Ο Όμηρος και το αλφάβητο
ΤΟΥ ΜΑΣΣΙΜΟ ΚΑΤΣΟΥΛΟ
Jonas Staal, New Unions - Athens (Study), 2016 |
“Γράφω
μια μελέτη για τα ομηρικά έπη. Θεωρώ ότι κάθε ραψωδία της Οδύσσειας και της Ιλιάδας,
αποτίει φόρο τιμής σ’ ένα γράμμα του αλφαβήτου, η πρώτη στο άλφα, η δεύτερη στο
βήτα και ούτΩ καθεξής. Στο Α της Ιλιάδας
εμφανίζονται πολλά πρόσωπα των οποίων το όνομα αρχίζει από το γράμμα αυτό: η Αθηνά και ο Απόλλων στη διένεξη μεταξύ
Αχιλλέα και Αγαμέμνονα [. . .]. Τα ομηρικά έπη εγκαινιάζουν το αλφάβητο, γιορτάζουν
τη γέννησή τους. Στο Π της Οδύσσειας
κυριαρχεί η λέξη πατήρ: η ραψωδία
περιγράφει τη συνάντηση του Οδυσσέα με τον γιο του τον Τηλέμαχο. Η αντίστοιχη
ραψωδία της Ιλιάδας αφηγείται τα κατορθώματα
και το θάνατο του Πατρόκλου. Και τα δύο έργα ακολουθούν κοινούς κανόνες, πράγμα
που αποδεικνύει ότι είναι γραμμένα από τον ίδιο ποιητή”.
Δεν πρόκειται γιά τον ισχυρισμό ενός
διάσημου φιλολόγου, αλλά για ένα απόσπασμα του μυθιστορήματος του έλληνα
συγγραφέα Βασίλη Αλεξάκη: Η μητρική γλώσσα (Αθήνα, 1995). Ο
πρωταγωνιστής, ο Παύλος Νικολαΐδης, έχοντας γυρίζει στην Ελλάδα μετά τον θάνατο
της μητέρας του, προσπαθεί ν’ ανιχνεύει τα σήματα της ταυτότητάς του, μετά τα
πολλά χρόνια που έζησε στο Παρίσι, μακριά από την Ελλάδα και τις παραδόσεις της.
Ο σύγχρονος νόστος αρχίζει, άρα, από
την ελληνική γλώσσα, αφού η γλώσσα είναι η αληθινή μας πατρίδα.
Αυτά
τα λόγια –που μ’ είχαν εντυπωσιάσει, ως κλασσικό φιλόλογο, όταν χρόνια τώρα
διάβασα το έργο του Αλεξάκη– έφτασαν στο νου μου μόλις άρχισα να διαβάζω τα
άκρως ενδιαφέροντα άρθρα για την γέννηση των ομηρικών ποιημάτων, που
δημοσιεύτηκαν στις “Αναγνώσεις” την Κυριακή 17 Ιουλίου 2016, με τις υπογραφές
του Νάνου Βαλαωρίτη και του Παναγιώτη Βούζη.
Η
“ακροφωνική” θεωρία του Βαλαωρίτη είναι η ίδια μ’ εκείνη που εξέφρασε ο πρωταγωνιστής
του Αλεξάκη. Τι σημαίνει αυτό; Μήπως οι δύο συγγραφείς, έστω και για διαφορετικούς
λόγους, άντλησαν από τις ίδιες πηγές; Μήπως
εμπνεύστηκαν και οι δύο από την αποκωδικοποίηση της ποίησης που την προέθεσαν
χρόνια τώρα ο Robert Graves και Claude Levi Strauss, που ο
Βαλαωρίτης παραθέτει ως πηγή έμπνευσης για την αναζήτησή του;
Μ’
αρέσει να σκέφτομαι, ότι και οι δύο, ο Αλεξάκης και ο Βαλαωρίτης, άραξαν στο
ίδιο λιμάνι, ακολουθώντας δύο διαφορετικούς πορτολάνους: ο μεν τη δημιουργική
φαντασία του μυθιστοριογράφου, ο δε τα στερεά εργαλεία της φιλολογικής έρευνας.
Το
κύριο θέμα, ωστόσο, δεν είναι ποιος επηρέασε ποιόν (κάποτε η φαντασία των
συγγραφέων προηγήθηκε των επιστημονικών αληθειών...), ή αν υπάρχει κοινή ενδιάμεση
πηγή, αλλά εάν η “ακροφωνική” θεωρία μπορεί να είναι γόνιμος δρόμος για να
βελτιωθεί η γνώση μας περί της γέννησης του ομηρικού έπους, για να συμπεράνουμε
ότι και τα δύο αυτά αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι αποκύημα
ενός ανδρός, και εάν και πόσο η γραφή έπαιξε ρόλο στη γέννηση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας.
Ο
Βαλαωρίτης, παρατηρεί ότι υπάρχει ένας ακροφωνικός συσχετισμός και ανάμεσα στα
δυο τα ποιήματα. Γράφει: “Στη Β της Ιλιάδας
έχουμε τον εριστικό απέναντι στους βασιλείς Θερσίτη, και στη Β της Οδύσσειας την αναφορά, στην διάρκεια της
συνέλευσης την οποία συγκαλεί ο Τηλέμαχος, στην απουσία του Οδυσσέα, του
βασιλέα της Ιθάκης, άρα συναντάμε, στις δύο ραψωδίες, ανάλογα θέματα που
συνδέονται με την απειλή κατά της έννοιας του ηγεμόνα”. Το ίδιο γίνεται λ.χ. και
στην τρίτη ραψωδία, όπου ξεχωρίζουν οι γέροι (εκείνοι που θαυμάζουν την
έκπαγλους καλλονής Ελένη στην Ιλιάδα,
και ο Νέστορας που φιλοξενεί τον Τηλέμαχο, στην Οδύσσεια).
Αν
οι παρατηρήσεις αυτές είναι σωστές, σημαίνει ότι υπάρχει ένας κοινός ακροφωνικός
κώδικας, που ενώνει, μέσω κρυφών ανταποκρίσεων, τα δύο έπη. Από δω έπονται δύο
σημαντικότατες συνέπειες: ο συγγραφέας της Ιλιάδας
και της Οδύσσειας είναι ο ίδιος (bona pace των Αλεξανδρινών “Χωριζόντων”) και ο χωρισμός των
δυο ποιημάτων σε 24 ραψωδίες δεν ήταν έργο των ελληνιστικών φιλολόγων αλλά
οφείλεται στον ίδιο τον Όμηρο.
Είναι
αυτό το επίμαχο σημείο της εξαιρετικής (όπως τη χαρακτηρίζει ο Βούζης) ανάλυσης
του Βαλαωρίτη. Κι από κει πρέπει ν’ αρχίσει η ανάλυση της επιβλητικής και
καινοφαινούς θεωρίας του.
Η
μόνη αρχαία αναφορά στον χωρισμό των ομηρικών ποιημάτων βρίσκεται στον
Πλούταρχο (Βίος Ομήρου 2, 4), που τον
αποδίδει στους γραμματικούς “περί του Αριστάρχου”: άρα, στον 3ο
αιώνα π. Χ.
Η
Stephanie West θέτει υπό αμφισβήτηση
την πληροφορία αυτή, και ισχυρίζεται ότι η διαίρεση μπορεί να έγινε στον έκτο
αιώνα, στο πλαίσιο της διόρθωσης των δύο επών με πρωτοβουλία του Πεισιστράτου (Πλάτωνος,
Ίππαρχος, 22β). Εάν ο χωρισμός ήταν
έργο των αλεξανδρινών φιλολόγων, παρατηρεί η West, θα ακολουθούσε πιο ορθολογικά
κριτήρια: π.χ., οι στίχοι από το 298 της Ψ θα γίνονταν ένα με την Ω ραψωδία,
επειδή, σύμφωνα με τους Αλεξανδρινούς, η αρχική Οδύσσεια τελείωνε με τον στίχο 298 του βιβλίου Ψ.
Μου φαίνεται αρκετά πιθανόν ότι ο χωρισμός
της σε 24 ραψωδίες να μιμείται το
πρωτότυπο της Ιλιάδας. Στην Οδύσσεια, όντως, οι ραψωδίες δεν είναι
μόνο βραχύτερες, αλλά κάποτε η πράξη κόβεται αυθαίρετα ενώ θα μπορούσε άνετα να
ενωθεί σε μία εκτενέστερη ραψωδία: π.χ., οι ραψωδίες Ε και Ζ θα μπορούσαν να
ενωθούν σε ένα βιβλίο (= 824 στίχοι, μήκος μίας ιλιαδικής ραψωδίας). Το ίδιο
γίνεται και με τις ραψωδίες Φ και Χ (= 936 στίχους) που διηγούνται ενιαία τον
αγώνα και την εκδίκηση του ήρωα.
Και
η διήγηση πάντων των περιπετειών του Οδυσσέα μπορεί να θεωρηθεί σαν ενιαίο
διήγημα (συνολικά 2233 στίχων) που χωρίστηκε μετά σε τέσσερες ραψωδίες: ο
Πλάτων, άλλωστε, όταν αναφερόταν σ’ αυτές τις ραψωδίες, τις έλεγε “Αλκινόου
απόλογος”, στον ενικό, επειδή, πιθανότατα, τις θεωρούσε κι αυτός ενιαίο λόγο.
Άρα, στην εποχή του η διαίρεση δεν είχε ακόμα γίνει.
Ο
στόχος των Αλεξανδρινών ήταν να δώσουν και στο μεταγενέστερο έπος τη δομική
μορφή του αρχαιότερου. Να θυμηθούμε επ’ αυτού ότι οι Αλεξανδρινοί χώριζαν τα
έργα που είχαν κληρονομήσει από την αρχαιότητα σύμφωνα με το μήκος του ρολού
του παπύρου που τα χωρούσε. Ήταν, δηλαδή, πρακτική διαίρεση όχι (ή όχι πάντα) λογοτεχνική ή φιλολογική. Το
δείχνει το γεγονός ότι το έργο κάποιων συγγραφέων είχε διαφορετικούς χωρισμούς:
λ.χ. του Θουκιδίδου, πέραν από την γνωστή μας σε 8 βιβλία, κυκλοφορούσε και μια
έκδοση σε 13 βιβλία.
Έχω
τη γνώμη ότι η διαίρεση του 6ου αιώνα επηρεάστηκε από τους
ραψωδικούς αγώνες των Παναθηναίων, όπου, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλάτωνος,
οι ποιητές έπρεπε ν’ απαγγείλουν τα έπη (τις ραψωδίες), αρχίζοντας από το
σημείο όπου ο προηγούμενος είχε σταματήσει (“ἐξ ὑπολήψεως ἐφεξῆς διιέναι”).
Δεν
είναι τυχαίο ότι η λέξη “ραψωδία” δείχνει είτε ένα από τα 24 “βιβλία” του
ποιήματος είτε την performance των ποιητών. Ο
χωρισμός σε 24 ραψωδίες, άρα, ήταν μεταγενέστερος, έγινε από τους ελληνιστικούς
φιλολόγους, που ακολούθησαν το πρωτότυπο της Ιλιάδας.
Προσωπικά,
δεν μου φαίνεται να υπάρχουν, μέχρι τώρα, τεκμήρια για να υποστηρίξουμε ότι η
διαίρεση είναι έργο του Ομήρου, επειδή, ούτως εχόντων των πραγμάτων, οι
ραψωδίες όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, με λιγότερους στίχους από την Ιλιάδα και ξαφνικές τομές, δύσκολα θα
μπορούσαν ν’ απαγγελθούν ως αυτόνομα έπη στους ραψωδικούς αγώνες. Άλλωστε ο
Αριστοτέλης παρατήρησε ότι η χρυσούς κανών για ένα ποίημα ήταν το μήκος μίας
τραγικής τετραλογίας, περίπου 4000 στίχοι. Αυτό σημαίνει ότι η προσοχή του
κοινού διαρκούσε για ένα διάστημα που αντιστοιχεί στο διπλάσιο μίας εκτενούς
ραψωδίας, όπως η διήγηση των περιπετειών του Οδυσσέα στο μέγαρο του Αλκίνοου.
Η Οδύσσεια
έχει, βέβαια, μια εσωτερική συνοχή, που αναδείχνει αφ’ ενός ότι το ποίημα είναι,
τουλάχιστον στην τελική του μορφή, έργο ενός ανδρός, και αφ’ ετέρου ότι μέσα
του διακρίνονται φανερά τρείς διηγηματικές γραμμές: oι 24 οδυσσειακές ραψωδίες χωρίζονται σε
ενότητες από 4 συμπαγείς ραψωδίες, που σχηματίζουν μια εκτεταμένη και συναφή
ραψωδία που, ίσως, αντιστοιχεί σε αρχικές ενότητες: Ο Τηλέμαχος ταξιδεύει για
να πληροφορηθεί για τον πατέρα του, αν ζει (α-δ). Ο Οδυσσέας φεύγει από το νησί
της Καλυψούς και φτάνει στην χώρα των Φαιάκων, όπου φιλοξενείται γενναιόδωρα
από τον Αλκίνοο (ε-θ). Ο Οδυσσέας διηγείται τις περιπέτειές του (ι-μ). Οι Φαίακες
συνοδεύουν τον ήρωα στην Ιθάκη. Ο Οδυσσέας, ινκόγνιτο,
φιλοξενείται από τον χοιροβοσκό Ευμαίο και αποκαλύπτει στον γιό του Τηλέμαχο
την ταυτότητά του (ν-π). Ο Οδυσσέας μπαίνει, μετά από 20 χρόνια, στο μέγαρό του,
όπου υβρίζεται από τους μνηστήρες. Παρουσιάζεται ως κρητικός έμπορος στην
Πηνελόπη, με την όποια έχει δύο διαλόγους (ρ-υ). Στο τέλος του τελευταίου
διαλόγου, η Πηνελόπη του φανερώνει το σχέδιο να προκηρύξει για την επόμενη μέρα
ένα αγώνα με τόξο, για να βρει τον καινούριο της σύζυγο. Ο Οδυσσέας κερδίζει
τον αγώνα, δολοφονεί τους μνηστήρες, αναγνωρίζεται με την Πηνελόπη και, χάρις
στην επέμβαση της Αθηνάς, συμφιλιώνεται με τους συγγενείς των σκοτωμένων
μνηστήρων (φ-ω).
Η
πρώτη η τρίτη και η πέμπτη τετράδα είναι περίπου ισάριθμες: αντίστοιχα 2222,
2233, 2011, 2029 στίχοι. Βραχύτερες η δεύτερη και η έκτη, με αντιστοίχως 1757
και 1855 στίχους.
Είναι
πιθανόν, κατά τη γνώμη μου, ότι εκάστη τετράδα αντιστοιχούσε σε μία αρχική
ραψωδία. Και αυτό ήταν το μήκος που προσδιορίστηκε στην εποχή του Πεισιστράτου,
ή από τον ίδιο τον Όμηρο, πριν οι φιλόλογοι του Μουσείου, στον 3ο
αιώνα, χωρίσουν τα δύο έπη σύμφωνα την χωρητικότητα των ρολών του παπύρου, όπως
έκαναν και με άλλα λογοτεχνικά έργα.
Η θεωρία του Βαλαωρίτη έχει μια μεγάλη
αρετή: αντιστέκεται στην παλαιά θεωρία της “Oral Poetry”, που τόση
επιτυχία είχε και συνεχίζει να έχει, προπαντός σ’ όσους ικανοποιούνται από τα
τετριμμένα. Βέβαια, η πολυπλοκότητα της Ιλιάδας
και της Οδύσσειας είναι μείζων, απ’ ότι
φαίνεται απ’ τις μελέτες του Parry και των μαθητών του, και δεν συγκρίνεται με την απλότητα
των άλλων επικών ποιημάτων που ο αμερικανός μελετητής έθεσε ως σύγχρονα
παραδείγματα της γέννησης της προφορικής ποίησης στην αρχαία Ελλάδα.
Σήμερα,
ελάχιστοι (ελπίζω) πιστεύουν ότι τα ομηρικά έπη δεν προϋποθέτουν την γραφή και
ότι η ομηρική γλώσσα είναι το αποτέλεσμα μίας μακροχρόνιας παράδοσης, χωρίς την
επέμβαση της δημιουργικής αρετής του ποιητή. Ο Όμηρος ήταν δημιουργός, όπως ήταν
οι ποιητές των επομένων αιώνων: αυτό είναι πλέον δεδομένο. Η παράδοση είχε μεν
σημασία στην γέννηση των ποιημάτων, αλλά δεν δέσμευε, όπως πίστευε η “Oral Poetry theory”, τους ραψωδούς
σε μηχανική προσαρμογή λεκτικών υλικών του παρελθόντος, σύμφωνα τον νόμο της
φόρμουλας.
Κι
ούτε μπορεί πιά να υποστηριχτεί η παλιά θεωρία των “Αναλυτικών”, που
κατακερμάτιζαν σε κομματάκια την Ιλιάδα
και την Οδύσσεια, χωρίς να λαμβάνουν
υπ’ όψη τους ότι και τα δύο ποιήματα χαρακτηρίζονται από πολλαπλές εσωτερικές
ανταποκρίσεις, που σχηματίζουν συμπαγή διηγηματικό καμβά. Σημαντικές, επί
τούτου, είναι οι αναφορές εξ αποστάσεως επεισοδίων που συσχετίζονται στενά
μεταξύ τους, σύμφωνα τον νόμο που ο μέγας γερμανός φιλόλογος Wolfgang Schadewaldt τον ονόμασε ως “nicht noch…. Aber bald” (“όχι ακόμα...
αλλά σύντομα”). Λ.χ., οι αναφορές στον θάνατο του Αχιλλέα διασκορπίζονται σε
ολόκληρη την Ιλιάδα, έτσι όπως
γίνεται με τις αναφορές που εξ αποστάσεως δένουν στενά μεταξύ τους τις μοίρες
του Έκτορα και του εχθρού του Αχιλλέα. Αναφορές που συγκλίνουν στην Χ ραψωδία
(το χιαστικό σχήμα υπαινίσσεται την “διασταύρωση των αντιπάλων”, όπως παρατηρεί
ο Βαλαωρίτης;).
Η
ακροφωνική ανάλυση του Βαλαωρίτη, παρότι αφήνει κάποιες απορίες αξεδιάλυτες (λ.χ.
ποιος χώρισε τις ραψωδίες, πότε αυτό έγινε και, προπαντός, γιατί το μέτρο της
διαίρεσης ήταν τα εικοσιτέσσερα γράμματα του αλφαβήτου) έχει την αναμφισβήτητα
αξία να προσεγγίζει τη μελέτη του ομηρικού έπους και της γέννησής του από
καινοφανή πλευρά, προσπαθώντας ν’ ανοίξει νέο ερευνητικό δρόμο, με ώριμη
φιλολογική μέθοδο αλλά και με ευαισθησία (ο Βαλαωρίτης, άλλωστε, είναι και πολύ
καλός ποιητής).
Πρόκειται
για μια προσέγγιση που μπορεί να καρποφορήσει, και να ταράξει τα λιμνάζοντα
νερά των ομηρικών σπουδών. Σε περίπλοκα θέματα (όπως είναι το Ομηρικό Ζήτημα, εδώ
και αιώνες) κάθε έξυπνη συνεισφορά, έστω κι αν αποδειχθεί ανεπαρκής να δώσει
τελική απάντηση σ’ όλα τα προβλήματα, είναι πάντα καλοδεχούμενη και ανοίγει
νέους ορίζοντες στο πανόραμα της έρευνας.
Ο
“τοίχος της σιωπής” (Βούζης) που υψώθηκε από την επίσημη φιλολογία είναι τεκμήριο
ότι ο Βαλαωρίτης άρχιζε με την αιρετική του θεωρία να τραντάζει τις βεβαιότητες
των ομηρολόγων και την αυτοαναφορικότητα των φιλολόγων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου