Το αξέχαστο "ποιμενικό ροκ" του Γιάννη Μιλιώκα με τον σπαρταριστό Μιχάλη
Μητρούση, όπως πρωτοπροβλήθηκε στην εκπομπή "Graffiti" της ΕΡΤ-1, το 1987. Η εικόνα δεν είναι πολύ καλή, αλλά διασώζει κάτι από την τρελή ατμόσφαιρα της εποχής .
Μηλιώκας – Ποιμενικό ροκ
Μηλιώκας – Ποιμενικό ροκ
Στίχοι -
Μουσική: Γιάννης Μηλιώκας
Ιγώ απ’ τη ζουή πουλλά κατάλαβα
κι σ’ ούλα τα τιρτίπια είμι μέσα,
κι αν ίμπλιξα μι πρόβατα κι γάλατα,
ας όψιτ’ η ζουή η παλιουμπαμπέσα.
Ιμένα που μι βλέπς να βόσκου πρόβατα,
μι κάπα και μι σκαλισμένη αγκλίτσα,
του βράδυ πλιένω σβουνιές κι χώματα
κι τρέχω στο σιργιάνι για κουρίτσα.
Κι ιπειδή ούλη τη μέρα φκιάνου του τσουμπάν’
γινικά στου άρμιγμα κανένας δε μι φτάν’ .
Κι ιπειδή ούλη τη μέρα φκιάνου του τσουμπάν’
γινικά στου άρμιγμα κανένας δε μι φτάν’ .
Ιφτά γιλάδια κι ένα στρέμμα πώλησα
κι πήρα μια κουρσάρα απού πιτάει
στην τράπιζα κομπόδιμα κατάθισα
κι έχω η ψυχή μου ό,τι ζητάει.
Κολώνια ζιβανσί κι στα ποδάρια μου
κι ρούχα ιυρωπαϊκά φουράου
ας είν’ καλά τα αρνιά κι τα γιλάδια μου
μι τα κορίτσα να καλοπιρνάω.
Κι ιπειδή ούλη τη μέρα φκιάνου του τσουμπάν’
γινικά στου άρμιγμα κανένας δε μι φτάν’ .
Κι ιπειδή ούλη τη μέρα φκιάνου του τσουμπάν’
γινικά στου άρμιγμα κανένας δε μι φτάν’ .
Σχουλιό κι τέτοια πράματα δι γνώριζα
στην πρώτη τάξ’ με πήγανι διμένο
μι ζόρισαν, τους ζόρισα, μι ζόρισαν
αλλά νικάει πάντα ιπιμένον.
Φαντάρος τα καψόνια ήταν χειρότιρα,
μι ψόφησαν, μι φάγαν το καϊμάκι,
μα πάει κι αυτό κι γύρισα στ’ ανθότυρα
κι βγαίνω τώρα πάλι για καμάκι.
Κι ιπειδή ούλη τη μέρα φκιάνου του τσουμπάν’
γινικά στου άρμιγμα κανένας δε μι φτάν’ .
Κι ιπειδή ούλη τη μέρα φκιάνου του τσουμπάν’
γινικά στου άρμιγμα κανένας δε μι φτάν’ .
Ιγώ απ’ τη ζουή πουλλά κατάλαβα
κι σ’ ούλα τα τιρτίπια είμι μέσα,
κι αν ίμπλιξα μι πρόβατα κι γάλατα,
ας όψιτ’ η ζουή η παλιουμπαμπέσα.
Ιμένα που μι βλέπς να βόσκου πρόβατα,
μι κάπα και μι σκαλισμένη αγκλίτσα,
του βράδυ πλιένω σβουνιές κι χώματα
κι τρέχω στο σιργιάνι για κουρίτσα.
Κι ιπειδή ούλη τη μέρα φκιάνου του τσουμπάν’
γινικά στου άρμιγμα κανένας δε μι φτάν’ .
Κι ιπειδή ούλη τη μέρα φκιάνου του τσουμπάν’
γινικά στου άρμιγμα κανένας δε μι φτάν’ .
Ιφτά γιλάδια κι ένα στρέμμα πώλησα
κι πήρα μια κουρσάρα απού πιτάει
στην τράπιζα κομπόδιμα κατάθισα
κι έχω η ψυχή μου ό,τι ζητάει.
Κολώνια ζιβανσί κι στα ποδάρια μου
κι ρούχα ιυρωπαϊκά φουράου
ας είν’ καλά τα αρνιά κι τα γιλάδια μου
μι τα κορίτσα να καλοπιρνάω.
Κι ιπειδή ούλη τη μέρα φκιάνου του τσουμπάν’
γινικά στου άρμιγμα κανένας δε μι φτάν’ .
Κι ιπειδή ούλη τη μέρα φκιάνου του τσουμπάν’
γινικά στου άρμιγμα κανένας δε μι φτάν’ .
Σχουλιό κι τέτοια πράματα δι γνώριζα
στην πρώτη τάξ’ με πήγανι διμένο
μι ζόρισαν, τους ζόρισα, μι ζόρισαν
αλλά νικάει πάντα ιπιμένον.
Φαντάρος τα καψόνια ήταν χειρότιρα,
μι ψόφησαν, μι φάγαν το καϊμάκι,
μα πάει κι αυτό κι γύρισα στ’ ανθότυρα
κι βγαίνω τώρα πάλι για καμάκι.
Κι ιπειδή ούλη τη μέρα φκιάνου του τσουμπάν’
γινικά στου άρμιγμα κανένας δε μι φτάν’ .
Κι ιπειδή ούλη τη μέρα φκιάνου του τσουμπάν’
γινικά στου άρμιγμα κανένας δε μι φτάν’ .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου