Γιάννης Μπαλαμπανίδης: «Όποιος επενδύσει ιδεολογικά την προγραμματική του πρόταση, δεν θα βγει χαμένος»
Φωτογραφία: Μάριος Λώλος
Ο προεκλογικός χρόνος τρέχει πια με γοργούς ρυθμούς και τα κόμματα θα πρέπει σύντομα να μπουν σε αυτή την κούρσα. Ο συγγραφέας και πολιτικός επιστήμονας Γιάννης Μπαλαμπανίδης εντοπίζει τα επίδικα της περιόδου και εστιάζει στο πολιτικό έλλειμμα οι ιδεολογικές αυτοπεριγραφές να μην εξειδικεύονται προγραμματικά. Όπως επισημαίνει σε σχέση με την ελληνική Αριστερά «σε έναν βαθμό παραμένει εγκλωβισμένη στο δίπολο μεταξύ οικονομικής και πολιτισμικής Αριστεράς, ως εάν να πρόκειται για παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος» και υπογραμμίζει την ανάγκη για ορατότητα, εκπροσώπηση και αυτονομία των νέων ευαισθησιών.
Το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων εξελίσσεται εδώ και έξι μήνες. Φαίνεται ότι επηρεάζει την κοινή γνώμη, ενώ έχει προκαλέσει την αντίδραση πολιτικών κομμάτων, συνταγματολόγων, δικηγορικών συλλόγων, κ.λπ. Πιστεύεις ότι είμαστε μπροστά σε μια νέα διαίρεση, όπως ήταν το μνημόνιο-αντιμνημόνιο;
Το μνημόνιο-αντιμνημόνιο ήταν βασική διαίρεση (όχι διαιρετική τομή, που προϋποθέτει ιστορικό βάθος) στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Από τότε, έχουμε περάσει, και περνάμε, διαδοχικές κρίσεις. Το αν σε αυτή τη συγκυρία μπορεί να σταθεροποιηθεί μια νέα διαίρεση μένει να φανεί. Αυτό που έχει ενδιαφέρον πάντως είναι ότι η υπόθεση των παρακολουθήσεων μοιάζει να αναθερμαίνει μια άλλη, επίσης βασική διαίρεση που μας απασχόλησε στην προηγούμενη περίοδο: τη διαίρεση με επίκεντρο την «Ευρώπη». Έγινε πολλή συζήτηση για το «Μένουμε Ευρώπη», με ερωτηματικό ή χωρίς. Μέσα στην κρίση, η «Ευρώπη» υπήρξε ένα πεδίο πόλωσης, με βασικό περιεχόμενο το ανήκειν της Ελλάδας σε έναν χώρο οικονομικής ασφάλειας. Αλλά η νοηματοδότηση της «Ευρώπης» δεν είναι μια για πάντα δεδομένη. Στη σημερινή φάση, φαίνεται να επανέρχεται ο προβληματισμός για το πώς ανήκουμε στην «Ευρώπη», με κυρίαρχο επίδικο του ανήκειν αυτή τη φορά τα θεμελιώδη μιας ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας – στην οποία δεν είθισται να υπάρχουν εκτεταμένα δίκτυα παρακολουθήσεων ή να αμφισβητούνται τα θεσμικά αντίβαρα στην εξουσία.
Όπως εξελίσσεται η δημόσια συζήτηση, η κυβέρνηση είναι σαν να θέλει να συνηθίσει τους πολίτες ότι δεν πειράζει να παρακολουθούνται πολιτικά πρόσωπα, είναι λίγο ή πολύ αρμοδιότητα της ΕΥΠ, που δεν πρέπει να μας απασχολεί…
Νομίζω ότι θα πρέπει να κάνουμε μια διάκριση εδώ. Από τη μία, ακόμα και αν ελάχιστοι πολίτες ενδιαφέρονταν, το θέμα δεν παύει να είναι σοβαρό, γιατί άπτεται του πυρήνα μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας. Επίσης, ακόμη και αν ευαισθητοποιεί μια μειοψηφία, μπορεί αυτή η μειοψηφία να είναι ιδιαίτερα επιδραστική, εάν διαθέτει δημόσια παρουσία και βαρύνοντα λόγο. Από την άλλη, είναι ένα γνήσιο ερώτημα το αν ενδιαφέρει τους πολίτες και σε ποιο βαθμό καθορίζει τις επιλογές τους. Είναι εύλογο ότι μπορεί να μην τους απασχολεί όσο το θέμα της ακρίβειας, το οποίο μας επηρεάζει όλους ανεξαιρέτως, και δη πολύ άμεσα. Όμως το επιχείρημα της αμιγώς «οικονομικής ψήφου» δεν είναι απάντηση σε όλα τα ερωτήματα. Το είδαμε και στις πρόσφατες αμερικάνικες εκλογές, όπου αναμενόταν συντριβή των Δημοκρατικών λόγω πληθωρισμού, και εν τέλει το κύμα του τραμπισμού αναχαιτίστηκε ακριβώς επειδή οι Δημοκρατικοί ανέδειξαν ένα ζωτικό ζήτημα θεσμών και δικαιωμάτων, τις αμβλώσεις.
Επειδή διανύουμε μια πληθωριστική κρίση, πιστεύεις ότι οι εκλογές θα στραφούν στο δίπολο Αριστερά-Δεξιά, θα κινηθούν σε ιδεολογική βάση, ή η αντιπαράθεση θα παραμείνει στο πορτοφόλι και στο ποιος έχει την καλύτερη οικονομική πρόταση;
Η γενική εικόνα, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, είναι ότι αυτά τα δίπολα Αριστερά-Δεξιά, πρόοδος-συντήρηση, επανέρχονται στο προσκήνιο πιο σαφή και συγκρουσιακά απ’ ό,τι στη δεκαετία του 1990. Μέσα στη μονιμοκρίση που ζούμε (permacrisis, για να χρησιμοποιήσω τον νεολογισμό), αναδεικνύονται μεγάλες δομικές πολώσεις που αφορούν τόσο τα υλικά ζητήματα, βλέπε ανισότητες, όσο και τα «συμβολικά», που είναι βέβαια απολύτως απτά για τους ανθρώπους που αφορούν. Σε έναν βαθμό, δηλαδή, η ιδεολογική πόλωση προκύπτει από τα πράγματα. Από την άλλη, όπως έλεγε ο Γκράμσι, οι εκλογές είναι μια στιγμή στην οποία συμπυκνώνονται οι τάσεις που έχουν εκδιπλωθεί στην κοινωνία και την πολιτική τα προηγούμενα χρόνια. Αυτές οι τάσεις δεν αφορούν μόνο το πορτοφόλι, αλλά επίσης τη δημόσια υγεία, τον πολιτισμό, τα δημοκρατικά δικαιώματα, τη νεολαία. Όταν αρχίσει επισήμως η προεκλογική εκστρατεία θα δούμε πώς και πόσο κάθε παίκτης θα επενδύσει ιδεολογικά την προγραμματική του πρόταση. Όποιος το κάνει πειστικά, νομίζω ότι δεν θα βγει χαμένος.
Είναι επιλογή, νομίζω, να αποφεύγονται οι ιδεολογικοί χρωματισμοί. Είμαστε μπροστά σε μια αποπολιτικοποίηση ή αποϊδεολογικοποίηση;
Δεν θα το έλεγα. Ίσως μάλιστα ισχύει το αντίθετο. Η ΝΔ συντηρεί ένα προφίλ κεντροδεξιάς δύναμης με ισχυρές προσβάσεις προς το κέντρο (αν και η υπόθεση των υποκλοπών της έχει κοστίσει από αυτή την άποψη), επενδύοντάς το με αιχμές φιλελευθερισμού και διεκδικώντας ακόμη και την έννοια της «προόδου». Το ΠΑΣΟΚ, από την εκλογή Ανδρουλάκη και μετά, χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο τον όρο σοσιαλδημοκρατία, επιχειρώντας μια ιδεολογική επανατοποθέτηση σε σχέση με την περίοδο μετά το 2012, οπότε ο χώρος είχε καταφύγει διαδοχικά, και χωρίς επιτυχία, σε προσδιορισμούς όπως κεντροαριστερά ή μεταρρυθμιστικό κέντρο. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ, χρησιμοποιώντας τον όρο «προοδευτική παράταξη/διακυβέρνηση», επιχειρεί να διαμορφώσει ένα ιδεολογικό στίγμα ευρύτερο από τη «ριζοσπαστική Αριστερά», καθώς επανατοποθετείται στον πολιτικό χάρτη ως το κυρίαρχο κόμμα από το κέντρο προς τα αριστερά. Όλα αυτά δεν δείχνουν ότι βρισκόμαστε σε ένα περιβάλλον αποϊδεολογικοποίησης. Αν υπάρχει ένα έλλειμμα, αυτό βρίσκεται ενδεχομένως στο πώς αυτές οι ιδεολογικές αυτοπεριγραφές εξειδικεύονται προγραμματικά, πώς μεταφράζονται σε συγκεκριμένες πολιτικές και σε σχέσεις εκπροσώπησης.
Η Συμφωνία των Πρεσπών έδωσε μια αξιοπιστία στην Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι υποκλοπές σήμερα θα μπορούσαν να είναι ένα παρεμφερές κεφάλαιο;
Οι Πρέσπες ήταν το πρώτο επεισόδιο διάρρηξης του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Συνέβη στα τέλη της θητείας του, οπότε ήταν μάλλον αργά για να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα, ωστόσο έδωσε ένα επιχείρημα στον ΣΥΡΙΖΑ απέναντι σε όσους τον εγκαλούσαν ως δύναμη λαϊκιστική, διότι έκανε μια δύσκολη, αντιεθνικιστική επιλογή, η οποία τον έφερε σε σύγκρουση με μεγάλες μάζες αλλά επέλυσε ένα εθνικής σημασίας ζήτημα δεκαετιών. Το ζήτημα των υποκλοπών λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο. Μπορεί να μην ευαισθητοποιεί όλο τον κόσμο, αλλά κινητοποιεί κρίσιμες ομάδες ή παίκτες της δημόσιας σφαίρας – αρκεί να δει κανείς ποιοι τοποθετούνται, και πώς, στο ζήτημα το τελευταίο διάστημα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι συμπαρατάσσονται όλοι με τον ΣΥΡΙΖΑ, κάθε άλλο. Σημαίνει ίσως ότι για μια σημαντική μερίδα δεν είναι πια το μείζον η «υγειονομική» απομόνωση του ΣΥΡΙΖΑ. Και ταυτόχρονα, δίνει στον ΣΥΡΙΖΑ τη δυνατότητα να εμφανιστεί ως πόλος συσπείρωσης ενός ευρύτερου δημοκρατικού μετώπου, ως θεσμικός παίκτης –αν και ταυτόχρονα η θεσμική στάση υποβαθμίζεται από την απόφαση να αποχωρήσει από τις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες μέχρι τις εκλογές. Δεν ξέρω αν θα του αποφέρει εκλογικά οφέλη, πάντως διευκολύνει τη διεύρυνση του εν δυνάμει ακροατηρίου του.
Στο βιβλίο σου «Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης» αναφέρεσαι στη νέα ύλη της Αριστεράς, παίρνοντας παραδείγματα κομμάτων από την Ευρώπη και την Αμερική. Κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση οι δυνάμεις της Αριστεράς και της Οικολογίας στην Ελλάδα;
Το σκεπτικό μου στο βιβλίο ήταν ότι ζούμε σε μια εποχή όπου αναδύονται μεγάλες πολώσεις, όπως είπαμε, και υπό αυτή την έννοια βρισκόμαστε πια μακριά από το μοντέλο πολιτικής τύπου New Labour, που σε μια περασμένη συγκυρία απο-πολιτικοποίησης και σύγκλισης στα βασικά υποστήριζε ότι δεν έχουν σημασία οι ιδεολογικές συγκρούσεις όσο το να κάνεις πολιτική που «δουλεύει». Δεν είμαστε πια σε αυτή τη φάση. Η πολιτική σήμερα δεν αρκεί να «δουλεύει» απλώς, χρειάζεται όλο και περισσότερο να δίνει φωνή σε μείζονα αιτήματα, να τοποθετείται σε μεγάλα επίδικα, σφυρηλατώντας ισχυρές ταυτότητες. Και αυτό, είτε συζητάμε για τις ανισότητες και την επισφαλή εργασία, είτε για ζητήματα του «εποικοδομήματος», όπως οι έμφυλες και φυλετικές διακρίσεις, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η πουπολιτισμικότητα, η κλιματική κρίση. Όλα αυτά είναι παρόντα και στην Ελλάδα πια. Αυτό που νομίζω ότι λείπει στην ελληνική Αριστερά είναι ότι σε έναν βαθμό παραμένει εγκλωβισμένη στο δίπολο μεταξύ οικονομικής και πολιτισμικής Αριστεράς, ως εάν να πρόκειται για παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Ένας φόβος ότι αν υπερτονίσουμε τα ζητήματα των δικαιωμάτων, της οικολογίας κλπ., κινδυνεύουμε να χάσουμε την «κυρίαρχη αντίθεση», που λέγανε παλιά...
Υπερτερεί, ίσως, ο φόβος για το πολιτικό κόστος και δεν ανατρέπεται αυτό;
Υπάρχει όντως ο φόβος ότι «η κοινωνία δεν είναι έτοιμη». Ωστόσο, σε ζητήματα δικαιωμάτων, η κοινωνία μπορεί ποτέ να μην είναι έτοιμη – ή να είναι πιο έτοιμη απ’ όσο νομίζουμε. Σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος της πολιτικής, και δη της προοδευτικής πολιτικής, είναι παιδαγωγικός: να ενσωματώνει, να εκπροσωπεί, να δίνει ορατότητα στα αιτήματα αυτά, και να τους προσφέρει θεσμική διέξοδο. Από την άλλη μεριά, βλέπουμε να φτιάχνονται ισχυρές ταυτότητες πάνω στην αιχμή του «αντι-δικαιωματισμού» – τι άλλο είναι η Alt-Right; Όμως, όλα αυτά τα «δικαιωματικά» ζητήματα δεν τα φαντασιώνεται κάποια πεφωτισμένη, υπερ-φιλελεύθερη ελίτ διανοουμένων· είναι πραγματικά και αφορούν τη ζωή και την πολιτική ταυτότητα των νέων ιδίως. Και αν κοιτάξουμε προσεκτικά, θα δούμε ίσως ότι οι νεότερες γενιές πολιτικοποιούνται σε ένα φάσμα όπου συνυπάρχει π.χ. η σεξουαλική ταυτότητα με την ανάπτυξη μιας νέας συνειδησης του πρεκαριάτου.
Είναι ένας τρόπος η νέα ύλη που λέγαμε να προσεγγίσει εκείνους που δεν έχουν δείξει ενδιαφέρον για την πολιτική;
Ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου, ειδικά των νέων, ξέρουμε ότι δείχνει καχυποψία απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Επομένως, τίθενται δύο ζητήματα για όποιον πολιτικό φορέα ενδιαφέρεται να απευθυνθεί σε αυτούς. Το ένα είναι η αναγνώριση: να εκφράσει τα αιτήματα, ιδεολογικά και προγραμματικά, με μία ατζέντα πολιτικών μεταρρυθμίσεων (από τον γάμο ομοφύλων μέχρι την επαναρύθμιση της αγοράς εργασίας). Το δεύτερο είναι η εκπροσώπηση: πώς να δείξεις σε αυτούς τους «αόρατους» ανθρώπους ότι μπορούν να συμμετέχουν οι ίδιοι στην πολιτική, με την αυτονομία τους και χωρίς διαμεσολαβήσεις. Για παράδειγμα, έχουμε στην Ελλάδα πια πολλούς μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, που διεκδικούν τη διπλή τους ταυτότητα (Έλληνας-Αλβανός, αφρο-Έλληνας) στον δημόσιο χώρο. Θα βρουν θέση στις εκλογικές λίστες των κομμάτων; Να ένα καλό ερώτημα για την ποιότητα της αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας.
Οι νέοι άνθρωποι εκφράζονται, κινητοποιούνται, ακόμα και οργανώνονται με έναν διαφορετικό τρόπο από αυτόν που έχει συνηθίσει να λειτουργεί η Αριστερά. Πώς μπορεί να τους προσεγγίσει; Μήπως δεν αφήνεται χώρος στους νέους ανθρώπους, ώστε να εκπροσωπήσουν τα αιτήματά τους;
Μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι η πρώτη ύλη υπάρχει. Από το me too και την ευαισθησία σε ζητήματα έμφυλης βίας, πατριαρχίας και σεξισμού, την ευαισθησία για την κλιματική αλλαγή, για τη δημοκρατία (βλέπε τη μαζική κινητοποίηση στην καταδίκη της Χρυσής Αυγής), μέχρι τα κινήματα ενάντια στην εργασιακή επισφάλεια. Βέβαια, ο νεολαιίστικος «αντισυστημισμός» εμπεριέχει και την πρώτη ύλη για την άκρα Δεξιά, που επίσης εκσυγχρονίζεται. Αν το επίδικο είναι να πλαισιωθεί και να ενεργοποιηθεί αυτή η πρώτη ύλη σε προοδευτική κατεύθυνση, έχω την αίσθηση ότι θα ήταν χρήσιμο να ξαναθυμηθούμε την αυτονομία των κοινωνικών κινημάτων. Ορατότητα και εκπροσώπηση, ναι, αλλά αναγνωρίζοντας τη σχετική αυτονομία των νέων ευαισθησιών, χωρίς να είναι απαραίτητο να τίθενται υπό μία ενιαία ταμπέλα, της Αριστεράς, του σοσιαλισμού, της σοσιαλδημοκρατίας κ.ο.κ. Μέσα στην πολιτική πράξη θα φανεί εάν οι πολλαπλοί αγώνες ενάντια στις διακρίσεις και τις ανισότητες κάπου διασταυρώνονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου