Συνηθίζω
να γιορτάζω την επίσημη έναρξη του εσωτερικού μου καλοκαιριού με τα
μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή. Όταν αυτό συμβαίνει σε κάποια παραλία με
την αύρα να φέρνει τον ήχο των κυμάτων, μιλάμε για την υπέρτατη ευτυχία.
Με χαρά μικρού παιδιού προφέρω κάθε φορά τα στομφώδη μεγαλοαστικά
ονόματα των πάμπλουτων κοσμικών που αρκετά συχνά αποδεικνύονται
υπόκοσμος με κοστούμια, αλλά και τα λαϊκά ονόματα των καθημερινών ηρώων ή
τα συνήθως κακόηχα των φτωχοδιαβόλων (σαν να είναι προαποφασισμένο ότι
δεν έχουν καμία ελπίδα για καλύτερη ζωή) που ζουν διαπράττοντας
μικροπαρανομίες.
Η
μεγάλη στιγμή έρχεται κάθε φορά όταν στην ιστορία επεμβαίνει ο
αστυνόμος Μπέκας, ένας άνθρωπος ντόμπρος, τίμιος, αυθόρμητος και λιγάκι
πρωτόγονος, «με εμφάνιση που ταιριάζει πιο πολύ σε συνοικιακό
μπακάλη που έχει φορέσει το μαύρο κοστούμι του –ακόμη και κάτω από το
εκτυφλωτικό φως της Μυκόνου». Το χαμηλών προσδοκιών φιζίκ του
αποδεικνύεται το μεγαλύτερο ατού του καθώς οι εγκληματίες τον υποτιμούν
θεωρώντας ότι έχουν να κάνουν με εύκολη περίπτωση. Τα δεκάδες εγκλήματα
που διαλευκαίνει ο Μπέκας είναι απλώς η αφορμή για να περιγράψει ο Μαρής
την κοινωνία της εποχής του όπως τη βίωσε κατά τη διάρκεια της
δημοσιογραφικής του πορείας. Στο σημερινό κείμενο θα ταξιδέψουμε σε
θερινούς προορισμούς με τον αστυνόμο Μπέκα και με άλλους ήρωες του
συγγραφέα ο οποίος κυρίως ασχολήθηκε με τη διαφθορά που εξαπλωνόταν στον
αστικό ιστό.
|
|
|
Ο Γιάννης Μαρής
|
|
Ο Μπέκας σαν τη μύγα μες στο γάλα
Στην πρώτη σελίδα της νουβέλας «Το κεφάλι του Απόλλωνα» ένας νεαρός ανθυπομοίραρχος στη Μύκονο που έχει βγει για να κάνει την πρωινή του βόλτα σταματά ξαφνιασμένος.
«Μπορούσε να κάνει λάθος; Αυτός ο τετράγωνος άνθρωπος με τη μουτρωμένη
έκφραση, το χονδρό μουστάκι και τα μαλλιά που έμοιαζαν με βούρτσα δεν
ήταν ο…; Τον κοίταξε καλύτερα. Ο άλλος έπινε τον καφέ του με το
γκρινιάρικο ύφος του Ρωμιού που δεν έχει καπνίσει ακόμη το πρώτο τσιγάρο
της μέρας. Σήκωσε το πρόσωπό του και έτσι ο ανθυπομοίραρχος τον είδε
καλύτερα. Χαμογέλασε. Ναι. Τα νυσταγμένα μάτια και το ύφος θυμωμένου
γάτου δεν μπορούσε να ανήκουν σε άλλον».
Ο
άνθρωπος αυτός είναι ο Μπέκας ο οποίος δηλώνει ότι βρίσκεται στο νησί
για αναψυχή. Στην πραγματικότητα έχει πάει εκεί λίγο πριν από την
αναμενόμενη επίσκεψη της «θλιμμένης πριγκίπισσας» Σοράγια για να
επιλύσει μια υπόθεση που αφορά το κεφάλι του Απόλλωνα, ένα αρχαιολογικό
εύρημα που η Γκεστάπο της Σύρου είχε κλέψει από τη Δήλο στην Κατοχή.
Κατά την παραμονή του εκεί πληροφορείται ότι αγνοείται η τύχη του Μάριο
Μοντέλι, ενός Βραζιλιάνου ποιητή που βρισκόταν στο νησί από τον χειμώνα.
Όσο προσπαθεί να καταλάβει αν οι δύο υποθέσεις συνδέονται, ένα
πολύχρωμο πλήθος παραθεριστών συρρέει στην παραλία φορώντας «σορτς, ψαράδικα παντελόνια, χτυπητά υφαντά πουκάμισα, πέδιλα, ψάθινα καπέλα σε Μαλαισιακό σχήμα». Ωστόσο μέσα σε αυτό το πανηγύρι των χρωμάτων ο Μπέκας «με
το μπλε κοστούμι του, το κουμπωμένο σακάκι, τη γραβάτα και τα μαύρα
παπούτσια, έμοιαζε σαν την “μυίγα μεσ’ στο γάλα”. Ένα χτυπητό “φάλτσο”
στην μυκονιάτικη “συμφωνία του καλοκαιριού”».
Χτυπητή παραφωνία «μέσα στην πολυτέλεια του σπιτιού και στους μισόγυμνους ενοίκους του» είναι το ύφος και το κοστούμι του και στο «Καλοκαίρι του φόβου» όταν
πηγαίνει να συναντήσει τον Τζο Χατζηγρηγόρη στο εξοχικό του προκειμένου
να διερευνήσει τις συνθήκες θανάτου της γυναίκας του. Ας πάρουμε τα
πράγματα από την αρχή όμως. Το μυθιστόρημα ξεκινά με τον συνταξιούχο
πλέον Μπέκα να συναντά τον Κωνσταντινίδη, γιο ενός παλιού του φίλου, ο
οποίος του εξομολογείται ότι όταν μπήκε σε ένα διαμέρισμα στο Κολωνάκι
για να κλέψει αντίκρισε το πτώμα της Τζούλιας Χατζηγρηγόρη. Όταν ο εν
αποστρατεία αστυνόμος πηγαίνει στο διαμέρισμα δεν βρίσκει ούτε πτώμα
ούτε ίχνη εγκλήματος. Την επόμενη μέρα γίνεται γνωστό μέσω των
εφημερίδων ότι η γυναίκα βρέθηκε πνιγμένη στο Σούνιο. Ταυτόχρονα
εξαφανίζεται και ο Κωνσταντινίδης.
Σε προηγούμενη περιπέτειά του με τίτλο «Αυστηρώς προσωπικόν» ο
Μπέκας αναλαμβάνει να διαλευκάνει μια υπόθεση δολοφονίας στην οποία
εμπλέκονται πέντε φαινομενικά άσχετοι μεταξύ τους άνθρωποι που έλαβαν
μια επιστολή με την ένδειξη «αυστηρώς προσωπικόν». Μέσω αυτής της
επιστολής κάποιος τους έκλεισε την ίδια ώρα ραντεβού παγιδεύοντάς τους
σε ένα μέρος όπου υπήρχε ένα πτώμα. Όπως στα περισσότερα έργα του ο
Μαρής περιγράφει με γλαφυρότητα τις διαφορές των κοινωνικών τάξεων – εδώ
με τρόπο που δείχνει πόσο αφόρητο μπορεί να γίνει το «γλυκό
καλοκαιράκι» για τους μη έχοντες. «Ο μικρός, πλαστικός ανεμιστήρας
ήταν το μόνο καινούργιο και εμφανίσιμο αντικείμενο μέσα σ’ αυτό το
δωμάτιο της λαϊκής αυλής, που μύριζε στέρηση και φτώχεια με καθετί. Ο
άνθρωπος που καθόταν κάτω από τον ανεμιστήρα, ήταν μικρόσωμος, αδύνατος,
μ’ ένα ανήσυχο βλέμμα κυνηγημένου ζώου. Από το ανοιχτό πουκάμισο
φαινόταν το άσαρκο στήθος με τις άσπρες τρίχες. Ήταν φανερό πως
βασανιζόταν από τη ζέστη και κάθε τόσο άνοιγε το πουκάμισο, για να
δεχτεί καλύτερα το λίγο δροσερό κύμα που έστελνε ο μικρός ανεμιστήρας. Η
γυναίκα, το ίδιο μίζερη και κακορίζικη όπως εκείνος, ήταν σκυμμένη στη
σκάφη, έξω από την πόρτα του δωματίου, που αποτελούσε όλο το σπίτι τους,
στην αυλή. Ήταν εκείνη που υποδέχτηκε, σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά
της, τον ταχυδρόμο».
Γύρω από την πισίνα του Τερψιχόρη Μπητς
«Ο
γιατρός είχε μιλήσει για “υπερκόπωση”, “νευρική κατάπτωση” και κάτι
τέτοια... Σου χρειάζεται αλλαγή… Έτσι έγινε αυτό το ταξίδι... Αν ο
γιατρός ήξερε τις συνέπειες της συνταγής θα τρόμαζε». Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Η τρίτη αλήθεια»,
ένας συνηθισμένος αρχιτέκτονας χωρίς τίποτε το συνταρακτικό στη ζωή
του, όπως ισχυρίζεται, ταξιδεύει στη Χαλκιδική και μένει στο ξενοδοχείο
Τερψιχόρη Μπητς, όπου γνωρίζεται με τον κοσμοπολίτη Μέξη-Χατζησταυρή και
τη γοητευτική σύζυγό του, τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Δελή και την
κακομαθημένη δεσποινίδα Κόντου. Πολύ σύντομα θα αντιληφθεί ότι η έναρξη
των διακοπών δεν σηματοδοτεί την κατάργηση των κοινωνικών διακρίσεων. « Και
σ’ έναν περιορισμένο κόσμο, όπως είναι ο κόσμος ενός μεγάλου
ξενοδοχείου, υπάρχουν οι “τάξεις”, με τα διακριτικά, αλλά σαφή σύνορά
τους. Το ανακάλυψα, με αρκετή έκπληξη πρέπει να πω, στο “Τερψιχόρη
Μπητς”. Με την πρώτη ματιά δεν έβλεπες καμιά διάκριση. Τρώγαμε όλοι στις
ίδιες τραπεζαρίες, κολυμπούσαμε –όσοι κολυμπούσαν– στην ίδια πισίνα,
απολαμβάναμε την ίδια θάλασσα, τεμπελιάζαμε στις ίδιες πολυθρόνες στις
βεράντες ή στον κήπο. Και αλλάζαμε σχεδόν όλοι τις “καλημέρες” και τις
“καληνύχτες” μας. Κι όμως, οι “τάξεις” υπήρχαν και κατά ένα τρόπο
ιδιόρρυθμο, κρατούσαν τις αποστάσεις. Όλοι –ή τουλάχιστον οι
περισσότεροι– από τους ενοίκους του “Τερψιχόρη Μπητς”
ήταν άνθρωποι με οικονομική άνεση κι οι περισσότεροι ανάμεσά τους
πλούσιοι. Κι όμως τάξεις υπήρχαν και κάθε μια ζούσε στον “κόσμο” της».
Τη δεύτερη κιόλας μέρα ο ήρωας αντιλαμβάνεται ότι η κοινωνία του ξενοδοχείου χωριζόταν σε τρεις κατηγορίες. «Πρώτη
ήταν οι ξένοι. Σίγουρα είχαν κι εκείνοι τις διαβαθμίσεις τους, αλλά δεν
τις ξεχώριζες εύκολα. Ύστερα οι άνθρωποι που είχαν λεφτά, αλλά αυτά τα
λεφτά ή είχαν αποκτηθεί πολύ πρόσφατα ή δεν συνοδεύονταν με τη σχετική
καλλιέργεια ή την κοινωνική θέση. Τέλος, ήταν ο πολύ μικρότερος κύκλος
των ανθρώπων που ήταν “κάτι”. Περιουσίες που βρίσκονταν σε πολύ μεγάλη
απόσταση από τις άλλες, ονόματα, κοινές αναμνήσεις από ευρωπαϊκές
πρωτεύουσες, συναντήσεις σε ξένες πρεσβείες. Και δεν χρειάστηκε πολλή
προσοχή για να διακρίνω πως το πιο διακεκριμένο πρόσωπο σ’ αυτή την
κατηγορία ήταν ο κ. Ιωακείμ Μέξης-Χατζησταυρής». Ο ήρωας και
αφηγητής θα γνωρίσει στις διακοπές τον έρωτα, ωστόσο η ταραγμένη ψυχική
του κατάσταση θα τον οδηγήσει σε μονοπάτι χωρίς επιστροφή.
|
|
|
Από εικονογράφηση του Μ. Γάλλια
|
|
Διακοπές στην κοσμοπολίτικη Ύδρα
Ο
Δεσύπρης είναι ένας λογιστής των 3.000 δραχμών τον μήνα. Με την
προκαταβολή που παίρνει από τη δουλειά του αποφασίζει να ζήσει για
είκοσι μέρες το όνειρο στην Ύδρα. Στο ταξίδι με το πλοίο νιώθει ότι οι
διακοπές του θα είναι όπως τις έχει φανταστεί. «“Είναι περίεργο,
αλλά σήμερα όλες οι γυναίκες –τουλάχιστον όλες οι νέες γυναίκες– τα
καταφέρνουν να είναι όμορφες”. Μια σκέψη που την υπαγόρευε το όμορφο
καλοκαιριάτικο πρωινό, τα φρεσκογυαλισμένα εξαρτήματα του πλοίου και η
διάθεση της στιγμής».
Στο ίδιο καράβι ταξιδεύει και η Μαίρη Αιμιλιανού.
«Στάθηκε πλάι της κοιτάζοντας το βιβλίο που εκείνη διάβαζε. Το μάτι του
κάτι πήρε από τον τίτλο του. “Σας αρέσει…”. Δεν πρόφτασε το υπόλοιπο,
αλλά το μάντεψε “Σας αρέσει ο Μπραμς;”. Φυσικά με ένα τέτοιο προσωπάκι,
τέτοιο ντύσιμο, τέτοια έκφραση, δεν μπορούσε παρά να διαβάζει Φρανσουάζ
Σαγκάν. Ήταν έτοιμος να πει κάτι για το βιβλίο και τη συγγραφέα του,
όταν η κοπέλα άφησε το μυθιστόρημα στα πόδια της και σήκωσε επάνω του
δυο μάτια που χαμογελούσαν».
Στο νησί οι δύο νέοι ξαναβρίσκονται και περνούν τη νύχτα μαζί.
«Την
ξαναείδε το ίδιο βράδυ στην “Λαγουδέρα”, ανάμεσα σε μια διεθνή ομάδα
μελαμψών ανθρώπων, που ήταν ξυπόλητοι, μιλούσαν όλες τις γλώσσες του
κόσμου και προσπαθούσαν να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον στη φασαρία.
Εκείνος έπινε κάτι μόνος του και η Μαίρη περνούσε από τη μια αγκαλιά
στην άλλη, χορεύοντας όλους τους χορούς της μόδας. Κάποτε ξέφυγε από
τους φίλους της και ήρθε κοντά του». Ωστόσο η συνάντηση δεν θα έχει
ευτυχή κατάληξη καθώς το επόμενο πρωί ο Δεσύπρης καταλήγει στο τμήμα
χωροφυλακής, επειδή είναι ο τελευταίος άνθρωπος που είδε τη Μαίρη
ζωντανή. Μόλις έχει διαπραχθεί το
«Έγκλημα στην Ύδρα».
Ο εφοπλιστής Ταξιάρχης στη Μύκονο
Ξεκινήσαμε από το νησί των ανέμων, ας κλείσουμε με αυτό. Στο «Έγκλημα
στη Μύκονο»
ο διεθνής εφοπλιστής Αντρέας Ταξιάρχης φτάνει με φίλους στο
νησί με τη θαλαμηγό του.
«Πριν πατήσει το πόδι του στην “Καλυψώ” ,
ένας αληθινός πυρετός έπιασε ολόκληρο το ξενοδοχείο, ο κ. Γεράσιμος, ο
“μαιτρ”, μεγαλοπρεπής, κομψός και λίγο αστείος, μέσα στο εφαρμοστό άσπρο
σακάκι του, είχε για πρώτη φορά του τρακ. Στριφογύριζε διαρκώς το
βλέμμα του σ’ όλες τις γωνιές του ξενοδοχείου, να βρει μήπως παρέλειψαν
τίποτε. Η πίεσή του είχε ανέβει στα είκοσι δύο, όταν ακολουθούμενος από
τα γκαρσόνια του πήγε ως την πόρτα της αυλής για να υποδεχτεί τον
διάσημο ξένο του».
Οι ευχάριστες στιγμές ωστόσο θα λήξουν σύντομα καθώς ένας από την παρέα
θα βρεθεί νεκρός, σε μια υπόθεση που κατά τη διαλεύκανσή της θα ξυπνήσει
μνήμες από την Κατοχή. Και εδώ ο Μαρής, όπως σε αρκετά μυθιστορήματά
του που γράφτηκαν σε μικρή χρονική απόσταση από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
και τον Εμφύλιο, τολμά να αγγίξει δύσκολα για την εποχή ζητήματα, όπως
οι διασυνδέσεις των ναζί και ο ρόλος των δωσίλογων.
Με το θέμα Μαρή κλείνουμε εδώ για σήμερα, ωστόσο θα επανερχόμαστε με κάθε ευκαιρία.
Καλό Μπέκα σε όλους,Έμυ
ΥΓ.: Τα βιβλία που αναφέρονται στο κείμενο έχουν κυκλοφορήσει από τις
Εκδόσεις Ατλαντίς. Στα αποσπάσματα που υπάρχουν μέσα σε εισαγωγικά
διατηρούνται η ορθογραφία και η σύνταξη των πρωτότυπων κειμένων.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου