Περί ομόφυλων ζευγαριών, τεκνοθεσίας, παρένθετης μήτρας και άλλων δαιμονίων
Στη δημόσια συζήτηση που έχει ανοίξει με αφορμή τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για τη δυνατότητα των ομόφυλων ζευγαριών να υιοθετούν παιδιά κ.λπ. πολλές φορές ανταλλάσσονται επιχειρήματα ένθεν κακείθεν αναμειγνύοντας όμως υποκειμενικές απόψεις με ισχυρισμούς για εμπειρικώς αποδεδειγμένα «δεδομένα» -που όμως αρκετά συχνά δεν στηρίζονται επαρκώς. Έτσι, δημιουργείται εν πρώτοις η ανάγκη να διαχωριστεί το «τι ισχύει» από το «τι πιστεύει» ο καθένας και η καθεμιά, προκειμένου να μην ενδύονται υποκειμενικές πεποιθήσεις το χιτώνα της αποδεδειγμένης αλήθειας.
Τι ισχύει λοιπόν; Με βάση πληθώρα εμπειρικών ερευνών (που ολοένα και αυξάνονται) από διάφορες χώρες του κόσμου, ξέρουμε πια σε ικανό βαθμό επιστημονικής βεβαιότητας ότι τα παιδιά τα οποία μεγαλώνουν με ομόφυλους γονείς δεν διαφέρουν σε σχέση με όσα μεγαλώνουν με ετερόφυλους γονείς, ούτε ως προς την ψυχική τους υγεία (για παράδειγμα: Wainright και Patterson, 2006, Cenegy και συν., 2018, Tornello και συν., 2018, Bos και συν., 2016, 2018 και άλλες), ούτε ως προς την κοινωνική τους ένταξη και ευεξία (για παράδειγμα: Green, 1978, 1986, Golombok και συν.,1983, 1997, 2006, Patterson, 1994, Tasker και Golombok, 1995, 1997, Wainright και συν., 2004 και άλλες), ούτε ως προς τις εκπαιδευτικές τους επιδόσεις (για παράδειγμα: Stacey και Biblarz, 2001, Rosenfeld, 2010, Manning και συν., 2014, Allen 2015, Boertien και Bernardi, 2019), ούτε καν ως προς το ποσοστό σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου του ΛΟΑΤΚΙ+ φάσματος (για παράδειγμα: Green, 1978, Miller, 1979, Rees, 1979, Kirkpatrick και συν., 1981, Green και συν., 1986, Paul, 1986, Bozett, 1987, 1989, Huggins, 1989, Gottman, 1990, Bailey και συν., 1995, Golombok και Tasker, 1996, 1997 και πολλές άλλες).
Αντίθετα λοιπόν με ό,τι μερικές φορές μπορεί να λέγεται ή και να θεωρείται πηγαία αυταπόδεικτα αληθές, έχει τεκμηριωθεί το γεγονός ότι η ανατροφή παιδιών από ζεύγος ομόφυλων γονέων δεν επιφέρει σημαντικές διαφορές στα παιδιά σε σχέση με την ανατροφή τους από ετερόφυλους γονείς. Και ακόμα, μέσα από τις έρευνες αποδείχτηκε και κάτι επιπλέον, μάλλον απροσδόκητο με βάση τα παραδοσιακά κοινωνικά στερεότυπα: ότι οι ομόφυλοι γονείς που μεγαλώνουν παιδιά δεν έχουν πολύ διαφορετικές δεξιότητες, αλλά και πεποιθήσεις και στάσεις για την ανατροφή των παιδιών τους από εκείνες που έχουν οι ετερόφυλοι γονείς (για παράδειγμα: Thompson και συν., 1971, Mucklow και Phelan, 1979, Pagelow, 1980, Miller και συν., 1981, Rand και συν., 1982, Kweskin και Cook, 1982, Lyons, 1983, Parks, 1998, Siegenthaler και Bigner, 2000, Patterson, 2001, Bos και συν., 2004). Επίσης, έχει αποδειχθεί σε πλείστες όσες έρευνες ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν με ομόφυλους γονείς δεν κινδυνεύουν περισσότερο σε σχέση με τα παιδιά που μεγαλώνουν με ετερόφυλους γονείς από κακοποίηση σεξουαλική, σωματική ή ψυχολογική (για παράδειγμα: Groth και Birnbaum, 1978; Sarafino, 1979, Jones και McFarlane, 1980, Finkelhor και Russell, 1984, Jenny και συν., 1994, Gartrell και συν., 2005 και άλλες). Άλλωστε, όσοι μελετούν τα φαινόμενα της κακοποίησης των παιδιών γνωρίζουν ότι η παιδοφιλία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την ομοφυλοφιλία ή οποιαδήποτε άλλη ανάλογη συνθήκη.
Φυσικά, το ιστορικό βάθος της ανατροφής των παιδιών από ομόφυλα ζεύγη είναι σχετικώς μικρό, οπότε και κανείς πρέπει να διατηρεί ένα βαθμό επιφυλάξεων για την ορθότητα των όποιων ερευνητικών αποτελεσμάτων. Ωστόσο, από ό,τι φαίνεται μέχρι σήμερα, με το πέρασμα των χρόνων όλο και περισσότερο τα ερευνητικά αποτελέσματα τείνουν να είναι εξισωτικά ανάμεσα στις διάφορες ομάδες παιδιών που ανατράφηκαν σε ομόφυλα ή ετερόφυλα περιβάλλοντα. Έτσι π.χ. κάποιες πρώτες έρευνες είχαν αναφέρει παλαιότερα ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ομόφυλα ζευγάρια ή ακόμα πιο συχνά οι ίδιοι οι ομόφυλοι ενήλικες, που αποφασίζουν να αναθρέψουν παιδιά μαζί, γίνονται συχνά στόχος διακρίσεων και μπορεί να βιώσουν αυξημένα επίπεδα στρες. Ωστόσο, στις πλέον πρόσφατες έρευνες δεν ανιχνεύθηκε κάτι τέτοιο, πράγμα που ενδεχομένως μπορεί να ερμηνευτεί ως εξής: στις απαρχές της πρώτης θεσμοθέτησης της δυνατότητας των ομοφύλων στην από κοινού ανατροφή παιδιών το φαινόμενο ήταν σχετικώς σπάνιο και καινούργιο ως κοινωνική κατάσταση, οπότε και αντιμετωπίζονταν με επιφύλαξη από τον κοινωνικό περίγυρο. Όσο όμως περνούσαν τα χρόνια και τέτοια φαινόμενα κατοχυρώνονταν στην κοινωνική συνείδηση ως ένα εκ των ενδεχομένων, τόσο οι επιφυλάξεις του περίγυρου μειώνονταν, μαζί με τα επίπεδα άγχους και των ομόφυλων γονέων και των παιδιών τους.
Σε μια άλλη τέτοια περίσταση, σε προσφάτως δημοσιευμένη έρευνα από την Ολλανδία (Mazrekaj και συν., 2022), αναφέρεται πως τα παιδιά των ομόφυλων οικογενειών εμφανίζουν κατά 5% καλύτερες εκπαιδευτικές επιδόσεις σε σχέση με τα παιδιά των ετερόφυλων οικογενειών. Καθώς ο θεσμός έχει εισαχθεί εδώ και μια εικοσαετία στην Ολλανδία, μπορεί κανείς να υποθέσει πως οι πρώτοι ομόφυλοι, οι οποίοι υιοθέτησαν παιδιά, ήταν μάλλον οι πλέον εύποροι, πλέον μορφωμένοι, πλέον δυναμικοί και κινητοποιημένοι, και ως εκ τούτου τα παιδιά τους είχαν μάλλον όλες τις προϋποθέσεις να καταγράψουν υψηλότερες εκπαιδευτικές επιδόσεις. Αν η υπόθεση αυτή είναι ορθή, τότε κατά πάσα πιθανότητα όσο περνούν τα χρόνια και ο θεσμός της τεκνοθεσίας των ομοφύλων υποστασιοποιείται από άτομα όλων των κοινωνικοοικονομικών και μορφωτικών στρωμάτων του πληθυσμού τόσο και οι εκπαιδευτικές επιδόσεις των παιδιών θα εξισώνονται με εκείνες των παιδιών ετερόφυλων οικογενειών.
Άλλωστε, τέτοια φαινόμενα είναι γνωστά και από άλλες οικογενειακές συνθήκες ή καταστάσεις που παλαιότερα ήταν σπάνιες και προοδευτικά έγιναν συχνές. Αν κάποιος ερευνούσε τις επιπτώσεις στα παιδιά από το διαζύγιο των γονέων τους στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1950 μάλλον θα εντόπιζε σημαντική επιβάρυνση των παιδιών αυτών, οφειλόμενη εν μέρει τουλάχιστον στον κοινωνικό τους στιγματισμό. Τώρα πια σημαντικό μέρος των γάμων οδηγείται σε διαζύγιο και σε κάθε σχολικό τμήμα τα παιδιά που μεγαλώνουν και με τους δυο βιολογικούς τους γονείς είναι ενίοτε μειοψηφία, συνεπώς η βλαπτική αυτή επίδραση δεν σημειώνεται και σίγουρα τα παιδιά των διαζευγμένων δεν βιώνουν πλέον κανένα κοινωνικό στιγματισμό.
Μια άλλη πραγματολογική ανακρίβεια που συχνά αναπαράγεται επί του θέματος είναι ότι μόλις δοθεί δικαίωμα τεκνοθεσίας στους ομόφυλους θα αδειάσουν τάχα τα ιδρύματα από παιδιά. Αυτή η ρητορική υπονοεί πως υπάρχουν σήμερα πλήθος παιδιά στα ιδρύματα προς τεκνοθεσία, τα οποία δεν τα παίρνει κανείς (και συνεπώς μπορεί να τα υιοθετήσουν ομόφυλα ζευγάρια). Η προκείμενη αυτή ελέγχεται ως ανακριβής: οι υποψήφιοι θετοί γονείς στην Ελλάδα αιτούνται συνήθως μικρής ηλικίας παιδιά (βρέφη ως επί το πλείστον), χωρίς αναπηρία ή κάποια διαταραχή, και τίποτα δεν προμηνύει πως οι ομόφυλοι γονείς θα διαφέρουν ως προς τούτο. Τέτοια παιδιά όμως δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα, ενώ όσα παραμένουν στα ιδρύματα είναι παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, παιδιά με αναπηρία, με συμπεριφορικά ή άλλα προβλήματα κ.ο.κ.
Άλλωστε, κάποια στιγμή θα πρέπει και στην Ελλάδα να συνειδητοποιήσουμε πως το σύστημα προστασίας των ευάλωτων παιδιών δεν υπάρχει για να εξυπηρετεί τις απαιτήσεις της ζήτησης παιδιών προς υιοθεσία, αλλά για να θεραπεύει τις ανάγκες των ίδιων των παιδιών που βρίσκονται σε κίνδυνο στις φυσικές τους οικογένειες. Γιατί, αλήθεια, όλο το «στήσιμο» των διαδικασιών, όλη η δημόσια ρητορική που αναπτύσσεται από επώνυμα χείλη για το σύστημα παιδικής προστασίας δίνει την εντύπωση πως γίνεται ό,τι γίνεται για να βρίσκουν παιδιά όσοι θέλουν να υιοθετήσουν. Ενώ στην πραγματικότητα οι διαδικασίες παιδικής προστασίας θα έπρεπε πρώτα από όλα να αποσκοπούν στην παροχή φροντίδας σε παιδιά που προσωρινά ή μόνιμα δεν μπορεί να φροντιστούν από τις φυσικές τους οικογένειες, με στόχο την το συντομότερο επιστροφή τους εκεί με ασφάλεια για τα ίδια, αν αυτό είναι δυνατό.
Τέλος, μια ακόμα άστοχη επιχειρηματολογία αναπτύσσεται αναφορικά με τη δυνατότητα θεσμοθέτησης της λεγόμενης «αλτρουιστικής» παρένθετης μητρότητας, του θεσμού, δηλαδή της διάθεσης γυναικών να επιτελέσουν το ρόλο των παρενθέτων αμισθί. Στη χώρα μας υπάρχει ήδη θεσμοθετημένη η «αλτρουιστική» ιδιωτική τεκνοθεσία: ο εν ισχύι νόμος απαγορεύει κάθε χρηματική συναλλαγή στις ιδιωτικές υιοθεσίες, επιτρέποντάς τες μόνο σε «αλτρουιστική» βάση. Ωστόσο αποτελεί κοινή πεποίθηση πως αυτό συχνά δεν ακολουθείται και οι παράνομες χρηματικές συναλλαγές αντιμετωπίζονται απλώς με μια υποκριτική άρνηση του κοινωνικού συνόλου να τις παραδεχθεί και να τις αντιμετωπίσει.
——-
* Ακολουθεί σύντομα δεύτερο μέρος πάνω στο ίδιο θέμα.
•
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου