Μαζί με τις προσδοκίες
ΜΥΡΣΙΝΗ ΖΟΡΜΠΑ, Σημειώσεις από την εποχή των προσδοκιών, εισαγωγή, επιμέλεια Αντώνης Λιάκος, εκδόσεις Πόλις, σελ. 320
«Ό,τι μείνει από εμάς είναι αγάπη»
(Φίλιπ Λάρκιν)
Πώς θα αντιδρούσε κάποιος που διαβάζει «σημειώσεις» από ένα πρόσωπο που το έχει ζήσει από μικρό παιδί; Γράφοντας ένα κείμενο; Το μόνο εφικτό. Προσωπικά πάνω από το βιβλίο της αδικοχαμένης Μυρσίνης Ζορμπά (1949/2023) ένιωσα εξαιρετικά αμήχανος. Θα το πω εξαρχής ευθέως: από όσα παραλείπονται (ευλόγως;) στην αφήγηση της συγγραφέως. Δεν μιλώ για την εντιμότητα ή όχι των περιγραφών που κάνει η τελευταία. Ένα μικρό ημερολόγιο, που επιμελήθηκε ο αγαπημένος της φίλος Αντώνης Λιάκος, στο τέλος του βιβλίου, λέει πολλά…
Γιατί γράφω όλ’ αυτά; Επειδή με την Μυρσίνη με συνδέουν πολλά και περίπλοκα θέματα από την εποχή του Δημοτικού. Και αργότερα. Με αναφέρει ελάχιστα, κι εδώ σε κάποια αναφορά της στα δύσκολα χρόνια της μουσικής μας χειραφέτησης: όταν, δηλαδή, μας πήγαιναν από το Δημοτικό με λεωφορείο νοικιασμένο, με εντολή του Υπουργείου Παιδείας, μία φορά το μήνα, κάθε Πέμπτη, στο REX, να παρακολουθήσουμε συναυλία κλασικής μουσικής (με μαέστρο, αν δεν απατώμαι, τον Ανδρέα Παρίδη, σε έργα για παιδιά, Ροσίνι, Βιβάλντι, Σοπέν κ.ά.). Και αναπαράγει μια συζήτηση δύο ανηλίκων για το συμβάν. Δεν θα αποφύγω να την περιγράψω: μια λεπτή κοπέλα με κοτσίδες, υπερήφανη, αποστασιακή, άριστη μαθήτρια, η οποία μας εξέπληττε διαβάζοντας φανταστικές εκθέσεις της από ένα ταξίδι στο εξωτερικό, π.χ. στην Ρωσία, όπου συναντούσε εκεί έναν περίεργο, κλειστό τύπο με θαυμάσια όμως πένα, τον Ντοστογιέφσκι. Στην τάξη τα σχόλια, για δήθεν σχέση μεταξύ μας, έδιναν και έπαιρναν. Όλα προϊόντα του μυαλού, το οποίο λειτουργούσε και σκωπτικά. Αλλά το παιχνίδι τραβούσε: στους τοίχους γύρω από το σπίτι μου ήταν γραμμένο Μυρσίνη-Τάσος. Ο περίγυρος, δηλαδή, οδηγούσε τα πράγματα στα άκρα, χωρίς ενδοιασμούς. Εμείς απλώς διαφέραμε από τα υπόλοιπα παιδιά από πλευράς γνώσεων. Αυτό ήταν το μυστικό που μας «έδενε».Είναι αξιοπαρατήρητο πώς μια κοπέλα, η Μυρσίνη, από ταπεινότατη οικογένεια, κατόρθωνε να διαβάζει τόσο πολύ, ώστε να διαφέρει από τις συμμαθήτριές της. Οι συνθήκες ζωής της, που αναπτύσσονται όσο γίνεται πιο ρεαλιστικά στο βιβλίο, ήταν σχεδόν ταπεινωτικές. Όμως, χάρη στο σθένος της μητέρας της βρισκόταν πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι, παρά τις μεγάλες αντιξοότητες. Όσο για τον πατέρα της, είχε πάντα να πει έναν καλό λόγο, σε συζητήσεις μας: εργάτης/τεχνίτης, τα έφερνε πολύ δύσκολα βόλτα, αναγκάζοντας τους δικούς του να μένουν σε μια κάμαρη στου Φιλοπάππου, με την τουαλέτα έξω. Σε ένα διήγημα, στο πρώτο μου βιβλίο, Τα αρπακτικά (Το δέντρο, 1990), το «Το πάρκινγκ», αναπαράγω αχνά την παλιά αποστασιοποιημένη σχέση μας, και το περιβάλλον του σπιτιού της. Μου έλεγε ότι διαβάζοντάς το στο αεροδρόμιο κόντεψε να χάσει την πτήση της. Της ζητήσαμε συνεργασία σε ένα από τα τελευταία τεύχη του Δέντρου (Νο 234-235), χειμώνας 2021, όπου σημείωνε: «…Προσπαθώ να διακρίνω στα φυλλώματά μου τα παλιά φετίχ […] Τον μαγικό αριθμό των ημερών που συμβιώσαμε στην ίδια σχολική τάξη με τον Τάσο, τα ονόματα των συγγραφέων πάνω στις δερματόδετες ράχες των βιβλίων της πατρικής του βιβλιοθήκης, την κουβέντα μας στη διαδρομή με το λεωφορείο κατά την επιστροφή από τη μαθητική συναυλία κλασικής μουσικής στο REX, ένα διήγημά του που παραλίγο να με κάνει να χάσω την πτήση μου, τον αέρα του ενθουσιασμού του για τον Μπουνιουέλ […]».
Δεν έχω επιτύχει ακόμα να θυμηθώ λεπτομέρειες από την κοινή μας ζωή στο σχολείο: τις αποστολές, ας πούμε, που μας έκαναν δάσκαλοι σε σπίτια απόρων στον Ασύρματο, να δούμε πώς πηγαίνει κάποιο άρρωστο παιδί, την καθημερινότητά μας στην αυλή, τις επιδόσεις μας στα μαθήματα, τις συζητήσεις μας. Αναφέρομαι σ’ αυτά με ύφος, σαν να περιγράφω περιπέτειες μεγάλων, αλλά έτσι ήταν τότε: μπορεί εγώ και η Μυρσίνη μόνο να παρακολουθούσαμε τη ζωή των ενηλίκων με προσοχή και ενδιαφέρον…
Εν πάση περιπτώσει, χαθήκαμε για λίγο μετά το Δημοτικό. Εκείνη φοίτησε σε Γυμνάσιο στον Νέο Κόσμο, εγώ έμεινα για πέντε χρόνια στο 12ο και στην τελευταία τάξη στην Πλάκα. Δεν θυμάμαι εάν βρισκόμαστε εκείνα τα χρόνια, αλλά μας συνέδεσε η δικτατορία. Από την πρώτη ημέρα η Μυρσίνη βρέθηκε δίπλα σε μένα και στην παρέα μου με ανατρεπτικές διαθέσεις. Οδοί Αχαιών και Δημοφώντος, γωνία. Εκεί ήταν το στέκι μας και μας εύρισκε η κοπέλα. Ήμουν και παραμένω ράκος μετά την Χούντα. Με την μικρή αυτή βγαίναμε για σινεμά, στις αρχές του πραξικοπήματος, και μετά μου έδινε φυλαγμένο σε θήκη δακτυλιδιού πρόχειρη προκήρυξη να την μεταφέρω σε κάποιον. Μετά σκέφθηκε να εκμεταλλευθούμε τον πολύγραφο μιας αμερικανικής οργάνωσης, που λειτουργούσε από τα χρόνια του σχεδίου Μάρσαλ και βοήθησε πραγματικά τους πρόσφυγες (το αναφέρει και η Μυρσίνη στο βιβλίο της). Οργανωθήκαμε ορισμένοι φίλοι και μπήκαμε ως ομάδα πολιτισμού στον φορέα. Μόνο που βρήκαμε σφραγισμένο τον πολύγραφο. Λειτουργήσαμε, όμως, ως γκρουπ πολιτισμού με αξιόλογα αποτελέσματα. Κάναμε μέχρι και προβολές το 1968-1969 απαγορευμένων ταινιών (Π.χ. Βίβα Ζαπάτα). Η Μυρσίνη εκείνο τον καιρό πιάστηκε από την Ασφάλεια.
Βρισκόμαστε μετά, όταν ίδρυσε τον Οδυσσέα, μια πραγματικά αξιόλογη εκδοτική παρουσία. Κάναμε παρέα, εξόδους, γνωρίσαμε φίλους. Της γνώρισα και τον ποιητή Διονύση Μενίδη, στον οποίο έβγαλε και το πρώτο του βιβλίο Αναζήτηση έπους (1981), αργότερα και άλλα. Ανταλλάσσαμε επισκέψεις, είχαμε πολύ θερμές σχέσεις. Θυμάμαι τα πάρτι στο σπίτι της, τον Μικρούτσικο, τον Βενιζέλο και άλλους. Φυλάω ακόμα και ένα ξύλινο μεγάλο μπιμπελό, δώρο της. Έχω συγκεντρώσει στη μνήμη όλες της τις μετακινήσεις τις οποίες αναλύει στο πόνημά της. Τους προβληματισμούς, τις αυταπάτες, τις φιλοδοξίες, την ακόρεστη δύναμή της να προχωρήσει. Που όλες τις οφείλει, αυτό είναι αναντίρρητο, στην καταγωγή της, στην διάθεσή της να ανέβει: στην επιρροή της ακούραστης μητέρας της, επαρχιώτισσας που έκανε έναν τυπικό γάμο για να φύγει από την θλίψη και την καταπίεση της ελληνικής υπαίθρου. Που έμεινε σε ένα άθλιο δωμάτιο στα προσφυγικά με έναν άντρα που όλη του τη ζωή παραπονιόταν ότι δεν τον φίλησε μια φορά στο στόμα…
Δεν θα αναλύσω όσα περιγράφονται στο βιβλίο. Δεν είναι αυτός ο στόχος μου. Ούτε είμαι ο κατάλληλος κριτής. Όμως, μένει μέσα μου αυτό που προσπαθώ να ανεβάσω από το βάθος: την ακατανίκητη επιθυμία της Μυρσίνης να επιτύχει. Όχι με συμβιβασμούς αλλά με τη δύναμη που φύλαγε από μικρή να ξεχωρίσει, και της έβγαινε, πολλές φορές, ακατανίκητα. Είχε κάνει πολλούς εχθρούς, και ήταν φυσικό για μια κοπέλα με το συγκεκριμένο παρελθόν: που πάλεψε σκληρά να διακριθεί μέσα από τον χώρο της ανανεωτικής πρωτοπορίας, να βάλει θεμέλια σε απόψεις που την βασάνιζαν από νεαρή ηλικία. Γι’ αυτό τη θυμάμαι να μιλάει παθιασμένα στην παρέα μου στη γωνία της γειτονιάς, στην αρχή της δικτατορίας, για όσα την βασάνιζαν.
Υπήρξε ένα αξιομνημόνευτο άτομο, με προσωπικότητα σκληρή, που είχε κτιστεί μέσα σε άθλιες κοινωνικές συνθήκες, τις οποίες κατάφερε με θέληση να ξεπεράσει. Δεν την πλησίασα όσο ήταν Υπουργός. Την παρακολουθούσα από μακριά με αγάπη…
*Ο Τάσος Γουδέλης είναι πεζογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου