Ο κόσμος του Αλκίνοου και ο κόσμος του Αχιλλέα
«Έρχομαι από την καταιγίδα. Έρχομαι από την λάσπη. Από τους πνιγμένους ανθρώπους, τα πνιγμένα ζώα, τα πεσμένα δέντρα. Από τις κομμένες εθνικές οδούς. Από την κομμένη, την καμένη, την πνιγμένη χώρα μας».
Έτσι ξεκίνησε τη συναυλία του στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων το βράδυ της Δευτέρας (11/09) αυτός ο σπουδαίος καλλιτέχνης, ο σπουδαίος άνθρωπος, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο οποίος φορούσε μπλουζάκι με την υψωμένη γροθιά του Βασίλη Μάγγου.
Ο δικός μας Αλκίνοος, αυτός που εδώ και δεκαετίες έχει ανοίξει ένα ιδιόμορφο μονοπάτι τρυφερότητας και ομορφιάς στην ελληνική μουσική, εφάμιλλο με εκείνη των μεγάλων συνθετών μας.
Στη δήλωσή του λίγο πριν από την έναρξη της συναυλίας είπε μέσα σε δύο λεπτά όσα ελάχιστοι τολμάνε να αρθρώσουν στο δημόσιο λόγο, και ειδικά οι διάσημοι καλλιτέχνες που κοιτάνε πως θα προφυλάξουν την καριέρα τους ως κόρη οφθαλμού, απέχοντας συνειδητά από πολιτικές δηλώσεις, ή ακόμα χειρότερα, γλείφοντας με ελεεινό και αξιοκαταφρόνητο τρόπο την εξουσία και τους απανταχού πολιτικούς και εκτελεστικούς της βραχίονες.
Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης όμως δεν είναι σαν τους άλλους, αλλά ανήκει σε εκείνους τους ελάχιστους λίγους που δεν έλειψαν ποτέ από τις μεγάλες πολιτικές διεκδικήσεις του λαού μας. Πάντα στην πρώτη γραμμή, από την εξέγερση της νεολαίας τον Δεκέμβρη του 2008 για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, πάντα στις παλλαϊκές διαδηλώσεις της μνημονιακής περιόδου, μέσα στα δακρυγόνα και στα γκλομπ των αστυνομικών που χτυπούσαν αδιακρίτως τον εξεγερμένο λαό.
Ακόμα και στον αγώνα για το ελεύθερο νερό των Σταγιατών στο Πήλιο, το μέρος που επέλεξε για δεύτερη πατρίδα, ήταν πάντα δυναμικά παρών, εναντίον του αποκαλούμενου από… κάποιους πολίτες στα ΜΚΔ «Ντον Κορλεόνε του Βόλου», του μικροπρεπούς δημάρχου, Αχιλλέα Μπέου.
Λέει λοιπόν, ο Αλκίνοος:
«Έρχομαι από την καταιγίδα. Έρχομαι από την λάσπη. Από τον ρημαγμένο παράδεισο, από το Πήλιο, από τα αποκομμένα χωριά, από τα πεσμένα γιοφύρια, από τα κατεστραμμένα σπίτια, τα γκρεμισμένα. Έρχομαι από τη λάσπη. Από τους πνιγμένους ανθρώπους, τα πνιγμένα ζώα, τα πεσμένα δέντρα. Από τις κομμένες εθνικές οδούς. Από την κομμένη, την καμένη, την πνιγμένη χώρα μας.
Έρχομαι από τον Βόλο, που ο δήμαρχος της πόλης, πριν από τρεις μέρες -ο ανεκδιήγητος δήμαρχος- ανεβασμένος σε μια μπουλντόζα, φώναζε στην ερημιά -εκεί που δεν υπήρχε άνθρωπος- “ήρθε το φαΐ και το νερό! Ελάτε να πάρετε!”. Για την κάμερα, κάνοντας προεκλογικό σποτ μπας και τον ξαναψηφίσει κανείς. Έρχομαι από την χώρα που θα τον ξαναψησίσουν, όμως. Έρχομαι από τη χώρα που ξαναψηφίζουν, δεκαετίες τώρα, όσους μας ρημάζουν.
Από τη χώρα χωρίς παιδεία, χωρίς υγεία, χωρίς πολιτισμό, χωρίς πρόβλεψη, χωρίς προετοιμασία, χωρίς πρόνοια, χωρίς έγνοια, χωρίς φροντίδα, χωρίς ευθύνη. Έρχομαι από τη λάσπη. Και σας ευχαριστώ, που μετά από τις έντονες μέρες και νύχτες, είστε εδώ για να στήσουμε μαζί μια ηλεκτρική γιορτή πάνω στην καταστροφή, και εκτός τόπου και χρόνου. Καλώς βρεθήκαμε, καλή μοιρασιά αδέρφια».
🗣 «Έρχομαι από τη λάσπη»
— NEWS 24/7 (@News247gr) September 12, 2023
📌 Στη συναυλία του στην Τεχνόπολη, το βράδυ της Δευτέρας 11/9, ο - συγκλονιστικός - Αλκίνοος Ιωαννίδης, μέσα σε λίγες φράσεις, έβαλε σε σειρά σκέψεις που κάνουμε πολλές και πολλοί εξ ημών, αυτό το καλοκαίρι.
🌹 Τον ευχαριστούμε που παραμένει φωτεινός… pic.twitter.com/n78eESGE47
**********************************
Πατρίδα - 2014 | |||
Στίχοι: Αλκίνοος ΙωαννίδηςΜουσική: Αλκίνοος ΙωαννίδηςΛοιπόν αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει, σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός. Πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός. Mα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν. Ήμουν εγώ στη φωτιά κι ήμουν εγώ η φωτιά είδα το τέλος με τα μάτια ανοιχτά. Είδα τον πόλεμο φάτσα, τη φυλή και τη ράτσα προδομένη από μέσα απ'τους πιο πατριώτες να `χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με το όπλο στο στόμα τα παιδιά τους στολίζουν σήμερα τη Βουλή. Κάτω από ένα τραπέζι, το θυμάμαι σαν τώρα, με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα είδα αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανό σαν λεκέδες μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ. "Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν, τι ωραία που πέφτουν....". Είδα γονείς ορφανούς, ο ένας παππούς απ’ τη Σμύρνη στη Δράμα πρόσφυγας πήγε να βρει βουλγάρικη σφαίρα κι ο άλλος Κύπριος φυγάς στο μαύρο τότε Λονδίνο στα 27 του στα δύο τον κόψανε οι Ναζί. Είδα μισή Λευκωσία, βουλιαγμένη Σερβία στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σ’ άδειο ξενοδοχείο αμερικάνικες βόμβες και εγώ να κοιμάμαι αύριο θα τραγουδάνε στης πλατείας τη γιορτή. Είδα κομμάτια το κρέας μες στα μπάζα μιας πόλης είδα τα χέρια, τα πόδια, πεταμένα στη γη. Είδα να τρέχουν στο δρόμο με τα παιδιά τους στον ώμο κι εγώ τουρίστας με βίντεο και φωτογραφική. Εδώ στην άσχημη πόλη που απ’ την ανάγκη κρατιέται ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπα ζητάει Ολυμπιάδες κι η χώρα ένα γραφείο τελετών. Θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ. Τους είχα δει να γελάνε οι μπάτσοι κι απ’ την Ομόνοια να πετάν’ δακρυγόνα στο πυροσβεστικό στο παράθυρο εικόνισμα άνθρωποι σαν λαμπάδες και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό. Και είδα ξεριζωμένους να περνούν τη γραμμή για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα. Έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας, η καημένη, ο Σολωμός με Armani και την καρδιά ανοιχτή. Δε θέλω ο εαυτός μου να `ναι τόπος δικός μου ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν, θα `ταν αγέννητη η γη δε με τρομάζει το τέρας ούτε κι ο άγγελός μου ούτε το τέλος του κόσμου. Με τρομάζεις εσύ. Με τρομάζεις, ακόμα, οπαδέ της ομάδας του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα διερμηνέα Του Θεού, ρασοφόρε γκουρού τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο προσεύχεσαι και σκοτώνεις τραυλίζεις ύμνους οργής Έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς μισείς τον μέσα σου ξένο. Κι όχι, δεν καταλαβαίνω δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου