Παρασκευή, Αυγούστου 21, 2020



Δεν μπορεί η απάντηση στην Τουρκία να είναι ο κατευνασμός



Διαπιστωμένα η Τουρκία αποτελεί διεθνή ταραξία.
Έχει εισβάλει σε τέσσερις χώρες (Κύπρος, Ιράκ, Συρία, Λιβύη) και απροκάλυπτα δηλώνει από τα πιο επίσημα χείλη ότι επιδιώκει αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης. Η ομολογία αυτή την καθιστά αναθεωρητική χώρα έτοιμη να εξαπολύσει πόλεμο. Αντιθέτως η Ελλάδα, κλείνοντας την πληγή με τη Βόρεια Μακεδονία, διατηρεί καλές σχέσεις με όλες τις χώρες. Αυτό δεν συμβαίνει για λόγους μιας μεταφυσικής «ηθικής ανωτερότητας» (γνωρίζουμε ότι η ελληνική ιθύνουσα τάξη κάθε άλλο παρά άσπιλη και άμωμη είναι) αλλά διότι η χώρα μας έχει ικανοποιήσει –μετά τη Λωζάννη το 1923 και την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων το 1948– όλες τις εδαφικές της επιδιώξεις. Για συγκεκριμένους λοιπόν ιστορικούς λόγους δεν είναι δύναμη αναθεωρητική. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι πρέπει να δεχτεί τον αναθεωρητισμό των άλλων.
Το τελευταίο διάστημα παρακολουθούμε μια αυξανόμενη ένταση της τουρκικής επιθετικότητας στον πολιτικό, διπλωματικό και κυρίως στρατιωτικό τομέα. Η Τουρκία επιδιώκει να συρρικνώσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο με την ανατροπή του status quo, να κάνει προβολή ισχύος στην ανατολική Μεσόγειο. Πρόκειται για ρευστή κατάσταση που δημιουργεί εύλογο προβληματισμό και ανησυχία. Σε αυτό το πλαίσιο αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας εντάσσεται και η πρόσφατη «επίσκεψη στα μέρη μας» του «Ορούτς Ρέις» με συνοδεία τουρκικών πολεμικών πλοίων.
Είναι γεγονός ότι κάθε συγκυρία είναι μοναδική. Στην Ιστορία όμως υπάρχουν αναλογίες η μελέτη των οποίων μας βοηθά να εξάγουμε συμπεράσματα για το μέλλον. Οι αντιφατικές δηλώσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη και η διάχυτη αντίληψη «άντε να τα βρούμε τώρα» ανακαλούν στη μνήμη την πολιτική του κατευνασμού. Βρετανία και Γαλλία από το 1935 και μετά υποτίμησαν τις φιλοδοξίες του Χίτλερ και πίστεψαν –ματαίως, όπως αποδείχτηκε– ότι μέσω επαρκών παραχωρήσεων θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν διαρκή ειρήνη έναντι της γερμανικής επιθετικότητας.
Η πολιτική της «ειρήνης σχεδόν με κάθε κόστος» ήταν αυτή που επέτρεψε τον Σεπτέμβριο 1938 τη γερμανική προσάρτηση της Σουδητίας για να αποφευχθεί ο πόλεμος. Είχε προηγηθεί ο επανεξοπλισμός της Ρηνανίας (Μάρτιος 1936) κατά παράβαση των συνθηκών. Οι γαλλοβρετανικές παραχωρήσεις δεν σταμάτησαν τη Γερμανία, βασική επιδίωξη της οποίας ήταν η αναθεώρηση των Βερσαλλιών. Οι ναζί εισέβαλαν διαδοχικά σε Αυστρία (Ανσλους τον Μάρτιο 1938) και Τσεχοσλοβακία (Οκτώβριος 1938) με το παγγερμανικό σύνθημα υπεράσπισης της γερμανόφωνης σουδητικής μειονότητας και στην Πολωνία (Σεπτέμβριος 1939). Με την κατοχή της Τσεχοσλοβακίας τέθηκε στην υπηρεσία του Ράιχ μια από τις πιο σημαντικές πολεμικές βιομηχανίες της Ευρώπης.
Τα ίδια αποτελέσματα είχε και η ανοχή της διεθνούς κοινότητας προς τη φασιστική Ιταλία. Οι κυρώσεις-φάρσα της Κοινωνίας των Εθνών για τη βάρβαρη φασιστική εισβολή στην Αβησσυνία (Οκτώβριος 1935) αποθράσυναν τον Ντούτσε αλλά και αποδιοργάνωσαν το διεθνές σύστημα ασφαλείας δίνοντας την εντύπωση ότι ο καθένας μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει. Ο Μουσολίνι προσάρτησε την Αλβανία (Απρίλιος 1939) και τον Οκτώβριο 1940 εισέβαλε στη χώρα μας.
Ο κατευνασμός της ναζιστικής Γερμανίας και των συμμάχων της δεν απέδωσε και ο αιματηρότερος και καταστροφικότερος πόλεμος στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν απεφεύχθη. Το «μάθημα του Μονάχου», όπως έμεινε γνωστό, έχει έκτοτε βαθιά ριζώσει στη δυτική εξωτερική πολιτική. Αποτελεί δε προβολή της διπλωματικής αποτυχίας και της καταστροφικής έκβασης.
Η απάντηση στην τουρκική επιθετικότητα δεν μπορεί να είναι ο κατευνασμός, αλλά μια εθνική στρατηγική με αμετακίνητες κόκκινες γραμμές που θα προασπίσει τα αδιαπραγμάτευτα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας. Μια στρατηγική που θα στηρίζεται από ένα λαϊκό πατριωτικό μέτωπο. Γιατί σε τελική ανάλυση ο ελληνικός λαός είναι αυτός που καλείται να αντισταθεί και να υπερασπίσει απέναντι σε κάθε επιβουλή τις «πεζούλες» του.


Δεν υπάρχουν σχόλια: