Ολίγα για τον Δημήτρη Χατζή*
Δευτέρα, 21.6.2021, 21.00, «Αθήνα 9,84»: «Καληνύχτα, Μαργαρίτα», των Στέφανου Ληναίου και Έλλης Φωτίου, όπως το βιώσαμε επίσης θεατρικά στη δεκαετία του ’80 στην Αθήνα και στα Ιωάννινα. Το διήγημα του Δημήτρη Χατζή, «Μαργαρίτα Περδικάρη», ο Γερ. Σταύρου το συνέθεσε σε «Καληνύχτα, Μαργαρίτα» (1967). Δύο λόγια επιπλέον...
Στη μονογραφία μου για τον Γιωσέφ Ελιγιά (2002:29) έκλεινα με τον «μικρόκοσμο» της γειτονιάς των «Λακκωμάτων»: Βασίλης και Περικλής Καρασκόγιας, η σύζυγος του πρώτου Αγγελικούλα, Γάκης (Γιώργος) Στουρνάρας και Νίτσα (Ελένη) Νούτσου - Στουρνάρα, Νικήτας Χαλάτσης ή Σίτρας και όλοι οι άλλοι που ένιωθαν ότι το «ποίημα της Αγάπης» θα έλθει ανάμεσά τους, «όταν ο Σκλάβος αντριωθή και θα φουντώση η Ελπίδα/ και στης ασχήμιας το γκρεμνό, θα συντριβή ο Σατράπης»...
Στο διήγημα «Μαργαρίτα Περδικάρη» του Δημήτρη Χατζή ανακατεύθηκε η τράπουλα των επωνύμων, με την οικογένεια των Στουρναίων, την κόρη τους Αγγελικούλα και τον αδελφό της Νικόλα που «ήτανε κομμουνιστής από τους πρώτους σ’ αυτή την πόλη» (Το τέλος της μικρής μας πόλης, Αθήνα 1999, 198,200).
Σε ποιον από τους «αναβαθμούς» της σκέψης του Δ. Χατζή εντάσσεται αυτό το διήγημα; Στα πρωτόλεια του Χατζή διαπιστώνεται με ευκρίνεια η κοινωνική σκόπευση της αντιβενιζελικής του αρθρογραφίας που συμμερίζεται επίσης τις εκτιμήσεις του φιλαγροτισμού. Όταν σημειώνεται, για παράδειγμα, το 1932 στην Ήπειρο: «τους χωρικούς που υπήρξαν επί είκοσιν ολόκληρα έτη οι δούλοι, οι ραγιάδες, οι είλωτες των δημοκόπων και των Ζακχαίων της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, των ανεβασμένων εις την Βενιζελικήν συκομωρέαν. Τους χωρικούς που έδειρεν ο Μακρυγιάννης, που εξηπάτησαν όλοι [...] έχομεν την φοράν αυτήν θαρραλέους μαζί μας, όπως θα ηθέλαμεν εις κάθε αγώνα διά τα ιδικά των δίκαια και τα ιδικά των συμφέροντα» (Γουλανδρής 1991: 109/110).
Στην επόμενη φάση, κατά την εποχή της Αντίστασης και του Εμφυλίου πολέμου, ο Χατζής ήδη είχε διανύσει τα αποφασιστικά βήματα και είχε κιόλας συνταχθεί με την Αριστερά, γεγονός όμως που πιστοποίησε η αιφνιδιαστική εξορία του από τη μεταξική Δικτατορία. Τα σχετικά κείμενα λανθάνουν και δεν ταυτίσθηκε η συνεργασία με την Ελεύθερη Ελλάδα κατά τα δύο πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας της (1943, 1944), σε αντίθεση με ό,τι συνέβη με τα δημοσιεύματα (ελληνικά ή γαλλικά) της περιόδου του Εμφυλίου (βλ. Γουλανδρής 1991: 313-347 και Ματθαίου - Πολέμη 1999: 33/34). Ως προς το λογοτεχνικό έργο του Χατζή, η Φωτιά συμπυκνώνει τις αισθητικές του προτιμήσεις και, όπως υποδείκνυε ο Αυγέρης, με το «ορθόδοξο ρεαλιστικό ύφος» της και την «αλήθεια της ζωής που κλείνει μέσα» της χαρακτηρίζεται «άρτιο μυθιστόρημα με θέμα την Αντίσταση» (Απρ. 1946: 192).
Ακολουθεί η μακρόχρονη εξορία, από το 1948 ώς το 1975, στη Βουδαπέστη και το Ανατολικό Βερολίνο. Ενδιαφέρουσα είναι η παρέμβαση του Χατζή στη συζήτηση για το σχέδιο προγράμματος του ΚΚΕ, ενδεικτική άλλωστε των αντιλήψεων του φιλολόγου - ιστορικού πια Χατζή. Ό,τι επομένως θα πρέπει να διαβαστεί μαζί με τα σχεδιάσματά του για τη «νεοελληνική φιλολογική σπουδή» που ήδη εμφανίσθηκαν το 1953. Η απόπειρα πάντως επιβολής αυτού του προγράμματος αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της ζαχαριαδικής ηγεσίας που επέμενε στην επερχόμενη επανάσταση στην Ελλάδα, με χαρακτήρα «λαϊκό-δημοκρατικό» και προοπτική «σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης» (ΚΚΕ 1954: 7-12). Οι καίριες διαφοροποιήσεις, όσες και όποιες υπήρξαν, στα επιμέρους τμήματα της Μικρής μας πόλης, όπως δηλαδή πρωτοδημοσιεύθηκαν αυτοτελώς τα πέντε από τα εφτά διηγήματα το 1953 στο Βουκουρέστι (όπως και η «Μαργαρίτα Περδικάρη), στη συνέχεια -1958, 1959,1962- στην Επιθεώρηση Τέχνης και αυτοτελώς πάλι, σε δεύτερη έκδοση, από το ίδιο περιοδικό το 1963 αξιώνουν ιδιαίτερη προσοχή (πρβλ. Hokwerda 1991). Ειδικότερα, η συνεργασία του Χατζή με την Επιθεώρηση Τέχνης προδίδει τους αισθητικούς-πολιτικούς αναπροσανατολισμούς του, γεγονός άλλωστε που καταφαίνεται και από τους συντάκτες των ευνοϊκών κριτικών που δέχθηκε τότε η Μικρή μας πόλη (Πορφύρης, Καλιόρης, Ροζάνης, Ραυτόπουλος κ.λπ.). Δηλαδή από όσους -άμεσα ή έμμεσα- έχουν απομακρυνθεί από τις συνταγές της «μαρξιστικής-λενινιστικής» λογοτεχνικής κριτικής. Όπως παρατηρούσε ο Ραυτόπουλος (1964: 594-602), διαθέτει «ιδέες και μέθοδο» χωρίς να ξεκινά από τα «a priori συμπεράσματα»: οι «κρύες μήτρες της προκατασκευασμένης αλήθειας και της ανυποψίαστης βεβαιότητας» δεν ευδοκιμούν στον κόσμο της Μικρής μας πόλης.
Η ύστερη περίοδος του Χατζή, από την επάνοδο στην Ελλάδα ώς τον θάνατό του, σημαδεύεται από το εγχείρημα υπέρβασης των σχημάτων της εγχώριας Αριστεράς και την εναγώνια αναζήτηση της «Νέας Αριστεράς». Ήδη πριν από τη διάσπαση του 1968, την οποία θεωρούσε ως την «πιο σημαντική ενέργεια του υγιέστερου τμήματος της ελληνικής αριστεράς» (Γουλανδρής 1991: 664, 666), είχε στραφεί προς την απαίτηση ίδρυσης ενός κόμματος του «δημοκρατικού σοσιαλισμού», χωρίς ωστόσο στη συνέχεια να τη συνοδεύει με έναν υψηλό τόνο βεβαιότητας για την επίτευξή του: «Άστεγος, ανέστιος, ηττημένος και μόνος έχω τουλάχιστον την αίσθηση πως βρίσκομαι κοντύτερα στο αίσθημα και την πίκρα του λαού μας - ένας από τους πολλούς» (4.6.1970˙ Γουλανδρής 1991: 666). Το κριτήριο αυτό των πολιτικών πραγμάτων αποτυπώνεται ρητά στο Διπλό βιβλίο, τόσο στο «κύριο» σώμα του έργου όσο ιδίως στο 9ο κεφάλαιο που φαίνεται να «επισυνάπτεται».
Οι τέσσερις λοιπόν φάσεις της σταδιοδρομίας του Χατζή συγκροτούν τους «αναβαθμούς» στη διαμόρφωσή του ως πολιτικού διανοουμένου που εκφράζεται πρώτιστα και ομοιογενώς ως λογοτέχνης και φιλόλογος. Ταυτόχρονα συνιστούν την προσωπική εσωτερίκευση της πορείας που διήνυσε κατά τις ίδιες δεκαετίες η Αριστερά, όχι μόνο στην εγχώρια έκφανσή της. Προσθέτω ότι ο αδελφός του Δημήτρη Χατζή Άγγελος εκτελέσθηκε στον Εμφύλιο τον Ιούλιο του 1948. Για τα ανωτέρω παραθέματα βλ. το βιβλίο μου: Δημήτρης Χατζής. Το διπλό βιβλίο, Αθήνα 2009, 18-19, 30-33.
________________
*Δημήτρης Χατζής (1913-1981) - Βικιπαίδεια
* *Ο Παναγιώτης Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων
Παναγιώτης Χ. Νούτσος - ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet
__________
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου