεναλίνη.
«Κανένα λιμάνι δε μας δέχεται πια. Είναι γεγονός.» λέει ο εξόριστος ποιητής. «Η παλιά αδιαφορία έφτασε να γίνει εχθρότητα. Μόλις κάνουμε ότι πλησιάζουμε, βλέπεις να συνάζεται στο μουράγιο ένα πλήθος αλλοπρόσαλλο, γύναια κουμπωμένα ως το λαιμό, γέροντες χαιρέκακοι, νέοι με μακρύ μαύρο επανωφόρι και σκουλαρίκι στ’ αυτί. Χειρονομούν, φωνάζουν, μας κάνουν σινιάλα να φύγουμε, ν’ απομακρυνθούμε, λες και μυρίζονται τι είδους είναι το φορτίο μας, τι σημασία έχει το «αγαθόν» ή η «εναντίωση», που γι αυτούς το ίδιο κάνει».
Κι εμείς τρέχουμε αλλόφρονες, να πιάσουμε μια καρέκλα στην ψαροταβέρνα να φάμε ένα κομμάτι κατεψυγμένο καλαμαράκι, τρεις πατάτες, δυο σαρδέλες ψητές και λίγη ντομάτα από τη χωριάτικη, διότι δεν υπάρχει περίπτωση να φάμε ο καθένας μια δικιά του μερίδα, δεν μας παίρνει η τσέπη μας. Και μέχρι να φέρει τα πιάτα το γκαρσόνι-που τρέχει πανικόβλητο να εξυπηρετήσει άλλα είκοσι-τριάντα τραπέζια γεμάτα με παρέες τουριστών που περιμένουν πριν από μας- έχει τελειώσει ο χρόνος και πρέπει να φύγουμε γιατί το πούλμαν μας περιμένει.
Και φεύγουμε, κάθιδροι, αποκαμωμένοι από την προσπάθεια να γεμίσουμε κάπως το στομάχι μας μετά το εικοσάλεπτο μπάνιο και την ηλιοθεραπεία που κάναμε κουλουριασμένοι στη γωνίτσα μας δίπλα στις ξαπλώστρες και τις ομπρέλες.
Και πηγαίνουμε στον Αχέροντα, στις πηγές του και στην Αχερουσία λίμνη. Κι εκεί, στα κρυστάλλινα νερά του ποταμού του Κάτω Κόσμου, ξεπλένουμε τις αμαρτίες όλου του κόσμου που μάζεψε το κορμί μας μέσα σε μια μέρα. Κι εκεί, καταλαβαίνουμε πώς θα ήταν ο κόσμος στις απαρχές της δημιουργίας του, με όλα τα ζωντανά και τα δέντρα και τα φυτά και τα πουλιά τις «υφάντρες» που υφαίνουν τις φωλιές τους αιωρούμενες στα κλαδάκια των μισοβυθισμένων καλαμιών, και τις μυστικές φωλιές των καστόρων που βουτούν και κρύβονται στον ήχο της βάρκας που περνάει, και το νερό ήρεμο, πηχτό, όπως μια διάφανη αγκαλιά που περιμένει να μας ξεπροβοδίσει…
«Τώρα τα νερά μοιάζουν πια γαληνεμένα, ο αέρας έχει κοπάσει. Ακούγονται πιο δυνατά οι μηχανές και οι χτύποι της καρδιάς μου» λέει ο ποιητής. «Προπάντων αυτοί-πώς αλλιώς!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου