Κυριακή, Νοεμβρίου 17, 2019

Πώς σκοτώνουμε τη Δημοκρατία προσπαθώντας να τη...σώσουμε


Τι απομένει;

Δημήτρης Ακριβούλης*



Τι απομένει;

Ακόμη κι αν δεχθούμε ως ορθή την πλέον κοινότοπη (αλλά ανόητη) γενίκευση ότι μια «ολόκληρη» γενιά που συνδέθηκε με τον αντιδικτατορικό αγώνα έχει συμβιβαστεί, τι είναι ακριβώς αυτό που αναιρεί τη σημασία του αγώνα τη στιγμή που εκφράστηκε, αλλά και σήμερα; Το μόνο που μας έχει προδώσει είναι ο μεσσιανισμός που συνεχίζει να κατατρύχει τη σκέψη μας
Τι θα συνέβαινε στη δημοκρατία, αν απλώς καταργούσαμε κάθε θεσμό της στη λογική της παθολογικής λειτουργίας ή καταχρηστικής επίκλησής του; Η δημοκρατία είναι δύσκολη, εύθραυστη και παράδοξη υπόθεση, προστατεύεται δε ακριβώς όταν διατηρείται αυτός ο χαρακτήρας της. Δεν είναι η πρώτη φορά που δημοκρατικοί θεσμοί αντιμετωπίζονται χειρουργικά. Η παθολογική λειτουργία κάθε δημοκρατικού θεσμού έχει αποδειχθεί ιστορικά συμφυής κάθε διαδικασίας που αξιώνει να χαρακτηρίζεται πολιτική. Η χειρουργική αφαίρεσή της δεν θεραπεύει το πρόβλημα. Σκοτώνει τη δημοκρατία.
Ο καλός νομοθέτης οφείλει, λοιπόν, να θεωρεί δεδομένο τον εκφυλισμό ακόμη και της δικής του ρύθμισης. Οφείλει να αναρωτηθεί αν η παθολογία της γεννήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιδιώκει να θεραπεύσει. Αν αδιαφορεί για το καίριο αυτό ερώτημα, είναι αφελής. Αν αναγνωρίζει το ενδεχόμενο της παθολογικής εξέλιξης της ρύθμισής του, αλλά δεν μπορεί να αντιληφθεί τα προβλήματα που αυτή θα γεννήσει, είναι κακός νομοθέτης. Αν πάλι διαβλέπει την αναπόδραστη παθολογική εξέλιξη και θεωρεί ότι αυτή δεν είναι καν προβληματική, αλλά προτιμότερη ως χρηστική και ωφέλιμη, ακόμη κι αν συνεπάγεται τη δολοφονία ενός δημοκρατικού θεσμού, είναι επικίνδυνος για τη δημοκρατία.
Η πρόσφατη κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου είναι μόνον η αφορμή αυτών των λέξεων. Ο πραγματικός λόγος αφορά το εξής διττό ερώτημα: Πώς φτάσαμε ώς εδώ και, πρωτίστως, τι απομένει;
Μια απλή ανάγνωση των Πρακτικών των Συζητήσεων της Βουλής για την Αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 αρκεί για να διαπιστώσει κανείς ότι η μόνη διαφορά στις τότε θέσεις Αριστεράς/Κέντρου και Δεξιάς περί ασύλου αφορούσε το αν θα έπρεπε να κατοχυρωθεί συνταγματικά ή απλώς νομοθετικά. Κανείς δεν διανοήθηκε να στραφεί κατά του ασύλου, παρότι διέβλεπαν το ενδεχόμενο της παθολογικής του λειτουργίας. Η τελευταία φορά που εφαρμόστηκαν θέσεις όμοιες με αυτές που σήμερα ισχύουν νομοθετικά ή εκφράζονται από ορισμένους «φιλελεύθερους» συναδέλφους μου (ως προς την περαιτέρω «θωράκιση» της κατάργησης του ασύλου), ήταν στην επταετία που προηγήθηκε. Δεν είναι ότι η μνήμη μας είναι κοντή. Είναι ότι το Κακό είναι, και πάλι, κοινότοπο.
Είναι γεγονός ότι η υποδοχή της κατάργησης του ασύλου από την κοινή γνώμη αλλά και την ακαδημαϊκή κοινότητα υπήρξε από χλιαρή έως θετική. Ακόμη και εντός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πολλοί θεωρούν ότι η μάχη για την προάσπισή του είναι ένας αγώνας χαμένος, δίχως έρεισμα στην κοινωνία. Δύο είναι κυρίως οι λόγοι που εξηγούν αυτή τη δυσμενή εξέλιξη:
Ο πρώτος αφορά τις παθολογικές λειτουργίες κάθε δημοκρατικού θεσμού. Εκ προοιμίου υποστήριξα ότι η αναγνώριση της εκφυλιστικής του πορείας δεν συνεπάγεται το αυτονόητο της κατάργησής του. Αν η νεοφιλελεύθερη και νεοσυντηρητική οπτική ευνοείται από μια τέτοια εξέλιξη, είναι αδιανόητο οι δυνάμεις ιδίως της Αριστεράς να μην αναλάβουν ηγετικό ρόλο στην προάσπισή του. Όπως θα καταλήξω, η σημασία της κατοχύρωσης του ασύλου είναι κεφαλαιώδης για τη δημοκρατία.
Ο δεύτερος λόγος αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον πολιτικό χρόνο και το υποκείμενο της πολιτικής. Η προσωποποίηση των συναισθημάτων μας προκύπτει σχεδόν φυσιολογικά. Εξίσου φυσιολογικά επέρχεται και η απογοήτευση. Όσο φυσιολογικά ελπίσαμε σε μεμονωμένους ηγέτες ή επαναστάσεις, εξίσου φυσιολογικά απογοητευτήκαμε από τη «γενιά του Πολυτεχνείου», στην ουσία από τις επιλογές ή την εξέλιξη ορισμένων μόνον αναγνωρίσιμων εκφραστών της. Κι έτσι από την απογοήτευση καταλήξαμε στην «πολιτική ωριμότητα» και τον ορθολογισμό της νέας κανονικότητας.
Ίσως, λοιπόν, το βασικό πρόβλημα είναι ότι αδυνατούμε να αντιληφθούμε τη διαχρονική σημασία της πολιτικής ενικότητας. Ακόμη κι αν δεχθούμε ως ορθή την πλέον κοινότοπη (αλλά ανόητη) γενίκευση ότι μια «ολόκληρη» γενιά που συνδέθηκε με τον αντιδικτατορικό αγώνα έχει συμβιβαστεί, τι είναι ακριβώς αυτό που αναιρεί τη σημασία του αγώνα τη στιγμή που εκφράστηκε, αλλά και σήμερα; Το μόνο που μας έχει προδώσει είναι ο μεσσιανισμός που συνεχίζει να κατατρύχει τη σκέψη μας.
Αυτό μας έχει απομείνει: το γεγονός ότι ακόμη και μια στιγμή φωτός αρκεί για να νικήσει το σκοτάδι. Η ιστορική εξέλιξη του πανεπιστημιακού ασύλου δεν έχει καταδείξει μόνον παθολογίες. Η λειτουργία του στο πλαίσιο του πανεπιστημιακού αυτοδιοίκητου έχει επιτρέψει τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος σχετικής ελευθεριότητας που, με τη σειρά της, επέτρεψε την έκφραση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Πρωτίστως όμως διαμόρφωσε τις συνθήκες για τη μετατροπή του Πανεπιστημίου σε αυτό που θα έπρεπε να είναι, το πεδίο διαμόρφωσης ανθρώπων ικανών για πολιτική κρίση και δράση, έστω και για μια στιγμή της ζωής τους. Κατ’ αυτή την έννοια και υπό αυτές τις συνθήκες, το Πανεπιστήμιο θα μπορούσε να αναλάβει τον ρόλο που κάποτε αναλογούσε στο Αρχαίο Θέατρο.
Η κατάργηση του ασύλου και η υποταγή της λειτουργίας του Πανεπιστημίου στη λογική της τεχνικής καταδικάζει ιστορικά αυτή την υπόσχεση. Ένας άνθρωπος με όπλο δεν είναι ποτέ ο ίδιος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που έχει μάθει να ζει εξοικειωμένος με την παρουσία ενόπλων, δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που έχει μάθει να ζει εξοικειωμένος ακόμη και με την ενδεχόμενη παρουσία ενόπλων γύρω του, επίσης δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος. Και γι’ αυτόν τον λόγο, ακόμη και τώρα, ιδίως τώρα που το Πανεπιστήμιο έχει αποκλίνει τόσο από τον πραγματικό του ρόλο, τη στιγμή που το άσυλο έχει ήδη νομοθετικά καταργηθεί, είναι η κατάλληλη στιγμή να διεκδικήσουμε τη συνταγματική του κατοχύρωση.
*Επίκ. καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, συντονιστής της σειράς ανοιχτών διαλέξεων διεθνούς πολιτικής θεωρίας Politics First (με τον καθηγητή Κυριάκο Κεντρωτή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: