Για όλους ήταν η Άλκη Ζέη
Για όλους ήταν η Άλκη Ζέη, η Άλκη που έγραφε για τα παιδιά και για παιδιά. Άλλο αν τα διηγήματα στο βιβλίο της Αρβυλάκια και γόβες, που είχαν ήδη δημοσιευτεί από τη δεκαετία του ’60 στην Επιθεώρηση Τέχνης, ενώ εκείνη βρισκόταν στη Μόσχα, και επανεκδίδονται το 1975, δεν ήταν γραμμένα πραγματικά για παιδιά.
Μέχρι που κυκλοφόρησε το 1987 η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα και τάραξε τις πολιτικές μνήμες των μεγάλων: είχε μόλις βγει και το Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς του Χρόνη Μίσσιου (1985) και τα δύο ήρθαν να ξαναθυμίσουν την αδυσώπητη μοίρα της πολιτικής στο Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου (1975). Μόνο που στην Άλκη η κριτική δεν είχε την τραγική απόγνωση του νικημένου, του αριστερού που συνθλίβεται από τον κομματικό μηχανισμό, του αριστερού που στήνει τον εαυτό του στον τοίχο. Είχε τη ρεαλιστική απλότητα μιας αγωνίστριας που διαπιστώνει την ήττα όπως και τη νίκη, όπως τη ζωή.
Και το χιούμορ, αυτό το κοφτερό όπλο που έκανε την Άλκη Ζέη να αντέχει, να ελαφραίνει τα βάρη, να κατανοεί, να αυτοσαρκάζεται χωρίς να απαρνιέται τίποτα από τη δική της μνήμη, να μετατρέπει την κριτική σε ποίηση ενός άλλου κόσμου, παιδικού, όπου όλα μπορούν να συμβούν και όλα να διορθωθούν.
Μόνο μια φορά έχασε το κουράγιο της: όταν έγραφε για το τρένο με τα πεθαμένα παιδιά που πήγαινε «Στο πουθενά», στο μικρό, αλλά συνταρακτικό διήγημα με το οποίο έκλεινε το βιβλίο της Σπανιόλικα παπούτσια κι άλλες ιστορίες (2011) και που δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο απ’ όσα είχε γράψει.
Τον κόσμο μέσα από τα παιδικά μάτια
Γιατί έτσι έγραφε η Άλκη: έκανε τα πιο τραγικά, τα πιο φρικτά πράγματα να φαντάζουν καθημερινές ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, σαν περίπατοι. Όχι μόνο για να μπορούν να τα διαβάσουν τα παιδιά, αλλά γιατί τα έβλεπε μέσα από τα μάτια των παιδιών. Κάποτε σε μια συνέντευξή της είχε πει, αν θυμάμαι καλά, πως όταν είδε για πρώτη φορά την ταινία Πρώτη απογοήτευση (Fallen idol) -μεταφορά στη οθόνη του The Basement Room (Η πτώση ενός ειδώλου) του Γκράχαμ Γκριν από την Κάρολ Ριντ (1948)-, σκέφτηκε πως τέτοια βιβλία ήθελε να γράψει για παιδιά, που να διηγούνται τον κόσμο μέσα από τα παιδικά μάτια, όπως τον έβλεπε και ο μικρός Φίλιπ της ταινίας: ψηλότερο, μεγαλύτερο, γυρισμένο ανάποδα, τους καλούς στη θέση των κακών και τους κακούς στη θέση των καλών. Μόνο που ο ήρωας της ταινίας μεγαλώνει απότομα στην τελευταία σπαρακτική σκηνή του έργου, ενώ οι ήρωες της Άλκης μεγαλώνουν σιγά - σιγά, καθώς αντιστέκονται στις ηθικολογίες και στους διδακτισμούς και επινοούν τη δική τους ηθική, τις δικές τους μικρές απελπισίες και ευτυχίες, τα ευ-πό λυ-πό τους μέσα στη δίνη του κόσμου των μεγάλων, μέσα στη μεταξική δικτατορία και την Κατοχή, στις φυλακές και στην εξορία, στα ναρκωτικά και στην προσφυγιά. Γιατί η Άλκη τα ήξερε καλά τα παιδιά, άκουγε τις άπληστες ερωτήσεις τους στα χιλιάδες σχολεία όπου την καλούσαν, τα παρακολουθούσε να ανεβάζουν θεατρικά, να τραγουδούν, να φαντάζονται και να δημιουργούν τον εαυτό τους· η Άλκη κουβέντιαζε με τα παιδιά όπως κουβέντιαζε με τους μεγάλους, μαζεύοντας ιστορίες που τις έκανε λογοτεχνία. Λίγο καιρό πριν, και μόλις είχε βγει το τελευταίο της βιβλίο, της διηγήθηκα μια παράξενη ιστορία που είχε συμβεί στον αδελφό μου όταν ήταν φαντάρος: "Κρίμα, κρίμα", μου είπε, "να μην μου την είχες πει νωρίτερα". "Θα μου είχε δώσει ιδέα να γράψω". "Ποτέ δεν είναι αργά" της λέω. "Κράτησέ την για το επόμενο βιβλίο". "Δεν μπορώ ποτέ να ξεκινήσω καινούργιο βιβλίο" μου λέει, "πριν περάσουν δύο χρόνια από το προηγούμενο". Και με κοίταξε καλά - καλά.Για όλους ήταν η Άλκη Ζέη που έγραφε για τα παιδιά και για παιδιά. Για μένα και τον αδελφό μου ήταν η γελαστή, φωτεινή θεία, που τη γνωρίσαμε όταν ήρθε στην Κρήτη από πολύ μακριά (από τη Μόσχα τότε) να δει τον πατέρα μας και δεν χόρταινε να λιάζεται στον ήλιο του νησιού· που, φοιτητές αργότερα στην Αθήνα, τη βλέπαμε συχνά, την ακούγαμε να διηγείται ιστορίες, άκουγε τις δικές μας, αστειευόταν και μας χάριζε τα βιβλία της. Ήταν η θεία που παρακολουθούσε τις δυσκολίες και τις χαρές μας χωρίς δράματα, με εκείνον τον δικό της ήσυχο τρόπο που είχε να αγαπά. Όσο για μένα, μου λείπει κιόλας το ουισκάκι στη βεράντα στις Μηλιές, ακριβώς στις 8, όταν ο αυγουστιάτικος ήλιος βυθιζόταν στη θάλασσα ή στο χειμωνιάτικο σαλονάκι στην Αλεξάνδρας, την ώρα που σκοτείνιαζε ο Υμηττός· και εκείνα τα τηλεφωνήματα που άρχιζαν πάντα σαν να ξανάπιανε μια κουβέντα που διακόπηκε απότομα: "Ελευθερία, να σου πω"...
* Η Ελευθερία Ζέη είναι ιστορικός, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου