ΔΥΟ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
1. Οι «Ορνιθες» απογειώθηκαν!
Kiki
Το σκάνδαλο που ακολούθησε είναι γνωστό, δεν είναι όμως αυτό που με νοιάζει προς τα παρόν: με νοιάζει η ευθύνη μιας μερίδας θεατών που θα όφειλαν να δουν πίσω από όλα τα περαστικά κι ασήμαντα, τα πολιτικά και πολιτικάντικα, πως μπροστά τους υψωνόταν ένα θαύμα, θαύμα όχι του αρχαίου αλλά του σύγχρονου θεάτρου, θαύμα του σύγχρονου ελληνικού βλέμματος.
Το είδαν όλοι; Σιγά μην το είδαν. Πολλές από τις κριτικές ήταν αυτό που λέμε αμφίσημες, μουδιασμένες, μερικές μάλιστα ήταν και αρνητικές. Δεν πειράζει - στη θέση τους φέρνω στο μυαλό μου μία ανάμεσά τους: έγραφε εν ολίγοις και ευθαρσώς ότι αυτό που έβλεπε -πέρα από τα προβλήματα- ήταν ένας Αριστοφάνης προορισμένος να παραδοθεί στην Ιστορία.
Ηταν γραμμένη από τον Μάριο Πλωρίτη κι αν την ανακαλώ τώρα είναι γιατί, όπως εκείνος, υποψιάζομαι πως μια πρόταση προτού γίνει «ιστορική» πρέπει πρώτα να ιδωθεί και σαν τέτοια.
Και επειδή έχω μαζί και την άλλη υποψία ότι φέτος, το 2016, η σχέση μας με τον Αριστοφάνη γνωρίζει ένα «άλμα»: άλμα στους κανόνες υποδοχής και απόδοσης, ερμηνείας και αισθητικής του.
Η Επίδαυρος φέτος νομοθέτησε και αυτή θα μας καθορίσει το επόμενο διάστημα. Και αυτό όχι γιατί τέλος πάντων ανέβηκε στο θέατρό της μια διαφορετική Λυσιστράτη ή ένας αλλιώτικος Πεισθέτερος, αλλά γιατί, όπως φάνηκε, η καινούργια τους όψη, γλώσσα, φωνή και νοοτροπία αντιμετωπίστηκαν με τόση σοβαρότητα, σύνεση, αποδοχή και θερμό χειροκρότημα.
Αυτός ο νέος Αριστοφάνης έχει για αρετές του ορισμένες από τις παλιότερες ενστάσεις. Εχει ελευθερία, ευελιξία, τόλμη και -όπως πιστεύω- έχει για πειθώ τη σύγχρονη ιθαγένεια. Με άλλα λόγια, έχει για μια ακόμη φορά πολλά από τα στοιχεία που έφεραν κάποτε οι «Ορνιθες» το '59 για λογαριασμό τους.
Αυτό που στο τέλος της παράστασης των «Ορνίθων» πέταξε στον ουρανό της Επιδαύρου ήταν ένα κατάφωτο μπαλόνι, ένα αντικείμενο αυτοαναφορικής θεατρικότητας, ένα θέατρο που δοξάζει τον εαυτό του. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να δούμε τον Αριστοφάνη του Νίκου Καραθάνου.
Η προηγούμενη «Λυσιστράτη» του Μαρμαρινού μοιάζει σχεδόν εγκεφαλική μπροστά σε αυτό το κέρασμα ποιητικής αυθορμησίας, βιωματικού και σχεδόν αυτοματικού θεάτρου, ονείρου, ενθουσιασμού, επιπολαιότητας, ακόμη και σκηνικής ανισομέρειας.
Είναι ένα θέατρο-παιχνίδι που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει το οτιδήποτε μπορεί να δώσει έρεισμα στο όνειρό του. Αν αυτό που στο τέλος προκύπτει ανήκει στο είδος της ρεβύ -κάτι σαν φαντασμαγορική επιθεώρηση-, στην πράξη η σκηνοθεσία του Καραθάνου συντίθεται από πλήθος ετερώνυμων κωμικών στοιχείων.
Οι περισσότεροι είδαν ας πούμε στην πρώτη είσοδο του κωμικού διδύμου στην ορχήστρα, μπροστά στο δέντρο του σκηνικού, τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν να καταφτάνουν με την αγωνία πως «κάποιος πρέπει να τους έχει δει». Λιγότεροι όμως -και φαντάζομαι όσοι έχουν μικρά παιδιά- διέκριναν και κάτι άλλο.
Στο ίδιο σκηνικό, στο ίδιο κατασκεύασμα, είδαν επίσης το γνωστό «Ρίο» της Ντίσνεϊ! Ο κόσμος της σκηνογράφου Ελλης Παπαγεωργακοπούλου θυμίζει την ψηφιακή ζούγκλα, την εδεμική, όλο τραγούδι και χορό, χρώματα, ξεγνοιασιά βραζιλιάνικη ευωχία!
Μεταμοντέρνα Νεφελοκοκκυγία
Μη μας ενοχλεί αυτό το σκηνικό πολυκαταστήματος. Αυτή άλλωστε είναι η δική μας περισσότερο κοντινή αντίληψη για τον συλλογικό νόστο ενός άλλου, κρυφού και απόκοσμου κόσμου. Καλώς ήρθαμε στην πρώτη μεταμοντέρνα Νεφελοκοκκυγία του θεάτρου μας.
Κι ας είναι κι αυτή το ίδιο γεμάτη αρχικά με το αδιέξοδο των πόλεων και της φυγής. Κτίζεται και αυτή πάνω στο παλιό ψέμα, σαν παρηγοριά στην πόλη των ανθρώπων που φυλακίζει τα πουλιά και τα πουλάει στην αγορά. Το μεγάλο θέμα όμως είναι από πού ξεκινάει ο δρόμος της εξόδου.
Στην πρόταση του Καραθάνου ξεκινάει από κάτι ακαθόριστο και βαθύ, από μια έλλειψη νοήματος στην τεχνοκρατική ζωή. Κι όταν ο δικός του Πεισθέτερος λέει στον Εποπα πως αναζητεί μια ζωή απλή και γεμάτη, ποιος ανάμεσά μας μένει ασυγκίνητος; Ας ξαναδούμε την περίφημη σκηνή με τον Τηρέα.
Ο τελευταίος δεν είναι πουλί ούτε άνθρωπος, είναι ένας τέρας. Μια μετάλλαξη που έμεινε στο ενδιάμεσο, στο αμετάβατο της ποίησης, μεταξύ εκδίκησης και κάθαρσης. Και δύσκολα τον περιγράφει κανείς: τσεμπέρι, με πέτσινο, φούστα και κιλότα, άνδρας και γυναίκα, ένα τίποτα, ένας γελοίος κλόουν.
Αυτός όμως είναι ο πρώτος που ακούει τον πόθο του ανθρώπου - και κοιτάξτε τι γίνεται! Ενώ είχε κατεβάσει το βρακί του, έτοιμος προφανώς για ακόμη μια αριστοφανική μπαλαφάρα, όλο «γέλιο και χάζι», τώρα ξαφνικά αλλάζει. Σοβαρός θα σηκώσει το βρακί του και αυτό το τέρας που δεν πατάει πουθενά θα δεχτεί να γίνει η γέφυρα, ο Κένταυρος που θα περάσει τους ανθρώπους απέναντι.
Αυτός θα καλέσει τα πουλιά στη συγκλονιστική ερμηνεία του Χρήστου Λούλη, σε μια αρχιτεκτονική των λέξεων και των ονομάτων, σε επίκληση που οδηγεί στο παραλήρημα, ώσπου να σπάσει το κέλυφος των λέξεων σαν αυγό. Τέτοιον ποιητή έχουμε.
Και θα τον θυμηθούμε ακόμα μια φορά, αργότερα, όταν πάλι ο Τρυποκάρυδος του Μιχάλη Σαράντου (άλλη σπουδαία ερμηνεία) θα χτίσει με λέξεις ένα ολόκληρο φρούριο πάνω από τα κεφάλια μιας. Και καθώς το κάστρο αυτό θα χτίζεται, ολοένα και θα ψηλώνει ο νους μας, την ώρα που η συνοδευτική, σχολιαστική μουσική του Αγγελου Τριανταφύλλου θα διασκευάζει σε ανατολίτικο ηχόχρωμα τους Pink Floyd!
Ιστορική στιγμή
Ψέμα;… Θα σταθώ αμέσως σε ακόμα μια κεντρική σκηνή της παράστασης, στη σκηνή όπου ο Πεισθέτερος μεταδίδει στα πουλιά το σχέδιό του. Πρόκειται για την περίφημη ορνιθοκοσμολογία, υπνωτιστική, γλυκιά και παραπειστική σαν παραμύθι.
Και δίνεται σε μικρά παιδιά (ή μήπως πουλιά;) με λιγοστό φως (από τον Σίμο Σαρκετζή) από έναν μεγάλο παραμυθά, ο οποίος τώρα καταλαβαίνουμε ότι θέλει πρώτα να φτιάξει τη δική του χώρα των θαυμάτων και ύστερα να πέσει στο πηγάδι. Δεν είναι όμως από τα συνηθισμένα ψέματα. Είναι ένας κόσμος άλλος, που συγκρούεται με τον κόσμο της φθοράς και του κυνισμού.
Ο Πεισθέτερος και ο Ευελπίδης (το πειραχτήρι του Αρη Σερβετάλη κουβαλά στο σώμα του την κωμωδία) δεν ανακάλυψαν τη Νεφελοκοκκυγία. Την πίστεψαν. Τα φτερά είναι εσωτερικά. Και η πρώτη πτήση είναι «εσωτερικού», ξεκινάει από μέσα μας.
Αυτή η παράσταση του Αριστοφάνη φέρνει σε εμάς τη συγκίνηση της εσωτερικής πτήσης. Η σύγκρουση που προτείνει είναι η μάχη για να επιβληθεί στους ανθρώπους το δικαίωμα να διεκδικούν και να φορούν φτερά. Στην περίπτωση πάντως των δύο Αθηναίων, αυτό γίνεται με μια μορφή καθαρμού σε παραδεισένια λίμνη. Και όταν τελειώνει δεν έχουν αποκτήσει φτερά, αλλά μια καθαρή, ελευθερωμένη, σωματική όψη.
Με αυτήν δεν φοβούνται πλέον: Να παρουσιαστούν γυμνοί ως άνθρωποι. Να προβοκάρουν ως ηθοποιοί το κοινό, πυροβολώντας το με παιδικά πιστόλια. Να το μουτζώσουν ή ακόμα και απλά να το σοκάρουν με την αλήθεια τους.
Να ακούσουν τη σιωπή. Να υποδυθούν ρόλους που μέχρι τώρα ήταν για αυτούς «απαγορευμένοι»: μια παχουλή Αφροδίτη (Φωτεινή Μπαξεβάνη), μια νάνος Αηδόνα (Βασιλική Δρίβα), ένας ολύμπιος παραολυμπιονίκης Δίας (Γιάννης Σεβδικαλής), ένα Κούκος παρενδυσίας και σιωπηλός διαπραγματευτής (Αγγελος Παπαδημητρίου), μια Ιρις της σάμπα και μια αοιδός «αταίριαστη» (Νατάσα Μποφίλιου).
Και να το θαύμα! Η ίδια αντίφαση, που θα ήταν άλλοτε ταμάμ για το άθλιο γέλιο της μάντρας (θυμηθείτε λίγο πώς χρησιμοποιούνται οι νάνοι αλλού), εδώ γεννάει συγκίνηση, ελευθερία και ανθρωπιά. Και απέναντί του το κοινό της Επιδαύρου να στέκεται και πάλι υπέροχο, ψηλό και σοβαρό, φτιάχνοντας στο κοίλον μια ανθρώπινη ράμπα απογείωσης.
Αυτά για τους «Ορνιθες». Είναι ένας Αριστοφάνης που μας αξίζει και μας ταιριάζει. Συμμετέχει σε μια στροφή του Αριστοφάνη στο θέατρό μας. Κι αν απέχει πολύ από το πρωτότυπο (κατά σημεία η διασκευή του Νίκου Καραθάνου και του Γιάννη Αστερή εμπίπτει πια στο είδος της παράστασης που «εμπνέεται» από το αρχαίο κείμενο), είναι μια πρόταση που ταιριάζει σε αυτό που θέλουμε και θα θέλουμε στο θέατρό μας.
Ναι, είναι από αυτή την άποψη μια ιστορική στιγμή για το θέατρό μας. Με μια παρότρυνση: πρέπει να την ξαναδουλέψει ο σκηνοθέτης, κρατώντας τον βασικό σκελετό και επανεξετάζοντας τα επιμέρους στοιχεία. Ετσι άλλωστε έκανε κι ο Κουν κάποτε. Και θριάμβευσε.
*********************************
2. Όρνιθες Καραθάνου: Φούστα μπλούζα και… σλιπάκι Ατθίς!
του Δημήτρη Καλαντζή*
postmodern.gr
Ο Λούλης με μαύρο καλτσόν και από πάνω λευκό σλιπάκι Ατθίς, ο Παπαδημητρίου με φούστα – μπλούζα και μαύρο γυαλί, η ορχήστρα με χαβανέζικα πουκάμισα, τέσσερις από τις ηθοποιούς με… τίποτα (από τη μέση και πάνω), η βασίλισσα της Αγγλίας να περιφέρεται χωρίς λόγο, οι ηθοποιοί να παίζουν τουρτοπόλεμο και ενίοτε να φασκελώνουν το κοινό, μία τραγουδίστρια να τραγουδά χωρίς αιτία, η θεά Ίριδα να εμφανίζεται με καρναβαλικό κοστούμι από το Ρίο, το σκηνικό να καταβρέχει τους πρωταγωνιστές, μία νάνος και ένας αθλητής με τεχνητά μέλη να δίνουν τα «κοινωνικά μηνύματα» του έργου και πολλοί από τους θεατές του (κατάμεστου) θεάτρου της Επιδαύρου να συλλογίζονταν επί 2 ώρες και 15 λεπτά, εάν η πρόταση του Νίκου Καραθάνου για τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη πρέπει να καταχωρηθεί στην κατηγορία «ενδιαφέρουσα μεταμοντερνική σύνθεση» ή να απαξιωθεί ως «γκροτέσκ τσίρκο». Το βράδυ της Παρασκευής αποδείχθηκε εξαιρετικά ενδιαφέρον για όσους παρακολούθησαν την τελευταία φεστιβαλική παράσταση του φετινού καλοκαιριού και την πρώτη της «Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών» στην Επίδαυρο…
Η παράσταση θα αντιμετωπιζόταν με περισσότερη συμπάθεια, αν τις προηγούμενες μέρες συντελεστές της, δεν είχαν αναφερθεί σχεδόν απαξιωτικά στην ιστορική παράσταση του Καρόλου Κουν με την μουσική του Μάνου Χατζηδάκι και τα κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη, μία εκδοχή για τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη που έμεινε ιστορική και έχει επαναληφθεί αρκετές φορές, ώστε να χαραχθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο του θεατρόφιλου κοινού ως «παράσταση αναφοράς». Θέλουμε συνέχεια να βλέπουμε αναβιώσεις της παράστασης του Θεάτρου Τέχνης; Ασφαλώς όχι. Η τέχνη πρέπει να προχωρά. Αλλά γιατί να προχωρά με μόνο ζητούμενο το «πως δεν θα μοιάζει με εκείνη του Κουν»;
Η παράσταση του Νίκου Καραθάνου δεν θα μείνει στην ιστορία. Ήταν μία πολύ ιδιαίτερη «ανάγνωση» του έργου, βαρυφορτωμένη με παράταιρα στοιχεία, πάρα πολύ «προσωπική» και γι αυτό απίθανο να συγκινήσει το μεγάλο κοινό. Ο Καραθάνος έβαλε τον Πεισθέταιρο και τον Ευελπίδη να παρουσιάζουν σκηνές από θέατρο του παραλόγου, τον Τηρέα ως γριά που καπνίζει και μετά απογυμνώνεται για να μας αποκαλύψει το καλτσόν της, το σλιπάκι της και το ψεύτικο στήθος της, κατάφερε να έχει καλή κινησιολογία πουλιών (εξαιρετικός ο Μιχάλης Σαράντης) αλλά όχι σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, υπήρχαν δυνατά ξεσπάσματα του χορού (ξεχώρισε η δυναμική Μαρία Διακοπαναγιώτου), πέτυχε στιγμές θεατρικής μαγείας (ο γύρος της ορχήστρας από τον Γιάννη Σεβδικαλή, τον αθλητή με τα τεχνητά μέλη, ήταν ονειρικός και το φινάλε, με το εύρημα της φωτεινής σφαίρας να ίπταται πάνω από τα κεφάλια των ηθοποιών υπό τους ήχους ψυχεδελικής μουσικής, ήταν απογειωτικό), δεν πέτυχε όμως να προκαλέσει αυθόρμητο γέλιο παρά μόνο σε ελάχιστες στιγμές πέραν των βωμολοχιών («φέρτε μου αυτό το αρχίδι τον Δία», «καριόλα» κλπ), η μουσική ήταν ανερμάτιστη και τόνιζε την έλλειψη του κεντρικού καμβά της πρότασης, ενώ το σκηνικό (πλαστικό δάσος-ντουζιέρα) ήταν σίγουρα μία πρωτότυπη Νεφελοκοκκυγία αλλά παράταιρο για το χώρο του Αρχαίου Θεάτρου.
Η πολυδιαφημισμένη συμμετοχή της Νατάσσας Μποφίλιου πέρασε απαρατήρητη, καθώς ήταν τοποθετημένη κάπου στο βάθος της ορχήστρας και τραγουδούσε ηλεκτρικά (η σύγκριση με το α καπέλα τραγούδι της Νάντιας Κοντογιώργη στους «Επτά επί Θήβας» του Γκραουζίνις ήταν συντριπτική υπέρ της Κοντογιώργη), ποτέ δεν έγινε κατανοητή η περιφορά του Άγγελου Παπαδημητρίου με φούστα μπλούζα γύρω γύρω από την ορχήστρα και κύρια ατάκα: «να σας ζήσει!» (όταν παρέδωσε μία τούρτα για τη «βάφτιση» της Νεφελοκοκκυγίας), η Φωτεινή Μπαξεβάνη χρησιμοποιήθηκε περισσότερο ως βουβό πρόσωπο (πότε περιφερόμενη ως ογκώδης κότα και πότε ως ευτραφής Αφροδίτη), ενώ η επιλογή του ίδιου του Νίκου Καραθάνου να εμφανίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης με ένα μαγιό – σλιπ βρεγμένο που αποκάλυπτε την ανατομία του, μπορεί για τον ίδιο να ήταν απελευθερωτική αλλά δεν ήταν ανάλογα ευχάριστη για πολλούς από τους θεατές.
Μία παράσταση κρίνεται ανάλογα με τις προθέσεις της. Ο Ν. Καραθάνος μας είχε προϊδεάσει για τις προθέσεις του, περιγράφοντας του Όρνιθές του ως εξής: «Φαντασία και πραγματικότητα, άνθρωποι, θεοί και ζώα μπλέκονται μοναδικά σε έναν κόσμο που έχει τη σοβαρότητα του παιχνιδιού, τη ρευστότητα του ονείρου και τη γλυκιά μελαγχολία της ζωής. Μια παράσταση που δοκιμάζει να δει τον Αριστοφάνη με καθαρό βλέμμα, με στόχο να ακουστεί και να αγαπηθεί από την αρχή ο λόγος του κορυφαίου Αττικού κωμωδού. Ένας θίασος «που θέλει να πετάξει πέφτοντας», που αναζητά, τολμά και αναμετριέται με «μια ευτυχία άπιαστη, τόσο μεγάλη που δεν μπορείς να την πεις και δεν μπορείς να την πιστέψεις»».
Πέτυχε το «παιχνίδι» με τα σκηνοθετικά ευρήματά, τα σκηνικά και τα κοστούμια του αλλά είναι αμφίβολο ότι κατάφερε να δει το λόγο του Αριστοφάνη με «καθαρό βλέμμα» και εξαιρετικά απίθανο η παράστασή του να γίνει αφορμή για «να αγαπηθεί από την αρχή ο λόγος του κορυφαίου Αττικού κωμωδού», όπως είχε γίνει με την παράσταση του Κουν. Η πρόταση του Νίκου Καραθάνου είναι 90% Καραθάνος και 10% Αριστοφάνης.
Αν θα πρότεινα να τη δείτε; Νομίζω πως αξίζει. Αρκεί να γνωρίζετε το έργο του Αριστοφάνη και να έχετε στο μυαλό σας ότι δεν πρόκειται να παρακολουθήσετε μία παράσταση που θα μείνει στη «θεατρική ιστορία» αλλά μία ιδιαίτερη, προσωπική πρόταση, που ενδεχομένως να σας αρέσει και… ενδεχομένως, όχι.
*Δημήτρης Καλαντζής
Γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στο κέντρο
της Αθήνας. Σπούδασε δημοσιογραφία στο «Εργαστήρι» και Ελληνικό
Πολιτισμό στο ΕΑΠ. Έχει δουλέψει σε εφημερίδες, ραδιοφωνικούς &
τηλεοπτικούς σταθμούς και τώρα διερευνά τους κώδικες του διαδικτύου.
Αγαπά τις ανθρώπινες ιστορίες και τις γάτες.
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου