Συναισθηματική ασφυξία και μάσκες για την Τζουλιάν Μουρ στο «Safe» (1995) του Τοµ Χέινς
Ξεφεύγοντας
από την κοινοτοπία, παρακάµπτοντας τόσους γνωστούς ήδη τίτλους,
ντριµπλάροντας την επανάληψη, βγαίνω σε ένα παράξενο, σχεδόν ονειρικό
ξέφωτο και ζω κάτι µεταξύ φαντασίωσης και µετάβασης σε άλλο επίπεδο.
∆υστοπία, δυσανεξία, συναισθηµατική αλλεργία… όλα αυτά
επανανοηµατοδοτούνται.
Οι ταινίες του παρελθόντος (η «Σιωπή» του
Μπέργκµαν και το «Πάθος» του Γκοντάρ) αποκτούν την άλλη τους διάσταση,
την πρέπουσα, την προφητική, πέρα από τον αµήχανο όρο αριστουργήµατα.
Προφανώς και δεν τα πιστεύω αυτά που βλέπω τώρα δίπλα µου, παρόλο που
είναι σαφώς πραγµατικά. Αυτή η αποστασιοποιηµένη ψυχρότητά µου εξηγείται
από το ότι τα είδα, τα διαισθάνθηκα, τα γνώριζα αποκωδικοποιώντας τις
εικόνες αγαπηµένων σε όλους ταινιών που δεν «διαβάστηκαν» σωστά.
Τώρα νιώθω τι ήταν αυτό που µε ενοχλούσε περίεργα, ανεξήγητα, σχεδόν µεταφυσικά. Εδώ και χρόνια διαισθανόμουν πως κάτι ξηλώνεται, µια σκιά τρυπώνει στο σεντόνι, κάτι ξεφτίζει. Ακόµη πως κάτι αποχρωµατίζεται, µια ύπουλη ροή διαβρώνει τους τοίχους. Σιωπηλές εικόνες συνταιριάζονται µε κάτι σαν από άλλη ζωή, κινηµατογραφική ή όχι, παράξενοι αστραπιαίοι κρότοι, λάµψεις που είναι και δεν είναι. Τώρα όλα συναρµολογούνται, όλα εξηγούνται, ακόµη και οι στίχοι του ποιητή Αρσένι Ταρκόφσκι στον «Καθρέφτη» του γιου του: «Και θα ’ρθει µια µέρα που όλα, όλα τα κανονικά και τα καθηµερινά θα δείχνουν αφύσικα και µεταφυσικά».
Η ηµέρα ήλθε και δεν θα αραδιάσω εδώ τίτλους από το λεγόµενο µετα-αποκαλυπτικό σινεµά αλλά φιλµικές προσµονές που δικαιώθηκαν. Θυµάµαι πόσο φυσιολογικά υποδέχτηκα το «Έρχεται τη νύχτα» του Τρέι Εντουαρντ Σουλτς. Ήταν σαν να έχει συµβεί. Ετσι υποστήριξα µε πάθος και το «Mandy» του Παναγιώτη Κοσµάτου.
Ναι στον «Ζάρντοζ» του Μπούρµαν, στα «Παιδιά των ανθρώπων» του Κουαρόν, στην «Απόδραση από τη Νέα Υόρκη», την «Απειλή», την «Απόδραση από το Λος Αντζελες» του Τζον Κάρπεντερ και τα άλλα γνωστά φιλµ, αλλά αυτό που µας συµβαίνει είναι κάτι που υφέρπει ύπουλα, σέρνεται σιωπηλά, διακριτικά, σχεδόν σαν ένα φλας ψευδαίσθησης.
Οι Κοέν ήταν από τους πρώτους που µπήκαν στο κλίµα. Πιο δυστοπία δεν γίνεται απ’ ό,τι στον «Άνθρωπο που δεν ήταν εκεί». ∆εν ήταν γιατί δεν µπορούσε, τον απέκλειαν, ήταν µπλοκαρισµένος και τελικά απογειώθηκε, λες από θαύµα, έφυγε από το εκεί, βρέθηκε στο αλλού. Ο θάνατός του ήταν µια µπλόφα, απλώς µετασχηµατίστηκε. Στο «Καµιά πατρίδα για τους µελλοθάνατους» δύο τύποι, δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου νοµίσµατος (Τζόουνς και Μπαρδέµ) βρίσκονται στα άκρα µιας ισορροπίας και ουσιαστικά αιωρούνται, πετούν, αλλάζουν σώµατα. Η βαθύτατη διάχυτη µελαγχολία δεν θα αγγίξει ποτέ τη γυναίκα (σύζυγο του σερίφη), αλλά θα µας γεµίσει ερωτήµατα. Προς τα πού άραγε κατευθύνεται η σκέψη του; Απουσιάζει η γυναίκα ως σώµα στο «Σολάρις» του Ταρκόφσκι. Υπάρχει µόνο ως πείραµα πυρηνικής φυσικής. Ο ωκεανός των επιθυµιών βαρέθηκε να µας περιµένει και τώρα εκνευρισµένος εκχέει τα ορµητικά νερά του πάνω µας.
Στο φινάλε της γνωστής ταινίας του Ντέιβιντ Κρόνενµπεργκ «Λυσσασµένη στα νύχια του τρόµου», όταν η επιδηµία εξαπλώνεται, κηρύσσεται στρατιωτικός νόµος και ουσιαστικά σε κατάσταση δικτατορίας ένοπλοι µε ειδικές στολές πυροβολούν τους πάντες και πετούν τα πτώµατα σε απορριµµατοφόρο. Η δηµοκρατία που ξέραµε καταλύθηκε. Αλλά σε τέτοιο απορριµµατοφόρο δεν είχαν πεταχτεί ο έρωτας και το πάθος στο «Φράντικ» του Πολάνσκι (δείτε τη σκηνή του τέλους); Σε τέτοιο απορριµµατοφόρο δεν είχαν πεταχτεί η φιλία, τα κοινά οράµατα, η συλλογική πορεία της παρέας στο «Κάποτε στην Αµερική» του Λεόνε (δείτε και εδώ τη σκηνή του τέλους);
Ο Σαµ Μέντες µίλησε για όλα και µας τα εξοµολογήθηκε στο «Skyfall» και το «Spectre». Ποιοι είµαστε, από πού ερχόµαστε και ποιο είναι το νόηµα της ύπαρξής µας. Τι είναι αυτό που χάσαµε, µας τυραννάει η µνήµη του, προς στιγµή λέµε «δεν βαριέσαι» αλλά πάλι κάτι µας τσιµπάει. Αν είναι γνωστή η ενοχή που καλύπτει τη γυναίκα στον σοβιετικό µεσοπόλεµο («Καθρέφτης») και άγρια µεσάνυχτα πηγαίνει στο τυπογραφείο για να δει αν διόρθωσε κάποιο λάθος, ας δούµε ποιο είναι το λάθος που µας καταλογίζει ο Μέντες. Το ότι σπέρνουµε εχθρούς στα µετόπισθεν το ξεχνάµε, δεν πιστεύουµε στη νεκρανάσταση, κρύβουµε επιµελώς το παρελθόν µας. Ξεχνάω σηµαίνει αρνούµαι, αρνούµαι σηµαίνει καταστρέφω συνειδητά τη µνήµη µου, κάνω λοβοτοµή στον εαυτό µου. ∆εν θέλω να καταλαβαίνω, να ακούω, να δεσµεύοµαι• απλώς ζω µηχανικά. ∆εν επιθυµώ να υποστώ την οδυνηρή εµπειρία του κυρίου Φίσερ («Το στοιχείο του εγκλήµατος», Λαρς φον Τρίερ) για να επιστρέψω, να δω, να νιώσω, να τιµωρηθώ διά της γνώσης.
Επιθυµώ το ανέµελο καθήκον, δηλαδή τη λύση της µέσης συµπεριφοράς, δηλαδή και ζόµπι και ζωντανός. Πόσο τον αδίκησα τον Σπίλµπεργκ, πόσο µπροστά ήταν από όλους και όλα. ∆εν διατύπωσε µόνο το ανεκτίµητο «ζούµε σ’ ένα κόσµο τεµνόµενων µυστικών», αλλά επιπλέον και κυρίως µας έδειξε τον δυστοπικό άνθρωπο στο οπτικό του ποίηµα «Μόναχο». Τυπικά ήταν να γυρίσει κάτι για τους Ολυµπιακούς του 1972 και αυτό το κάνει. ∆ανειζόµενος κάποια στοιχεία από έναν άλλο αδικηµένο, τον Κλοντ Λελούς, αρνείται την κοινωνία της τακτοποίησης και της οικογένειας και επικεντρώνεται σε µια οµάδα αρσενικών για το οδοιπορικό της µεγάλης χίµαιρας, το βίωµα µιας υπέρτατης αντρικής φαντασίωσης: να ζήσουν, να κυνηγήσουν, να κινδυνεύσουν, να ξοδέψουν χρήµα, να ταξιδέψουν κοσµοπολίτικα µε έναν σκοπό. Βαθµιαία ο σκοπός-στόχος αποχρωµατίζεται και οι ήρωες λατρεύουν τελικά την ίδια τη ζωή φετιχοποιώντας τη δυστοπία. Με αυτήν τη διαδικασία ακριβώς µας συγκίνησαν οι Ανρικό («Οι τρεις τυχοδιώκτες», «Η κόλαση είναι κάτω από τα πόδια µας»), Κλεµάν («Ο τυχοδιώκτης του Μόντε Κάρλο»), Σαµπρόλ («Νάντα: Επιχείρηση ώρα µηδέν»), Μελβίλ («Ο δολοφόνος µε το αγγελικό πρόσωπο», «Ο κόκκινος κύκλος», «Ο µπάτσος»), πολλοί Αµερικανοί µετρ του νουάρ και φυσικά ορισµένοι αξεπέραστοι αρτίστες του ιταλικού τζιάλο.
Μόνη αλήθεια είναι να ζεις µε αξιοπρέπεια και σιωπή του τάφου µας διδάσκει ο Μελβίλ, ενώ ο Ταρκόφσκι από τον τάφο του µας δείχνει τον ωκεανό των επιθυµιών: και επειδή οι τελευταίες µας εδώ και χρόνια στρέβλωσαν, µεταλλάχτηκαν σε φρικτά τέρατα και τώρα εφορµούν ακάθεκτα εναντίον µας σαν το «Τελευταίο κύµα» του Πίτερ Γουίαρ.
Ο Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου είναι γιατρός , θεωρητικός και κριτικός κινηματογράφου
Τώρα νιώθω τι ήταν αυτό που µε ενοχλούσε περίεργα, ανεξήγητα, σχεδόν µεταφυσικά. Εδώ και χρόνια διαισθανόμουν πως κάτι ξηλώνεται, µια σκιά τρυπώνει στο σεντόνι, κάτι ξεφτίζει. Ακόµη πως κάτι αποχρωµατίζεται, µια ύπουλη ροή διαβρώνει τους τοίχους. Σιωπηλές εικόνες συνταιριάζονται µε κάτι σαν από άλλη ζωή, κινηµατογραφική ή όχι, παράξενοι αστραπιαίοι κρότοι, λάµψεις που είναι και δεν είναι. Τώρα όλα συναρµολογούνται, όλα εξηγούνται, ακόµη και οι στίχοι του ποιητή Αρσένι Ταρκόφσκι στον «Καθρέφτη» του γιου του: «Και θα ’ρθει µια µέρα που όλα, όλα τα κανονικά και τα καθηµερινά θα δείχνουν αφύσικα και µεταφυσικά».
Η ηµέρα ήλθε και δεν θα αραδιάσω εδώ τίτλους από το λεγόµενο µετα-αποκαλυπτικό σινεµά αλλά φιλµικές προσµονές που δικαιώθηκαν. Θυµάµαι πόσο φυσιολογικά υποδέχτηκα το «Έρχεται τη νύχτα» του Τρέι Εντουαρντ Σουλτς. Ήταν σαν να έχει συµβεί. Ετσι υποστήριξα µε πάθος και το «Mandy» του Παναγιώτη Κοσµάτου.
Οι σύγχρονοι Φρανκενστάιν
Τώρα νιώθω ακριβώς γιατί µισήθηκε τόσο πολύ αυτή η ταινία («Mandy»). Για το ισχυρό, προφητικό ξεµασκάρεµα που κάνει στον «προοδευτικό» αστό θεατή, που επιθυµεί να είναι σε κατάσταση «διπλής αποζηµίωσης». Θέλει να είναι και οικολόγος και εστέτ και ταυτόχρονα να έχει µόνιµα δίπλα του το αντικείµενο του πόθου και της εξάρτησής του. Όλοι σχεδόν αρνούνται να πιστέψουν πως αυτό είναι πρόβλεψη, δυστοπία αλλά και προφητεία. Ισως επίσης να φάνηκαν υπερβολικές οι σταδιακά επιδεινούµενες κρίσεις αλλεργίας της ηρωίδας (Τζούλιαν Μουρ) στο ανεκτίµητο «Safe» του Τοµ Χέινς, την απόλυτη απεικόνιση της σηµερινής συναισθηµατικής ασφυξίας, µε ή χωρίς µάσκες. Εκτιµώ, υποστηρίζω ότι τις ταινίες που αγαπάµε πρέπει να τις αποσυναρµολογούµε, να τις «κόβουµε» σε σηµαίνοντα και µε τις εικόνες που ενώνουµε να ανακαλύπτουµε τις κρυφές σηµασίες αυτού του τεράστιου σώµατος φιλµ που κατασκευάσαµε σαν άλλοι Φρανκενστάιν.Ναι στον «Ζάρντοζ» του Μπούρµαν, στα «Παιδιά των ανθρώπων» του Κουαρόν, στην «Απόδραση από τη Νέα Υόρκη», την «Απειλή», την «Απόδραση από το Λος Αντζελες» του Τζον Κάρπεντερ και τα άλλα γνωστά φιλµ, αλλά αυτό που µας συµβαίνει είναι κάτι που υφέρπει ύπουλα, σέρνεται σιωπηλά, διακριτικά, σχεδόν σαν ένα φλας ψευδαίσθησης.
Οι Κοέν ήταν από τους πρώτους που µπήκαν στο κλίµα. Πιο δυστοπία δεν γίνεται απ’ ό,τι στον «Άνθρωπο που δεν ήταν εκεί». ∆εν ήταν γιατί δεν µπορούσε, τον απέκλειαν, ήταν µπλοκαρισµένος και τελικά απογειώθηκε, λες από θαύµα, έφυγε από το εκεί, βρέθηκε στο αλλού. Ο θάνατός του ήταν µια µπλόφα, απλώς µετασχηµατίστηκε. Στο «Καµιά πατρίδα για τους µελλοθάνατους» δύο τύποι, δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου νοµίσµατος (Τζόουνς και Μπαρδέµ) βρίσκονται στα άκρα µιας ισορροπίας και ουσιαστικά αιωρούνται, πετούν, αλλάζουν σώµατα. Η βαθύτατη διάχυτη µελαγχολία δεν θα αγγίξει ποτέ τη γυναίκα (σύζυγο του σερίφη), αλλά θα µας γεµίσει ερωτήµατα. Προς τα πού άραγε κατευθύνεται η σκέψη του; Απουσιάζει η γυναίκα ως σώµα στο «Σολάρις» του Ταρκόφσκι. Υπάρχει µόνο ως πείραµα πυρηνικής φυσικής. Ο ωκεανός των επιθυµιών βαρέθηκε να µας περιµένει και τώρα εκνευρισµένος εκχέει τα ορµητικά νερά του πάνω µας.
Ο στυφός θρίαµβος του κοµουνισµού
Αµαρτήσαµε γιατί λατρέψαµε την πρόβλεψη, τον έλεγχο, την παρακολούθηση, την καταστολή. Πόσο υπέροχα µας τραγουδάει γι’ αυτά που έρχονται ο Σπίλµπεργκ στο σινεφίλ «Minority report». Εδώ κι αν είναι ξεκάθαρη η δυστοπία. Εικόνες φλασάτες, ένα µπαλόνι στο εµπορικό κέντρο, µια µατιά, µια σκέψη σωτηρίας και ένα φινάλε αµφίσηµο. Μόνοι στο σπίτι µε την αναµονή παιδιού. Αλλά ποια δηµοκρατία είναι αυτή; Τώρα λοιπόν παρακολουθούµε τον πικρό, στυφό και ξινό θρίαµβο (;) του κοµουνισµού 30 χρόνια µετά την πτώση του. Κράτος, περισσότερο κράτος (κατά το «φως, περισσότερο φως»), εκλιπαρούν οι ανάλγητοι µέχρι στιγµής πολυεθνικοί όµιλοι. Κρατικοποιείται η Alitalia, έτοιµες οι Fiat, Lufthansa, Peugeot, Volkswagen. Όλοι εκλιπαρούν το κράτος να τους επαναφέρει στη νέα κανονικότητα, κάτι που δικαιώνει απόλυτα τον Φουκό.Στο φινάλε της γνωστής ταινίας του Ντέιβιντ Κρόνενµπεργκ «Λυσσασµένη στα νύχια του τρόµου», όταν η επιδηµία εξαπλώνεται, κηρύσσεται στρατιωτικός νόµος και ουσιαστικά σε κατάσταση δικτατορίας ένοπλοι µε ειδικές στολές πυροβολούν τους πάντες και πετούν τα πτώµατα σε απορριµµατοφόρο. Η δηµοκρατία που ξέραµε καταλύθηκε. Αλλά σε τέτοιο απορριµµατοφόρο δεν είχαν πεταχτεί ο έρωτας και το πάθος στο «Φράντικ» του Πολάνσκι (δείτε τη σκηνή του τέλους); Σε τέτοιο απορριµµατοφόρο δεν είχαν πεταχτεί η φιλία, τα κοινά οράµατα, η συλλογική πορεία της παρέας στο «Κάποτε στην Αµερική» του Λεόνε (δείτε και εδώ τη σκηνή του τέλους);
Ο Σαµ Μέντες µίλησε για όλα και µας τα εξοµολογήθηκε στο «Skyfall» και το «Spectre». Ποιοι είµαστε, από πού ερχόµαστε και ποιο είναι το νόηµα της ύπαρξής µας. Τι είναι αυτό που χάσαµε, µας τυραννάει η µνήµη του, προς στιγµή λέµε «δεν βαριέσαι» αλλά πάλι κάτι µας τσιµπάει. Αν είναι γνωστή η ενοχή που καλύπτει τη γυναίκα στον σοβιετικό µεσοπόλεµο («Καθρέφτης») και άγρια µεσάνυχτα πηγαίνει στο τυπογραφείο για να δει αν διόρθωσε κάποιο λάθος, ας δούµε ποιο είναι το λάθος που µας καταλογίζει ο Μέντες. Το ότι σπέρνουµε εχθρούς στα µετόπισθεν το ξεχνάµε, δεν πιστεύουµε στη νεκρανάσταση, κρύβουµε επιµελώς το παρελθόν µας. Ξεχνάω σηµαίνει αρνούµαι, αρνούµαι σηµαίνει καταστρέφω συνειδητά τη µνήµη µου, κάνω λοβοτοµή στον εαυτό µου. ∆εν θέλω να καταλαβαίνω, να ακούω, να δεσµεύοµαι• απλώς ζω µηχανικά. ∆εν επιθυµώ να υποστώ την οδυνηρή εµπειρία του κυρίου Φίσερ («Το στοιχείο του εγκλήµατος», Λαρς φον Τρίερ) για να επιστρέψω, να δω, να νιώσω, να τιµωρηθώ διά της γνώσης.
Επιθυµώ το ανέµελο καθήκον, δηλαδή τη λύση της µέσης συµπεριφοράς, δηλαδή και ζόµπι και ζωντανός. Πόσο τον αδίκησα τον Σπίλµπεργκ, πόσο µπροστά ήταν από όλους και όλα. ∆εν διατύπωσε µόνο το ανεκτίµητο «ζούµε σ’ ένα κόσµο τεµνόµενων µυστικών», αλλά επιπλέον και κυρίως µας έδειξε τον δυστοπικό άνθρωπο στο οπτικό του ποίηµα «Μόναχο». Τυπικά ήταν να γυρίσει κάτι για τους Ολυµπιακούς του 1972 και αυτό το κάνει. ∆ανειζόµενος κάποια στοιχεία από έναν άλλο αδικηµένο, τον Κλοντ Λελούς, αρνείται την κοινωνία της τακτοποίησης και της οικογένειας και επικεντρώνεται σε µια οµάδα αρσενικών για το οδοιπορικό της µεγάλης χίµαιρας, το βίωµα µιας υπέρτατης αντρικής φαντασίωσης: να ζήσουν, να κυνηγήσουν, να κινδυνεύσουν, να ξοδέψουν χρήµα, να ταξιδέψουν κοσµοπολίτικα µε έναν σκοπό. Βαθµιαία ο σκοπός-στόχος αποχρωµατίζεται και οι ήρωες λατρεύουν τελικά την ίδια τη ζωή φετιχοποιώντας τη δυστοπία. Με αυτήν τη διαδικασία ακριβώς µας συγκίνησαν οι Ανρικό («Οι τρεις τυχοδιώκτες», «Η κόλαση είναι κάτω από τα πόδια µας»), Κλεµάν («Ο τυχοδιώκτης του Μόντε Κάρλο»), Σαµπρόλ («Νάντα: Επιχείρηση ώρα µηδέν»), Μελβίλ («Ο δολοφόνος µε το αγγελικό πρόσωπο», «Ο κόκκινος κύκλος», «Ο µπάτσος»), πολλοί Αµερικανοί µετρ του νουάρ και φυσικά ορισµένοι αξεπέραστοι αρτίστες του ιταλικού τζιάλο.
Μόνη αλήθεια είναι να ζεις µε αξιοπρέπεια και σιωπή του τάφου µας διδάσκει ο Μελβίλ, ενώ ο Ταρκόφσκι από τον τάφο του µας δείχνει τον ωκεανό των επιθυµιών: και επειδή οι τελευταίες µας εδώ και χρόνια στρέβλωσαν, µεταλλάχτηκαν σε φρικτά τέρατα και τώρα εφορµούν ακάθεκτα εναντίον µας σαν το «Τελευταίο κύµα» του Πίτερ Γουίαρ.
Ο Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου είναι γιατρός , θεωρητικός και κριτικός κινηματογράφου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου