Ποια Ιστορία χρειαζόμαστε στο σχολείο;
Εν όψει της πρότασης του υπουργείου Παιδείας για το μάθημα της Ιστορίας, πρέπει να πούμε πως είναι κοινό μυστικό ότι τουλάχιστον τα τελευταία τριάντα χρόνια οι μαθητές αντιμετωπίζουν την Ιστορία ως «εύκολο» και μάλλον «βαρετό» μάθημα.Ταυτόχρονα δεν αδιαφορούν για την ιστορική γνώση -την καταναλώνουν σε πλήθος ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων τους (από κόμικς μέχρι βιντεοπαιχνίδια). Γιατί δεν έχει αποτολμηθεί ώς τώρα μια γενναία αλλαγή της σχολικής Ιστορίας, ώστε να βελτιωθεί η εικόνα;
Αλλαγές έχουν σχεδιαστεί πολλές φορές. Κάθε φορά σταματούν μπροστά σε αντιδράσεις που δεν σχετίζονται με την παιδαγωγική επάρκεια ή την επιστημονική εγκυρότητα των προτεινόμενων αλλαγών, αλλά με τον βαθμό συμμόρφωσής τους στην υποτιθέμενη εθνική αποστολή του μαθήματος.
Ωστόσο, ακόμη και αν τον 19ο αιώνα και για μερικές δεκαετίες του 20ού αιώνα η Ιστορία υπήρξε θεραπαινίδα του εθνικού κράτους, εδώ και πολλές δεκαετίες κάτι τέτοιο έπαψε να ισχύει.
Η επιστήμη της Ιστορίας έχει απελευθερωθεί από τον σφιχτό εναγκαλισμό των εθνικών κρατών και καθορίζει την ατζέντα της στα διεθνή φόρα. Η ατζέντα αυτή καθόλου δεν σχετίζεται με την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης ούτε με κάποιου άλλου είδους προπαγάνδα.
Αλλα είναι τα ζητήματα που την απασχολούν, με κύριο την καλλιέργεια της ιστορικότητας, της ιδέας δηλαδή πως ό,τι συμβαίνει γύρω μας έχει μια ιστορία που, αν την καταλάβουμε, θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε την εξέλιξη της κοινωνίας, του πολιτισμού, αλλά και της σκέψης μας.
Μας βοηθάει να αποκτήσουμε κριτική σκέψη, να εξοικειωθούμε με την έννοια της ενδεχομενικότητας, να βάλουμε τα προβλήματα σε μεγαλύτερα κάδρα. Οι ιστορικές γνώσεις μάς κάνουν περισσότερο κριτικούς και λιγότερους φανατικούς στην αντιμετώπιση των σημερινών προβλημάτων. Η Ιστορία δεν είναι σπονδή στο νεκρό παρελθόν. Υπάρχει χάριν της ζωής.
Πώς θα διαχειριστούν οι άνθρωποι τραυματικά και διχαστικά παρελθόντα που βαραίνουν πάνω στο παρόν;
Πώς θα κατανοήσουμε έναν κόσμο που αλλάζει μέσα από την παγκοσμιοποίηση και τις μετακινήσεις πληθυσμών; Πόσο μπορεί το άτομο ή η συλλογικότητα να παρέμβει εμπρόθετα στη μεγάλη εικόνα;
Στη διδακτική της Ιστορίας ο προβληματισμός αυτός αποδίδεται με τον όρο «ιστορική συνείδηση»: πώς δηλαδή τα παιδιά, οι αυριανοί πολίτες, θα μάθουν να σχετίζονται εποικοδομητικά με το παρελθόν κατά τρόπο που θα συμβάλει στην αντιμετώπιση των προκλήσεων και όχι στη δημιουργία πρόσθετων προβλημάτων.
Ιστορία δεν είναι μόνο τα μεγάλα γεγονότα. Είναι και ο τρόπος που τα γεγονότα αυτά συναντήθηκαν με την εμπειρία των ανθρώπων. Αυτή η συνάντηση δεν μπορεί να μην αποτυπώνεται στη σχολική Ιστορία.
Πολύ σωστά λοιπόν προτείνεται στο σχέδιο για τα νέα προγράμματα Ιστορίας η εξοικείωση των παιδιών με την τοπική και την οικογενειακή τους ιστορία. Είναι ο πιο πρόσφορος τρόπος να οδηγηθούν στην ιστορικότητα μέσα από το οικείο.
Πώς άλλαξε η οικογένειά μας; Πόσο διαφορετικές είναι οι φωτογραφίες κάθε γενιάς; Πώς μετατοπίστηκε στον χώρο, πώς άλλαξαν τα επαγγέλματα; Τι σήμαινε για την οικογένειά μας ο πόλεμος, η εσωτερική μετανάστευση ή η προσφυγιά; Μέσα από τέτοια ερωτήματα μαθαίνεται η έννοια του ιστορικού χρόνου και συνδέεται το παρελθόν με την εμπειρία των παιδιών.
Υπάρχουν κι άλλα εκκρεμή ζητήματα: Πώς θα καταλάβουν τα παιδιά τη σημερινή πραγματικότητα της μετανάστευσης και της προσφυγιάς χωρίς το παρελθόν της αποικιοκρατίας;
Πώς είναι δυνατόν να σκύψουν με κατανόηση πάνω από τα τραύματα του άλλου, όταν έχουν μάθει να αντιμετωπίζουν μεγεθυσμένα μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της εθνικής Ιστορίας μεγάλα γεγονότα της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας Ιστορίας; Η αλήθεια και η πραγματικότητα είναι έννοιες ταυτόσημες;
Πώς διαφέρει η παραγωγή της ιστορικής γνώσης από την «κατανάλωσή» της; Ποια είναι η διαδρομή από την αναζήτηση του ίχνους μέχρι το μουσείο ή την ψηφιακή αποτύπωση της Ιστορίας με σκοπό την ψυχαγωγία; Τα ερωτήματα αυτά θα πρέπει να βρουν τη θέση τους στο πρόγραμμα.
Η αλλαγή των προγραμμάτων Ιστορίας έχει ήδη αργήσει. Το προτεινόμενο σχέδιο του υπουργείου Παιδείας και του ΙΕΠ είναι αναμενόμενο ότι θα ξεσηκώσει θύελλες εθνικοπατριωτικής δημαγωγίας –ήδη το «Πρώτο Θέμα» έδωσε δείγματα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όσο περισσότερο οι αλλαγές κλείνουν το χάσμα ανάμεσα στη σχολική και την επιστημονική Ιστορία και όσο πιο επαρκείς είναι παιδαγωγικά, τόσο μεγαλύτερες είναι οι αντιδράσεις που προκαλούνται (χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ το βιβλίο της Στ’ Δημοτικού το 2006).
Η Ιστορία δεν μπορεί και δεν πρέπει να λειτουργεί ως το κατηχητικό σχολείο του έθνους –ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το μάθημα των Θρησκευτικών δεν μπορεί να λειτουργεί με τον τρόπο αυτό για την εκκλησία.
Προφανώς υπάρχουν και καλόπιστες κριτικές, του τύπου απουσιάζει ετούτο ή εκείνο. Επειδή όμως το καλύτερο μπορεί να αποβεί εχθρός του καλού συντηρώντας το κακό, ας μείνουμε στην ουσία της αλλαγής και στην αποτελεσματικότητα.
Η αλλαγή αυτή εκκρεμεί δεκαετίες και θα ήταν κρίμα να χαθεί αυτή η ευκαιρία.
* ιστορικός
Αιμιλία Σαλβάνου
Η Αιμιλία Σαλβάνου γεννήθηκε το 1972 στις ΗΠΑ. Πραγματοποίησε τις σπουδές της στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (1989-93) και εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα τις «Όψεις της διαδικασίας νεωτερικού μετασχηματισμού στις ελληνορθόδοξες κοινότητες της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: Οι περιπτώσεις της Αδριανούπολης και της Ραιδεστού (1878-1908)» στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου (2006). Στη συνέχεια ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη μνήμη εκτοπισμένων ομάδων του 20ού αιώνα στον βαλκανικό χώρο, πραγματοποιώντας ταυτόχρονα τις μεταδιδακτορικές της σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας (2012). Έχει εργαστεί ως ιστορικός στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού καθώς και σε ευρωπαϊκά και εθνικά ερευνητικά προγράμματα. Αυτή τη στιγμή συνεργάζεται ως ιστορικός σε ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και ως διδάσκουσα ψηφιακής ιστορίας σε σεμινάρια επιμόρφωσης αποφοίτων. Στα τωρινά ερευνητικά της ενδιαφέρονται συγκαταλέγονται θέματα ιστοριογραφίας, μνήμης και ιστορικής κουλτούρας.
Η Αιμιλία Σαλβάνου γεννήθηκε το 1972 στις ΗΠΑ. Πραγματοποίησε τις σπουδές της στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (1989-93) και εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα τις «Όψεις της διαδικασίας νεωτερικού μετασχηματισμού στις ελληνορθόδοξες κοινότητες της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: Οι περιπτώσεις της Αδριανούπολης και της Ραιδεστού (1878-1908)» στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου (2006). Στη συνέχεια ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη μνήμη εκτοπισμένων ομάδων του 20ού αιώνα στον βαλκανικό χώρο, πραγματοποιώντας ταυτόχρονα τις μεταδιδακτορικές της σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας (2012). Έχει εργαστεί ως ιστορικός στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού καθώς και σε ευρωπαϊκά και εθνικά ερευνητικά προγράμματα. Αυτή τη στιγμή συνεργάζεται ως ιστορικός σε ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και ως διδάσκουσα ψηφιακής ιστορίας σε σεμινάρια επιμόρφωσης αποφοίτων. Στα τωρινά ερευνητικά της ενδιαφέρονται συγκαταλέγονται θέματα ιστοριογραφίας, μνήμης και ιστορικής κουλτούρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου