Το «χιούμορ» της νέας Δεξιάς και οι επαναλαμβανόμενες συγγνώμες
Δημήτρης Ψαρράς
Η παγίδα πίσω από τις συνεχιζόμενες «αστοχίες» και τα «ατοπήματα» σε δημοσιεύματα της «Καθημερινής» ● Ο θάνατος του «σοβαρού» Τύπου, η ανάδειξη της νέας γενιάς παραδημοσιογραφίας και η κακοποίηση κάθε έννοιας διαλόγου μέσα από την ατέρμονη ανταλλαγή σχολίων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Σε μια σπάνια επίδειξη
άμεσων ανακλαστικών πολλοί αναγνώστες, αλλά και συνάδελφοι
δημοσιογράφοι, αντέδρασαν στο άθλιο δημοσίευμα του Στέφανου Κασιμάτη
στην «Καθημερινή» για τον Γιώργο Κατρούγκαλο την περασμένη Παρασκευή και
υποχρέωσαν τον αρθρογράφο και την εφημερίδα να ζητήσουν δημόσια
συγγνώμη.
Αφορμή ήταν μια λεζάντα για τον
πρώην υπουργό που έχει περάσει πρόσφατα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας: «Πού
πήγαν οι ασημένιοι βόστρυχοι; Αυτοί που κάποτε (μόλις πριν από έναν
χρόνο) σκίαζαν το πλατύ μέτωπο του Κατρούγκαλου! Νομίζω, μπουλντόζα
πρέπει να οδηγούσε ο πανδαμάτωρ όταν πέρασε, ίσως ήταν και λίγο
μεθυσμένος. Ας καταγραφεί, παρακαλώ, η θλιβερή απώλεια ως ακόμη ένα από
τα εγκλήματα της Δεξιάς…».
Πολλοστό «ατόπημα»
Ο
κ. Κατρούγκαλος ευχαρίστησε όσους πήραν θέση για το ζήτημα και ιδίως
τους πολιτικούς του αντιπάλους και ευχήθηκε να «βγει κάτι καλό από τη
θλιβερή αυτή ιστορία: ένα υγιέστερο δημοσιογραφικό τοπίο, χωρίς
κανιβαλισμούς και δολοφονίες χαρακτήρων».
Δεν
είναι καθόλου σίγουρο ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο. Καταρχάς δεν πείθει ο
κ. Κασιμάτης, όταν συνεχίζει την κακόγουστη ειρωνεία και στην
υποτιθέμενη δήλωση συγγνώμης, λέγοντας ότι ο κ. Κατρούγκαλος «παρέστη
στη Βουλή, δεδομένου ότι στον ΣΥΡΙΖΑ δεν περισσεύουν οι ειδικοί περί τα
ελληνοτουρκικά».
Εξίσου
δεν πείθει και η αντίδραση του διευθυντή της εφημερίδας, ο οποίος με
την υπογραφή «Καθημερινή» δηλώνει ότι «το ατόπημα δεν θα επαναληφθεί».
Αλλά δεν πρόκειται για το πρώτο «ατόπημα» της στήλης και επομένως της
εφημερίδας. Είναι το πολλοστό! Πώς δεν θα επαναληφθεί;
Αρκεί
εδώ να θυμίσω την αθλιότητα με στόχο άλλο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ: «Γιαγιά
έγινε, όπως διαβάζω, η Τασία Χριστοδουλοπούλου» έγραφε ο Κασιμάτης στις
29.3.2017. Και συνέχιζε: «Ομως η χαρμόσυνη είδηση υπονοεί κάτι που κάνει
το αίμα (το δικό μου) να παγώνει: για να γίνει γιαγιά η Τασία, σημαίνει
ότι είναι και μητέρα. Ομολογώ ότι δεν το είχα ποτέ φαντασθεί...».
Υπήρξε
και τότε συγγνώμη από τον «ευθυμογράφο», όχι πάντως από την εφημερίδα.
Με τον τίτλο «αστοχία» ο κ. Κασιμάτης απολογήθηκε ως εξής: «Η επιτυχία
ενός αστείου (διότι αυτή ήταν η πρόθεση) εξαρτάται πάντα από την
ισορροπία του γέλιου και της ενόχλησης που προκαλεί. Οταν η ενόχληση
επικρατεί, τότε το αστείο έχει αποτύχει και ζητάς συγγνώμη. Αυτό συνέβη
και αυτό έκανα» (31.3.2017).
Μ’ άλλα λόγια,
εμείς γράφουμε την αθλιότητα και αν δεν μας πάρουν χαμπάρι έχει καλώς.
Αλλιώς ζητάμε συγγνώμη. Στο ίδιο δημοσίευμα δημοσιευόταν φωτογραφία του
τότε υπουργού Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου με την ακόλουθη λεζάντα: «Οπως
τον βλέπω εδώ, μου γεννάται -τρέχα γύρευε γιατί- η επιθυμία να του
χαϊδέψω το κεφάλι και μετά να του δώσω ένα μπισκότο...».
Ακόμα
και το εκπαιδευμένο σ’ αυτού του είδους παραδημοσιογραφίας «Πρώτο Θέμα»
έδειξε να σοκάρεται: «Εμμέσως πλην σαφώς, δηλαδή, υπονοούσε ότι η
απεικόνιση του προσώπου του Κώστα Γαβρόγλου ίσως και να παρέπεμπε σε
εικόνα σκύλου, άποψη προφανώς υπερβολική» («Πρώτο Θέμα», 30.3.2017).
Αμέσως μετά βέβαια η εφημερίδα ξεκαθάριζε: «Μπορεί όμως να μπει όριο στη
σάτιρα και την κριτική;»
Ωστε
«σάτιρα» και κριτική (;) χωρίς όρια. Οπως το άλλο για την κ.
Κωνσταντοπούλου, ότι «λαμβανομένου υπόψη του υποκειμένου νοσήματός της,
συμπεραίνω ότι η πρόεδρος είναι η πρώτη από τα πρόσωπα της πολιτικής που
νοσεί και μάλιστα βαρέως από τον κορονοϊό» (26.3.2020), κ.λπ., κ.λπ.
«Κριτική» και αυτό;
Ας μην κρύβεται λοιπόν η
«Καθημερινή» πίσω από τις συγγνώμες. Ο κ. Κασιμάτης θεωρείται εξέχον
στέλεχος του συγκροτήματος Αλαφούζου και το χιούμορ του υποδειγματικό,
όπως επαναλαμβάνει κάθε τόσο ο Αδ. Γεωργιάδης. Γι’ αυτό άλλωστε
επιχειρούν να το μιμηθούν και άλλοι αρθρογράφοι της εφημερίδας, χωρίς
πάντως την ίδια επιτυχία. Ασθμαίνοντες ακολουθούν και συνάδελφοί τους
από άλλα εκδοτικά συγκροτήματα, όπως λ.χ. ο Γιάννης Πρετεντέρης, ο
οποίος αναδείχτηκε ως εκπρόσωπος του δημοσιογραφικού καθωσπρεπισμού την
περίοδο Σημίτη και εξελίχθηκε σε «χιουμορίστα» κι αυτός την περίοδο
Μαρινάκη.
Το πολιτικό πρόσημο του «χιούμορ»
Ο
κ. Κασιμάτης είναι πράγματι «αφελής», όπως ομολογεί στην προχθεσινή
συγγνώμη του. Αν δεν ήταν, θα καταλάβαινε ότι η ειρωνεία της λεζάντας
του περί «εγκλημάτων της Δεξιάς» γύρισε μπούμερανγκ εναντίον του. Γιατί
ένα από τα μεγαλύτερα «εγκλήματα της Δεξιάς» είναι η δολοφονία
χαρακτήρων και ο υποβιβασμός της πολιτικής αντιπαράθεσης σε επιθέσεις
προσωπικού χαρακτήρα, σε στοχοποίηση ανθρώπων με μόνο κριτήριο την
εμφάνιση, στην υποκατάσταση των πολιτικών επιχειρημάτων από ρατσιστικά
και σεξιστικά σχόλια.
Επιθέσεις με καθαρά
ταξικό υπόστρωμα, κυριολεκτικά «κάτω από τη ζώνη». Λέγοντας εδώ «Δεξιά»
αναφέρομαι βέβαια στην πολιτική ιδεολογία και όχι σε έναν αποκλειστικά
πολιτικό σχηματισμό. Τόσο ο κ. Κασιμάτης όσο και ο Θέμος Αναστασιάδης,
που υπήρξε ο πρώτος διδάξας σ’ αυτό το στιλ, διέπρεψαν και σε εφημερίδες
που θεωρούνταν του Κέντρου (το «Βήμα») ή της Κεντροαριστεράς (η πάλαι
ποτέ «Ελευθεροτυπία»).
Αλλά για το πολιτικό
πρόσημο αυτών των παρεμβάσεων δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Εξάλλου είναι
οι ίδιοι οι δάσκαλοι αυτής της δημοσιογραφικής σχολής που δεν
δυσκολεύονται να μας το υπενθυμίσουν. Ο κ. Κασιμάτης χάνει το «χιούμορ»
του όταν αναφέρεται στους πολιτικούς του φίλους. Μιλά με τα καλύτερα
λόγια για τον κυβερνητικό εκπρόσωπο («η ευπρέπεια χαρακτηρίζει τον λόγο
του κ. Πέτσα», 16.6.2020), θαυμάζει την εποχούμενη συναυλία της
Πρωτοψάλτη μπροστά στον κ. Μητσοτάκη και το κοινό του Μαξίμου («πολύ
ωραίο, γι’ αυτό άρεσε στον κόσμο», 26.3.2020) κ.ο.κ.
Ο
κ. Κασιμάτης ήταν εκείνος που φρόντισε από τους πρώτους να εκφράσει
δημόσια «ένα μεγάλο “ευχαριστώ” στη Χρυσή Αυγή», επειδή με την παρουσία
της στη Βουλή «η νομιμότητα θα αναμετρηθεί, επιτέλους, με την οιονεί
νομιμοποιημένη βία της Αριστεράς: αυτό το καρκίνωμα της Μεταπολίτευσης».
«Ας είναι καλά τα “λεβεντόπαιδα με τις μαύρες μπλούζες” και τα καμώματά
τους, που δίνουν την ευκαιρία στον αστικό πολιτικό κόσμο να υπερβεί το
δέος της εξ αριστερών “ιεράς αγανακτήσεως” και να αποδείξει ότι η
δημοκρατία μπορεί να υπερισχύσει εκείνων που επιβάλλουν τη βία, είτε
μαύρη είτε κόκκινη».
Αλλά αυτό είναι ακριβώς
το επιχείρημα της υπεράσπισης της Χρυσής Αυγής. Εξάλλου ο κ. Κασιμάτης
το επεκτείνει και στην περίπτωση της μεσοπολεμικής Γερμανίας και της
κατοχικής Ελλάδας: «Στη Γερμανία της Βαϊμάρης, τα Τάγματα Εφόδου του Ρεμ
δεν ήλθαν μόνα τους, επειδή τα γέννησε η κρίση· ήλθαν παρέα με τις
στρατιωτικοποιημένες μονάδες των κομμουνιστών. Τα δε Τάγματα Ασφαλείας
στην Αργολίδα οι κάτοικοι τα υποδέχονταν με ζητωκραυγές, μετά το κύμα
τρομοκρατίας που εξαπέλυσε ο ΕΛΑΣ το καλοκαίρι του 1943» (16.9.2012).
Τι
διαφορετικό λέει ο άλλος χιουμορίστας, ο Κασιδιάρης; Εξάλλου στο ίδιο
κείμενο γινόταν λόγος γι’ αυτούς που «ευχαριστήθηκαν την προεκλογική
μπούφλα που έφαγε η Λιάνα Κανέλλη από τον Ηλ. Κασιδιάρη, αλλά ντρέπονται
ή φοβούνται να το πουν παραέξω».
Από τα tabloids στο twitter
Μήπως
αδικούμε την «Καθημερινή» για τα ολισθήματα ενός αρθρογράφου της; Αλλά
δεν ήταν ο ίδιος ο διευθυντής της αυτός που έγραφε σε πρωτοσέλιδο άρθρο
του εκείνους τους ύμνους για τον Καρατζαφέρη και τον ΛΑΟΣ που οδήγησαν
στην τρικομματική Παπαδήμου («Γιατί ανεβαίνει ο ΛΑΟΣ», 11.3.2011);
Ας
μην ξεγελιόμαστε. Ο κ. Κασιμάτης εκφράζει πιστά τη γραμμή του εκδότη
του. Ο ίδιος και οι όμοιοί του δεν θα διανοούνταν ποτέ να κάνουν κάτι
διαφορετικό. Η ιδιαιτερότητα του ελληνικού τοπίου των μέσων ενημέρωσης
είναι ότι δεν υπάρχει πραγματική διάκριση μεταξύ των λεγόμενων «σοβαρών»
μέσων και των «λαϊκών» ή «κίτρινων» φυλλάδων, όπως συμβαίνει σε άλλες
ευρωπαϊκές χώρες και όπως συνέβαινε και στη χώρα μας μέχρι πριν από το
ξέσπασμα της κρίσης του Τύπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Ήταν τότε που μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, για οικονομικούς κυρίως λόγους, το
μοντέλο του βρετανικού ταμπλόιντ μέσω της επανέκδοσης του «Εθνους» και η
κυκλοφοριακή του επιτυχία οδήγησε στη μίμησή του από όλους τους
ανταγωνιστές. Τα δυο μοντέλα που κυριάρχησαν τότε ήταν το «Έθνος» και η
«Αυριανή». Η δεύτερη κρίση, που συνέπεσε με την πολιτική κρίση του 1989,
σημαδεύτηκε από την είσοδο στον χώρο των μέσων νέων
μεγαλοεπιχειρηματιών. Ηδη η Ελένη Βλάχου είχε πουλήσει την «Καθημερινή»
στον Γιώργο Κοσκωτά.
Οι ραδιοτηλεοπτικές
συχνότητες προσφέρθηκαν ως επιβράβευση σε νέα και παλιά τζάκια
εφοπλιστών. Ο «σοβαρός» Τύπος είχε χάσει το παιχνίδι άνευ αγώνος. Το
μόνο καινούργιο που είδαμε ήταν η ανάδειξη αυτής της νέας γενιάς
παραδημοσιογραφίας σε μια εφημερίδα όπως το «Πρώτο Θέμα».
Το
νέο διεθνές τοπίο σήμερα δεν επιτρέπει φυσικά καμιά αισιόδοξη πρόβλεψη.
Η αυτιστική αντιπαράθεση με ατάκες στα social media ταιριάζει απολύτως
με τη σχολή των «ευθυμογράφων» μας και αποκλείει ως παλιομοδίτικη την
ανάπτυξη επιχειρημάτων.
Αν προσθέσει κανείς
και την εκτόνωση των αναγνωστών που εξασφαλίζεται με τη συμμετοχή σε μια
ατέρμονη ανταλλαγή σχολίων, τα οποία αποτελούν κακοποίηση κάθε έννοιας
διαλόγου, το μέλλον της δημοσιογραφίας διαγράφεται πολύ σκοτεινό. Σε
λίγο καιρό ο κ. Κασιμάτης και η «Καθημερινή» θα πάψουν να ζητούν
συγγνώμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου