Λέων Τολστόι - Βικιπαίδεια
Λεβ Νικολάγιεβιτς Τολστόι
Οι Τρεις Ερημίτες (Три Старца)
Μετάφραση:
Βασίλης Κ. Μηλίτσης
Το διήγημα αυτό γράφηκε το 1885 και δημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο
περιοδικό Νίβα. Εμφανίστηκε στη συλλογή Είκοσι-τρεις Ιστορίες. Μεταφράστηκε
για πρώτη φορά στ’ Αγγλικά από τις εκδόσεις Funk & Wagnalls το
1907. Ο τίτλος αναφέρεται σε τρεις χαρακτήρες: τρεις ανώνυμους μοναχούς που
ζουν σ’ ένα απομακρυσμένο νησί μια ζωή με προσευχή και διαλογισμό ‘για τη
σωτηρία των ψυχών τους’.
Β.Κ.Μ.
Προσευχόμενοι δὲ μὴ βαττολογήσητε ὥσπερ οἱ
ἐθνικοί· δοκοῦσι γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται. μὴ οὖν ὁμοιωθῆτε
αὐτοῖς· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὧν χρείαν ἔχετε πρὸ τοῦ ὑμᾶς αἰτῆσαι αὐτόν.
(Ματθαίος, Κεφ. ΣΤ, 7,8)
Ένας Δεσπότης ταξίδευε με το καράβι από τον Αρχάγγελο προς το
μοναστήρι του Σολοβέτσκ στην Άσπρη Θάλασσα. Μαζί του συνταξίδευαν και μερικοί
προσκυνητές που πήγαιναν να επισκεφτούν τα σκηνώματα της περιοχής. Το ταξίδι
ήταν ήρεμο, το καράβι δεν κουνούσε, ο άνεμος ούριος και ο καιρός ευνοϊκός. Οι
προσκυνητές είχαν τακτοποιηθεί στην κουβέρτα του πλοίου, τρώγοντας ή
βρισκόμενοι σε ομάδες και συζητούσαν. Ο Δεσπότης ανέβηκε κι αυτός στο
κατάστρωμα και καθώς βημάτιζε πάνω κάτω, παρατήρησε μια παρέα αντρών να
στέκονται κοντά στην πλώρη και ν’ ακούν κάποιον μουζίκο που έδειχνε προς τη
θάλασσα και τους έλεγε κάτι. Ο Δεσπότης στάθηκε και κοίταξε προς το μέρος που
έδειχνε ο ψαράς. Όμως, δεν έβλεπε τίποτε εκτός από τη θάλασσα που λαμπύριζε στο
φως του ήλιου. Πήγε πιο κοντά ν’ ακούσει, αλλά ο άντρας έβγαλε το κασκέτο του
και σιώπησε. Κι οι υπόλοιποι έβγαλαν τα καπέλα τους και υποκλίθηκαν.
«Μην ενοχλείστε, αδελφοί μου», είπε ο Δεσπότης. «Απλώς ήρθα ν’
ακούσω τι λέει ετούτος ο καλός άνθρωπος».
«Ο συνταξιδιώτης μας έλεγε για τους ερημίτες», αποκρίθηκε ένας απ’
αυτούς, ένας πραματευτής, πιο τολμηρός από τους άλλους.
«Ποιους ερημίτες;» ρώτησε ο Δεσπότης, πηγαίνοντας προς την κουπαστή
του καραβιού όπου κάθισε πάνω σ’ ένα κασόνι. «Πείτε μου γι’ αυτούς. Θα ήθελα ν’
ακούσω. Τι ήταν αυτό που δείχνατε;»
«Να, εκείνο το νησάκι που βλέπετε εκεί πέρα», απάντησε ο μουζίκος
κι έδειξε ένα σημάδι μπροστά και λίγο δεξιά. «Εκείνο είναι το νησί όπου ζουν οι
ερημίτες και προσεύχονται για τη σωτηρία των ψυχών τους».
«Μα πού είναι το νησί;» ξαναρώτησε ο Δεσπότης. «Δε βλέπω τίποτε».
«Εκεί στο βάθος. Αν η
Αγιότητά σας έχει την καλοσύνη να ακολουθήσει την κατεύθυνση του χεριού μου,
βλέπετε εκείνο το συννεφάκι; Κάτω απ’ αυτό και λίγο αριστερά, φαίνεται μια αχνή
λουρίδα. Εκείνο είναι το νησί».
Ο Δεσπότης κοίταξε προσεκτικά αλλά τα ανεξοικείωτα μάτια του δεν
μπορούσαν να ξεχωρίσουν τίποτε παρά μόνο το νερό που στραφτάλιζε στον ήλιο.
«Δε βλέπω τίποτε», είπε. «Αλλά ποιοι είναι αυτοί οι ερημίτες που
ζουν εκεί;»
«Είναι άγιοι άνθρωποι», απάντησε ο μουζίκος. «Από καιρό ακούω γι’
αυτούς αλλά ποτέ δεν έτυχε να τους δω ο ίδιος μέχρι πρόπερσι».
Κι ένας άλλος που ήταν ψαράς διηγήθηκε πως κάποτε όταν είχε βγει
στ’ ανοιχτά για ψάρεμα, είχε προσαράξει και πέρασε τη νύχτα στο νησί, μη
γνωρίζοντας που βρισκόταν. Το επόμενο πρωί καθώς περιφερόταν στο νησί, είδε μια λασπόκτιστη καλύβα κι έναν γέροντα
να στέκεται μπροστά της. Αμέσως άλλοι δύο γέροντες βγήκαν από την καλύβα, και
αφού του έδωσαν να φάει, του στέγνωσαν τα πράγματά του και τον βοήθησαν να
επιδιορθώσει τη βάρκα του.
«Τι σόι άνθρωποι είναι αυτοί;» ρώτησε ο Δεσπότης.
«Ο ένας είναι μικρόσωμος και κυρτός. Φοράει ράσο και είναι
γηραλέος, θα πρέπει να είναι πάνω από εκατό χρονών, υπολογίζω. Είναι τόσο γέρος
που η άσπρη του γενειάδα έχει πάρει μια πρασινωπή χροιά. Όμως δε σταματάει να
χαμογελά και το πρόσωπό του λάμπει τόσο όσο ενός αγγέλου στον ουρανό. Ο
δεύτερος είναι πιο ψηλός αν και πολύ γέρος. Φοράει ένα κουρελιασμένο χωριάτικο χιτώνιο.
Τα γένια του είναι πυκνά κι έχουν ένα κιτρινωπό και γκρίζο χρώμα. Είναι δυνατός
άντρας αν και γέρος. Πριν προλάβω να τον βοηθήσω, αναποδογύρισε τη βάρκα μου
λες κι ήταν κουβάς. Κι αυτός είναι καλοσυνάτος και χαρωπός. Ο τρίτος είναι
ψηλός με μια γενειάδα κάτασπρη σαν το χιόνι που φτάνει μέχρι τα γόνατα. Η όψη
του έχει μια αυστηρότητα, και τα φρύδια του τόσο πυκνά που σχεδόν κρύβουν τα μάτια
του. Δε φοράει τίποτε εκτός από μια μηλωτή γύρω από τη μέση του».
«Σου μίλησαν;» συνέχισε να ρωτάει ο Δεσπότης.
«Ως επί το πλείστον έκαναν τα πάντα σιωπηλοί και αντάλλασσαν πολύ
λίγες λέξεις μεταξύ τους. Ο ένας απλώς έριχνε στους άλλους μια ματιά, κι αυτοί
καταλάβαιναν τι ζητούσε. Ρώτησα τον πιο ψηλό αν ζούσαν εκεί πολύν καιρό. Αυτός
κατσούφιασε και μουρμούρισε κάτι σαν να θύμωσε. Ο πιο γέρος όμως έπιασε το χέρι
του και χαμογέλασε, κι ο ψηλός αμέσως ηρέμησε. Το μόνο που είπε ο πιο γέρος
ήταν: ‘Ελέησέ μας’, και χαμογέλασε».
Κι ενώ ο ψαράς συνέχιζε να μιλάει, το καράβι είχε πλησιάσει στο
νησί
«Να, τώρα μπορείτε να το δείτε καθαρά, εάν η Αγιότητά σας
καταδεχτεί να κοιτάξει», είπε ο πραματευτής δείχνοντας με το χέρι του.
Ο Δεσπότης κοίταξε και τότε πράγματι είδε μια σκούρα λουρίδα – που
ήταν το νησί. Αφού το κοίταξε για λίγο, έφυγε από την πλώρη, και πηγαίνοντας
στην πρύμνη, ρώτησε τον τιμονιέρη:
«Ποιο νησί είναι αυτό;»
«Το νησί αυτό», απάντησε ο ναύτης, «δεν έχει όνομα. Υπάρχουν πολλά
τέτοια σ’ αυτή τη θάλασσα».
«Είναι αλήθεια ότι ζουν εκεί τρεις ερημίτες για τη σωτηρία των
ψυχών τους;»
«Έτσι λένε, Αγιότατε, αλλά δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Οι ψαράδες
λένε πως τους έχουν δει, αλλά φυσικά μπορεί απλώς να λένε παραμύθια».
«Θα ήθελα να αποβιβαστώ σ’ αυτό το νησί και να συναντήσω αυτούς
τους άντρες», είπε ο Δεσπότης. «Πώς μπορώ να το κάνω;»
«Το πλοίο δεν μπορεί να πλησιάσει στο νησί», απάντησε ο τιμονιέρης,
«αλλά θα μπορούσε κάποιος να σας πάει με μια βάρκα. Μιλήστε καλύτερα με τον
καπετάνιο».
Φώναξαν και ήρθε ο καπετάνιος.
«Θα ήθελα να δω αυτούς τους ερημίτες», ζήτησε ο Δεσπότης. «Μήπως θα
μπορούσε κάποιος να με βγάλει με βάρκα στη στεριά;»
Ο καπετάνιος προσπάθησε να τον μεταπείσει.
«Βέβαια και θα μπορούσε να γίνει», είπε, «αλλά θα χάσουμε χρόνο.
Και αν θα τολμούσα να πω στην Αγιότητά σας, οι γέροντες αυτοί δεν αξίζουν τον
κόπο σας. Εγώ έχω ακούσει πως είναι κάτι ανόητοι γεροξεκούτηδες που δεν
καταλαβαίνουν τίποτε και ποτέ δεν αρθρώνουν μια λέξη, όσο και τα ψάρια της
θάλασσας».
«Μολαταύτα, θα ήθελα να τους δω», είπε ο Δεσπότης, «και θα σας
πληρώσω για τον κόπο σας και για το χάσιμο του χρόνου. Παρακαλώ, παραχωρήστε
μου μια βάρκα».
Δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, γι’ αυτό δόθηκε διαταγή να
πλησιάσουν στο νησί. Οι ναύτες γύρισαν τα πανιά, ο τιμονιέρης έστρεψε το τιμόνι
και το πλοίο αλλάζοντας πορεία, κατευθύνθηκε προς το νησί. Στην πλώρη
τοποθετήθηκε μια καρέκλα για τον Δεσπότη, όπου βολεύτηκε κοιτάζοντας προς τα
μπρος. Όλοι οι επιβάτες συγκεντρώθηκαν κι αυτοί στην πλώρη και κοίταζαν με
προσοχή το νησί. Όσοι είχαν οξύτατη όραση διέκριναν αμέσως τα βράχια και μια
λασπόκτιστη καλύβα. Τελικά κάποιος είδε τους ίδιους τους ερημίτες. Ο καπετάνιος
έφερε ένα κανοκιάλι και αφού κοίταξε πρώτος, μετά το έδωσε στον Δεσπότη.
«Πράγματι υπάρχουν τρεις άντρες που στέκονται στην ακτή. Να εκεί,
λίγο δεξιά από εκείνον τον μεγάλο βράχο».
Ο Δεσπότης πήρε το κανοκιάλι, το εστίασε και είδε τους τρεις
ερημίτες: έναν ψηλό, έναν πιο κοντό και τον τρίτο, τον μικροσκοπικό με τη
σκυμμένη ράχη. Στέκονταν στην ακτή πιασμένοι χέρι-χέρι.
Ο καπετάνιος γύρισε προς τον Δεσπότη.
«Το καράβι δεν μπορεί να πλησιάσει περισσότερο, Αγιότατε. Εάν
επιθυμείτε να βγείτε στη στεριά, θα πρέπει να σας παρακαλέσουμε να πάτε με τη
βάρκα ενώ εμείς θα αράξουμε εδώ».
Λύσανε την αλυσίδα, έριξαν την άγκυρα και μαϊνάρανε τα πανιά. Το
πλοίο σταμάτησε μ’ ένα τράνταγμα και αμέσως κατέβασαν μια βάρκα. Πήδησαν μέσα
της η κωπηλάτες και ο Δεσπότης κατέβηκε με την ανεμόσκαλα και βολεύτηκε στη
θέση του. Οι ναύτες τράβηξαν τα κουπιά και η βάρκα έπλευσε γρήγορα προς το
νησί. Όταν πλησίασαν σε μια μικρή απόσταση, είδαν τους τρεις γέροντες: έναν
ψηλό με μόνο μια μηλωτή γύρω από τη μέση του, έναν πιο κοντό μ’ ένα χωριάτικο
κουρελιασμένο χιτώνιο, και έναν υπέργηρο, σκυφτό από τα χρόνια που φορούσε ένα
παλιό ράσο – και οι τρεις τους στέκονταν πιασμένοι χέρι – χέρι.
Οι κωπηλάτες προσορμίστηκαν και κράτησαν τη βάρκα ακίνητη με τον
γάντζο για να κατεβεί ο Δεσπότης.
Οι γέροντες του υποκλίθηκαν κι αυτός τους έδωσε την ευλογία του,
στην οποία οι ερημίτες αποκρίθηκαν με μια πιο βαθιά υπόκλιση. Κατόπιν ο
Δεσπότης άρχισε να τους μιλάει.
«Άκουσα», άρχισε να λέει, «πως είστε άνθρωποι του Θεού και ζείτε
εδώ για τη σωτηρία των δικών σας ψυχών και προσεύχεστε στον Κύριο Ημών Ιησού
Χριστό και για τους συνανθρώπους σας. Εγώ, ο ανάξιος δούλος του Χριστού, έχω
κληθεί, ελέω Θεού, να διαφυλάττω και να διδάσκω το ποίμνιό του. Θέλησα λοιπόν
να σας δω κι εσάς, ως δούλους του Θεού, και να σας διδάξω τον λόγο Του».
Οι τρεις γέροντες αλληλοκοιτάχτηκαν χαμογελώντας, αλλά παρέμειναν
σιωπηλοί.
«Πείτε μου», συνέχισε ο Δεσπότης, «τι κάνετε για τη σωτηρία των
ψυχών σας και πώς υπηρετείτε τον Θεό πάνω σ’ αυτό το νησί;»
Ο δεύτερος ερημίτης αναστέναξε και κατεύθυνε το βλέμμα του στον
μεγαλύτερο, στον πιο γηραιό. Ο τελευταίος χαμογέλασε και είπε:
«Δεν ξέρουμε πώς να υπηρετούμε τον Θεό. Εμείς μόνο υπηρετούμε και
συντηρούμε τον εαυτό μας, δούλε του Θεού».
«Μα πώς προσεύχεστε στον Θεό;» ρώτησε ο Δεσπότης.
«Προσευχόμαστε μ’ αυτόν τον τρόπο», απάντησε ο ερημίτης. «Τρεις
είστε εσείς, τρεις κι εμείς, ελεήστε ημάς». Λέγοντας αυτά ο γέροντας και οι
τρεις τους σήκωσαν τα μάτια στον ουρανό και επανέλαβαν:
«Τρεις είστε εσείς, τρεις κι εμείς, ελεήστε ημάς»
Ο Δεσπότης χαμογέλασε.
«Προφανώς έχετε ακούσει κάτι για την Αγία Τριάδα», είπε. «Όμως δεν
προσεύχεστε σωστά. Σας έχω βάλει στην καρδιά μου, άνθρωποι του Θεού. Βλέπω πως
λαχταράτε να ευχαριστήσετε τον Κύριο, αλλά δεν ξέρετε πώς να Τον υπηρετείτε.
Δεν είναι αυτός ο σωστός τρόπος προσευχής. Δώστε λοιπόν προσοχή κι εγώ θα σας
μάθω. Θα σας τον μάθω όχι με τον δικό μου τρόπο, αλλά με τον τρόπο που ο Θεός
μέσα στην Αγία Γραφή πρόσταξε όλους τους ανθρώπους να προσεύχονται σ’ Αυτόν».
Αμέσως ο Δεσπότης άρχισε να εξηγεί στους ερημίτες πώς ο Θεός
αποκαλύφθηκε στον κόσμο. Τους είπε για τον Θεό Πατέρα, τον Υιό του Θεού και το
Άγιο Πνεύμα.
«Ο Υιός του Θεού κατέβηκε στη γη» συνέχισε να λέει, «να σώσει τον
κόσμο, και μας έδειξε τον εξής τρόπο προσευχής. Ακούστε και επαναλάβετε μετά
από μένα: Πάτερ ημών».
Ο πρώτος γέροντας επανέλαβε «Πάτερ ημών» ακολουθούμενος από τους
άλλους δυο: «Πάτερ ημών».
«Ο εν τοις ουρανοίς», συνέχισε ο Δεσπότης.
«Ο εν τοις ουρανοίς», επανέλαβε ο πρώτος ερημίτης, αλλά ο
δεύτερος τα μπέρδεψε με τις λέξεις και ο ψηλός δεν μπόρεσε να το πει σωστά. Τα
μαλλιά του έπεφταν πάνω από το στόμα ώστε να μη μιλάει καθαρά. Ο πολύ γέρος
ερημίτης, μη έχοντας καθόλου δόντια στο στόμα του, μουρμούρισε κι αυτός κάτι
ακατάληπτο.
Ο Δεσπότης επανέλαβε τις λέξεις εκ νέου και οι γέροντες τον
ακολούθησαν. Ο Δεσπότης ήταν καθισμένος πάνω σε μια πέτρα, ενώ οι γέροντες
στέκονταν όρθιοι μπροστά του, βλέποντας το στόμα του και επαναλαμβάνοντας τις
λέξεις όπως αυτό τις άρθρωνε. Όλη την ημέρα ο Δεσπότης μοχθούσε, λέγοντας μια
λέξη είκοσι, τριάντα, εκατό φορές ξανά και οι γέροντες επαναλάμβαναν αυτά που
τους έλεγε. Τα μπέρδευαν, τους διόρθωνε, και τους έβαζε να τα λένε πάλι από την
αρχή.
Ο Δεσπότης δεν τα παράτησε παρά μόνο όταν τους έμαθε όλη την
Κυριακή Προσευχή έτσι ώστε να τη λένε μόνοι τους χωρίς να τον ακούνε και να την
επαναλαμβάνουν. Ο μεσαίος ήταν εκείνος που την εμπέδωσε πρώτος και μπορούσε να
τη λέει νεράκι όλη μόνος του. Ο Δεσπότης τον έβαλε να τη λέει ξανά και ξανά,
και τελικά την έμαθαν και οι υπόλοιποι.
Είχε σουρουπώσει και το φεγγάρι ανέτειλε πάνω από τη θάλασσα πριν
σηκωθεί ο Δεσπότης για να επιστρέψει στο καράβι. Αποχαιρετώντας τους γέροντες,
αυτοί υποκλίθηκαν σκύβοντας μέχρι το έδαφος. Τους σήκωσε, φίλησε τον καθένα
χωριστά και τους παρότρυνε να προσεύχονται όπως τους είχε μάθει. Κατόπιν μπήκε
στη βάρκα για να γυρίσει πίσω στο πλοίο.
Καθώς καθόταν μέσα στη βάρκα, άκουγε τη φωνή των τριών ερημιτών να
απαγγέλουν φωναχτά την Κυριακή Προσευχή. Όταν πλέον η βάρκα πλησίασε στο
καράβι, δεν τους άκουγε πια, αλλά μπορούσε να τους διακρίνει στο φως του
φεγγαριού να στέκονται όπως τους είχε αφήσει στην ακτή, τον μικρόσωμο στη μέση
τον ψηλό δεξιά του και τον μεσαίο στ’ αριστερά. Μόλις ο Δεσπότης έφτασε στο
καράβι και ανέβηκε στο κατάστρωμα, οι ναύτες σήκωσαν την άγκυρα και ανέβασαν τα
πανιά. Ο άνεμος τα φύσηξε και το πλοίο απομακρύνθηκε. Ο Δεσπότης βολεύτηκε σε
μια θέση στην πρύμνη του καραβιού παρατηρώντας το νησί που άφηναν πίσω τους.
Για λίγο μπορούσε ακόμη να διακρίνει τους ερημίτες, αλλά βαθμηδόν έπαψαν να
φαίνονται αν και το νησί ήταν ακόμη ορατό. Τελικά χάθηκε κι αυτό στον ορίζοντα
και μόνο η θάλασσα ήταν ορατή με ελαφρά κυματάκια να παιχνιδίζουν στο φως του
φεγγαριού.
Οι προσκυνητές έστρωσαν να κοιμηθούν και σε λίγο απόλυτη ησυχία
βασίλευε πάνω στην κουβέρτα του πλοίου. Ο Δεσπότης δεν είχε ύπνο και καθόταν
μόνος του στην πρύμνη, ατενίζοντας τη θάλασσα προς το μέρος του νησιού που δεν
φαινόταν πλέον και συλλογιζόμενος τους τρεις γέροντες. Έφερε στο νου του πόσο
ευχαριστημένοι ήταν που έμαθαν την Κυριακή Προσευχή, και ευχαρίστησε τον Θεό
που τον έστειλε να κηρύξει τον λόγο Του βοηθώντας αυτούς τους θεοσεβούμενους
ανθρώπους.
Καθώς ο Δεσπότης καθόταν, σκεπτόταν και ατένιζε το πέλαγος, το
φεγγαρόφωτο παιχνίδιζε στα μάτια του, σπινθηροβολώντας εδώ κι εκεί πάνω στα
κυματάκια. Ξαφνικά, αντικρίζει κάτι άσπρο και φωτεινό στο λαμπερό διάβα που
έριχνε το φεγγάρι πάνω στο νερό. Τι ήταν αυτό; Κάποιος γλάρος ή να αχνοφέγγει
το άσπρο πανί ενός μικρού πλοιαρίου; Ο Δεσπότης προσήλωσε το βλέμμα του στο
φαινόμενο με απορία. «Θα είναι κανένα καράβι που πλέει πίσω μας», σκέφτηκε,
«αλλά θα μας προφτάσει τόσο γρήγορα; Πριν από ένα λεπτό ήταν μακριά, πολύ
μακριά, και τώρα όλο και μας κοντεύει. Αδύνατον να είναι καραβάκι, γιατί τώρα
δε βλέπω κανένα πανί. Όμως ό,τι και να είναι, μας ακολουθεί και σε λίγο θα μας
προλάβει».
Και αμέσως διέκρινε τι ήταν. Ούτε πλεούμενο, ούτε πουλί, ούτε ψάρι!
Παραήταν μεγάλο να είναι άνθρωπος, και εξάλλου κανένας άνθρωπος δεν ήταν
δυνατόν να βρίσκεται εκεί στη μέση του πελάγους. Ο Δεσπότης σηκώθηκε και ρώτησε
τον τιμονιέρη.
«Για κοίτα εκεί, αδελφέ μου, τι είναι αυτό; Τι είναι;» επανέλαβε ο
Δεσπότης, αν και τώρα έβλεπε καθαρά τι ήταν – οι τρεις ερημίτες να τρέχουν πάνω
στο νερό, και να φέγγουν μ’ ένα λευκό φως, με τις άσπρες τους γενειάδες να
λαμπυρίζουν στο σεληνόφως και συνεχώς να πλησιάζουν το πλοίο.
Ο τιμονιέρης κοίταξε και τρομαγμένος άφησε το δοιάκι.
«Θεέ και κύριε! Οι ερημίτες τρέχουν πίσω μας πάνω στο νερό σαν να
είναι στη στεριά!»
Ακούγοντάς τον οι επιβάτες, σηκώθηκαν αλαφιασμένοι και
συνωστίσθηκαν στην πρύμνη. Είδαν τους ερημίτες να προχωρούν πιασμένοι χέρι –
χέρι και δυο απ’ αυτούς να κάνουν νόημα να σταματήσει το πλοίο. Και οι τρεις
γλιστρούσαν πάνω στο νερό χωρίς να κινούν τα πόδια τους. Πριν καλά – καλά
σταματήσει το πλοίο, οι ερημίτες το είχαν φτάσει, και σηκώνοντας το κεφάλι
τους, άρχισαν και οι τρεις να φωνάζουν:
«Δούλε του Θεού, ξεχάσαμε το κήρυγμά σου. Όσην ώρα επαναλαμβάναμε
την προσευχή, τη θυμόμασταν, αλλά αφού για λίγο σταματήσαμε να τη λέμε,
ξεχάσαμε μια λέξη και τώρα όλα χάθηκαν. Δεν μπορούμε να θυμηθούμε τίποτε.
Ξαναμάθε την μας».
Ο Δεσπότης σταυροκοπήθηκε και σκύβοντας από την κουπαστή, τους
είπε:
«Άνθρωποι του Θεού, η προσευχή σας θα φτάσει στα αυτιά του Κυρίου.
Δεν είμαι αρμόδιος να σας διδάξω. Εσείς να προσεύχεστε και για μας τους
αμαρτωλούς.
Ο Δεσπότης έβαλε μια βαθιά μετάνοια ενώπιον των τριών γερόντων, οι
οποίοι γύρισαν για να πάνε πίσω στο νησί τους περπατώντας πάνω στη θάλασσα. Και
ένα φως έλαμπε μέχρι το χάραμα πάνω στο σημείο όπου χάθηκαν από τα μάτια των
επιβαινόντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου