Της Εύας πάντες ανυμνείτε
τον πρώτον διακορευτήν!
Αγνήν ο Πλάστης και αθώαν,
ολβίαν έπλασεν αυτήν,
μ’ αθάνατον το μάγον κάλλος,
του Παραδείσου στολισμόν,
χωρίς ερώτων συγκινήσεις,
χωρίς σαρκίου πειρασμόν...
Αλλ’ ο παρθενοπίπης* Όφις,
αντίθεον τελών σκοπόν,
τον απηγορευμένον αίφνης
την γλυκοτάισε καρπόν!
Εύα και Αδάμ αμάν
Ζήτ’ ο όφις Αχριμάν!
Ξένος Στέφανος (1821-1994): Οι Χρυσοκάνθαροι και η Οικουμενική Σύνοδος των Διαβόλων της Ελλάδος και Τουρκίας εν Αθήναις, ΣΤ´ δ´. Αθήναι, 1887. 65.
- *παρθενοπίπης
- -ου, ό Α1. αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες2. αυτός που αποπλανεί παρθένους.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + *οπιπή (< ὀπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια»), πρβλ. γυναικ-οπίπης].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου