Κυριακή, Μαρτίου 14, 2021

Tο καλογραμμένο βιβλίο ενός αντισημίτη, όπου δεν υπάρχει χώρος για αναμνήσεις από τα χρόνια 1939-1945.

 ΕΝΑ ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ , ΔΥΟ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ


1. Κενά μνήμης

Ρίκα Μπενβενίστε : Το ολοκαύτωμα της Θεσσαλονίκης - ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ  ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣΡίκα Μπενβενίστε 
 

Κενά μνήμης

ΓΚΡΕΓΚΟΡ ΦΟΝ ΡΕΤΣΟΡΙ. Αναμνήσεις ενός αντισημίτη. Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου. Δώμα, 2020, σελ. 416

Γέννημα-θρέμμα του εθνοτικού και πολιτισμικού μωσαϊκού της Mitteleuropa, ο Γκρέγκορ φον Ρετσόρι γεννήθηκε το 1914 στο Τσέρνοβιτς της Μπουκοβίνας (στη σημερινή Ουκρανία), στα σύνορα της Αυστροουγγαρίας με τη Ρωσία. Η περιοχή όπου μεγάλωνε προσαρτήθηκε στο βασίλειο της Ρουμανίας και ο ίδιος, που ανήκε σε μια αυστριακή οικογένεια με μακρινή ιταλική καταγωγή, έγινε Ρουμάνος πολίτης. Τα προπολεμικά επεισόδια που ανακαλεί στη μνήμη του διαδραματίζονται στη «γραφική» ύπαιθρο των Καρπαθίων, στο Βουκουρέστι και στη Βιέννη, τα μεταπολεμικά στο Βερολίνο και στη Ρώμη.

Μυθιστόρημα ενηλικίωσης, Bildungsroman, κοντά στην αυτοβιογραφία, με πέντε από τα έξι κεφάλαια σε πρωτοπρόσωπη γραφή. Στις αναμνήσεις του, ο Γκρέγκορ συναντιέται με Εβραίους και ανακαλύπτει τη σεξουαλικότητά του σχεδόν το ίδιο εμμονικά. Από παιδί άλλωστε κουβαλά, κάπως αδιάφορα, την αντισημιτική παράδοση της οικογένειας και των αριστοκρατικών κύκλων, ακόμη κι όταν αναγνωρίζει τον παραλογισμό της.

Δύο ρωσικές λέξεις επιτείνουν την απόμακρη ειρωνική διάθεση με την οποία ο συγγραφέας περιγράφει, μερικές φορές αριστοτεχνικά, επεισόδια της ζωής του. Στο πρώτο κεφάλαιο, που τοποθετείται χρονικά μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο τίτλος «σκούτσνο» δηλώνει το ανάμικτο συναίσθημα της πλήξης, του πνευματικού κενού, της ροπής στη νοσταλγία, της επιθυμίας.

Το τελευταίο κεφάλαιο, στα ερείπια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τιτλοφορείται «πράβντα», αλήθεια. Νοσταλγία; Για ποιο πράγμα; Το κυνήγι της αρκούδας και του ελαφιού για χάρη τον οποίων ο πατέρας δεν εγκατέλειψε τα Καρπάθια; Και ποια αλήθεια; Της «ταυτότητας» του αντισημίτη; Ή μήπως της εξόντωσης των Εβραίων, τους οποίους εν τέλει συναντούσε πάντα ως προβολή των δικών του φαντασιώσεων; Άλλωστε, στο βιβλίο δεν υπάρχει χώρος για αναμνήσεις από τα χρόνια 1939-1945. Κενό μνήμης.

Οι παιδικές αναμνήσεις είναι από το σπίτι των θείων, στο χωριό όπου ο Γκρέγκορ συναντά τον Γκόλντμαν, παιδί μιας οικογένειας «Ανατολικών Εβραίων», που διαθέτει ευφυΐα, μόρφωση και μουσικό ταλέντο. Η συνάντηση ελάχιστα κλονίζει τα αντισημιτικά στερεότυπα, αλλά αναστατώνει την οικογενειακή τάξη. Η επαναστατική νιότη που ωθεί τον ήρωα να απομακρυνθεί από την οικογένεια και την τάξη του, τον φέρνει στο Βουκουρέστι όπου αναγκάζεται να κερδίσει το ψωμί του με επαγγέλματα που περιφρονεί.

Μέσα στις αντιθέσεις της μεγάλης πόλης, που αργότερα θα αποκαλέσει «πατρίδα», πλάθει τον εαυτό του ανάμεσα στο όνειρο της ανεκπλήρωτης καλλιτεχνικής δημιουργίας και την πραγμάτωση των ερωτικών του επιθυμιών. Συναντά Εβραίους, άνδρες, και κυρίως γυναίκες με υπέρμετρη σεξουαλικότητα ή ξεχωριστή μόρφωση, που τον σαγηνεύουν, Εβραίους τους οποίους ο αναγνώστης του βιβλίου βλέπει μέσα από τα στερεότυπα της ματιάς του ήρωα. Ζώντας για λίγο σε ένα εβραϊκό πανδοχείο ομολογεί: «Δεν ήθελα να κάνω τίποτα που δεν θα ενέκριναν οι άλλοι».

Από το Βουκουρέστι επιστρέφει στη Βιέννη για να ακολουθήσει σπουδές, τις οποίες παραμελεί για να αφοσιωθεί συστηματικά στη διασκέδαση. Στη Βιέννη, όπου «κανείς δεν σε ρωτούσε πού είχες γεννηθεί, αλλά σε ποια τάξη ανήκες […] και αν ήσουν γενναίος, δίκαιος και πιστός στη σημαία του ηγεμόνα σου», παρακολουθεί αμέτοχος να τηρούνται όρκοι πίστης στην Αυτοκρατορία, οι ίδιοι από την εποχή του Καρλομάγνου έως τους Αψβούργους.

Ωστόσο, η ειρωνική αποστασιοποίηση από την επινόηση μιας «γερμανικότητας», ο σαρκασμός για την εθνοφρουρά, «που υπερασπιζόταν τις ηθικές αξίες, για παράδειγμα, το καθαρό μυαλό που εξασφάλιζε ο φρέσκος αέρας του βουνού ή η χαρά τού να σκοτώνεις αγριοκάτσικα και να μαζεύεις εντελβάις - της Στυρίας του Τιρόλου, της Καρινθίας…», δεν επηρεάζουν την απάθεια απέναντι στην «τήρηση των όρκων», που τώρα περιλαμβάνουν και αντισημιτικές διώξεις: απαθής, όπως συνήθως, ζει τις ώρες του Anschluss στη Βιέννη. Αλλωστε, τους δικούς του όρκους τους προδίδει με πολλές ευκαιρίες, χάριν ευκολίας, από αδιαφορία, από κομφορμισμό.

Στο τελευταίο κεφάλαιο, το μοναδικό σε τρίτο πρόσωπο, παρακολουθούμε επεισόδια και σκέψεις του ήρωα στον μεταπολεμικό κόσμο. Περπατά στη Ρώμη και αναρωτιέται πόσο οι ταυτότητες που είχε στο παρελθόν ήταν αληθινές ή μυθοπλαστικές εκδοχές του εαυτού του, για να ξεγλιστρά από την πραγματικότητα.

Αναγνωρίζει στον εαυτό του «ταυτότητες που δεν ήταν φτιαγμένες από το σίδερο του σταθερού χαρακτήρα που ορίζει απαρέγκλιτα την πορεία μιας ζωής, αλλά από υλικά πιο ελαφριά και πιο εύπλαστα». Σαρκαστικά βλέπει τις μεταμορφώσεις του ήρωα ως τη «βιογραφία ενός Λευκού Ευρωπαίου: «ενός σκωροφαγωμένου επιζήσαντα ενός λαμπερού χαμένου κόσμου», αδιάφορου και αποτυχημένου σε όλες τις σχέσεις που επιχειρεί. Αλληγορικά, το παιδί που γεννιέται από τη σχέση του με μια Εβραία, νευρωτική επιζώσα του Ολοκαυτώματος πεθαίνει.

Το καλογραμμένο μυθιστόρημα ασκεί στον αναγνώστη γοητεία. Υπάρχει, όμως, κάτι ενοχλητικό. Όχι επειδή ο ήρωας περιγράφεται ως αντισημίτης, αλλά επειδή ο αφηγητής είναι εντυπωσιακά συγκαταβατικός μαζί του. Κλείνοντας το βιβλίο νιώθει κανείς την επιθυμία να καλύψει τα κενά μνήμης του συγγραφέα επιστρέφοντας στον κόσμο της Mitteleuropa μέσα από κάποιους άλλους, πολύ γνωστούς, που γεννήθηκαν και αυτοί στο Τσέρνοβιτς (Απελφελντ, Τσέλαν, Πάγκις…).

**************

2. Ο αντισημιτισμός πριν γίνει φανατισμός

Η ταραχώδης πορεία προς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Ο αντισημιτισμός πριν γίνει φανατισμός

ΓΚΡΕΓΚΟΡ ΦΟΝ ΡΕΤΣΟΡΙ
Αναμνήσεις ενός αντισημίτη –
Ενα μυθιστόρημα σε πέντε ιστορίες
μτφρ.: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
εκδ. Δώμα, σελ. 400

«Η ευρωπαϊκή ήπειρος είχε ειρήνη το πρωί της Κυριακής, 28ης Ιουνίου 1914, όταν ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος και η γυναίκα του Σοφί Χότεκ έφτασαν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Σαράγεβου. Τριάντα επτά μέρες αργότερα, είχε πόλεμο. […] Γύρω από τα συμβάντα του 1914 συσσωρεύτηκε στη συνείδηση του κόσμου ένα είδος εξωτικής ιστορικής σαγήνης. Ηταν εύκολο να φαντάζεται κανείς την καταστροφή του “τελευταίου καλοκαιριού” της Ευρώπης σαν ένα εδουαρδιανό ιστορικό δράμα», γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου του «Οι υπνοβάτες – Πώς η Ευρώπη πήγε στον πόλεμο το 1914» ο Κρίστοφερ Κλαρκ.

Ο Γκρέγκορ Φον Ρετσόρι είναι ή μάλλον ήταν –πέθανε το 1998– παιδί δύο «υπνοβατών» και γνήσιο τέκνο της εποχής τους. Γεννημένος το 1914 στην Μπουκοβίνα και άρα Ρουμάνος κατά τας γραφάς μετά τη διάλυση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, ζει τα αισθήματα των γονέων και της ευρύτερης οικογένειάς του, τον κόσμο και τις αντιλήψεις τους περί αυτού, το ξάφνιασμα των ανθρώπων στα ανατολικά άκρα της Αυστροουγγαρίας, που κοιμήθηκαν Αυστριακοί αριστοκράτες και ξύπνησαν Ρουμάνοι πολίτες, την απώλεια μιας ταυτότητας που συγκροτούσε την οικογένεια, τα συστατικά στοιχεία της οποίας, συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις, αρνούνται να παραδώσουν στη λαίλαπα των αλλαγών που σήμανε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αρνούνται κυρίως να παραδώσουν αμαχητί τον εκλεπτυσμένο αντισημιτισμό τους.

Αυτός ο αντισημιτισμός είναι το συνδετικό στοιχείο των πέντε ιστοριών: Σκούτσνο (ρωσική λέξη που «σημαίνει τη μελαγχολική πλήξη»), Νιότη, Πανσιόν Λέβινγκερ, Ορκοι, Πράβντα.

Σαν υπόγειο ρεύμα

o-antisimitismos-prin-ginei-fanatismos0
O αντισημιτισμός είναι το συνδετικό στοιχείο των πέντε ιστοριών του βιβλίου.

Εχουμε όλοι συνηθίσει να διαβάζουμε ιστορίες που εκφράζουν ακραία όρια αντισημιτισμού, αλλά ο Ρετσόρι μας δίνει την ευκαιρία να δούμε τον βαθύ αντισημιτισμό πριν γίνει πολιτική σκοπιμότητα και πολιτική αγυρτεία, πριν γίνει ιδέα, φανατισμός και Ολοκαύτωμα. Αυτόν που διαχέεται σε απλές, ανθρώπινες και καμιά φορά χαριτωμένες, θεατρικές, διασκεδαστικές ίσως, και συναισθηματικά οικείες εικόνες, λέξεις και συμπεριφορές, τον «διακοσμητικό», εν είδει πολύτιμης οικογενειακής σκευής, αντισημιτισμό. Αυτόν που διατρέχει σαν υπόγειο ρεύμα, χαρακτηριστικό και αναντίρρητη αξία κοινωνικής διαφοροποίησης, στοιχείο κοινωνικής ταυτότητας. Τον αντισημιτισμό που πραγματώνεται στις λεπτομέρειες, που υπάρχει γιατί δεν γίνεται αλλιώς:

«Ο πατέρας μου μισούσε τους Εβραίους, όλους ανεξαιρέτως, ακόμα και τους πιο ταπεινούς. Επρόκειτο για ένα μίσος αρχαίο, πατροπαράδοτο, βαθύρριζο, για το οποίο δεν χρειαζόταν να δοθούν εξηγήσεις. Ο,τι επιχείρημα κι αν έφερνες για να το δικαιολογήσεις, όσο παράλογο κι αν ήταν, θεωρούνταν θεμιτό. Φυσικά, κανείς δεν πίστευε στα σοβαρά πως οι Εβραίοι ήθελαν όντως να κυριαρχήσουν στον κόσμο επειδή τάχα αυτό τους είχαν υποσχεθεί οι προφήτες τους (αν και όντως αποκτούσαν όλο και περισσότερα πλούτη και ισχύ, ιδίως στην Αμερική). Ιστορίες περί μοχθηρών συνωμοσιών, σαν αυτές που περιγράφονται στα Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών, θεωρούνταν μπαρούφες, όπως και όλα αυτά περί κλοπών της όστιας και τελετουργικής δολοφονίας παιδιών (αν και η εξαφάνιση της μικρής Εστερ Σολυμοσσιάν παρέμενε ανεξιχνίαστη). Ολα ήταν παραμύθια που λέγαμε στις υπηρέτριες όταν δεν μας άντεχαν άλλο και απειλούσαν πως θα πάνε να δουλέψουν σε καμιά οικογένεια Εβραίων, όπου και περισσότερα χρήματα θα έβγαζαν και καλύτερη μεταχείριση θα είχαν. Και βέβαια, τους υπενθυμίζαμε παρεμπιπτόντως ότι οι Εβραίοι είχαν όντως σταυρώσει τον Σωτήρα μας. Πάντως οι άνθρωποι της δικής μας πάστας, οι μορφωμένοι άνθρωποι, δεν χρειαζόμασταν τέτοια βαρύγδουπα επιχειρήματα για να βλέπουμε τους Εβραίους σαν ανθρώπους δευτέρας διαλογής. Ηταν πολύ απλό: δεν μας αρέσανε – ή τέλος πάντων μας άρεσαν λιγότερο απ’ ό,τι οι άλλοι συνάνθρωποί μας. Και αυτό ήταν κάτι τόσο φυσικό όσο και το να σ’ αρέσουν τα σκυλιά περισσότερο απ’ τις γάτες».

Ενας αντισημιτισμός που περιχωρείται στην ταυτοτική κληρονομιά των αριστοκρατών κάθε βαθμίδας της τότε Κεντρικής Ευρώπης, πολύ «σνομπ» για να υποστηρίξει τη «λαϊκή» βαρβαρότητα του ναζισμού αλλά και τη συμπόρευση με το Ανσλους, την προσάρτηση και υποταγή στη Μεγάλη Γερμανία, εκβάλλει σε «φυσιολογικές», συναισθηματικές αντιφάσεις ή και διαυγείς διαπιστώσεις: Η αντισημίτισσα Βιενέζα γιαγιά του αφηγητή επιτίθεται με την ομπρέλα της σε «ταραξίες που είχαν βάλει κάμποσους Εβραίους να καθαρίζουν από τους τοίχους ενός σπιτιού συνθήματα υπέρ του Σούσνιγκ. Ανάμεσα σ’ εκείνους τους Εβραίους η γιαγιά μου είχε αναγνωρίσει έναν γιατρό που κάποτε είχε θεραπεύσει την πολύ επώδυνη ωτίτιδα μιας από τις θείες μου […] τους έβαλε τις φωνές πως αυτό παραπήγαινε». 

Ο ίδιος, ο αντισημίτης… εξ αίματος, αφηγητής παρακολουθώντας μαζί με την Εβραία φίλη και ερωτική του μέντορα «το παγερό, κρυστάλλινο κενό έξω στην πόλη» στις 12 Μαρτίου του 1938, τους πανηγυρισμούς για το Ανσλους, απολιτικός, υπνοβάτης κι αυτός στο δικό του παρόν και ανίκανος να διαβλέψει ή να υποψιαστεί τη δεύτερη επερχόμενη καταστροφή της Ευρώπης, της λέει ωστόσο πως «είναι μια μέρα γάμου που υπόσχεται κάτι πολύ θλιβερό». Και είναι ο ίδιος αφηγητής που μας λέει ότι το καλοκαίρι του 1937, το Σάλτσμπουργκ ήταν πραγματικά απαίσιο διότι «το είχαν κατακλύσει οι Εβραίοι. Οι χειρότεροι απ’ όλους είχαν έρθει πρόσφυγες από τη Γερμανία και, παρά τις παραφορτωμένες τους Μερσέντες, συμπεριφέρονταν λες και ήταν θύματα σκληρότατων διώξεων και άρα δικαιούνταν να κάθονται με τις ώρες στο Καφέ Μότσαρτ, να κριτικάρουν τα πάντα και να εξυπηρετούνται φθηνότερα. […] Και μιλούσαν μ’ εκείνο το υπεροπτικό βερολινέζικο ύφος που έξυνε τα νεύρα οποιουδήποτε είχε μεγαλώσει στην Αυστρία, πόσο μάλλον τα δικά μου, που το εξασκημένο μου αυτί διέκρινε πανεύκολα τα στοιχεία της εβραϊκής αργκό. Μου ’ρχόταν να τους σφάξω όλους».

Ο αφηγητής που είναι ο Ρετσόρι –ή δεν είναι αλλά μάλλον περιέχεται στην αφήγηση (ένα παιχνίδι που παίζει ο συγγραφέας με τον αφηγητή και την ταυτότητά του στο τελευταίο μέρος του βιβλίου)–, παραμένει ένας απλός μάρτυρας γεγονότων, χαλαρός, επιφανειακός και ευγενικός, καθώς πλησιάζει η καταστροφή. Αλλος ένας υπνοβάτης. Περίπου, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, όπως διασχίζουμε οι περισσότεροι τους δικούς μας καιρούς, τη δική μας εποχή, το παρόν.

 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

2. Gregor von Rezzori: ′Memoirs of an Anti-Semite′ 100 German Must-Reads

Gregor Arnulph Hilarius von Rezzori (d'Arezzo) (1914 - 1998) - Genealogy3. A Place Out of Time: Gregor von Rezzori's Bukovina Trilogy

 

With Michael Cunningham, Deborah Eisenberg, Daniel Kehlmann, and Edmund White; moderated by Edwin Frank

 

 In the early 20th Century, what is now Chernivtsi, Ukraine was Czernowitz, Bukovina, part of the Austro-Hungarian Empire and the birth place of the dazzling writer Gregor von Rezzori. For Rezzori, this city was a place full of color and laughter, but also of terrible uncertainty and latent violence, a polarity captured in his Bukovina trilogy Memoirs of an Anti-Semite, The Snows of Yesteryear: Portraits for an Autobiography, and An Ermine in Czernopol. Explore Rezzori's lost worlds and enduring works in a discussion with some of today's finest writers.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Νέο ανθολόγιο γερμανικής ποίησης

  Poesie, καλώς ήρθες, όμορφη νεότης! | booksitting.gr   3–4 λεπτά ...