Παρασκευή, Μαρτίου 27, 2020

ΑΝΕΦΙΚΤΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

ΦΥΓΗ ΣΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ

Η εικοσιπεντάχρονη Λαλιώ κι ο  δεκαοχτάχρονος Μαθιός , δύο νησιώτες νέοι , θα βιώσουν μια  σύντομη αλλά καταδικασμένη σε αποτυχία απόδραση από τη σκληρή  πραγματικότητα  . Η  Λιαλιώ  θα επιχειρήσει να διαφύγει με λέμβο με τη βοήθεια του Μαθιού στο νησί της , το οποίο εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει  για να παντρευτεί   τον πολύ μεγαλύτερό της  μπάρμπα – Μοναχάκη , που ζει σε  ξένο νησί . 
Η ρομαντική νυχτερινή  βόλτα δίπλα στη θάλασσα λύνει τη γλώσσα  της  Λιαλιώς, που  εκμυστηρεύεται στον Μαθιό τον πόνο της και την νοσταλγία της για την πατρίδα της .
Ο  νέος, επηρεασμένος συναισθηματικά απ΄όσα ακούει,  παίρνει  μια βάρκα και μαζί με την κοπέλα επιχειρούν το αδύνατο , να πάνε λάμνοντας στο νησί της .
 Δυστυχώς όμως δεν περνά πολύ ώρα και η απουσία της Λιαλιώς γίνεται αντιληπτή από τον σύζυγό της , ο οποίος μαζί με άλλους άνδρες αρχίζουν και καταδιώκουν τους δύο "φυγάδες". 
Προσπαθώντας να ξεφύγουν οι δύο νέοι καταφεύγουν στην παραλία του Αγίου Νικολάου. Τελικά, οι «διώκτες» εντοπίζουν τους δύο «δραπέτες» και η νέα επιστέφει με τον άντρα της πίσω στο νησί. 
Φεύγοντας όμως  λέει στον αλτρουιστή και ερωτευμένο πλέον νέο πως , αν ήταν και μεγαλύτερος και αν πέθαινε ο άντρας της, θα τον έπαιρνε ως άντρα της.
Το  διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη , εκατό και πλέον χρόνια μετά την έκδοσή του και παρά την ιδιότυπη "δύσκολη" γλώσσα του συγγραφέα , διατηρεί τη γοητεία του , εξακολουθώντας να διαβάζεται αλλά και να εμπνέει  άλλους δημιουργούς . Ειδικότερα στον κινηματογράφο,  το διήγημα μεταφέρθηκε  από δύο  σκηνοθέτες: 
1. Το 2004, η γαλλοσπουδαγμένη και  βραβευμένη

Ελένη Αλεξανδράκη,

Αποτέλεσμα εικόνας για ελένη αλεξανδράκη H Νοσταλγός" από το Cine-Δράση την Τετάρτη - Δράση για μια Άλλη Πόλη θα γυρίσει με περισσή ευαισθησία ως προς την απόδοση της παπαδιαμαντικής ατμόσφαιρας και μένοντας πιο κοντά στο κείμενο   την ταινία "Η νοσταλγός" (διάρκεια: 82' ), με πρωταγωνιστές την Όλια Λαζαρίδου, τον Γιώργο Τσουλάρη και τον Σπύρο Σταυρινίδη, ενώ τη μουσική υπογράφει ο αλησμόνητος Νίκος Παπάζογλου , που τραγουδάει ο ίδιος τη μεγάλη του επιτυχία "Στιγμές", σε στίχους της πολύ γνωστής αρχαιολόγου και συγγραφέα  Πολυξένης Βελένη.
 2. Ένα χρόνο μετά την τρυφερή  "Νοσταλγό" της Αλεξανδράκη, μία άλλη σκηνοθέτιδα , η Δώρα Μασκλαβάνου (της υπέροχης Πολυξένης), μας  δίνει το "Κι αν φύγω, θα ξανάρθω",  ένα εντυπωσιακό κοινωνικό δράμα , που θα κάνει αίσθηση για τον ρεαλισμό του . Η Μασκλαβάνου  δε  διστάζει να πει ότι το σενάριο που υπογράφει η ίδια δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ελεύθερη διασκευή  της Νοσταλγού πάνω σε  σύγχρονη βάση. 
Το περιβάλλον της ταινίας είναι αγροτικό , στη θέση της Λιαλιώς βάζει μια ώριμη παντρεμένη (την υποδύεται η Μαρία Κεχαγιόγλου)  , που ασφυκτιά εγκλωβισμένη σε ένα συμβατικό γάμο, δίπλα σ΄ένα βίαιο άντρα, ενώ ο Μαθιός έχει αντικατασταθεί από ένα σκληροτράχηλο νεαρό (τον υποδύεται ο Γιώργος Στάνκογλου)  , που βγαίνοντας από τη φυλακή εγκαταλείπει την πόλη και παίρνει τα βουνά της αγνής ελληνικής επαρχίας , για να σωθεί από τους δαίμονές του αλλά και από τους μαφιόζους πρώην συντρόφους του .
Δώρα Μασκλαβάνου: «Το μελόδραμα είναι αγαπημένο είδος για πάρα ...

Για την ιστορία:
Διεύθυνση φωτογραφίας: Claudio Bolivar.
Μουσική: Νίκος Κυπουργός.
Μοντάζ: Πάνος Κανής, Δώρα Μασκλαβάνου.
Ηχοληψία: Ξενοφών Κοντόπουλος.
Σκηνικά: Πηνελόπη Βαλτή.
Παραγωγή: Παναγιώτης Πετρόπουλος, Δώρα Μασκλαβάνου, ΕΚΚ.
Παίζουν: Μαρία Κεχαγιόγλου, Γιάννης Στάνκογλου, Μελέτης Γεωργιάδης, Γιώργος Τσούλαρης, Ερρίκος Λίτσης, Μάριος Ιωάννου, Γιάννης Οικονομίδης, Κώστας Ξυκομηνός, Στράτος Σοπίλης.
Διάρκεια: 87΄
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ 



 ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1984
Σελ. 45-69

Η ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ

ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: ΑΠΑΝΤΑ (ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ-ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΗ ...ΔΙΗΓΗΜΑ

1905

Ἡ σελήνη ἐπρόβαλλε, μόλις ἀρχίσασα νὰ φθίνῃ τρίτην νύκτα μετὰ τὸ ὁλογέμισμά της, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, κ᾽ ἐκείνη, ἀσπροφορεμένη, μετὰ τόσους στεναγμοὺς καὶ τόσα περιπαθῆ ᾄσματα, ἔκραξε:
― Νὰ ἔμβαινα σὲ μιὰ βαρκούλα, τώρα-δά… ἔτσι μοῦ φαίνεται… νὰ φτάναμε πέρα!
Κ᾽ ἐδείκνυε μὲ τὴν χεῖρά της πέραν τοῦ λιμένος.
Ὁ Μαθιὸς δὲν παρετήρησεν ἴσως ὅτι αὐτὴ εἶχε τρέψει τὸν λόγον εἰς τὸν πληθυντικόν, εἰς τὸ τέλος τῆς εὐχῆς της. Ἀλλ᾽ αὐθορμήτως, χωρὶς νὰ τὸ σκεφθῇ, ἀπήντησε:
― Μπορῶ νὰ ρίξω ἐκείνη τὴ βάρκα στὸ γιαλό… Τί λές, δοκιμάζουμε;
Καὶ αὐτὸς ἐπίσης ἔθεσε τὸν πληθυντικὸν εἰς τὸ τέλος τοῦ λόγου. Χωρὶς δὲ νὰ συλλογισθῇ, οὕτως, ὡς νὰ ἤθελε νὰ δοκιμάσῃ ἂν εἶχε δυνατοὺς τοὺς μυῶνας, ἤρχισε νὰ ὠθῇ τὴν βαρκούλαν.
Ὁ νέος ἵστατο πλησίον τοῦ αἰγιαλοῦ, ὅπου ἀλλεπάλληλα μετ᾽ ἐλαφροῦ φλοίσβου προσπίπτοντα τὰ κύματα κατεπίνοντο ὑπὸ τῆς ἄμμου, χωρὶς ν᾽ ἀποκάμνωσι ταῦτα ἀπὸ τὸ αἰώνιον μονότονον παιγνίδιον, χωρὶς νὰ χορταίνῃ ἐκείνη ἀπὸ τὸ ἀέναον ἁλμυρὸν πότισμα. Ἡ νεαρὰ γυνὴ ἦτο ἐπὶ τοῦ ἐξώστου τῆς οἰκίας, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἐνοικιάσει ὅπως δεχθῇ αὐτὴν ὁ σύζυγός της, πρεσβύτης πεντήκοντα καὶ τριῶν ἐτῶν, οἰκίας κειμένης παρὰ τὸν αἰγιαλόν, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ κύματος, κατὰ τὴν πλημμύραν τὴν ὁποίαν θὰ ἔφερεν ὁ νότος, ἢ τὴν ἄμπωτιν τὴν ὁποίαν θὰ ἐπροξένει ὁ βορρᾶς. Ἡ βαρκούλα ἐπάτει ἐπὶ τῆς ξηρᾶς καὶ ἐταλαντεύετο ἐπὶ τῆς θαλάσσης, μὲ τὴν πρῷραν χωμένην εἰς τὴν ἄμμον, μὲ τὴν πρύμνην σαλευομένην ἀπὸ τὸ κῦμα, βαρκούλα ἐλαφρά, κομψή, ὀξύπρῳρος, χωροῦσα τέσσαρας ἢ πέντε ἀνθρώπους.
Μεγάλη ἐντοπία σκούνα εἶχε προσεγγίσει πρὸ τριῶν ἡμερῶν φορτωμένη εἰς τὸν λιμένα, περιμένουσα εὐνοϊκὸν ἄνεμον διὰ ν᾽ ἀποπλεύσῃ εἰς τὸ τέρμα τοῦ ναύλου της· ὁ πλοίαρχος, τρίτην ἤδη νύκτα, ἀνεπαύετο εὐφραινόμενος κατ᾽ οἶκον, πλησίον τῆς συμβίας καὶ τῶν τέκνων· οἱ σύντροφοι, ἐντόπιοι ὅλοι, περιήρχοντο ἐν κύκλῳ τὰ καπηλεῖα, ἀποζημιούμενοι εἰς τρεῖς νύκτας δι᾽ ἀναγκαστικὴν ἐγκράτειαν ἑβδομάδων καὶ μηνῶν· ὁ μοῦτσος, ὅστις ἦτο ξένος, ἔμενε μόνος φύλαξ τοῦ πλοίου, τῶν ἀρμένων* καὶ τοῦ φορτίου, καὶ μόνος φύλαξ τοῦ μούτσου ὁ καραβόσκυλος. Ἀλλὰ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ὁ μοῦτσος, ὑψηλός, δεκαοκταέτης, ἔχων ὅλας τὰς ἀξιώσεις τοῦ ναύτου πλὴν τοῦ μισθοῦ, εἶχεν ἀργοπορήσει εἰς ἓν καπηλεῖον ὀλίγον παράμερον, ἀπὸ τὸν μέσα δρόμον τῆς παραθαλασσίου ἀγορᾶς, παρηγορούμενος καὶ αὐτὸς ὡς ξένος εἰς τὰ ξένα… Εἶχεν ἀφήσει τὴν φελούκαν μισοσυρμένην, μὲ τὴν πρῷραν χωμένην εἰς τὴν ἄμμον, μὲ τὴν πρύμνην σαλεύουσαν εἰς τὸ κῦμα, μὲ τὰς δύο κώπας ἀκουμβημένας ἐπὶ τῆς πρύμνης, δύο ἐλαφρὰς κώπας, τὰς ὁποίας παιδίον μετ᾽ ἀπεριγράπτου χαρᾶς θὰ ἐχειρίζετο καμαρῶνον τὴν δύναμίν του πολλαπλασιαζομένην ὑπὸ τῆς φευγαλέας μαλακότητος τοῦ κύματος, ἐνδοτικῆς ὡς ἡ ἀδυναμία μητρὸς πρὸς χαϊδεμένον βρέφος, φέρον αὐτὴν ὅπου θέλει μὲ τοὺς κλαυθμυρισμοὺς καὶ τὰς ἀπαιτήσεις του· κώπας ὡς δύο πτέρυγας γλάρου, αἵτινες φέρουσι τὸ λευκόπτιλον σῶμα τοῦ ὄρνιθος ἐπιπολῆς τῆς θαλάσσης, ὁδηγούσας τὴν βαρκούλαν εἰς τὴν ἀγκάλην καὶ τὴν ἀμμουδιὰν τῆς ἀκτῆς, ὡς ἐκεῖναι τὸν γλάρον εἰς τὸ σπήλαιον τοῦ θαλασσοπλῆγος βράχου.
Ὁ Μαθιὸς ἐστήριξε τὰς δύο χεῖρας εἰς τὴν πρῷραν, ἀντεστύλωσε τοὺς δύο πόδας ὄπισθεν, ὤθησε μὲ ὅλην τὴν δύναμίν του, καὶ ἡ μικρὰ φελούκα ἐνέδωκε καὶ ἔπεσε μετὰ πλαταγισμοῦ εἰς τὴν θάλασσαν. Παρ᾽ ὀλίγον θὰ τοῦ ἔφευγεν, ὑπείκουσα εἰς τὴν σφοδρὰν ὤθησιν, διότι δὲν εἶχε προβλέψει νὰ κρατήσῃ τὴν μπαρούμαν*, τὸ σχοινίον τῆς πρῴρας. Ἀλλὰ πάραυτα ἐπέταξεν ἀπὸ τοὺς πόδας τὰ ἐλαφρὰ πέδιλα, δὲν ἐπρόφθασε νὰ σηκώσῃ τὴν περισκελίδα, ἐθαλάσσωσεν* ὣς τὰ γόνατα, καὶ συνέλαβε τὴν βάρκαν ἀπὸ τὴν πρῷράν της. Τὴν ἔσυρε πρὸς μικρὸν πρόχειρον μῶλον. Ἐν τῷ μεταξὺ ἐκείνη εἶχε γίνει ἄφαντος ἀπὸ τὸν ἐξώστην, καὶ μετ᾽ ὀλίγας στιγμὰς ἐπρόβαλε, μὲ τὸ λευκὸν κολόβιόν της στίλβον εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης, ἀπὸ τὴν βορεινὴν γωνίαν τῆς οἰκίας, κατερχομένη εἰς τὸν αἰγιαλόν.
Ὁ νέος τὴν εἶδε καὶ ᾐσθάνθη χαρὰν μετὰ φόβου. Ἔπραττε σχεδὸν ἀσυνειδήτως. Δὲν ἤλπιζεν ὅτι θὰ ἦτο ἱκανὴ νὰ τὸ κάμῃ.
Ἐκείνη, μὴ ἀγαπῶσα νὰ ἐκφράσῃ τοὺς ἐνδομύχους λογισμούς της, εἶπεν:
― Ἂς εἶναι· ἂς φέρουμε μιὰ γύρα μὲς στὸ λιμάνι, τώρα μὲ τὸ φεγγαράκι.
Καὶ μετ᾽ ὀλίγον προσέθηκε:
― Γιὰ νὰ δοκιμάσω πῶς θὰ μοῦ φανῇ, ὅταν θὰ μβαρκάρω γιὰ νὰ πάω πέρα…
Ἔλεγε πάντοτε πέρα, κ᾽ ἐννοοῦσε τὴν πατρίδα. Ὄπισθεν τοῦ πρώτου πρασίνου βουνοῦ, ἄνωθεν τοῦ ὁποίου εἶχεν ἀνατείλει ἡ σελήνη, βουνοῦ μαύρου τὴν νύκτα καὶ σκοτεινοφαίου τώρα μὲ τῆς σελήνης τὸ φῶς, ὕψωνε τὴν κορυφήν του ὑψηλὸν ὄρος καὶ λευκόν, πότε χιονοσκέπαστον, πότε γυμνὸν καὶ βραχῶδες. Ἐκεῖ ἦτο ἡ πατρίς, ὁ τόπος τῆς γεννήσεώς της. Κ᾽ ἐστέναζε τόσον δι᾽ αὐτήν, ὡς νὰ τὴν ἐχώριζεν ὁλόκληρος ὠκεανὸς ἐκεῖθεν, ἐνῷ μόλις ἀπεῖχε δώδεκα μίλια, καὶ ἡ μικρὰ ραχούλα τοῦ πρασίνου βουνοῦ δὲν ἴσχυε νὰ κρύψῃ τὴν ἡμέραν τὴν ὑψηλὴν ὀφρὺν τοῦ λευκοῦ ὄρους. Καὶ τὴν ἐπόθει τόσον, ὡς νὰ τὴν εἶχε στερηθῆ ἀπὸ χρόνων πολλῶν, ἐνῷ μόλις ἀπὸ ὀλίγων ἑβδομάδων εὑρίσκετο εἰς τὴν γείτονα νῆσον.
Ὣς τόσον, ἀκούμβησεν ἀφελῶς τὴν λευκὴν καὶ τόσον ἁπαλὴν χεῖρά της εἰς τὸν ὦμον τοῦ νέου, ὅστις ἀνετριχίασεν ὅλος εἰς τὴν ἐπαφήν, κ᾽ ἐπέβη εἰς τὴν μικρὴν βαρκούλαν.
Ἐκεῖνος ἠκολούθησε κατόπιν της, καὶ λαβὼν τὴν κώπην ἤρχισεν ἀδεξίως ν᾽ ἀβαράρῃ*. Ἀλλ᾽ ἀντὶ ν᾽ ἀπωθήσῃ τὸν μῶλον, ἀπώθησεν ἀριστερὰ τὸν πυθμένα, καὶ οὕτως ἡ βάρκα ἐδιπλάρωσε κ᾽ ἐκτύπησεν ἐλαφρῶς εἰς μίαν τῶν πετρῶν τοῦ μώλου.
― Τί κάνεις; Θὰ σπάσουμε τὴν ξένη βάρκα.
Τοῦτο, τὴν ἔκαμε ν᾽ ἀναλογισθῇ νηφαλιώτερον τὸ πρᾶγμα, καὶ προσέθηκε:
― Καὶ τάχα δὲν θὰ τὴ γυρέψουν τὴν βάρκα; Δὲν θὰ τοὺς χρειαστῇ;… Τίνος νὰ εἶναι;
Ὁ νέος ἐν ἀμηχανίᾳ ἀπήντησεν:
― Ἀφοῦ θὰ κάμουμε μιὰ γύρα στὸ λιμάνι καὶ θὰ γυρίσουμε… Δὲν πιστεύω νὰ τὴν γυρέψουν πρωτύτερα, ὅτινος νὰ εἶναι.
*
* *
Ἐκάθισεν εἰς τὰς κώπας καὶ ἤρχισε νὰ ἐλαύνῃ. Ἐκείνη, εἰς τὴν πρύμνην καθημένη, ἐδέχετο κατ᾽ ὄψιν τὸ ὠχρὸν φῶς τῆς σελήνης, τὸ ὁποῖον ἐπέχριεν ὡς μὲ ἀργυρᾶν κόνιν τοὺς ἁβροὺς χαρακτῆρας τοῦ ὡραίου προσώπου της. Ὁ νέος τὴν ἐκοίταζε δειλῶς.
Δὲν ἦτο ναύτης, ἀλλ᾽ ἤξευρε νὰ κωπηλατῇ, ὡς ἀνατραφεὶς πλησίον τοῦ κύματος. Εἶχεν ἔλθει εἰς τὸ μέσον τοῦ ἔτους, ἐγκαταλείψας τὸ γυμνάσιον τῆς πρωτευούσης τοῦ νομοῦ, ὅπου τέως ἐμαθήτευε, μὴ δεχθεὶς τὴν ἐπιβληθεῖσαν αὐτῷ ποινὴν ἕνεκα λογομαχίας τινὸς πρὸς ἕνα τῶν καθηγητῶν, ὅστις τοῦ ἐφαίνετο πλέον τοῦ δέοντος ἀγράμματος. Ἦτο μόλις δεκαοκτὼ ἐτῶν, ἀλλ᾽ ἐφαίνετο δεκαεννέα ἢ εἴκοσι μὲ τοὺς πυκνοὺς ἤδη ἰούλους τοῦ καστανοῦ γενείου καὶ τοῦ μύστακος.
Ἡ νεαρὰ γυνή, ἀφοῦ ἐκάθισεν, ὡς συνέχειαν τῆς πρὸ μικροῦ ἐκφρασθείσης ἀνησυχίας της περὶ ἀναζητήσεως τῆς βάρκας ἐκ μέρους τοῦ ἰδιοκτήτου, εὐθύμως ἐξέφερε καὶ τὴν σκέψιν της ταύτην:
―Ὁ καραβοκύρης θὰ γυρεύῃ τὴ βάρκα του, κι ὁ μπαρμπα-Μοναχάκης θὰ γυρεύῃ τὸ Λιαλιώ του.
Ὁ νέος ἐμειδίασε. Μπαρμπα-Μοναχάκης ἦτο τὸ ὄνομα τοῦ συζύγου της. Λιαλιὼ ἐκαλεῖτο ἡ ἰδία.
*
Η εικοσιπεντάχρονη ηρωίδα του διηγήματος, η Λαλιώ, είναι παντρεμένη με τον μπάρμπα-Μοναχάκη, ο οποίος όχι μόνο είναι κατά πολύ μεγαλύτερος, αλλά έχει και μια κόρη κατά ένα χρόνο μεγαλύτερη απ’ τη νέα του σύζυγο. Η Λαλιώ, που έχει αναγκαστεί να ακολουθήσει τον άντρα της στο νησί του, που βρίσκεται κοντά στο νησί που μέχρι πρότινος έμενε με τους γονείς της, αδυνατεί να προσαρμοστεί και ζητά διαρκώς την επιστροφή της κοντά στους δικούς της.
Ο δεκαοχτάχρονος Μαθιός, γείτονας της Λαλιώς, την έχει ερωτευτεί και παρά τη μεταξύ τους διαφορά ηλικίας, αποζητά κάθε ευκαιρία για να είναι κοντά της. Η πρόταση για ένα περίπατο στην παραλία του νησιού, θα αποτελέσει την αφορμή για να πάρουν μια βάρκα, με τη σκέψη να κάνουν απλώς τον κύκλο του λιμανιού, κάτι που θα μετεξελιχθεί γρήγορα σε μια προσπάθεια της Λαλιώς να επιστρέψει στο νησί της. Ο νεαρός θα βρει την ευκαιρία να θαυμάσει από κοντά την όμορφη κοπέλα και να διερευνήσει μ’ επίμονες ερωτήσεις το παρελθόν της, αλλά και τα συναισθήματά της, με την ελπίδα πως θα μπορέσει να γίνει αυτός ο νέος έρωτας της ζωής της.
Τους δύο νέους σύντομα θα καταδιώξει ο σύζυγος της κοπέλας και θα τους προλάβει ακριβώς τη στιγμή που φτάνουν στο νησί της. Εκεί, ο μπάρππα-Μοναχάκης θα ζητήσει απ’ τη Λαλιώ να τη συνοδέψει στο σπίτι των δικών της κι εκείνη θα αποχαιρετίσει τον Μαθιό, λέγοντάς του πως αν ήταν νεότερη και πέθαινε ο άντρας της, θα τον παντρευόταν.
[.............................]




 ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
 __________________________________________

1. "Η ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ" , ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗ (2004)
_______________________________

2. ΚΙ ΑΝ ΦΥΓΩ , ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΩ, ΤΗΣ ΔΩΡΑΣ ΜΑΣΚΛΑΒΑΝΟΥ  (2005)

Δεν υπάρχουν σχόλια: