ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Οταν οι Γερμανοί ήταν φίλοι μας
«Ημείς εδώ ζώμεν καλώς, ως φίλοι, ως συνεργάται, ως αδελφοί με τους Γερμανούς. Καλούμεν τους Κρήτας να μετανοήσουν εμπράκτως»
«Η Καθημερινή», 29/5/1941 (κύριο άρθρο)
H ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, τη νύχτα της 25ης Νοεμβρίου 1942, δεν έκοψε μόνο έναν κρίσιμο δίαυλο ανεφοδιασμού του Ρόμελ στο πολεμικό μέτωπο της Βόρειας Αφρικής. Ως παράπλευρη συνέπεια επέφερε επίσης ξαφνική αλλαγή διεύθυνσης της «Καθημερινής», μιας από τις σημαντικότερες εφημερίδες που κυκλοφορούσαν τότε νόμιμα στην κατοχική Αθήνα.Η σημασία των δύο γεγονότων δεν επιδέχεται βέβαια την παραμικρή σύγκριση. Η μελέτη του ελάσσονος σκέλους αποδεικνύεται ωστόσο αρκετά διαφωτιστική για μια πτυχή της εμπειρίας εκείνων των χρόνων που περνά συνήθως απαρατήρητη: τη λειτουργία του νόμιμου αθηναϊκού Τύπου στις ιδιόμορφες συνθήκες της ξένης στρατιωτικής κατοχής και της αντιφασιστικής αντίστασης.
Ιστορία που έχει παραμείνει στη σκιά, παρά το αναζωπυρωμένο ενδιαφέρον για την Κατοχή και τους ανθρώπους της, για λόγους που δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο ν’ αντιληφθούμε.
Μια διδακτική ιστορία
Η λεπτομερέστερη (και κοντινότερη στα γεγονότα) εκδοχή για όσα συνέβησαν προέρχεται από το δημοσιευμένο ημερολόγιο της Ελένης Βλάχου, κόρης του προπολεμικού ιδιοκτήτη και διευθυντή της εφημερίδας, Γεωργίου Βλάχου (γνωστού επίσης ως Γ.Α.Β., από τα αρχικά με τα οποία υπέγραφε τα κείμενά του).«Το βράδυ» της 28ης Νοεμβρίου 1942, μας πληροφορεί εγγραφή της επομένης, «εστάλη στην “Καθημερινή” από την Ιταλική λογοκρισία ένα άρθρο δριμύτατο και εξαιρετικά κακογραμμένο κατά των Ελλήνων ανταρτών. Και άρχισε το παζάρι. Πρώτα ζητήσαμε να μην το βάλουν καθόλου. “Αδύνατο!” μας απάντησαν. “Καλά, να το βάλουμε, αλλά να το δημοσιεύσουν και οι άλλες εφημερίδες...” “Όχι!” “Τότε να μας το υπογράψετε, με ελληνικό όνομα ή ξένο...” Ούτε και αυτό έγινε δεκτό, και μας εστάλη “τελεσίγραφο”: ή να μπει το άρθρο ή να διακοπεί η έκδοση της εφημερίδας. Αμέσως αποφασίσθηκε η διακοπή –την είχαμε ζητήσει πολλές φορές αλλά ουδέποτε μας είχε δοθεί η άδεια... Τέλος, μόλις είχαν κλείσει τα τυπογραφεία και τα πιεστήρια, ήρθε νέα διαταγή –να εκδοθούμε οπωσδήποτε, χωρίς το άρθρο. Αυτό ήταν όλο» («Πενήντα και κάτι...», τ.Α΄, Αθήνα 1991, σ.149-50).
Ο πρώτος πληθυντικός του ημερολογίου ξαφνιάζει ίσως τον διαβασμένο αναγνώστη, καθώς έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με τους πάγιους ισχυρισμούς πατέρα και κόρης ότι σε όλη της διάρκεια της Κατοχής η οικογένεια δεν είχε πια την παραμικρή σχέση με την εφημερίδα, έχοντας παραδώσει από την πρώτη μέρα τη διεύθυνση και το ταμείο της στους ίδιους τους εργαζόμενους, που την εξέδιδαν για δικό τους λογαριασμό και βιοπορισμό.
Οπως εξηγούμε στις επόμενες σελίδες, η απόσυρση αυτή δεν υπήρξε παρά ένας μηχανισμός αυτοπροστασίας, κοινός λίγο πολύ σε όλους τους εκδότες της εποχής, προκειμένου ν’ αποφύγουν την ταύτιση με το νέο καθεστώς και να ξαναπάρουν τον έλεγχο των εντύπων τους μεταπολεμικά.
Φαίνεται, πάντως, πως επ’ αυτού δεν είχαν πειστεί ούτε οι ίδιοι οι Ιταλοί. Το πρωί της επομένης συνέλαβαν έτσι τον Βλάχο και τον έκλεισαν στις φυλακές Αβέρωφ.
«Η αφορμή θα ήταν κωμική, ακόμη και αν ο πατέρας μου πραγματικά ανακατευόταν στη διεύθυνση της εφημερίδας, αλλά την είχε τελείως εγκαταλείψει. Συχνά του τηλεφωνούσαν και του ζητούσαν κάποια γνώμη, οπότε τους απαντούσε να κάνουν ό,τι θέλουν» σχολιάζει στο ημερολόγιό της η κόρη του (σ.150).
Ενας συγκρατούμενός του θα συγκρατήσει, πάντως, μια κάπως διαφορετική ανάμνηση: ο Γ.Α.Β. «είχε συλληφθή για μια τυπική παράλειψι της εφημερίδος του “Καθημερινή”» (Αλέξανδρος Ζάννας, «Η Κατοχή», Αθήνα 1964, σ.119).
Τις επόμενες μέρες οι Ιταλοί θα συλλάβουν και τον επίσημο διευθυντή, Νίκο Αναστασόπουλο. «Του πρόσφεραν σπουδαία χάρη», σχολιάζει πικρόχολα η κόρη (1/12), προτού περάσει στη συνέχεια της υπόθεσης: «Μας επέβαλαν ένα νέο διευθυντή της εκλογής τους, κάποιον Σπύρο Τραυλό, διάσημο κάθαρμα, καταχραστή, αποτυχημένο δημοσιογράφο και δήθεν στρατιωτικό. Στην εφημερίδα επικρατεί χάος. Τη φρουρούν με περιπόλους και πολυβόλα, τα πιεστήρια, τα γραφεία και τη γειτονιά, σαν να περιμένουν ποιος ξέρει τι να βγει από εκεί μέσα!» (σ.150).
Η προσωπική περιπέτεια του Γ.Α.Β. έληξε αρκετά γρήγορα και ανώδυνα, για τα δεδομένα της εποχής.
Δώδεκα μέρες μετά τη σύλληψή του μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και στις 22 Δεκεμβρίου αφέθηκε ελεύθερος, δίχως να παραπεμφθεί σε δίκη (όπ.π., σ.151-2).
Ο Αναστασόπουλος απολύθηκε κι αυτός, χωρίς να επιστρέψει στη διεύθυνση, για να σκοτωθεί έναν χρόνο αργότερα σε τυπικό αυτοκινητικό δυστύχημα της εποχής: χτυπημένος από κάποιο βιαστικό γερμανικό καμιόνι (25/1/1944).
Ο διάδοχός του δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Στέλεχος μέχρι τότε της «ελληνικής» υπηρεσίας λογοκρισίας, είχε διακριθεί από τις πρώτες μέρες της Κατοχής για τη φιλοχιτλερική δραστηριότητά του.
«Πρέπει να γράψω το όνομά του: Σπύρος Τραυλός», σημειώνει χαρακτηριστικά στις 17/6/1941 στο ημερολόγιό του ένας καθηγητής μουσικής στο Κολλέγιο Αθηνών. «Δεν τον γνωρίζω, αλλά από τη σημερινή αισχρή του ραδιοφωνική ομιλία έχω κατατοπισθή για το άτομό του. Προδότης και πληρωμένος δούλος των νέων αφεντικών μας» («Το ημερολόγιο κατοχής του Μίνου Δούνια», Αθήνα 1997, σ.45).
Φυσικά, ο νέος διευθυντής εγκαινίασε την καριέρα του με τη δημοσίευση του επίμαχου άρθρου, με τον εύγλωττο τίτλο «Ο θρύλος και η πραγματικότης σχετικώς με τους “συμμορίτας”» (1/12/1942).
Εξ ου και «οι πληθυσμοί της υπαίθρου» οφείλουν να τους αντιτάξουν «ισχυράν και έμπρακτον άμυναν», όχι μόνο «διά της αρνήσεως πάσης βοηθείας» αλλά και «διά της διευκολύνσεως των Αρχών Κατοχής, αίτινες προτίθενται να επαναφέρουν την τάξιν».
Κάτι η πρωτοπορία στον έντυπο αντισυμμοριακό αγώνα, κάτι το γινάτι των ιδιοκτητών της εφημερίδας, ο Τραυλός υπήρξε τελικά ο μόνος Αθηναίος δημοσιογράφος που καταδικάστηκε για δωσιλογισμό -έστω και με μείωση του καταλογιζόμενου αδικήματος, από «συνειδητό όργανο του εχθρού» σε απλή «εθνική αναξιοπρέπεια».
Η ποινή που του επιβλήθηκε (14/7/1945) ήταν φυλάκιση ενός έτους (με αφαίρεση της προφυλάκισης 43 ημερών), ισόβια στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και καταβολή των δικαστικών εξόδων.
Για τη σχετικά ήπια αυτή μεταχείριση, κάποιο ρόλο έπαιξε πιθανότατα η συνηγορία μαρτύρων υπεράσπισης, όπως ο προϊστάμενός του στη λογοκρισία Γεώργιος Κυριακίδης, αλλά και «κατηγορίας», όπως ο (προκατοχικός, κατοχικός και μετακατοχικός) οικονομικός διευθυντής της «Καθημερινής» Επαμεινώνδας Πέτας, που ανέλαβαν προσωπικά ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου την ευθύνη για τον διορισμό του.
Οι μαρτυρικές καταθέσεις στη δίκη του Τραυλού μάς προσφέρουν πάντως μια ολόκληρη γκάμα από αποκλίνουσες εκδοχές για τους λόγους που είχαν επιβάλει προ τριετίας την αναβολή δημοσίευσης του επίμαχου κειμένου.
Εφταιγε άραγε το μέγεθός του, όπως ισχυρίστηκε ο οικονομικός διευθυντής της «Καθημερινής»;
Ο γερμανόφιλος Αναστασόπουλος επιθυμούσε «ίσως να μειώση την θέσιν των Ιταλών έναντι των Γερμανών», όπως κατέθεσε ο πρόεδρος του Πειθαρχικού της ΕΣΗΕΑ, ή απλώς δεν ήθελε να πετάξει κάποιο δικό του άρθρο, όπως υποστήριξε κάποιος συντάκτης της εφημερίδας;
Μήπως πάλι τον έπεισε τηλεφωνικά ο διορθωτής του κειμένου, που «ετρομοκρατήθη» από το περιεχόμενό του –εκδοχή που πρόβαλε ο Νίκος Κρανιωτάκης του απροκάλυπτα φιλοϊταλικού (το 1941) «Πρωινού Τύπου», μαζί με τη διαβεβαίωση πως ο κατηγορούμενος «είναι Ελλην και 100% πατριώτης»;
Και πόσο βάρυνε στην τελική απόφαση η αντίδραση των τυπογράφων, που σε περίπτωση αντικατάστασης του κύριου άρθρου δεν προλάβαιναν να γυρίσουν στα σπίτια τους πριν από την απαγόρευση κυκλοφορίας;
Πριν Τραυλός λαλήσαι
Το μόνο βέβαιο είναι ότι το παραπάνω δημοσίευμα κάθε άλλο παρά πρωτόγνωρο υπήρξε. Η μόνη καινοτομία του αφορούσε ίσως την κατασυκοφάντηση μιας εγχώριας ένοπλης δύναμης, απροσδιόριστου ακόμη χαρακτήρα, που αναδυόταν ως εναλλακτικός πόλος εξουσίας σε μια συγκυρία ρευστή από κάθε άποψη.Αν μη τι άλλο, η ίδια εφημερίδα είχε γράψει τα ίδια και πολύ χειρότερα κατά την πρώτη ιδίως φάση της Κατοχής, όταν η νίκη του Αξονα φάνταζε σχεδόν αυτονόητη.
Στην καλύτερη περίπτωση το κήρυγμα της υποταγής γίνεται στο όνομα της συλλογικής επιβίωσης· τον τόνο τον δίνει ωστόσο συνήθως ένας επίπλαστος ενθουσιασμός για τη νέα κατάσταση και τις ευμενείς, υποτίθεται, επιπτώσεις της. Μεταστροφή που στους αναγνώστες προκάλεσε σοκ και αηδία, όπως πιστοποιούν ουκ ολίγα προσωπικά ημερολόγια.
Τα βασικά χαρακτηριστικά και οι μετασχηματισμοί αυτής της έντυπης προπαγάνδας θα μας απασχολήσουν αναλυτικά σε κάποιο άλλο αφιέρωμα.
Προς το παρόν, υπενθυμίζουμε δύο χαρακτηριστικά δείγματα από την αρθρογραφία των εντύπων του ΔΟΛ.
Τις βαριές εκφράσεις του μόνιμου επιφυλλιδογράφου του «Ελεύθερου Βήματος», Παύλου Παλαιολόγου, για «τα ξελιγωμένα τσουλάκια του πεζοδρομίου» και «τους λιονταρήδες των ανώνυμων εκδηλώσεων» που «εγκληματούν κατά του τόπου των» επευφημώντας διερχόμενους Βρετανούς αιχμαλώτους (3/6/1941), και την οργή των «Αθηναϊκών Νέων» (2/6/1941) για «την βρωμερότητα όλων εκείνων των εμπόρων που αισχροκερδούν εις βάρος των Γερμανών στρατιωτών, λησμονούντες κατά τον ασυνειδητότερον τρόπον την ιπποτικήν απέναντί μας στάσιν του στρατού της κατοχής» –σε συνδυασμό με την καταδίκη, στο ίδιο κύριο άρθρο, «της ηθικής πωρώσεως» όσων συμπατριωτών μας «δικαιολογούν εις τας ιδιαιτέρας συνομιλίας των τας ωμότητας που διεπράχθησαν εν Κρήτη» κατά των εισβολέων, «στιγματίζοντες το ελληνικόν όνομα και παρουσιάζοντες εις τα όμματα του κόσμου ως μίαν πρωτόγονον ζούγκλαν την πατρίδα μας».
Η δυσδιάκριτη αντίσταση
Μια ισορροπημένη αποτίμηση του νόμιμου Τύπου της Κατοχής οφείλει φυσικά να λάβει υπόψη την κεφαλαιώδη αντίφαση των ημερών, ανάμεσα στην ανάγκη των δημοσιογράφων για φυσική επιβίωση (σε συνθήκες όπου η ανεργία ισοδυναμούσε πρακτικά με θανατική καταδίκη) και την πραγματικότητα της υποχρεωτικής συνεργασίας των εφημερίδων τους με τις αρχές κατοχής.Οι αποχρώσεις της στάσης ανθρώπων και εντύπων απέναντι σ’ αυτόν τον διπλό καταναγκασμό, ακόμη και πρακτικές όπως η παράλληλη απασχόληση των ίδιων ατόμων στον νόμιμο κατοχικό και τον παράνομο αντιστασιακό Τύπο, δεν είναι όμως εύκολο να τεκμηριωθούν. Πόσο μάλλον αφού θα πρέπει κανείς να συνυπολογίσει, τόσο τον μεταπολεμικό πληθωρισμό σχετικών ισχυρισμών, όσο και το πραγματικό γεγονός της σταδιακής μεταβολής διαθέσεων και στάσεων, ως αποτέλεσμα δύο καθοριστικών παραγόντων: της τροπής του πολέμου σε βάρος του Αξονα μετά το Στάλινγκραντ και το Ελ Αλαμέιν, αφ’ ενός, και της ανάπτυξης της ΕΑΜικής αντίστασης, με τη συνακόλουθη πόλωση του εγχώριου πολιτικού σκηνικού, αφ’ ετέρου.
Η εθνικά και συντεχνιακά ορθή ιστοριογραφία αναπαράγει συνήθως ως αμάχητο τεκμήριο την ομιλία του τότε προέδρου της ΕΣΗΕΑ (και διευθυντή της κατοχικής «Πρωίας»), Γιώργου Καράντζα, στην πρώτη γενική συνέλευση του κλάδου μετά την Απελευθέρωση (20/11/1944).
«Οι αθηναίοι δημοσιογράφοι», διαβάζουμε εκεί, «κατά τα τρία τέταρτα τουλάχιστον συνειργάσθησαν, με προφανείς κινδύνους, εις τον παράνομον τύπον».
Ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε ως αντεπιχείρημα στη διάχυτη τότε εντύπωση πως «οι δημοσιογράφοι τυγχάνουσιν ιδιαιτέρας ευνοίας και προνομιακής μεταχειρίσεως» (και κατά την Κατοχή «έζων σχετικώς ανετώτερον» από άλλες κατηγορίες εργαζομένων), περικλείει δε έναν αναντίρρητο πυρήνα αλήθειας: ουκ ολίγοι άνθρωποι του Τύπου έδρασαν όντως αποδεδειγμένα στις γραμμές τόσο της ΕΑΜικής όσο και της εθνικόφρονος Αντίστασης. Είναι, όμως, πρακτικά αδύνατο να επιβεβαιωθεί ως προς το αριθμητικό σκέλος του.
Ακόμη πιο δυσδιάκριτα είναι τα ίχνη των δημοσιογραφικών αντιστάσεων σε σχέση με το περιεχόμενο των νόμιμων εφημερίδων. Αντιστάσεων που προβλήθηκαν με αρνήσεις ή -συνηθέστερα- κωλυσιεργία δημοσίευσης κειμένων που κρίθηκαν ότι ξεπερνούσαν τα όρια, και οι οποίες μπορούσαν να έχουν βαρύτατες συνέπειες για όσους τις αποτολμούσαν.
Από τα λίγα πρωτογενή τεκμήρια που διαθέτουμε, διαφαίνεται πάντως πως η προβολή ενστάσεων ήταν ευκολότερη όταν τα επίμαχα κείμενα έθιγαν πατροπαράδοτες συντηρητικές αξίες.
Μ’ αυτό ακριβώς το σκεπτικό ο Γερμανός λογοκριτής δικαίωσε λ.χ. την άρνηση της «Πρωίας» να δημοσιεύσει ιταλικό άρθρο προσβλητικό για το Βυζάντιο και την Ορθοδοξία (Φώκος Κουντουριώτης, «Εξήντα χρόνια δημοσιογραφία», Αθήνα 1975, σ.75-79). [.......]
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο >>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου