Σκυμμένοι περπατούν αργά στο δρόμο
τυλιγμένοι το μανδύα της μελαγχολίας τους
και μες στη μοναξιά των πάρκων σπεύδουν
να κρυφτούν
όσοι πολύ πόνεσαν ότι αγάπησαν πολύ,
κι εκεί κλείνονται στο όστρακό τους
και λουφάζουν να μην τους δει ανθρώπου μάτι
που κουβαλούν τον πόνο τους ανάμεσά μας.
Μα εγώ που νιώθω να ’χω μ’ αυτούς εκλεκτική συγγένεια
σκύβω και κλέβω φευγαλέα κάποιο βλέμμα τους
και πριν προλάβουν να προφυλαχτούν το παίρνω
μαζί μου και το εξετάζω
κι από σημάδια εμφανή ή αφανή τους κατατάσσω
στους ελαφρά πληγωμένους ή στους βαριά,
εκείνους που η πάθησή τους έχει γίνει χρονία
κι είναι πια τώρα ανίατοι και ξεγραμμένοι.
Τόσο πολύ μου έχει γίνει αυτό ανάγκη
που και μια μέρα να μην τους συναντήσω,
σαν το ναρκομανή κλείνομαι στο δωμάτιό μου,
στήνομαι μπρος στον καθρέφτη και κοιτώ
ατέλειωτες ώρες τα δικά μου μάτια.
Από τη συλλογή Και στρεβλές ρίμες (2006)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου