Κι έπαψες να μιλείς. Ήμουν σιμά σου,
και τόσο σπλαχνικό κι αγνό και πράο
ήταν, κυρά, το μάγο ανάβλεμμά σου,
που τη στιγμή ποτέ δε λησμονάω!
Κι εμέθυσα απ΄τη γλύκα της ματιάς σου,
που τήνε βλέπω ομπρός μου , όπου κι αν πάω,
κι η λίμνη, κι η γαλήνη, κι η καρδιά σου
όλα σου λέγαν πόσο σ΄αγαπάω!
Κι ω μυστικό θαράπιο(= φάρμακο) ! Απ΄το κορμί μου
σαν άυλο γνέφι (=σύννεφο) επέταξε η ψυχή μου
και το άχραντό (=αγνό) σου ετύλιξε σώμα΄
και την φωτίζουν των ματιών σου οι αχτίδες,
και στον καθρέφτη του νερού την είδες
να τρεμολάμπει μες στο μπλάβο (=βαθυγάλανο) χρώμα.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ
(1872-1923)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου