Περί υπανθρώπων και υπερανθρώπων
Γιατί άραγε, τον 21ο
αιώνα, εξακολουθεί να είναι πολιτικά επίκαιρο και κοινωνικά επιβεβλημένο
το να εξετάζουμε την επιστημονική νομιμότητα των ρατσιστικών θεωριών;
Επειδή, όπως κατ’ επανάληψη έχει διαπιστωθεί στη νεότερη ιστορία, σε
περιόδους κοινωνικής κρίσης και οικονομικής ύφεσης τείνουν να πληθαίνουν
τα δόλια επιχειρήματα υπέρ των απανθρωποποιητικών ρατσιστικών
πρακτικών.
Εξάλλου, οι ρατσιστικές ιδέες δεν παραμένουν αμετάβλητες στον χρόνο: για να μπορούν να ασκούν τη διαβρωτική κοινωνική δράση τους, οφείλουν να εξελίσσονται και προσαρμόζονται στις νέες ιστορικές συγκυρίες.
Αν, κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα, οι ιδέες των αυτοαποκαλούμενων «κοινωνικών δαρβινιστών» ήταν η προϋπόθεση για τη μαζική υιοθέτηση μιας σειράς από ολέθριες κοινωνικές πρακτικές, τότε πώς εκδηλώνεται στις μέρες μας ο «μετα-αποικιακός» νεορατσιμός;
Και πώς οι πρόσφατες τεχνοεπιστημονικές εξελίξεις διαμορφώνουν τη νέα «φυλετική» βία και τις βιοτεχνολογικά αναβαθμισμένες δυνατότητες των ευγονικών πρακτικών;
Από την αρχαιότητα μέχρι τη νεωτερική εποχή, η απαξίωση του «ξένου»,
του «βάρβαρου», βασιζόταν πρωτίστως σε θρησκευτικές, πολιτικές,
κοινωνικές ή πολιτισμικές διαφορές και όχι σε διαφορές «αίματος», στην
αμφισβήτηση δηλαδή της ανθρώπινης φύσης των «ξένων» και «διαφορετικών»
από εμάς ανθρώπων.
Οι πρώτες ρατσιστικές θεωρίες περί «φυλετικής κατωτερότητας», αρχικά των Αφρικανών, κατόπιν των Ασιατών και αργότερα των ευρωπαϊκών λαών της Μεσογείου, επινοήθηκαν, κατά την ύστερη νεωτερική εποχή, σε μια προσπάθεια να δικαιολογηθεί ιδεολογικά και μέσω της επιστήμης η εκμετάλλευση από την πλούσια λευκή «φυλή» αυτών των εξαθλιωμένων και «απολίτιστων» πληθυσμών.
Εκμετάλλευση την οποία οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες δεν θεωρούσαν διόλου απρεπή ή απάνθρωπη αφού, χάρη στην κατάλληλη ρατσιστική παιδεία, έμαθαν να βλέπουν τα μέλη αυτών των «κατώτερων φυλών» ως... υπανθρώπους.
Οι άνθρωποι λοιπόν δεν γεννιούνται ρατσιστές αλλά γίνονται. Οι
ιδεολογίες που υποστήριζαν ρητά την κληρονομική και άρα βιολογική
ανωτερότητα ορισμένων ανθρώπινων «φυλών» εμφανίστηκαν στη χριστιανική
Δύση σχεδόν ταυτόχρονα με την εδραίωση της αποικιοκρατίας, όταν οι
Ισπανοί και οι Πορτογάλοι επέβαλαν το δουλεμπόριο των νέγρων ως κυρίαρχη
αυτοκρατορική στρατηγική.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι το νέο φυλετικό ιδεολόγημα περί «ανωτερότητας της λευκής φυλής» επινοείται όχι μόνο για να νομιμοποιήσει την αποικιοκρατική βαρβαρότητα, αλλά και ως αντίλογος στις ανθρωπολογικές μυθολογίες που είχαν διατυπώσει κάποιοι διαφωτιστές για τους «αθώους αγρίους» που ζούσαν μακάριοι σε ειδυλλιακούς εξωτικούς παραδείσους.
Αυτές οι δημοφιλείς ουτοπίες περί ειδυλλιακής «πρωτόγονης κατάστασης» λειτουργούσαν αφενός αντισταθμιστικά στην γκρίζα βιομηχανική πραγματικότητα της ζωής στις χώρες της Δύσης και αφετέρου ως καταγγελία του αυτονόητου, τότε, «δικαιώματος» στο δουλεμπόριο.
Οπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, ο κοινωνικός δαρβινισμός συνοψίζει θαυμάσια αυτές τις ιστορικές εξελίξεις παρουσιάζοντας την ανθρώπινη ιστορία και τις κοινωνικές σχέσεις σαν έναν λυσσαλέο αγώνα για την «επιβίωση των καταλληλότερων», οι οποίοι δεν μπορεί παρά να ανήκουν στην «ανώτερη» λευκή φυλή.
Σύμφωνα με αυτό το ρατσιστικό ιδεολόγημα, η ύπαρξη κοινωνικών τάξεων και ανταγωνιστικών σχέσεων εξουσίας μεταξύ των ανθρώπων αποτελεί απλώς την έκφραση κάποιων «εγγενών» φυλετικών ανισοτήτων: βιολογικές προδιαγραφές τις οποίες καμία αλλαγή στις κοινωνικοοικονομικές ή στις πολιτιστικές συνθήκες δεν θα μπορούσε ποτέ να αλλάξει!
Πράγματι, όταν κάποιος υποστηρίζει ότι μια ανθρώπινη «φυλή» (προφανώς, η δική του!) είναι ανώτερη, ομορφότερη, δυνατότερη και εξυπνότερη από όλες τις άλλες, τότε είναι αναμφίβολα «ρατσιστής».
Αν μάλιστα, δεχτούμε ότι η ανωτερότητα της φυλής «μας» οφείλεται στα ιδιαίτερα γονίδιά «μας», στα τέλεια χρωμοσώματά «μας» και στους υπερ-ανεπτυγμένους εγκεφάλους «μας», τότε αυτή η υπεροχή δεν μπορεί να είναι τυχαία ή πρόσκαιρη, αλλά διαχρονική ή και... αιώνια.
Το πρόβλημα με αυτόν τον φαινομενικά άψογο ρατσιστικό συλλογισμό είναι ότι διαψεύδεται από όλα όσα γνωρίζει η επιστήμη σχετικά με την εξέλιξη των οργανισμών και τη λειτουργία των γονιδίων τους.
Η δαρβινική εξέλιξη μέσω της φυσικής επιλογής δεν σχεδιάζει ποτέ εκ των προτέρων «τέλειους» οργανισμούς, ούτε και επιλέγει τα «καλύτερα» γονίδια.
Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να το κάνει; Αφού, εξ ορισμού, η φυσική επιλογή δεν είναι μια συνειδητή ή τελεολογική διεργασία.
Για να ισχύουν οι φυλετικές διακρίσεις που προτείνουν οι κοινωνικοί δαρβινιστές, θα έπρεπε, κάθε τόσο, να παρεμβαίνει στην ανθρώπινη εξέλιξη ένας παντοδύναμος και πάνσοφος δημιουργός και όχι μια τυφλή εξελικτική διαδικασία.
Θα ήταν παράλογο να αρνηθεί κανείς ότι υπάρχουν ορατές διαφορές -π.χ. στο χρώμα του δέρματος ή των μαλλιών, στο σχήμα των ματιών ή του προσώπου- ανάμεσα σε διαφορετικές ανθρώπινες ομάδες ή και διαφορές στο εσωτερικό της ίδιας ομάδας.
Σωματικές διαφορές που, εν μέρει, είναι κληρονομικές και διαφοροποιούν τα σωματικά χαρακτηριστικά των «μαύρων» από αυτά των «λευκών» ή των «κίτρινων» ανθρώπων.
Επί σχεδόν δύο αιώνες οι επιστήμονες αναζήτησαν κάποια σαφή επιστημονικά κριτήρια για τη διαφοροποίηση των ανθρώπινων «φυλών», αλλά μάταια.
Μάλιστα, όσο οι ειδικοί αναζητούσαν ουσιαστικές και όχι φαινομενικές διαφορές τόσο περισσότερο διαπίστωναν τη βαθύτερη βιολογική ενότητα του ανθρώπινου είδους.
«Οι φυλές δεν υπάρχουν, η έννοια της ανθρώπινης φυλής είναι εντελώς αυθαίρετη. Απεχθάνομαι τη λέξη “φυλή” επειδή ταυτίζεται με την ανωτερότητα ή κατωτερότητα των λαών», υποστηρίζει ο Ιταλός γενετιστής Λουίτζι Καβάλι Σφόρτσα (L. Cavalli-Sforza), ο οποίος θεωρείται διεθνώς ένας από τους κορυφαίους μελετητές των ανθρώπινων πληθυσμών.
Αυτό δεν σημαίνει ότι μεταξύ των ανθρώπινων πληθυσμών δεν υπάρχουν ανατομικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες, ωστόσο, είναι βιολογικές προσαρμογές στις διαφορετικές οικολογικές και κλιματικές συνθήκες που συνάντησαν οι πρώτοι άνθρωποι μετά την έξοδό τους από την Αφρική και τη διασπορά τους σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Σε αυτήν τη διαρκή ανάγκη προσαρμογής σε διαφορετικά περιβάλλοντα και στις εξελικτικές διαφοροποιήσεις που αυτές οι προσαρμογές συνεπάγονται οφείλεται η τεράστια γενετική και σωματική ποικιλομορφία του ανθρώπινου είδους.
Για παράδειγμα, οι διαφορές στο χρώμα του δέρματος επιλέχθηκαν κατά την εξέλιξη του είδους μας επειδή αποτελούσαν τις κατάλληλες προσαρμογές στις εκάστοτε κλιματικές ή περιβαλλοντικές συνθήκες: η σκούρα δερματόχρωση προσφέρει μια αποτελεσματική προστασία από τα εγκαύματα που προκαλούν οι ισχυρές υπεριώδεις ακτίνες στις περιοχές με μεγάλη ηλιοφάνεια, ενώ αποτελεί μειονέκτημα για όσους ζουν, επί χιλιάδες χρόνια, σε περιοχές μακριά από τον Ισημερινό.
Οι αποχρώσεις του λευκού δέρματος δεν είναι λοιπόν ένα «ανώτερο» βιολογικό χαρακτηριστικό, αλλά μια ταπεινή εξελικτική προσαρμογή που επιτρέπει στους πληθυσμούς των «λευκών» να αφομοιώνουν περισσότερη ποσότητα υπεριώδους ακτινοβολίας, απαραίτητης για τον μεταβολισμό της βιταμίνης D.
Επίσης, οι διαφορές στο ύψος και στο μέγεθος του σώματος είναι μια εξελικτική προσαρμογή στις διαφορετικές οικολογικές συνθήκες: σε πολύ θερμές περιοχές τα ψηλόλιγνα σώματα αποτελούν σαφώς πλεονέκτημα σε σχέση με τα κοντόχοντρα που, σε αυτές τις περιοχές κινδυνεύουν διαρκώς από ανακοπή λόγω θερμοπληξίας.
Αντίθετα, τα βοριοασιατικά ή μογγολοειδή ανατομικά χαρακτηριστικά -τάση για πιο στρογγυλά, «υπερβολικά» λιπώδη πρόσωπα και σώματα, αλλά και τα σχιστά στενά μάτια επιλέχθηκαν εξελικτικά επειδή προσφέρουν μεγαλύτερη θερμική προστασία από το υπερβολικό ψύχος.
Βλέποντας οι ρατσιστές να διαψεύδονται οι ελπίδες τους να στηρίξουν στα εξωτερικά σωματικά χαρακτηριστικά τις μισαλλόδοξες φυλετικές ψευδαισθήσεις τους, στράφηκαν στη Γενετική, αναζητώντας στα ανθρώπινα γονίδια την επιβεβαίωση των ρατσιστικών δοξασιών τους.
Ούτε όμως οι συγκριτικές γονιδιακές μελέτες επιβεβαίωσαν τη γενετική «καθαρότητα» και τη γονιδιακή «ομοιομορφία» που προέβλεπαν οι φυλετικές θεωρίες.
Αντίθετα, ανέδειξαν την απίστευτη γονιδιακή ποικιλότητα που υπάρχει όχι μόνο ανάμεσα σε διαφορετικούς ανθρώπινους πληθυσμούς, αλλά και μέσα στον κάθε πληθυσμό!
Απ’ ό,τι φαίνεται λοιπόν, ένας ακριβής βιολογικά ορισμός της ανθρώπινης «φυλής» στάθηκε πρακτικά αδύνατο να βρεθεί επειδή η ίδια η επιστημονική έννοια της ανθρώπινης «φυλής» ή «ράτσας» είναι ανυπόστατη.
Το 1883, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Δαρβίνου, ο εξάδελφός του σερ
Φράνσις Γκάλτον (F. Galton 1822-1911), ένας επιφανής και πολυτάλαντος
επιστήμονας (στατιστικολόγος, ανθρωπολόγος και πρωτοπόρος στη
βιομετρία), επινόησε τον όρο «ευγονική» για να περιγράψει την έμμονη
ιδέα του ότι μέσω των κατάλληλων ανθρώπινων διασταυρώσεων θα ήταν δυνατό
να βελτιωθεί σημαντικά η ανθρώπινη φυλή.
Μία κάθε άλλο παρά πρωτότυπη ιδέα που, ωστόσο, πρώτος ο Γκάλτον επιχείρησε να τεκμηριώσει επιστημονικά, συγκαλύπτοντας επιμελώς τις βαθύτερες ταξικές και ρατσιστικές προκαταλήψεις που αυτή υποκρύπτει.
Ιδού πώς προπαγανδίζει ο ίδιος ο Γκάλτον τη νέα ευγονική τεχνολογία: «Αυτό που η φύση κάνει τυφλά, ο άνθρωπος μπορεί να το κάνει με πρόνοια, ταχύτητα και καλοσύνη».
Και αλλού: «Είναι εφικτό να παραχθεί μια ιδιαίτερα προικισμένη φυλή ανθρώπων μέσα από προσεκτικούς γάμους στη διάρκεια αρκετών διαδοχικών γενεών».
Ηταν δε πεπεισμένος ότι αυτό είναι «ένας από τους υψηλότερους σκοπούς που είναι λογικό να επιδιώξουμε».
Σύμφωνα με τον Γκάλτον, η προνοητική κοινωνία που θα υιοθετούσε τη δοκιμασμένη στην κτηνοτροφία και ιδιαίτερα επιτυχή στρατηγική της ευγονικής θα μπορούσε να δημιουργήσει μια νέα γενιά ανθρώπων που θα διέθετε τα πιο εκλεκτά σωματικά, πνευματικά και ηθικά χαρακτηριστικά του είδους μας.
Ωστόσο, τόσο ο Γκάλτον όσο και οι οπαδοί του δεν μπήκαν ποτέ στον κόπο να προσδιορίσουν επακριβώς ποια είναι ή πώς μπορούν να καταμετρηθούν αυτά τα ξεχωριστά και τόσο ιδιαίτερα ανθρώπινα (φυλετικά) χαρακτηριστικά, απλώς υιοθέτησαν άκριτα τις αφελείς φρενολογικές και ψυχομετρικές αντιλήψεις της εποχής.
Παρά τις εμφανείς ατέλειές τους, οι ιδέες της ευγονικής γνώρισαν εντυπωσιακή διάδοση στις ανεπτυγμένες κοινωνίες από τα τέλη του δεκάτου ένατου έως και το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα.
Στη βικτοριανή Αγγλία, η βαθιά κοινωνική-οικονομική κρίση που προκάλεσε η Βιομηχανική Επανάσταση εκδηλώθηκε με στρατιές ανέργων και επικίνδυνων «αντικοινωνικών στοιχείων» που ζούσαν στο περιθώριο.
Τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, οι ιδέες της ευγονικής γνώρισαν εντυπωσιακή διάδοση σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Περισσότερο όμως στις ΗΠΑ και στη Γερμανία, ενώ ακολουθούν η Ελβετία, η Σουηδία, η Νορβηγία.
Στην ανθρώπινη ιστορία έχουν εμφανιστεί δύο, άλλοτε συμπληρωματικές και άλλοτε αλληλοαποκλειόμενες εκδοχές ευγονικών πρακτικών: η
«θετική» ευγονική οδηγεί στην ενίσχυση των επιθυμητών κληρονομικών
χαρακτηριστικών, ενώ η «αρνητική» ευγονική αποβλέπει στην εξάλειψη
κάποιων χαρακτηριστικών ή των φορέων τους.
Αυτή η εγγενής αμφισημία του όρου ευγονική γεννά συχνά επιστημονικά παραπλανητικές και πολιτικά ύποπτες αντιλήψεις.
Επιπλέον, μόνο πρόσφατα, χάρη στις εντυπωσιακές εξελίξεις στη γενετική μηχανική, οι άνθρωποι απέκτησαν την προμηθεϊκή ικανότητα όχι απλώς να γνωρίζουν αλλά και να αναπρογραμματίζουν το γενετικό υλικό όλων των έμβιων όντων, ακόμη και το ανθρώπινο.
Μια τεχνολογική δυνατότητα που γεννά δυσεπίλυτα κοινωνικά και βιοηθικά προβλήματα. Εντούτοις, οι σημερινές θορυβώδεις συζητήσεις γύρω από τις εξελίξεις στη βιοτεχνολογία ή στη βιοϊατρική -και τους πιθανούς κινδύνους που αυτές εγκυμονούν για το μέλλον της ανθρωπότητας- δημιουργούν μάλλον σύγχυση στους μη ειδικούς, κυρίως όταν επικαλούνται το απειλητικό φάντασμα της ναζιστικής ευγονικής.
Στο σημερινό άρθρο ανατρέχουμε στην ιστορία των βάρβαρων ευγονικών ιδεών και πρακτικών, ελπίζοντας να καταστήσουμε σαφές γιατί η σημερινή επιστήμη απορρίπτει ρητά τις ευγονικές ιδέες και πρακτικές, παλιές και νέες.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και των ελεύθερων αγορών, ωστόσο, η απειλή μιας ρατσιστικής ευγονικής επανεμφανίζεται ως «ελεύθερη ιδιωτική» επιλογή και ως «δικαίωμα» κάθε πολίτη να γνωρίζει ή να αλλάζει τη γενετική του ταυτότητα και να καθορίζει το μέλλον των παιδιών του. Ο,τι στην προσωπική μας ιστορία, καθώς και στην ιστορία του είδους μας το αφήναμε στην τυχαιότητα και την αναγκαιότητα των εξελικτικών-ιστορικών διαδικασιών, σήμερα επιχειρούμε να το προσχεδιάσουμε και να το χειραγωγήσουμε βιοτεχνολογικά.
Ευτυχώς υπάρχουν ακόμη πολλοί ενημερωμένοι πολίτες, μεταξύ των οποίων και αρκετοί διαπρεπείς επιστήμονες, οι οποίοι αντιστέκονται σθεναρά, θεωρώντας ότι κάθε επεμβατική πρακτική κλωνοποίησης και προγενετικού ελέγχου και επιλογής των ανθρώπινων εμβρύων ή, εναλλακτικά, κάθε εργαστηριακή τροποποίηση του γονιδιώματος των γαμετικών κυττάρων μας (ωάρια, σπερματοζωάρια) είναι όχι απλώς ηθικά ανεπίτρεπτη, αλλά και κοινωνικοπολιτικά ύποπτη παραβίαση της ανθρώπινης ελευθερίας.
Παρ’ όλα αυτά, η ανάπλαση της ανθρώπινης φύσης αποτελεί πλέον μια βιοπολιτική δυνατότητα και, όλο και πιο συχνά, η δημιουργία «συνθετικής ανθρώπινης ζωής» προπαγανδίζεται ως η έξοδος από τα σημερινά μας αδιέξοδα.
Εξάλλου, οι ρατσιστικές ιδέες δεν παραμένουν αμετάβλητες στον χρόνο: για να μπορούν να ασκούν τη διαβρωτική κοινωνική δράση τους, οφείλουν να εξελίσσονται και προσαρμόζονται στις νέες ιστορικές συγκυρίες.
Αν, κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα, οι ιδέες των αυτοαποκαλούμενων «κοινωνικών δαρβινιστών» ήταν η προϋπόθεση για τη μαζική υιοθέτηση μιας σειράς από ολέθριες κοινωνικές πρακτικές, τότε πώς εκδηλώνεται στις μέρες μας ο «μετα-αποικιακός» νεορατσιμός;
Και πώς οι πρόσφατες τεχνοεπιστημονικές εξελίξεις διαμορφώνουν τη νέα «φυλετική» βία και τις βιοτεχνολογικά αναβαθμισμένες δυνατότητες των ευγονικών πρακτικών;
Αναζητώντας την «ανθρώπινη φύση» μεταξύ επιστήμης και ιδεολογίας (VII)
Οι πρώτες ρατσιστικές θεωρίες περί «φυλετικής κατωτερότητας», αρχικά των Αφρικανών, κατόπιν των Ασιατών και αργότερα των ευρωπαϊκών λαών της Μεσογείου, επινοήθηκαν, κατά την ύστερη νεωτερική εποχή, σε μια προσπάθεια να δικαιολογηθεί ιδεολογικά και μέσω της επιστήμης η εκμετάλλευση από την πλούσια λευκή «φυλή» αυτών των εξαθλιωμένων και «απολίτιστων» πληθυσμών.
Εκμετάλλευση την οποία οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες δεν θεωρούσαν διόλου απρεπή ή απάνθρωπη αφού, χάρη στην κατάλληλη ρατσιστική παιδεία, έμαθαν να βλέπουν τα μέλη αυτών των «κατώτερων φυλών» ως... υπανθρώπους.
Φυλετικές ψευδαισθήσεις
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι το νέο φυλετικό ιδεολόγημα περί «ανωτερότητας της λευκής φυλής» επινοείται όχι μόνο για να νομιμοποιήσει την αποικιοκρατική βαρβαρότητα, αλλά και ως αντίλογος στις ανθρωπολογικές μυθολογίες που είχαν διατυπώσει κάποιοι διαφωτιστές για τους «αθώους αγρίους» που ζούσαν μακάριοι σε ειδυλλιακούς εξωτικούς παραδείσους.
Αυτές οι δημοφιλείς ουτοπίες περί ειδυλλιακής «πρωτόγονης κατάστασης» λειτουργούσαν αφενός αντισταθμιστικά στην γκρίζα βιομηχανική πραγματικότητα της ζωής στις χώρες της Δύσης και αφετέρου ως καταγγελία του αυτονόητου, τότε, «δικαιώματος» στο δουλεμπόριο.
Οπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, ο κοινωνικός δαρβινισμός συνοψίζει θαυμάσια αυτές τις ιστορικές εξελίξεις παρουσιάζοντας την ανθρώπινη ιστορία και τις κοινωνικές σχέσεις σαν έναν λυσσαλέο αγώνα για την «επιβίωση των καταλληλότερων», οι οποίοι δεν μπορεί παρά να ανήκουν στην «ανώτερη» λευκή φυλή.
Σύμφωνα με αυτό το ρατσιστικό ιδεολόγημα, η ύπαρξη κοινωνικών τάξεων και ανταγωνιστικών σχέσεων εξουσίας μεταξύ των ανθρώπων αποτελεί απλώς την έκφραση κάποιων «εγγενών» φυλετικών ανισοτήτων: βιολογικές προδιαγραφές τις οποίες καμία αλλαγή στις κοινωνικοοικονομικές ή στις πολιτιστικές συνθήκες δεν θα μπορούσε ποτέ να αλλάξει!
Πράγματι, όταν κάποιος υποστηρίζει ότι μια ανθρώπινη «φυλή» (προφανώς, η δική του!) είναι ανώτερη, ομορφότερη, δυνατότερη και εξυπνότερη από όλες τις άλλες, τότε είναι αναμφίβολα «ρατσιστής».
Αν μάλιστα, δεχτούμε ότι η ανωτερότητα της φυλής «μας» οφείλεται στα ιδιαίτερα γονίδιά «μας», στα τέλεια χρωμοσώματά «μας» και στους υπερ-ανεπτυγμένους εγκεφάλους «μας», τότε αυτή η υπεροχή δεν μπορεί να είναι τυχαία ή πρόσκαιρη, αλλά διαχρονική ή και... αιώνια.
Το πρόβλημα με αυτόν τον φαινομενικά άψογο ρατσιστικό συλλογισμό είναι ότι διαψεύδεται από όλα όσα γνωρίζει η επιστήμη σχετικά με την εξέλιξη των οργανισμών και τη λειτουργία των γονιδίων τους.
Η δαρβινική εξέλιξη μέσω της φυσικής επιλογής δεν σχεδιάζει ποτέ εκ των προτέρων «τέλειους» οργανισμούς, ούτε και επιλέγει τα «καλύτερα» γονίδια.
Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να το κάνει; Αφού, εξ ορισμού, η φυσική επιλογή δεν είναι μια συνειδητή ή τελεολογική διεργασία.
Για να ισχύουν οι φυλετικές διακρίσεις που προτείνουν οι κοινωνικοί δαρβινιστές, θα έπρεπε, κάθε τόσο, να παρεμβαίνει στην ανθρώπινη εξέλιξη ένας παντοδύναμος και πάνσοφος δημιουργός και όχι μια τυφλή εξελικτική διαδικασία.
Η ανθρώπινη ποικιλομορφία
Υπάρχει, άραγε, κάποιο βιολογικό θεμέλιο για την ταξινόμηση των ανθρώπων σε διαφορετικές «φυλετικές» ομάδες; Και η ποικιλομορφία του ανθρώπινου είδους δικαιολογεί τις ρατσιστικές διακρίσεις σε ανώτερες και κατώτερες φυλές;Θα ήταν παράλογο να αρνηθεί κανείς ότι υπάρχουν ορατές διαφορές -π.χ. στο χρώμα του δέρματος ή των μαλλιών, στο σχήμα των ματιών ή του προσώπου- ανάμεσα σε διαφορετικές ανθρώπινες ομάδες ή και διαφορές στο εσωτερικό της ίδιας ομάδας.
Σωματικές διαφορές που, εν μέρει, είναι κληρονομικές και διαφοροποιούν τα σωματικά χαρακτηριστικά των «μαύρων» από αυτά των «λευκών» ή των «κίτρινων» ανθρώπων.
Επί σχεδόν δύο αιώνες οι επιστήμονες αναζήτησαν κάποια σαφή επιστημονικά κριτήρια για τη διαφοροποίηση των ανθρώπινων «φυλών», αλλά μάταια.
Μάλιστα, όσο οι ειδικοί αναζητούσαν ουσιαστικές και όχι φαινομενικές διαφορές τόσο περισσότερο διαπίστωναν τη βαθύτερη βιολογική ενότητα του ανθρώπινου είδους.
«Οι φυλές δεν υπάρχουν, η έννοια της ανθρώπινης φυλής είναι εντελώς αυθαίρετη. Απεχθάνομαι τη λέξη “φυλή” επειδή ταυτίζεται με την ανωτερότητα ή κατωτερότητα των λαών», υποστηρίζει ο Ιταλός γενετιστής Λουίτζι Καβάλι Σφόρτσα (L. Cavalli-Sforza), ο οποίος θεωρείται διεθνώς ένας από τους κορυφαίους μελετητές των ανθρώπινων πληθυσμών.
Αυτό δεν σημαίνει ότι μεταξύ των ανθρώπινων πληθυσμών δεν υπάρχουν ανατομικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες, ωστόσο, είναι βιολογικές προσαρμογές στις διαφορετικές οικολογικές και κλιματικές συνθήκες που συνάντησαν οι πρώτοι άνθρωποι μετά την έξοδό τους από την Αφρική και τη διασπορά τους σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Σε αυτήν τη διαρκή ανάγκη προσαρμογής σε διαφορετικά περιβάλλοντα και στις εξελικτικές διαφοροποιήσεις που αυτές οι προσαρμογές συνεπάγονται οφείλεται η τεράστια γενετική και σωματική ποικιλομορφία του ανθρώπινου είδους.
Για παράδειγμα, οι διαφορές στο χρώμα του δέρματος επιλέχθηκαν κατά την εξέλιξη του είδους μας επειδή αποτελούσαν τις κατάλληλες προσαρμογές στις εκάστοτε κλιματικές ή περιβαλλοντικές συνθήκες: η σκούρα δερματόχρωση προσφέρει μια αποτελεσματική προστασία από τα εγκαύματα που προκαλούν οι ισχυρές υπεριώδεις ακτίνες στις περιοχές με μεγάλη ηλιοφάνεια, ενώ αποτελεί μειονέκτημα για όσους ζουν, επί χιλιάδες χρόνια, σε περιοχές μακριά από τον Ισημερινό.
Οι αποχρώσεις του λευκού δέρματος δεν είναι λοιπόν ένα «ανώτερο» βιολογικό χαρακτηριστικό, αλλά μια ταπεινή εξελικτική προσαρμογή που επιτρέπει στους πληθυσμούς των «λευκών» να αφομοιώνουν περισσότερη ποσότητα υπεριώδους ακτινοβολίας, απαραίτητης για τον μεταβολισμό της βιταμίνης D.
Επίσης, οι διαφορές στο ύψος και στο μέγεθος του σώματος είναι μια εξελικτική προσαρμογή στις διαφορετικές οικολογικές συνθήκες: σε πολύ θερμές περιοχές τα ψηλόλιγνα σώματα αποτελούν σαφώς πλεονέκτημα σε σχέση με τα κοντόχοντρα που, σε αυτές τις περιοχές κινδυνεύουν διαρκώς από ανακοπή λόγω θερμοπληξίας.
Αντίθετα, τα βοριοασιατικά ή μογγολοειδή ανατομικά χαρακτηριστικά -τάση για πιο στρογγυλά, «υπερβολικά» λιπώδη πρόσωπα και σώματα, αλλά και τα σχιστά στενά μάτια επιλέχθηκαν εξελικτικά επειδή προσφέρουν μεγαλύτερη θερμική προστασία από το υπερβολικό ψύχος.
Βλέποντας οι ρατσιστές να διαψεύδονται οι ελπίδες τους να στηρίξουν στα εξωτερικά σωματικά χαρακτηριστικά τις μισαλλόδοξες φυλετικές ψευδαισθήσεις τους, στράφηκαν στη Γενετική, αναζητώντας στα ανθρώπινα γονίδια την επιβεβαίωση των ρατσιστικών δοξασιών τους.
Ούτε όμως οι συγκριτικές γονιδιακές μελέτες επιβεβαίωσαν τη γενετική «καθαρότητα» και τη γονιδιακή «ομοιομορφία» που προέβλεπαν οι φυλετικές θεωρίες.
Αντίθετα, ανέδειξαν την απίστευτη γονιδιακή ποικιλότητα που υπάρχει όχι μόνο ανάμεσα σε διαφορετικούς ανθρώπινους πληθυσμούς, αλλά και μέσα στον κάθε πληθυσμό!
Απ’ ό,τι φαίνεται λοιπόν, ένας ακριβής βιολογικά ορισμός της ανθρώπινης «φυλής» στάθηκε πρακτικά αδύνατο να βρεθεί επειδή η ίδια η επιστημονική έννοια της ανθρώπινης «φυλής» ή «ράτσας» είναι ανυπόστατη.
Ευγονική: σχεδιάζοντας τον «υπεράνθρωπο»
Μία κάθε άλλο παρά πρωτότυπη ιδέα που, ωστόσο, πρώτος ο Γκάλτον επιχείρησε να τεκμηριώσει επιστημονικά, συγκαλύπτοντας επιμελώς τις βαθύτερες ταξικές και ρατσιστικές προκαταλήψεις που αυτή υποκρύπτει.
Ιδού πώς προπαγανδίζει ο ίδιος ο Γκάλτον τη νέα ευγονική τεχνολογία: «Αυτό που η φύση κάνει τυφλά, ο άνθρωπος μπορεί να το κάνει με πρόνοια, ταχύτητα και καλοσύνη».
Και αλλού: «Είναι εφικτό να παραχθεί μια ιδιαίτερα προικισμένη φυλή ανθρώπων μέσα από προσεκτικούς γάμους στη διάρκεια αρκετών διαδοχικών γενεών».
Ηταν δε πεπεισμένος ότι αυτό είναι «ένας από τους υψηλότερους σκοπούς που είναι λογικό να επιδιώξουμε».
Σύμφωνα με τον Γκάλτον, η προνοητική κοινωνία που θα υιοθετούσε τη δοκιμασμένη στην κτηνοτροφία και ιδιαίτερα επιτυχή στρατηγική της ευγονικής θα μπορούσε να δημιουργήσει μια νέα γενιά ανθρώπων που θα διέθετε τα πιο εκλεκτά σωματικά, πνευματικά και ηθικά χαρακτηριστικά του είδους μας.
Ωστόσο, τόσο ο Γκάλτον όσο και οι οπαδοί του δεν μπήκαν ποτέ στον κόπο να προσδιορίσουν επακριβώς ποια είναι ή πώς μπορούν να καταμετρηθούν αυτά τα ξεχωριστά και τόσο ιδιαίτερα ανθρώπινα (φυλετικά) χαρακτηριστικά, απλώς υιοθέτησαν άκριτα τις αφελείς φρενολογικές και ψυχομετρικές αντιλήψεις της εποχής.
Παρά τις εμφανείς ατέλειές τους, οι ιδέες της ευγονικής γνώρισαν εντυπωσιακή διάδοση στις ανεπτυγμένες κοινωνίες από τα τέλη του δεκάτου ένατου έως και το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα.
Στη βικτοριανή Αγγλία, η βαθιά κοινωνική-οικονομική κρίση που προκάλεσε η Βιομηχανική Επανάσταση εκδηλώθηκε με στρατιές ανέργων και επικίνδυνων «αντικοινωνικών στοιχείων» που ζούσαν στο περιθώριο.
Τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, οι ιδέες της ευγονικής γνώρισαν εντυπωσιακή διάδοση σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Περισσότερο όμως στις ΗΠΑ και στη Γερμανία, ενώ ακολουθούν η Ελβετία, η Σουηδία, η Νορβηγία.
Ο εφιάλτης της «τέλειας φυλής»
Αυτή η εγγενής αμφισημία του όρου ευγονική γεννά συχνά επιστημονικά παραπλανητικές και πολιτικά ύποπτες αντιλήψεις.
Επιπλέον, μόνο πρόσφατα, χάρη στις εντυπωσιακές εξελίξεις στη γενετική μηχανική, οι άνθρωποι απέκτησαν την προμηθεϊκή ικανότητα όχι απλώς να γνωρίζουν αλλά και να αναπρογραμματίζουν το γενετικό υλικό όλων των έμβιων όντων, ακόμη και το ανθρώπινο.
Μια τεχνολογική δυνατότητα που γεννά δυσεπίλυτα κοινωνικά και βιοηθικά προβλήματα. Εντούτοις, οι σημερινές θορυβώδεις συζητήσεις γύρω από τις εξελίξεις στη βιοτεχνολογία ή στη βιοϊατρική -και τους πιθανούς κινδύνους που αυτές εγκυμονούν για το μέλλον της ανθρωπότητας- δημιουργούν μάλλον σύγχυση στους μη ειδικούς, κυρίως όταν επικαλούνται το απειλητικό φάντασμα της ναζιστικής ευγονικής.
Στο σημερινό άρθρο ανατρέχουμε στην ιστορία των βάρβαρων ευγονικών ιδεών και πρακτικών, ελπίζοντας να καταστήσουμε σαφές γιατί η σημερινή επιστήμη απορρίπτει ρητά τις ευγονικές ιδέες και πρακτικές, παλιές και νέες.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και των ελεύθερων αγορών, ωστόσο, η απειλή μιας ρατσιστικής ευγονικής επανεμφανίζεται ως «ελεύθερη ιδιωτική» επιλογή και ως «δικαίωμα» κάθε πολίτη να γνωρίζει ή να αλλάζει τη γενετική του ταυτότητα και να καθορίζει το μέλλον των παιδιών του. Ο,τι στην προσωπική μας ιστορία, καθώς και στην ιστορία του είδους μας το αφήναμε στην τυχαιότητα και την αναγκαιότητα των εξελικτικών-ιστορικών διαδικασιών, σήμερα επιχειρούμε να το προσχεδιάσουμε και να το χειραγωγήσουμε βιοτεχνολογικά.
Ευτυχώς υπάρχουν ακόμη πολλοί ενημερωμένοι πολίτες, μεταξύ των οποίων και αρκετοί διαπρεπείς επιστήμονες, οι οποίοι αντιστέκονται σθεναρά, θεωρώντας ότι κάθε επεμβατική πρακτική κλωνοποίησης και προγενετικού ελέγχου και επιλογής των ανθρώπινων εμβρύων ή, εναλλακτικά, κάθε εργαστηριακή τροποποίηση του γονιδιώματος των γαμετικών κυττάρων μας (ωάρια, σπερματοζωάρια) είναι όχι απλώς ηθικά ανεπίτρεπτη, αλλά και κοινωνικοπολιτικά ύποπτη παραβίαση της ανθρώπινης ελευθερίας.
Παρ’ όλα αυτά, η ανάπλαση της ανθρώπινης φύσης αποτελεί πλέον μια βιοπολιτική δυνατότητα και, όλο και πιο συχνά, η δημιουργία «συνθετικής ανθρώπινης ζωής» προπαγανδίζεται ως η έξοδος από τα σημερινά μας αδιέξοδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου