Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
και το νησί θαμάζοντας γυρνούσαμε να δούμε.
Οι νύφες τότες στα βουνά, του Δία οι θυγατέρες,
155 τα γίδια ξεκινήσανε, να βρουν φαγί οι συντρόφοι.
Γερτά δοξάρια και μακριά κοντάρια απ' τα καράβια
αμέσως φέρνουμε, και τρεις γενήκαμε παρέες·
χτυπάμε, και μάς έδωσε ο θεός λαμπρό κυνήγι.
Μ' ακολουθούσαν δώδεκα καράβια· στο καθένα
160 ως εννιά γίδια πέσανε· σ' εμένα αφήκαν δέκα.
Όλη τη μέρα, ως του ηλιού το γέρμα, καθισμένοι
με κρέας ξεφαντώναμε και με κρασί φλογάτο,
τί ακόμα βάσταε το κρασί το μαύρο στα καράβια,
που μάζωξε ο καθένας μας πολύ μες στις λαγήνες,
165 σαν πήραμε την ιερή τη χώρα των Κικόνων.
Και βλέπαμε αντικρύ καπνό στα μέρη των Κυκλώπων,
κι ακούγαμε μαζί μ' αυτούς τα γιδοπρόβατά τους.
Κι ο ήλιος σα βασίλεψε και πλάκωσε σκοτάδι,
να κοιμηθούμε γείραμε στης θάλασσας την άκρη.
170 Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
και συντυχιά τους φώναξα, και σ' ολουνούς τους είπα·
Οι άλλοι εσείς να μείνετε, συντρόφοι αγαπημένοι·
εγώ με το καράβι μου και τους δικούς μου σέρνω,
να πάω να μάθω τί λογής ανθρώποι εκείθε ζούνε,
175 νά 'ναι άραγες αδιάντροποι κι άγριοι κι αδικοπράχτες,
ή τάχα είναι φιλόξενοι, με θεοφοβιά στο νου τους.»
Ομήρου Οδύσσεια Ι, Αλκίνου απόλογοι. Κυκλώπεια
Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη
και το νησί θαμάζοντας γυρνούσαμε να δούμε.
Οι νύφες τότες στα βουνά, του Δία οι θυγατέρες,
155 τα γίδια ξεκινήσανε, να βρουν φαγί οι συντρόφοι.
Γερτά δοξάρια και μακριά κοντάρια απ' τα καράβια
αμέσως φέρνουμε, και τρεις γενήκαμε παρέες·
χτυπάμε, και μάς έδωσε ο θεός λαμπρό κυνήγι.
Μ' ακολουθούσαν δώδεκα καράβια· στο καθένα
160 ως εννιά γίδια πέσανε· σ' εμένα αφήκαν δέκα.
Όλη τη μέρα, ως του ηλιού το γέρμα, καθισμένοι
με κρέας ξεφαντώναμε και με κρασί φλογάτο,
τί ακόμα βάσταε το κρασί το μαύρο στα καράβια,
που μάζωξε ο καθένας μας πολύ μες στις λαγήνες,
165 σαν πήραμε την ιερή τη χώρα των Κικόνων.
Και βλέπαμε αντικρύ καπνό στα μέρη των Κυκλώπων,
κι ακούγαμε μαζί μ' αυτούς τα γιδοπρόβατά τους.
Κι ο ήλιος σα βασίλεψε και πλάκωσε σκοτάδι,
να κοιμηθούμε γείραμε στης θάλασσας την άκρη.
170 Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
και συντυχιά τους φώναξα, και σ' ολουνούς τους είπα·
Οι άλλοι εσείς να μείνετε, συντρόφοι αγαπημένοι·
εγώ με το καράβι μου και τους δικούς μου σέρνω,
να πάω να μάθω τί λογής ανθρώποι εκείθε ζούνε,
175 νά 'ναι άραγες αδιάντροποι κι άγριοι κι αδικοπράχτες,
ή τάχα είναι φιλόξενοι, με θεοφοβιά στο νου τους.»
Ομήρου Οδύσσεια Ι, Αλκίνου απόλογοι. Κυκλώπεια
Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου