Πάνος Θασίτης (1923-2008)
Ο Πάνος Θασίτης γεννήθηκε στον Μόλυβο της Μυτιλήνης.
Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Από το 1930 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και εργάστηκε ως δικηγόρος.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, φοιτητής τότε, υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας του φοιτητικού περιοδικού "Ξεκίνημα". Στο ίδιο περιοδικό πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 1944 με τη δημοσίευση του ποιήματος "Έτσι είναι πάντα".
Την ίδια περίοδο πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και υπήρξε αρχισυντάκτης του περιοδικού της ΕΠΟΝ Μακεδονίας-Θράκης "Λεύτερα Νιάτα".
Διώχτηκε και εξορίστηκε στον Άη Στράτη και τη Μακρόνησο για τα πολιτικά του φρονήματα (1947-1950).
Μετά την ολοκλήρωση και της στρατιωτικής του θητείας εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο "Δίχως Κιβωτό" (1951).
Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Ελεύθερα Γράμματα", "Καινούρια Εποχή", "Νέα Πορεία", "Κριτική", "Συνέχεια", "Φοίνικας", "Νέα Εστία", "Κριτική", "Αντί", "Ο Πολίτης", "Παρατηρητής" και την εφημερίδα "Καθημερινή", όπου δημοσίευσε μελέτες, δοκίμια και κριτικά άρθρα για τη λογοτεχνία.
Τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Δήμου Θεσσαλονίκης το 1951 και ήταν μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Πήρε μέρος στο διεθνές φεστιβάλ ποίησης στη Struga της πρώην Γιουγκοσλαβίας (1982) και τον επόμενο χρόνο στο Διεθνές Συνέδριο Ποίησης του Βελιγραδίου ως τακτικός σύνεδρος και εισηγητής.
Υπήρξε μέλος των επιτροπών του ποιητικού διαγωνισμού του Δήμου Θεσσαλονίκης (1960) και του θεατρικού διαγωνισμού του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1964), μέλος του Δ.Σ. της "Τέχνης" (1962-1964) και του Κ.Θ.Β.Ε. (1974-1977), μέλος της οργανωτικής επιτροπής του θεσμού "Βαλκανικό Θέατρο" (1980) και της επιτροπής μελέτης και αναθεώρησης των ελληνικών κρατικών σκηνών. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά, πολωνικά και άλλες γλώσσες.
Ο Πάνος Θασίτης τοποθετείται στην πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά. Το έργο του χαρακτηρίζεται από έντονο πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό. Ασχολήθηκε επίσης με τη θεωρία και την κριτική της λογοτεχνίας.
Πέθανε στη Θεσσαλονίκη στις 21 Αυγούστου 2008, σε ηλικία 85 ετών.
Για
περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Πάνου Θασίτη βλ. Αλέξανδρος
Αργυρίου, "Πάνος Θασίτης", στο "Η ελληνική ποίηση: Η πρώτη μεταπολεμική
γενιά", σ.164-165. Αθήνα: Σοκόλης, 1982 και σελίδες 15-16 του περιοδικού
"Ο Παρατηρητής", τχ. 13, αφιερωμένου στον Πάνο Θασίτη.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Πάνος Θασίτης - Βικιπαίδεια
80 χρόνια
[Ενότητα β']
–Κι ο Κωνσταντίνος πέθανε
κι ο Βενιζέλος πάει
κι ο γιος του Κωνσταντίνου, πάει κι αυτός
κι ο γιος του Βενιζέλου.
80 χρόνια τ’ είναι για την Ιστορία
γριούλα απ’ τ’ Αϊβαλί Ευθαλία;
–Παιδιά κι εγγόνια όλα θαμμένα
στο 12, το 22, το 41...
Από τη συλλογή Ελεεινόν θέατρον (1980)
***********************
Ελληνική επαρχία μ.Χ.
Έφριξε σαν πήγε ο ίδιος, με τα ίδια του τα μάτια και τα είδε.
Τόση ρεμούλα, τέτοιο χάλι πού να το φανταστεί.
Έβγαλε ευθύς διαταγές τη μια πάνω στην άλλη,
ήλεγξε, καυτηρίασε, τιμώρησε, κάτι να διορθώσει,
κάτι να περισώσει απ’ την καταστροφή.
Οι άλλοι, οι από πάνω, μάθαιναν βέβαια ταχτικά τα νέα
τον ζήλο του λαμπρού νέου επάρχου
την ακάθεκτη έφεσή του για ευποιία, χρηστή
φιλόπτωχο διοίκηση κ.λπ.
Μα δεν ανησυχήσαν. «Θα του περάσει» είπαν,
«κι άμα δεν του περάσει
και κάνει τώρα πως δεν ξέρει,
τον αντικαθιστούμε, τον διαγράφουμε,
τον εξαφανίζουμε στο κάτω-κάτω.
Το ίδιο μας κάνει συνεπώς κι αν του περάσει
κι αν δεν του περάσει».
Η αλήθεια είναι, πως του πέρασε και του παραπέρασε.
Ούτε να τον παραμερίσουνε χρειάστηκε
ούτε βέβαια -τον άνθρωπο!- να τον εξαφανίσουν.
Ήδη, γοργά ανέρχεται κι έχει λαμπρό το μέλλον.
Από τη συλλογή Ελεεινόν θέατρον (1980)
************************
Οι τελευταίοι των Μοϊκανών
Στους φίλους
Άνοιξαν οι πύλες
απροσδόκητα,
όμως χωρίς βιάση καμιά,
βουβές∙
–μόνον οι πιο ευαίσθητοι άκουσαν κάτι,
σαν πτώση εντόμου, στο δάπεδο, νεκρού∙
και διάβηκεν η συντροφιά μας.
Βήματα σταθερά, καθαρά περιγράμματα,
μέταλλα στα μάτια
εμείς, σταθήκαμε στην αγορά – οι έμποροι είχαν φύγει∙
κάτι περαστικοί συνάχτηκαν σ' ένα γύρο σκοτεινό.
Ο πιο λαμπρός μας πάει μπροστά και λέει:
«Τώρα ο τρομερός χαλκός των σαλπίγγων θα ηχήσει,
αποσύρεται το τίμιο βάρος μας
κι απ’ τον φτωχό τελώνη κι από τον φαρισαίο∙
ωραίοι άνθρωποι, η ζωή σας δεν είχε τόπο για μας,
ήταν πιο μικρή από μας, αφού δεν έχει πίστη
να πολλαπλασιάζεται, να διαρκεί
ή ν’ απατά
και δεν αντέχει στον καθρέφτη.
Δεν έχει αγνότητα και σαπίζει
θεούς δεν έχει μήτε καν να τους πυροβολεί
μήτε φως αγάπης άπτεται αυτής∙
Αποσυρόμαστε νικώντας – νικώντας;»
Ήταν η φωνή του ένας ρυθμός κυκλικός,
αδιάκοπος, απαλός
τρομερός,
διαπερνούσε το κάθε τι:
ήταν για τη γη και για τον ουρανό.
Κάποιοι κίνησαν να ’ρθουν
να προστεθούν στη συντροφιά μας
«Μη μας εγγίζετε
μη μας ακολουθείτε
μη μας βλέπετε
μη μας ενθυμείσθε.
Είμαστε ανεπανάληπτοι.»
Από τη συλλογή Πράγματα (1957)
**********************************
Χρονικό
Εδώ η ζωή σκότωσε τη ζωή.
Μέσα στους δρόμους μας δεν περπατούν γενναίοι
Συντροφιές δολοφόνων περισφίγγουν τους αστερισμούς.
Απ’ τους εξώστες των εφημερίδων βγαίνουν κάτι τρομεροί κύριοι
γράφουν στον ουρανό μεγάλα μαύρα γράμματα
κι αποσύρονται.
Από χέρι σε χέρι ξένο, διασχίζουμε το μέλλον
περίπου ασφαλώς,
άνθρωποι ξοφλημένοι
αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας δίχως φρίκη πια
μέσα σ’ αυτά τα στεγανά ομοιώματα
που περιφράζουν τον ουρανό
μέσα σ’ αυτούς που ανταλλάξαν τη ζωή
με μια διαδοχή συμμετρικών τακτοποιήσεων.
Από τη συλλογή Πράγματα (1957)
*************************
[Ενότητα α']
Είμαστε φίλοι κάποτε, όμως –διστάζω να στο πω–
κάτω από διαφορετικές συνθήκες άλλης εποχής
και προπαντός πιο νέοι, Βασιλάκη.
Δε σου ’κοψα την καλημέρα βέβαια, σε χαιρετώ
όταν αναποφεύκτως συναντιόμαστε στο δρόμο.
Σου δίνω τσιγάρο, συμβουλές και δανεικά –όταν μπορώ–
εν ονόματι τόσων και τόσων που ακόμα μας δένουν,
όμως ανεπίστρεπτα παρελθόντων.
*
Και τα σύκα-σύκα για να πούμε –όσο είναι δυνατό ή πρέπει ακόμα
τα λέμε– είσαι κουραστικός, λιγάκι απηρχαιωμένος,
επιμένοντας, μόνος, στο 41 ή στο 47 ή στα καινούρια που μας βρήκαν,
ταράζοντας με ψευτοφανατισμούς –ξεπερασμένους–
την κατά τ’ άλλα ευχάριστη συζήτησή μας.
Ξυπνώντας –ανυπόφορα– τα φαντάσματα
μιας –δήθεν– προδομένης νιότης.
Από τη συλλογή Ελεεινόν θέατρον (1980)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου