Ομοιοπαθητική: λογοτεχνία επιδημιών κατά του κορονοϊού
Γιώργος Ν. Περαντωνάκης*
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Στρατιώτες με μάσκες παρακολουθούν ταινία σε αμερικάνικο στρατιωτικό νοσοκομείο στο Royat της Γαλλίας (1918)
Πραγματικά
θανατικά ή μυθοπλαστικά σενάρια, ιστορικές πανώλες ή ευφάνταστες
επινοήσεις, οι μεταδοτικές ασθένειες ταράζουν την κανονική ζωή και
θέτουν τον άνθρωπο μπροστά σε καίρια ζητήματα με ρεαλιστικές ή
φιλοσοφικές διαστάσεις. Ετσι, η λογοτεχνική αξιοποίησή τους έχει
παραγάγει οξείς καρπούς, που κινητοποιούν συναισθηματικά και νοητικά τον
αναγνώστη.
Πολλές λοιμώδεις νόσοι ενέσκηψαν
στην ανθρωπότητα από την αρχαιότητα έως σήμερα και όχι μόνο αποδεκάτισαν
χιλιάδες κόσμο, αλλά και άλλαξαν τον ρου της Ιστορίας: από τον λοιμό
που έπληξε την Αθήνα (και σκότωσε τον Περικλή) το 430 π.Χ. (Θουκυδίδης,
«Ἱστορίαι» 2, 47-54) μέχρι τις επτά πανδημίες χολέρας τους δυο
τελευταίους αιώνες και από την πανώλη των ετών 1348-1353 (100-200
εκατομμύρια νεκροί) ώς την Ισπανική Γρίπη του 1918 (50 εκατομμύρια
νεκροί).
Οι
συγγραφείς συχνά στηρίχτηκαν σε τέτοιες πραγματικές επιδημίες, όπως ο
Σοφοκλής στον «Οιδίποδα τύραννο» (427 π.Χ.) αφορμάται από τον λοιμό των
Αθηνών μέσα στον Πελοποννησιακό πόλεμο ή ο Daniel Defoe στη «Χρονιά της
πανούκλας» (1722) αναπλάθει τα γεγονότα της βουβωνικής πανώλης που
έπληξε το Λονδίνο στα 1665-1666, ενώ άλλοι επινόησαν δικές τους
αληθοφανείς πανδημίες, όπως ο Αλμπέρ Καμί στην «Πανούκλα» (1947), όπου η
λεπτομερής περιγραφή της δημιουργεί μεν το πλαίσιο μιας ρεαλιστικά
περιγεγραμμένης νόσου, αλλά στην ουσία πρόκειται για μια φιλοσοφική
αλληγορία.
Το μυθιστόρημα του Γάλλου φιλοσόφου
θεωρείται δικαίως η κορωνίδα της επιδημικής λογοτεχνίας, καθώς με την
πανούκλα δηλώνει κάθε καταλυτική δύναμη που θέτει την κοινωνία σε
καραντίνα και διαμορφώνει σκέψεις, πράξεις και συνειδήσεις έξω από τον
συνηθισμένο της ρυθμό. Αλλά και το άτομο γίνεται πιο ανήθικο, αγγίζει ή
περνά τα όρια της απανθρωπιάς, ενώ τα πάντα δοκιμάζονται υπό το ημίφως
της αρρώστιας. Ο Αλ. Καμί στην ουσία υπερασπίζεται έναν ανθρωπισμό
απέναντι στις φασιστικές ιδέες που πνίγουν και μολύνουν καθολικά άτομα
και κοινωνίες.
Χαρτογραφώντας ευρύτερα τον
χώρο της λογοτεχνίας, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κατηγορίες έργων
ανάλογα με την αναφορά στη μεταδοτική ασθένεια. Ασχέτως αν η νόσος είναι
ιστορικά επιβεβαιωμένη ή πλαστή, οι συγγραφείς άλλοτε τη θέτουν στο
περιθώριο της αφήγησής τους, για να μιλήσουν δίπλα και έξω από αυτήν για
άλλα πράγματα, άλλοτε τη θέτουν στο κέντρο τους, όπως ο Αλ. Καμί, για
να συμβολίσουν ένα γενικότερο φαινόμενο που απειλεί, εγκλωβίζει και
νεκρώνει τις κοινωνίες, ή τέλος την τοποθετούν σε ένα μελλοντικό πλαίσιο
ως προϊδεασμό για την καταστροφή της ανθρωπότητας.
Στο
«Δεκαήμερο» (1353) ο Βοκάκιος εξυμνεί τη ζωή, τον έρωτα και τις γήινες
απολαύσεις και εισάγει μια αισιόδοξη στάση κόντρα στη βουβωνική πανώλη
της εποχής, η οποία σκορπίζει τον θάνατο σε όλη την Ευρώπη. «Οι
αρραβωνιασμένοι» (1827, τελ. έκδοση 1842) του Αλεσάντρο Μαντσόνι, με
αφορμή τη μεγάλη πανούκλα του 1629-1631, αποδίδουν τα πάθη των απλών
ανθρώπων αλλά και ολόκληρης της ιταλικής κοινωνίας, ενώ στον «Θάνατο στη
Βενετία» (1912) ο Τόμας Μαν οδηγεί τον ήρωά του στον θάνατο είτε
εξαιτίας της ινδικής πανώλης που εξαπλώνεται στην Ευρώπη είτε λόγω του
ανικανοποίητου έρωτά του.
Ανάλογα
σκηνικά συναντάμε στο ρομαντικά μαγικό έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία
Μάρκες «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» (1985), τις «Φήμες» (1996) του
Ούγκο Κλάους, όπου η κοινωνία αναζητά έναν αποδιοπομπαίο τράγο, τον
θεολογικής έμπνευσης «Εξαγνισμό» (1997) του Jim Crace και τη «Χολέρα και
πανούκλα» (2014) του Πατρίκ Ντεβίλ, όπου η επιστήμη τίθεται αντιμέτωπη
με τη θέληση για κυριαρχία.
Αφετέρου, ο
Εντγκαρ Αλαν Πόε στη «Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου» (1842) αξιοποιεί
στοιχεία της γοτθικής λογοτεχνίας, για να συμβολίσει μέσω του λοιμού την
αναπόφευκτη έλευση του θανάτου και τη θνητότητα ως συστατικό της
ανθρώπινης ζωής. Σαράντα χρόνια μετά, το 1881, ο Γενς Πίτερ Γιάκομπσεν
γράφει την «Πανούκλα στο Μπέργκαμo», όπου με επαναστατική διάθεση και
κιρκεγκοριανούς τόνους κατακρίνει την αφέλεια και τη θρησκοληψία.
Ο
Τόμας Μαν ξαναμιλάει για μεταδοτική ασθένεια στο «Μαγικό βουνό» (1924),
όπου συζητά γενικότερα ζητήματα της στάσης των ανθρώπων απέναντι στη
ζωή και τη θνητότητα, την υγεία και τη νοσηρότητα, αλλά και τον θάνατο
με όλα τα παρελκόμενά του.
Επίσης,
ο Ζαν Ζιονό στον «Ουσάρο στη στέγη» (1951) τονίζει ότι η υστερία και η
προδοσία είναι πολύ πιο επιζήμιες από την ασθένεια και ο ανταγωνισμός
στον αγώνα για επιβίωση είναι πιο καταστροφικός από τον θάνατο, ο Φίλιπ
Ροθ στο μυθιστόρημά του «Νέμεσις» (2010) απαντά στα εγειρόμενα ερωτήματα
από την επιδημία πολιομυελίτιδας με τον ταγμένο στο καθήκον ήρωά του
και ο Νικολό Αμανίτι στην «Αννα» (2015) αναφέρεται προφητικά σε μια
κατάσταση ανάλογη με αυτήν της σημερινής Ιταλίας.
Τέλος,
τα μελλοντολογικά έργα βρίσκουν την πρώιμη έκφρασή τους στον «Τελευταίο
άνθρωπο» (1826) της Mary Shelley, η οποία αμφισβητεί τις ρομαντικές
ιδέες της εποχής και κηρύσσει την κατάρρευση του ανθρωπισμού, όπως
έρχεται με μια πανούκλα που καταστρέφει τον κόσμο.
Τις
τελευταίες βέβαια δεκαετίες τέτοια σενάρια έχουν πληθύνει, με
εξωγήινους μικροοργανισμούς («Στέλεχος Ανδρομέδα» -1969- του Michael
Crichton), με βιολογικούς πολέμους, με εργαστήρια και βιοτεχνολογικά
πειράματα, με τρομοκράτες κατά της ανθρωπότητας που χρησιμοποιούν
ταχύτατα διαδιδόμενους ιούς για να πλήξουν κυβερνήσεις και θεσμούς: από
το μετα-αποκαλυπτικό θρίλερ «Το κοράκι» (1978) του Στίβεν Κινγκ έως «Το
τέλος του κόσμου» (2013) της Μάργκαρετ Ατγουντ, όπου η επιστημονική
φαντασία συναντά τόσο τη συγκίνηση όσο και το χιούμορ, κι από το
συνωμοσιολογικό και περιπετειώδες «Inferno» (2013) του Dan Brown,
στηριγμένο στον Δάντη, μέχρι «Τα τελευταία μου λόγια» (2015) του
Santiago Amigorena, όπου μεταξύ άλλων ένας φονικός ιός οδηγεί την
ανθρωπότητα στο τέλος της.
Τα ελληνικά
γράμματα δεν έχουν ιδιαίτερη παράδοση στην επιδημική λογοτεχνία, με τα
κείμενα που αναφέρονται, άμεσα ή έμμεσα, στη λέπρα και την απομόνωση των
αρρώστων να είναι πιο συχνά: από την «Αρρωστη πολιτεία» (1914) της
Γαλάτειας Καζαντζάκη ώς τη «Σπιναλόγκα: ad vitam» (1933) του Θέμου
Κορνάρου κι από τη «Γη και νερό» (1939) του Γουλιέλμου Αμποτ μέχρι το
«Ολα για καλό» (2017) του Γιάννη Μακριδάκη.
Σε
μια πιο πανοραμική ματιά, μπορούμε να συμπεριλάβουμε στην ανασκόπησή
μας «Το θανατικόν της Ρόδου» (1499) του Εμμανουήλ Λιμενίτη, που αποτελεί
έναν «θρήνο» για την επιδημία πανούκλας η οποία ξέσπασε στη Ρόδο το
1498, το «Graffito» (2009) του Παύλου Μάτεσι που φτιάχνει ένα σενάριο
λοιμού μέσα στη Βουλή κι έπειτα σε όλη την Αθήνα, τις «Σκηνές από τον
βίο του Ματίας Αλμοσίνο» (2014) του Ισίδωρου Ζουργού, στο οποίο ένας
περιπλανώμενος Εβραίος προσπαθεί με την επιστήμη του να αντιμετωπίσει
ασθένειες και παρωχημένες αντιλήψεις στην Ευρώπη του 17ου αιώνα, και τη
«Λύσσα» (2014) του Αύγουστου Κορτώ, όπου η μεταδοτική νόσος χτυπά ένα
απομονωμένο χωριό της Ηπείρου τη δεκαετία του ’70.
Αφησα
σκόπιμα τελευταίο τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη τόσο με τη «Χολεριασμένη»
(1901) όσο και με τον εμβληματικό «Βαρδιάνο στα σπόρκα» (1893), όπου η
μάνα υπερκερνά έμφυλα και κοινωνικούς φραγμούς για να περιθάλψει τον γιο
της που βρίσκεται σε καραντίνα.
Θα προσθέσω
εδώ παρεμπιπτόντως περιπτώσεις όπου η μεταδοτική νόσος δεν είναι μια
πραγματική κολλητική ασθένεια, αλλά μια λογοτεχνική κατασκευή που
εξαρχής υπάρχει μόνο ως μυθοπλαστικό πλαίσιο αλληγορίας. Λ.χ. στον
«Ρινόκερο» (1959) του Ευγένιου Ιονέσκο μια «επιδημία» ρινοκερίτιδας
σημαίνει την έξαρση του φασισμού και του ναζισμού πριν από τον Β'
Παγκόσμιο Πόλεμο, στον «Λοιμό» (1972) ο Ανδρέας Φραγκιάς αποδίδει τα
βασανιστήρια των κρατουμένων σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, στο «Περί
τυφλότητας» (1995) ο Ζοζέ Σαραμάγκου εξιστορεί την ανεξήγητη μαζική
επιδημία τύφλωσης, δείγμα μιας «αντιολοκληρωτικής αλληγορίας», και στην
«Επιδημία» (2011) του Τάκη Θεοδωρόπουλου η γραφομανία επεκτείνεται
παντού ενθρονίζοντας τη μετριότητα ως κανόνα.
Οι
λοιμοί, λοιπόν, αποτελούν οριακές καταστάσεις, οι οποίες δοκιμάζουν τις
αντοχές της κοινωνίας, κινητοποιούν δυνάμεις και αναθεωρούν
εκπεφρασμένες βεβαιότητες, ενώ αποκαλύπτουν την ποιότητα του ανθρώπου ως
αυτόνομου ή μη όντος και την αντοχή των κοινωνιών ως προς τη
συνεκτικότητα και την ηθική τους. Οι δεύτερες συχνά αποδεικνύονται
σαθρές και φαίνεται μέσα στην επιδημική αλληγορία ότι οι ίδιες, όπως και
οι εξουσίες, νοσούν πρώτιστα πολιτικά και πολιτισμικά. Το άτομο, από
την άλλη, συχνότερα ξεδιπλώνει τον χειρότερο εαυτό του, μετατρέπεται σε
ζώο που ενδιαφέρεται ατομικιστικά για την επιβίωσή του και εύκολα
απεκδύεται των ηθικών αναστολών και αξιών του. Δεν λείπουν βέβαια
ηρωικοί χαρακτήρες, που θα ξεπεράσουν τη μαζοποιημένη συμπεριφορά και θα
προσπαθήσουν να αναδείξουν την ανιδιοτελή πλευρά του ανθρωπισμού.
Γενικότερα,
οι λογοτεχνικές πανδημίες έχουν πάψει τους τελευταίους αιώνες να
λογίζονται ως θεομηνίες, αλλά τονίζουν περισσότερο τις πολιτικές και
κοινωνικές διαστάσεις. Φέρνουν τον αναγνώστη αντιμέτωπο με θεμελιώδη
ζητήματα, όπως είναι η ζωή και ο θάνατος, η θνητότητα και η αξιοπρέπεια,
η μοναξιά και ο ψυχικός κλονισμός, η καταστροφή της φύσης και η
«εκδίκηση» της τελευταίας, ο ρατσισμός προς όποιον θεωρηθεί μίασμα και
αποδιοπομπαίος τράγος κ.λπ. Δεν λείπουν οι αλληγορικές χρήσεις τους
καθώς οι σαρωτικές μεταδοτικές νόσοι συμβολίζουν τον ολοκληρωτισμό, τη
μαζοποίηση, την παράλογη ισοπέδωση και τον φασισμό, που επιχειρούν να
κάνουν όλους ίδιους.
*Ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ και κριτικός βιβλίου. Ασχολείται κυρίως με τη σύγχρονη πεζογραφία και τη μελέτη της κριτικής. Έχει εκδώσει το βιβλίο Η μεταπολιτευτική κριτική στον καθρέφτη (Πόλις 2013). Πρόσφατο βιβλίο του :
*Ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ και κριτικός βιβλίου. Ασχολείται κυρίως με τη σύγχρονη πεζογραφία και τη μελέτη της κριτικής. Έχει εκδώσει το βιβλίο Η μεταπολιτευτική κριτική στον καθρέφτη (Πόλις 2013). Πρόσφατο βιβλίο του :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου