«Η “Αιολική Σχολή” της λογοτεχνικής Γενιάς του ’30. Κόντογλου, Σεφέρης – οι πρωτοπόροι»
Η Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε αναμφίβολα μια συγκλονιστική εθνική απώλεια, μια ρωγμή, ένα τραύμα στην ιστορική διαχρονία της χώρας. Ωστόσο, αν κοιτάξει κανείς βαθύτερα και από διαφορετικές οπτικές τον αφανισμό του μικρασιατικού ελληνισμού, θα διαπιστώσει τις πολυποίκιλες επιπτώσεις που είχε όχι μόνο στο ιστορικό γίγνεσθαι της χώρας, αλλά και σε κοινωνικό, πολιτισμικό και πνευματικό επίπεδο· αλλαγές όχι μόνον αρνητικές αλλά και θετικές.
Παρ’ όλη τη φρικιαστική εκδίωξή τους, οι κατατρεγμένοι Μικρασιάτες Έλληνες, που κατέφθασαν σε πλήρη απόγνωση στην απέναντι ακτή, στην κακοπαθημένη και φτωχή πατρίδα, δεν κουβάλησαν μόνο δυστυχία και οδύνη για το κατάντημά τους. Κόμισαν ταχύτατα την τάση τους να προσαρμοστούν, να ριζώσουν και πάλι στη νέα γη, έχοντας ως εφόδια ποικίλες δεξιότητες πρωτόγνωρες, πολιτισμικές αξίες ανεκτίμητες, κοσμοπολίτικο πνεύμα και φιλελεύθερες αντιλήψεις για τη ζωή, λόγω της διαχρονικής επαφής τους με τη γλώσσα και τον πολιτισμό των λαών της Ευρώπης. Και τούτο υπήρξε μέγιστη συνεισφορά στην αναγέννηση και στη δημιουργία της ευρωπαϊκής μορφής της νέας Ελλάδας. Αναμφίβολα, η Ελλάδα δεν θα είχε τη σημερινή της εικόνα χωρίς την άξια συμμετοχή του μικρασιατικού, προσφυγικού ελληνισμού.
Μέσα στο πλαίσιο της ελληνικής αναδημιουργίας του μεσοπολέμου –με την καταλυτική συνεισφορά των Μικρασιατών Ελλήνων προσφύγων– αναντίρρητα η τέχνη, και συγκεκριμένα η λογοτεχνία, κατέχει πρωτεύουσα θέση. Ποίηση και πεζογραφία άνθησαν. Αξιοσημείωτη θέση στη λογοτεχνική Γενιά του ’30 –γενιά ανάμεσα στους δυο μεγαλύτερους πολέμους που γνώρισε η ανθρωπότητα τον 20ό αιώνα, γενιά ανακαινιστική, ταγμένη να ανασυνθέσει την Ελλάδα σε πολλά επίπεδα– κατέχει η «Αιολική Σχολή» – Αιγαιοπελαγίτικη των Μικρασιατών λογοτεχνών. Οι εν λόγω συγγραφείς πήραν τη σκυτάλη από τους Έλληνες ομοτέχνους τους της μητροπολιτικής Ελλάδας και ανέβασαν τη λογοτεχνία σε δυσθεώρητα ύψη, τοποθετώντας τη μάλιστα σε περίοπτη θέση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές. Με την αναγκαστική επιστροφή των Μικρασιατών λογοτεχνών στη μητροπολιτική Ελλάδα, φρέσκος άνεμος του Αιγαίου έπνευσε, δρόσισε και αναζωογόνησε με νέο πνεύμα την καρδιά της Ελλάδας.
Τέκνα των χαμένων πατρίδων, βίωσαν με συγκλονιστικό τρόπο την απώλειά τους. Η συγγραφική τους πορεία σφραγίστηκε μοιραία από τα τραγικά γεγονότα του αφανισμού της γης τους. Μέσα από τη μυθιστορηματική παραγωγή τους, θέλησαν να κρατήσουν άσβεστη τη μνήμη των ιστορικών γεγονότων του ξεριζωμού τους και να παραδώσουν τις αψευδείς μαρτυρίες τους στις επόμενες γενιές. Στόχος της πεζογραφίας τους, να γεννήσουν και να διαμορφώσουν ένα νέο αυθεντικό, συλλογικό εθνικό αφήγημα για την πατρίδα και την ελληνική ταυτότητα.
Οι Μικρασιάτες λογοτέχνες κόμισαν ευαισθησία, καημό, όνειρα και ελπίδες που αποτυπώθηκαν ως καινοτόμο είδος γραφής, σε ύφος λυρικό και συνάμα επικό, ενώ άλλοι μετουσίωσαν το ομηρικό «νόστιμον ήμαρ» για τη χαμένη πατρίδα σε ποιοτικά έργα τέχνης, μνήμης και αναπόλησης. «Μίλησαν» επίσης για την πικρή απογοήτευση και διάψευση των ελπίδων, αφού μαζί με την απώλεια των μικρασιατικών παραλίων, το χιμαιρικό όραμα της Μεγάλης Ιδέας, πόθος και καημός του γένους από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ενταφιάστηκε αιματηρά και βάναυσα. Ο Μικρασιάτης-Αϊβαλιώτης πεζογράφος Ηλίας Βενέζης θα γράψει για το ναυάγιο του άπιαστου αυτού ονείρου:
Τέλος, ήρθε η ώρα μας ν’ αναστηθούμε ως έθνος. Τότε αρχίσαμε να κάνουμε όνειρα. Οι πατέρες μας τα λέγανε Μεγάλη Ιδέα, λέγανε ν’ αναστήσουμε το παλαιικό κλέος, να επεκταθούμε ως κράτος στις αρχαίες κοιτίδες του ελληνισμού. […] Ώσπου ήρθε η ώρα, με το τέλος του μεγάλου πολέμου, κι άρχισε να πραγματοποιείται το όνειρο. Βάσταξε ελάχιστες στιγμές της Ιστορίας. Και ύστερα έγινε ό,τι γίνονται τα όνειρα: φλόγες και αίμα.[1]
Τέλος, ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της μεγάλης κυρίας της λογοτεχνίας μας, της Μικρασιάτισσας Διδώς Σωτηρίου, αποτυπώνει γλαφυρά την αγάπη, την υπερηφάνεια αλλά και την ακατανίκητη νοσταλγία για τη χαμένη πατρίδα, την κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα του μικρασιατικού ελληνισμού, Σμύρνη:
Πάντα εδώ στη Σμύρνη έβρισκε σιγουριά και αποκούμπι η ρωμιοσύνη. Οι Τούρκοι τη λέγανε Γκιαούρ Ισμίρ, και ήτανε πραγματικά η Άπιστη γι’ αυτούς· για μας όμως ήτανε η χαρούμενη και φιλόξενη πρωτεύουσα του ελληνισμού. Μοσχοβολούσε γιασεμί και λαχταρούσε για λευτεριά. Μόνο να σεργιανάς στο Και, στα μπουλβάρια, στους βερχανέδες, να νταραβερίζεσαι στα μπεζεστένια, να πίνεις ρακί στο Κόρσο, να βλέπεις παντού κέφι, χαρά, σου μαλάκωνε η καρδιά, γέμιζε φως, πόθους, θάρρητα.[2]
Αναμφίβολα, θα μπορούσε να λεχθεί ότι η πεζογραφία του μεσοπολέμου είναι δημιουργία μικρασιάτικη-αιγαιοπελαγίτικη, προσφυγική, εξωελλαδική: Μυριβήλης (Λέσβος), Βενέζης (Κυδωνίες/Αϊβαλί), Δούκας (Μοσχονήσια), Κόντογλου (Κυδωνίες/Αϊβαλί), Θεοτοκάς (Κωνσταντινούπολη), κ.ά.
Φώτης Κόντογλου, η ψυχή του Αϊβαλιού
Τα πρώτα δειλά βήματα προς την ανανέωση και την αποτίναξη της καταθλιπτικής ατμόσφαιρας της δεκαετίας του 1920-1930 ξεκινούν ήδη από την ίδια αυτή δεκαετία. Ένας άγνωστος ως τότε συγγραφέας, λουσμένος με το φως του Αιγαίου, από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της μικρασιατικής παραλίας, ο Φώτης Κόντογλου, πρόσφυγας μετά τον ξεριζωμό του 1922, ισχυρή, ιδιόμορφη και πολυδιάστατη πνευματική προσωπικότητα, «εισβάλλει» στην πεζογραφία μας και καθιερώνεται ως λογοτέχνης, πρώτος από τους φυγάδες, στη νέα του πατρίδα.
Το 1923 δημοσιεύει το πρώτο του μυθιστόρημα, με τον τίτλο Πέντρο Καζάς. Είναι μια περιπετειώδης ιστορία με ήρωες Ισπανούς και Πορτογάλους, κυνηγούς θησαυρών, με έκδηλο μέσα στην αφήγηση τον θαυμασμό του προς τον Άγγλο συγγραφέα του διάσημου μυθιστορήματος Ροβινσών Κρούσος, Ντάνιελ Ντεφόε, αλλά και με εκστατική ματιά προς άλλους ξένους δυτικότροπους συγγραφείς επεισοδιακών μυθιστορημάτων. Η ιστορία του είναι γραμμένη σε πρωτόγνωρη, τραχιά γλώσσα, εντελώς προσωπικό ύφος, παλμό και πάθος. Οι θαλασσινές ιστορίες και οι περιπέτειες του πρωταγωνιστή ήρωα ξάφνιασαν και προκάλεσαν ρίγη συγκίνησης. Η εμφάνιση αυτού του αριστουργηματικού μυθιστορήματος τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της πεζογραφίας μας, έγινε η σπίθα της αλλαγής και της ανανέωσης και καθιέρωσε τον Κόντογλου ως τον μεγάλο ανανεωτή της νεοελληνικής πεζογραφίας.
Όμως, όχι μόνο πρωτοπόρος αλλά και καθοδηγητής της ανανέωσης υπήρξε ο Κόντογλου, αφού πρώτος δάσκαλος του Βενέζη αποδείχτηκε. Η στενή σχέση μαζί του μέσα στη λογοτεχνική συντροφιά «Νέοι Άνθρωποι», που ο ίδιος ο Κόντογλου είχε ιδρύσει στην ακμάζουσα τότε πνευματικά, πολιτιστικά και οικονομικά, κοινωνία της κοινής γενέτειράς τους, του Αϊβαλιού, τιθάσευσε το νεανικό, αχαλίνωτο και εκρηκτικό ταλέντο του μαθητή του, Βενέζη, ταλέντο εμποτισμένο με νεορομαντική θέρμη, οδηγώντας τον Μικρασιάτη συγγραφέα στην αληθινή νέα τέχνη του λόγου.
Η πεζογραφία του Κόντογλου, εκτός από τον Πέντρο Καζάς και το άλλο εξίσου σημαντικό έργο του, τη Βασάντα, περιλαμβάνει επίσης πλείστα αφηγήματα που διαδραματίζονται σε μακρινές χώρες και που σ’ αυτά παρελαύνουν κουρσάροι, κοντραμπατζήδες, άγιοι, ληστές, μάγισσες και τόσοι άλλοι ασυνήθιστοι και περίεργοι ήρωες, αλλά όχι μόνο. Νοσταλγικά αφηγήματα με ήρωες απλούς χωρικούς της πατρίδας του ανήκουν επίσης στο πεζογραφικό του έργο.
Ο Κόντογλου, ωστόσο, και όλο αυτό το έργο του που τον καθιέρωσε πρωτοπόρο πεζογράφο της Γενιάς του ’30, δεν είναι αποκλειστικά ένας λογοτέχνης. Ο Κόντογλου είναι κυρίως ένας ζωγράφος που «γράφει»! Η φυσιογνωμία του ως ζωγράφου και αγιογράφου υπερτερεί εκείνης του πεζογράφου. Και τούτο γιατί χάραξε βαθιά τομή στα εικαστικά πράγματα της εποχής του. Πρωτοστάτησε στη στροφή της τέχνης στη λαϊκή θρησκευτική παράδοση και στην επαναφορά και την αναβίωση της ελληνικότητας σ’ αυτήν. Προσηλώθηκε εμμονικά σε ό,τι είχε σχέση με τη βυζαντινή, ελληνορθόδοξη παράδοση. Εμπνευσμένος δάσκαλος και πάλι αποδείχτηκε επιφανών ζωγράφων, των Τσαρούχη, Βασιλείου, Εγγονόπουλου, σφράγισε ως εικαστικός την εποχή του αναστηλώνοντας ήρωες της ρωμιοσύνης με τον δικό του ανεπανάληπτο τρόπο. Μυθικά πρόσωπα, Βυζαντινοί αυτοκράτορες, φιλόσοφοι, άγιοι... απεικονίζονται στην τέχνη του, όλοι κάτω από το ντύμα της βυζαντινής ορθόδοξης εκκλησιαστικής τεχνοτροπίας.
Γιώργος Σεφέρης, ο πρώτος νομπελίστας ποιητής της Γενιάς του ’30
Μετά τον Πέντρο Καζάς του Κόντογλου, το πρωτοποριακό ποιητικό έργο ενός άλλου Μικρασιάτη σηματοδοτεί τη μεγάλη αλλαγή στην ποίηση. Η πρώτη εμφάνιση του Γιώργου Σεφέρη στα ελληνικά γράμματα κηρύσσει την έναρξη της λογοτεχνικής, ανακαινιστικής Γενιάς του ’30.
Ο Σεφέρης ανατράφηκε στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη πριν από το 1922, υπήρξε διπλωμάτης καριέρας και φίλος του Γιώργου Θεοτοκά. Συμμεριζόταν, όπως ήταν φυσικό, τις αντιλήψεις του κοσμοπολίτη φίλου του για την ελληνική λογοτεχνία και την πορεία της, που περιέχονταν στο δοκίμιό του Ελεύθερο πνεύμα. Και τούτο το ενθουσιώδες, με καινοφανή λόγο δοκίμιο του εικοσιτετράχρονου Κωνσταντινουπολίτη λόγιου Θεοτοκά, σε γενικές γραμμές, καταλόγιζε στην τελματωμένη ελληνική λογοτεχνική παραγωγή της εποχής απουσία «μιας φιλελεύθερης φιλοσοφικής παράδοσης»[3], επίσης και έναν «επαρχιωτισμό». Πρότεινε, εν τέλει, στους Έλληνες λογοτέχνες να έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στην Ευρώπη, ενώ ως όρο απαράβατο για την επιτυχία του έργου τους έθετε την πνευματική ελευθερία. Και τούτο το πρωτοποριακό και ανατρεπτικό δοκίμιο υπήρξε το πνευματικό μανιφέστο της εν λόγω γενιάς – στον συγγραφέα του μάλιστα οφείλεται ο όρος «Γενιά του ’30». Αυτές οι παρακαταθήκες του Θεοτοκά για την ελληνική λογοτεχνία παρέμειναν θεμελιακές σε όλη την πνευματική παραγωγή της Γενιάς του ’30 και αυτές συμμεριζόταν και είχε κατά νου ο Σεφέρης ξεκινώντας τη λογοτεχνική του ανάδυση.
Το 1931 ο Σεφέρης εκδίδει μια ολιγοσέλιδη ποιητική συλλογή, την ονομαζόμενη Στροφή. Ο τίτλος της συλλογής δεν υπονοεί τη γνωστή στιχουργική μονάδα αλλά τη βαθύτερη αλλαγή, την επαναστατική «στροφή» που ο πρωτοπόρος Σεφέρης κομίζει στην ελληνική ποίηση ακολουθώντας τα αχνάρια του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού του T.S. Eliot και τα «κελεύσματα» του Θεοτοκά. Αφήνει πίσω τη γνωστή ως τότε, τυπική, ομοιοκατάληκτη μετρική και υιοθετεί τον ελεύθερο στίχο – μια εκ βάθρων από τα μέχρι τότε ισχύοντα ανατροπή στην ποίηση. Το πνεύμα και η γλώσσα της Στροφής αφήνουν πίσω την καταθλιπτική και παρακμιακή ατμόσφαιρα του καρυωτακισμού της δεκαετίας του 1920-1930.
Ο λόγος του νομπελίστα Σεφέρη αναβλύζει αισιοδοξία. Αποτελεί πνευματικό καταφύγιο και στήριγμα συνεπώς, ακόμα και σήμερα, για εμάς τους σύγχρονους Έλληνες.
Μαρία Σπυροπούλου-Θεοδωρίδου, φιλόλογος, εκπαιδευτικός, δοκιμιογράφος
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ηλίας Βενέζης, Μικρασία, Χαίρε, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2014, σελ. 155[2] Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2009, σελ. 333
[3] Roderick Beaton, Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996, σελ. 178
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Mario Vitti, Η γενιά του τριάντα, εκδ. Ερμής, Αθήνα 2012– Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2012
– Roderick Beaton, Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996
– Δημήτρη Π. Λιάτσου, Η Μικρασιατική Καταστροφή στη Νεοελληνική Λογοτεχνία, εκδ. Το Ελληνικό Βιβλίο, Αθήνα 1972
– Ηλίας Βενέζης, Μικρασία, Χαίρε, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2014
– Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου