Ο Παπαδιαμάντης και τα μολυσμένα από χολέρα καράβια
Εύα Νικολαΐδου
Ζούμε
μια παγκόσμια αξιοθρήνητη περιπέτεια. Ο κόσμος και ο πόνος. Ο κόσμος
και ο θάνατος. Ο κόσμος και η απελπισία. Υποτακτικοί και πειθήνιοι μιας
καθημερινότητας, αφημένοι στην παραδοχή μιας ζωής, μας επισκέπτεται
ξαφνικά ένας ιός και ερημώνει τα πάντα. Οπως συνέβαινε στην αρχαιότητα,
όταν έμπαιναν οι τύραννοι νικητές σε μια πόλη για ν’ αποκτήσουν δόξα.
Αυτός μας ήρθε με κορόνα.
Ο ιός δεν κάνει
εξαιρέσεις. Ο πόνος δεν είναι ατομικός. Η αρρώστια ενός ανθρώπου γίνεται
συλλογική επιδημία. Είμαστε όλοι ανίσχυροι μέχρι να βρεθεί το φάρμακο.
Ακόμα και ο πλανητάρχης είναι σε πανικό. Ολους τους δήμιους που
εξοντώνουν ανθρώπους από τις εφευρέσεις που χρησιμοποιούνται στους
πολέμους, ένας ιός τούς έκανε σκόνη. Εκεί που οι εικόνες στις ειδήσεις
ήταν τα συρματοπλέγματα για τους πρόσφυγες και τα ναρκοπέδια,
παρακολουθούμε πομπές από φέρετρα σε μεγάλες πόλεις.
Διώκτες
και καταδιωγμένοι ενωθήκαμε. Αυτό το ζευγάρωμα με τον πόνο προκάλεσε τη
συμπόνια. Ξανασκεφτήκαμε τον συνάνθρωπο. Θυμηθήκαμε την αλληλεγγύη. Δεν
θεωρούμε κανέναν αντίπαλο. Η κοινότητα έγινε κοινών συμφερόντων. Με
κοινή συνείδηση. Ενώνονται τα επιστημονικά εργαστήρια για να ανακαλύψουν
το φάρμακο προκειμένου να νικήσουμε έναν κοινό εχθρό. Να αντισταθούμε
στην καταστροφή.
Ο αέρας πια που φυσάει στις
έρημες πόλεις είναι ένας θρήνος, ένα βογκητό. Χτύπησε την ανθρωπότητα
μια συμφορά. Νιώθουμε να πνίγεται η κραυγή της ανθρώπινης ελπίδας.
Πρώτο
μέτρο, η απομόνωση. Μπαίνουμε στο καταφύγιό μας, στο κελί της φυλακής
μας. Μόνο σ’ αυτό το κάτεργο της μοναξιάς η ψυχή μπορεί να δυναμώσει. Να
ξανασκεφτεί. Πάντα η πρώτη κίνηση ενός φυλακισμένου είναι η συνέπεια
και ο επαναπροσδιορισμός του. Μέσα από κάθε τραγική στιγμή, υπάρχει
πάντα μια εναρμόνιση του ανθρώπου μ’ ένα μέρος του εαυτού του. Αυτό που
χαρακτηρίζει την απομόνωση ενός ανθρώπου δεν είναι οι κουβέντες, αλλά οι
σιωπές του. Οταν είναι μόνος του συμφιλιώνεται πιο εύκολα με τον ίδιο
γιατί τον βλέπει καθαρά χωρίς καθρέφτη.
Ξαναδιάβασα
βιβλία που ήταν ξεχασμένα στα ράφια της βιβλιοθήκης μου. Τον «Ερωτα στα
χρόνια της χολέρας» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Την «Πανούκλα» του
Καμί κι ένα θαυμάσιο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: «Βαρδιάνος στα
σπόρκα»*. Όπως διαβάζω στην περίληψη, διηγείται την ιστορία της γριάς
Σκεύως, που μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος (φύλακας) στα
σπόρκα (μολυσμένα από χολέρα καράβια) για να σώσει τον γιο της. Πυρήνας
του διηγήματος είναι η χολέρα που έπληξε την Ευρώπη το 1865. Και τα
μέτρα προφύλαξης που έλαβε τότε η ελληνική κυβέρνηση.
Το
εξαιρετικό αυτό κείμενο αρχίζει: «Επάνω εις ένα βράχον ριζωμένον εις
την θάλασσαν, εκεί ήτο το σπιτάκι της θεια-Σκεύως της Γιαλινίτσας. Ο
βράχος έβλεπε προς μεσημβρίαν, και από το εν μέρος επρόβαλλε το πρωί ο
ήλιος, ανάμεσα από τρία νησάκια κι από μίαν υψηλήν λευκήν κορυφήν,
χρυσώνων με τας ακτίνας του όλα, το πράσινον της θαμνοσκεπούς και
σχοινοφύτου ακτής, κλειούσης ανατολικώς τον λιμένα, την θάλασσα
ρυτιδουμένην και φωσφορίζουσαν εις χιλίας μυριάδας υγρών πτυχών,
πλήττουσαν τα Μυρμήκια, υφάλους μόλις ανεχούσας από το κύμα, το
δασκαλειό, μικρόν φαιοπρασινίζον νησίδιον, και το ογκώδες και άκομψον
Μπούρτσι, χρυσώνων τα κατάρτια και τας κεραίας και τα εξάρτια των
πλοίων, κατά τας ημέρας του χειμώνος, όταν ολίγα τούτων παρεχείμαζον εις
τον λιμένα. Από το άλλο μέρος εβασίλευε το βράδυ, σπεύδων να κρυβή
όπισθεν του βαθυπρασίνου βουνού, της Πευκόρραχης, αφήνων τα δέντρα να
σείωνται ελαφρώς από την αύραν, και τα αόρατα εκείνα μυρία έντομα να
τρύζωσι μελαγχολικώς εις το βαθύ σκότος».
Σ’
έναν εκτροχιασμένο κόσμο, σ’ έναν πλανήτη μισοκατεστραμμένο, θα
ξαναγεννηθεί πάλι η ζωή. Στο χέρι μας είναι. Η πιο μεγάλη καταστροφή
συμπίπτει με τη μεγαλύτερη δημιουργία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου