Βασίλης Κ. Μηλίτσης
Η Κιθάρα
Παραδομένος στη
θαλπωρή της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης του Αριστοτελείου, μελετούσα την Αινειάδα
του Βιργιλίου, μάθημα που είχα αφήσει για την ημιπερίοδο του Δεκεμβρίου. Quidquid
id est. Timeo Danaos et dona ferentis.
Εδώ σπαζοκεφάλιαζα: γιατί ferentis και όχι ferentes; Αργότερα έμαθα ότι ο ποιητής ταύτιζε την αιτιατική με τη γενική ενικού, προφανώς, για λόγους μέτρου. Αν και βρισκόμουν εκεί από το μεσημέρι – ήταν ήδη σούρουπο και σε λίγο η βιβλιοθήκη θα έκλεινε – συνέχιζα να κάθομαι στη θέση μου, γιατί έξω έκανε ένα ψοφόκρυο που σε περόνιαζε μέχρι το κόκαλο. Ήταν παραμονή του Αγίου Νικολάου και το θερμόμετρο πρέπει να έδειχνε κάτω από το μηδέν. Εκτός από το κρύο, ο καιρός ήταν στεγνός αν και ο ουρανός μουντός, σκεπασμένος με μολυβένια σύννεφα. Εκείνος ο χειμώνας του ’67 ήταν από τους βαρύτερους.
Εδώ σπαζοκεφάλιαζα: γιατί ferentis και όχι ferentes; Αργότερα έμαθα ότι ο ποιητής ταύτιζε την αιτιατική με τη γενική ενικού, προφανώς, για λόγους μέτρου. Αν και βρισκόμουν εκεί από το μεσημέρι – ήταν ήδη σούρουπο και σε λίγο η βιβλιοθήκη θα έκλεινε – συνέχιζα να κάθομαι στη θέση μου, γιατί έξω έκανε ένα ψοφόκρυο που σε περόνιαζε μέχρι το κόκαλο. Ήταν παραμονή του Αγίου Νικολάου και το θερμόμετρο πρέπει να έδειχνε κάτω από το μηδέν. Εκτός από το κρύο, ο καιρός ήταν στεγνός αν και ο ουρανός μουντός, σκεπασμένος με μολυβένια σύννεφα. Εκείνος ο χειμώνας του ’67 ήταν από τους βαρύτερους.
Ήρθε η ώρα να
κλείσει η βιβλιοθήκη και βγήκα έξω τουρτουρίζοντας. Βλέπεις, η οικονομική μου
κατάσταση, όπως και της πλειονότητας του φοιτητόκοσμου, δεν ήταν και ανθηρή. Ντυμένος
μάλλον ελαφρά για την εποχή δεν μπορούσα να σταματήσω να τουρτουρίζω και να
κάνω τα δόντια μου να μη χτυπούν. Άθελα μου ήρθε στο νου εκείνο του Ευαγγελίου ο
βρυγμός των οδόντων. Κατευθύνθηκα προς τη στάση του αστικού να πάρω το 15
για Σαράντα Εκκλησιές, όπου έμεινα σ’ ένα διαμέρισμα χωρίς θέρμανση φυσικά, στο
οποίο συγκατοικούσα με άλλους δυο. Ανέβηκα βιαστικά στο λεωφορείο και κατέβηκα
στη στάση πριν το τέρμα, όχι για να πάω σπίτι, αλλά για να φάω κάτι στο
καφενεδάκι – ταβερνείο του μπάρμπα Ιωσήφ, όπου συνηθίζαμε να τρώμε βερεσέ. Το
μεσημέρι τρώγαμε στη φοιτητική λέσχη με κάρτα απορίας, η οποία κόστιζε το
συμβολικό ποσό των 92 δραχμών και την εξέδιδε ο παπάς της ενορίας, αφού φυσικά
έπαιρνε και την έγκριση της αστυνομίας της χούντας. Για πρωινό, δεν γινόταν
λόγος. Τη μέρα εκείνη, θυμάμαι, είχαμε φάει σουπιές στιφάδο – ξέχασαν όμως να
τις καθαρίσουν από την άμμο – και σαλάτα μαρούλι, όπου ο μάγειρας έριχνε το
λάδι με τρυπητή κουτάλα.
Τελειώνοντας το λιτό βραδινό, ούτε σκέψη να πάω σπίτι, το οποίο φυσικά ήταν σωστό ψυγείο. Μέτρησα τα λιγοστά λεφτά που είχα και διαπίστωσα πως ήταν αρκετά για σινεμά Β΄ Προβολής. ( 11,5 δραχμές Α΄ Προβολή, 9,5 δραχμές Β Προβολή). Κατεβαίνοντας τη φορά αυτή από τις Σαράντα Εκκλησιές με το πόδια, για να μην πληρώσω τα 80 λεπτά του πάσο μου, έφτασα στο σινεμά Ιντεάλ στην αρχή της Αγίου Δημητρίου, όπου παίζονταν δύο έργα γκρανγκινιόλ με βαμπίρ και δράκουλες. Έβγαλα εισιτήριο, θες για να γλιτώσω από το κρύο, θες από νοσηρό ενδιαφέρον για έργα αυτού του είδους, και μπήκα αμέσως στην αίθουσα προβολής. Φυσικά, οι ταινίες δεν ήταν ποιοτικές, αλλά είχαν σκηνές πραγματικά τρομακτικές χωρίς να φτάνουν στο σημείο του αποτροπιασμού. Τις παρακολούθησα με ενδιαφέρον μέχρι τέλους. Ήταν η τελευταία προβολή που τέλειωσε μετά τα μεσάνυχτα. Βγαίνοντας από τον κινηματογράφο, πήρα την ανηφόρα πάλι με τα πόδια και μετά από είκοσι λεπτά έφτασα ξυλιασμένος από την παγωνιά στο διαμέρισμά μας. Ανέβηκα τους τρεις ορόφους – πού πολυτέλεια για ασανσέρ – και με μουδιασμένα δάχτυλα έβαλα το κλειδί ν’ ανοίξω. Περίμενα με προσμονή να συναντήσω τους συγκάτοικούς μου για να διασκεδάσω την κρύα μου δυσθυμία με συντροφικότητα, αλλά δεν υπήρχε ψυχή. Ποιος ξέρει που κοπροσκύλιαζαν κι αυτοί λόγω ψύχους. Πήγα να πέσω για ύπνο σ’ ένα δωμάτιο κατάκρυο. Οι κουβέρτες ήταν όπως τις είχα αφήσει το πρωί έτοιμες να μπω από κάτω και χουχουλιάζοντας να κοιμηθώ. Πριν πέσω, όμως, πήγα στην τουαλέτα να βουρτσίσω τα δόντια μου, αλλά ανοίγοντας τη βρύση, πουθενά νερό. Οι σωληνώσεις είχαν παγώσει. Γύρισα αναθεματίζοντας τη μοίρα μου πίσω στο δωμάτιό μου κι έπεσα αμέσως κάτω από τα σκεπάσματα. Αμέσως διαπίστωσα πως κρύωνα πολύ, γι’ αυτό σηκώθηκα κι έβαλα τις κάλτσες μου και το παντελόνι πάνω από τις πιτζάμες. Και πάλι τουρτούριζα. Σηκώθηκα και τη φορά αυτή ντύθηκα με το επανωφόρι μου βάζοντας συγχρόνως ένα ζευγάρι κάλτσες στα χέρια μου, ελλείψει χειροκτίων. Κάπως ζεστάθηκα και ήμουν έτοιμος να σβήσω το φως όταν με την άκρη της κουβέρτας έριξα την κιθάρα μου που ήταν στημένη δίπλα στο κρεβάτι. Τη σήκωσα και την έστησα στον απέναντι τοίχο. Έσβησα το φως και χώθηκα με το κεφάλι μέσα στα σκεπάσματα. Μετά από λίγο άρχισα να παραδίδομαι γλυκά στις αγκάλες του Μορφέως. Βρισκόμουν σ’ εκείνη τη φάση του ύπνου μεταξύ συνειδητού και ασύνειδου όταν άκουσα γρατσουνίσματα κιθάρας. Ξύπνησα έντρομος και έστησα αυτί ν’ ακούσω. Μετά από μερικές στιγμές ακούστηκαν πάλι οι δονήσεις από τις χορδές, ντριν, ντριν, ντριν. Τα είχα χάσει εντελώς. Λίγο από την επιρροή των ταινιών, λίγο από το αλλόκοτο αυτό συμβάν «εν τω μέσω της νυκτός» τα χρειάστηκα. Φοβόμουν ν’ ανάψω το φως μήπως ξαφνικά αντικρίσω κανένα βαμπίρ να παίζει κιθάρα και να με κοιτάζει με χαιρέκακο χαμόγελο. Τελικά παίρνοντας τη γενναία απόφαση, σηκώνομαι κι ανάβω το φως. Και τι βλέπω: πάνω στην κιθάρα να παρελαύνουν τρεις με τέσσερις κατσαρίδες που με τα ποδαράκια τους έκαναν αυτόν τον ήχο προσπαθώντας να αναρριχηθούν στις χορδές της.
Δεν έφτανε το
κρύο, πήρα και την τρομάρα. Την ώρα εκείνη παλινόστησαν, ποιος ξέρει από πού
και οι εντιμότατοι συγκάτοικοί μου, στους οποίους διηγήθηκα το συμβάν και την
τρομάρα μου. Τώρα, με πίστεψαν, δε με πίστεψαν, δεν έχει σημασία γιατί με πήραν
στο ψιλό για τον δεισιδαίμονα φόβο μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου