Still Walking.
provoles.gr
Ιαπωνία, 2008. Σκηνοθεσία-σενάριο: Χιροκάζου Κορεέντα. Ηθοποιοί: Χιρόσι Αμπε, Γιούι Νατσουκάβα, Γιου, Καζούγια Τακαχάσι, Γιοσίο Χαράντα, Κίριν Κίκι. 114'
Συγκινητικό, δοσμένο με ευαισθησία και λεπτότητα δράμα, γύρω από τις δυσαρέσκειες και τις απογοητεύσεις που βγαίνουν στην επιφάνεια σε μια οικογενειακή σύναξη. Ενα μικρό αριστούργημα.
Συγκινητική, μελαγχολική, πέρα για πέρα ανθρώπινη είναι η «Μια μέρα καλοκαιριού» του 47χρονου Ιάπωνα σκηνοθέτη Χιροκάζου Κορεέντα, που μας είχε παλιότερα εντυπωσιάσει στις Κάνες με την ταινία του «Κανείς δεν γνωρίζει» (2004). Η ιστορία, γραμμένη από τον ίδιο τον σκηνοθέτη και εμπνευσμένη από τον θάνατο των γονιών του, στρέφεται γύρω από μια καλοκαιρινή μέρα στη ζωή τριών γενιών της δυσλειτουργικής, απ' ό,τι ανακαλύπτουμε σταδιακά, οικογένειας Γιοκογιάμα. Μέρα σύναξης των μελών της που γίνεται με αφορμή την 15η επέτειο από τον τραγικό θάνατο ενός από τους γιους του πατριάρχη της οικογένειας, συνταξιούχου γιατρού Κιοχέι (Γιοσίο Χαράντα). Σύναξη στην οποία, από την πρώτη κιόλας στιγμή, εμφανίζεται η τεταμένη σχέση ανάμεσα στον πικραμένο Κιοχέι και τον μόνο εν ζωή γιο του, Ριότα (Χιρόσι Αμπε). Γύρω τους κινούνται τα υπόλοιπα πρόσωπα της οικογένειας: η γυναίκα του Ριότα, πρώην ζωντοχήρα και το 10χρονο αγόρι της, η μητέρα Τοσίκο (Κίριν Κίκι), το ίδιο με τον άντρα της, όταν χρειάζεται, σκληρή, πίσω από μια ευγενική, ήρεμη επιφάνεια και η μοναδική κόρη της οικογένειας, Τσινάμι (Γιου), που ζει με τον άντρα και τα δύο παιδιά της, στο σπίτι των γονιών της.
Τα θέματα του Κορεέντα αλλά και ο τρόπος αντιμετώπισής τους φέρνουν στον νου τις ταινίες των συμπατριωτών του, Μίκιο Ναρούζε και Γιασουτζίρο Οζου (ιδιαίτερα το «Ταξίδι στο Τόκιο»). Κι εδώ έχουμε στο επίκεντρο την οικογένεια και τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της. Μόνο που, στη δική του ταινία, ο Κορεέντα είναι πιο ειρωνικός και, μέχρι σ' ένα βαθμό, ανατρεπτικός. Η αφήγησή του συνδυάζει την κωμωδία με το δράμα, ένα δράμα, όμως, θα έλεγα σιωπηλό, βουβό, κρυμμένο κάτω από βλέμματα, εκφράσεις, υπεκφυγές. Δράμα που κρύβεται πίσω από σκηνές προετοιμασίας του μαγειρέματος της τεμπούρα (στα πρώτα κιόλας πλάνα της ταινίας), της σύναξης στο τραπέζι, στην μπανιέρα, ακόμη και στα σπασμένα πλακάκια (ένδειξη αδιαφορίας κι εγκατάλειψης). Με την κάμερά του να σταματά σε μικρολεπτομέρειες, σε αντικείμενα, σε διαδρόμους, που δίνουν ένα άλλο, πιο οικείο τόνο στην αφήγησή του. Ενώ ο Κορεέντα δεν παραλείπει να τονίσει και την κάποια ζεστασιά καθώς και τις ενδιάμεσες εκείνες μικρές χαρές (τα τρία παιδιά που βγαίνουν στον δρόμο, η μητέρα που παίζει ένα τραγούδι-ανάμνηση των παλιών όμορφων χρόνων του έρωτά της, μια επίσκεψη στο νεκροταφείο) που δίνουν στην ταινία τον ελεγειακό, ποιητικό, ταυτόχρονα συγκινητικό της, ανθρώπινο τόνο.
«Μια μέρα του καλοκαιριού»
(«Αruitemo aruitemo») του Χιροκάζου Κορεέντε. Ο πλήρης ορισμός της τέλειας και καθόλου μετα-μοντέρνας απομίμησης της οπτικής του Γιασοζίρου Όζου (1903-1963), θεμελιωτή του ιαπωνικού κινηματογράφου του 20ού αιώνα. Τι σημαίνει αυτό; Κάτι περίεργο, ίσως και ανεξήγητο για το ελληνικό κοινό. Δηλαδή ιστορίες χωρίς action, χωρίς «ορατή», εκρηκτική εξέλιξη και χωρίς μοντέρνες τεχνικές. Η μηχανή να σκοπεύει από την ίδια απόσταση (συνήθως) από τη μέση και πάνω, ο φακός περίπου ο ίδιος, ελάχιστες μετακινήσεις. Δηλαδή οι κατάλληλες, σκηνοθετικές, προϋποθέσεις για την περιγραφή μιας οικογενειακής τελετής. Αυτό και το «θέμα» της ταινίας. Όπου άνεργος υιός, μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του, επισκέπτονται την πατρική οικία. Όλοι γύρω από ένα τραπέζι και όλα να διαδραματίζονται με τσάι, σούσι και σάκε. Υπόγεια δραματουργία, υπόγειες μικρές εκρήξεις, υπόγεια ουσία. Περίπου δαντέλα! Μόνο για συλλέκτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου