*******************************
Μιλτιάδης Δατσέρης
Μια ληστεία* [Διήγημα]
Καλημέρα.
-Καλημέρα. -Πού πάμε; -Κολωνάκι, οδός Ροϊδου 10. -Με τέτοια κίνηση δεν θα φτάσουμε ούτε σε ένα μήνα. -Να σας πω την αλήθεια δεν βιάζομαι καθόλου, ο χρόνος δουλεύει για μένα. -Βέβαια τι ανάγκη έχετε εσείς, οι άλλοι δουλεύουν για σας. -Ακούστε, κύριε, για δουλειά πάω και μάλιστα όχι δική μου. Μου φαίνεται ότι παρεξηγήσατε επειδή δηλαδή είδατε κάποιον να φορά γραβάτα με προορισμό το Κολωνάκι σημαίνει κιόλας ότι είναι επιχειρηματίας; Σας πληροφορώ, λοιπόν, ότι αυτή τη στιγμή πρόκειται να πάρω επιταγή ύψους δεκαπέντε εκατομμυρίων από κάποιον αρκετά εύπορο κύριο και να τα καταθέσω στο λογαριασμό ενός άλλου αρκετά πλούσιου. Ένας υπαλληλάκος είμαι που μοιράζω το οχτάωρό μου ανάμεσα στο άγχος και τον κίνδυνο. -Με συγχωρείτε, κύριε. Σας πέρασα σαν κι αυτούς... -Δεν το καταλαβαίνω, επειδή και εγώ θέλω - μου αρέσει βρε αδελφέ - να προσέχω τον εαυτό μου, να ντύνομαι όσο μπορώ πιο κομψά, σημαίνει ότι είμαι σαν κι αυτούς; Δηλαδή τί θέλετε, να ντύνομαι με κουρέλια για να τους δώσω το δικαίωμα να γελάνε σαρκαστικά μπροστά μου; Τους αφήνω να ζουν με την εντύπωση ότι είμαι όμοιός τους. Γιατί να ξέρετε είμαι πολύ καλύτερος. Ούτε σκότωσα τον πατέρα μου για να τον κληρονομήσω, ούτε έκανα απάτες για να πολλαπλασιάσω αυτά που απέκτησα σκοτώνοντας, ούτε εκμεταλλεύτηκα τους υπαλλήλους μου για να αυξήσω αυτά που είχα κλέψει. -Με συγχωρείτε που σας έθιξα. -Σας συγχωρώ. Μετά την άσπρη Μερσεντές με αφήνετε. Κατεβαίνω από το ταξί γεμάτος νεύρα. Ακούς εκεί να είναι κύριος όποιος φοράει γραβάτα και να μην είναι όποιος δεν φοράει. Σίγουρα θα μου έλεγε "ρε φίλε" αν φόραγα μπλουζάκι και μπουφάν. Τι κάνει η αμφίεση! Πόσο μπορεί να ξεγελάσει τον άλλον. Βγάζω τις σκέψεις αυτές απ'το μυαλό μου και συνεχίζω να διασχίζω ευθεία την Δουκίσης Πλακεντίας. Στρίβω αριστερά στην γωνία όπου επαιτεί μια γριούλα. Το πρόσωπό της τσακισμένο από τις δύσκολες στιγμές και τις κακουχίες που προφανώς πέρασε. Ντυμένη στα μαύρα με το χέρι απλωμένο, φαντάζει σαν καμένο. Την πλησιάζω, σκύβω να της πω κάτι, μα δεν μου βγαίνει. Ψαχουλεύω την τσέπη του παντελονιού μου να βρω ψιλά. Το μετανιώνω! Βάζω το χέρι στην εσωτερική θέση του σακακιού. βγάζω ένα χαρτονόμισμα των χιλίων δραχμών, της το σφίγγω στο χέρι της και το αφήνω. -Ευχαριστώ, γιόκα μου, ο Θεός να σε έχει καλά. Δε μιλώ... στρέφω το κεφάλι μου πίσω, στο απέναντι κτίριο. Η φρεσκοβαμμένη χρυσή κορνίζα γράφει: "Λέσχη Επιχειρηματιών Κολωνακίου". Κουνάω το κεφάλι δυο φορές πάνω κάτω, χαμογελάω στη γιαγιά και φεύγω. Βρίσκομαι ήδη στη Ροΐδου και ψάχνω για το νούμερο 10. Εδώ είμαστε! Κατάλευκη μαρμάρινη σκάλα, κόκκινο χαλί απλωμένο - χυμένο επάνω της - να τη στολίζει. Ανεβαίνω γρήγορα-γρήγορα τα σκαλοπάτια και ψάχνω για το γραφείο του κυρίου Δημητρίου. Α, μάλιστα! Εδώ είναι. Δημήτρης Δημητρίου: "Αρχιτέκτων/Διακοσμητής". Χωρίς δισταγμό χτυπώ την πόρτα. -Παρακαλώ περάστε. -Καλημέρα, κύριε Δημητρίου. Είμαι σταλμένος από τον κύριο Σοφοκλέους για το θέμα που σας τηλεφώνησε. Αυτό το "σταλμένος" μού θύμιζε ταχυδρομικό περιστέρι. Όταν ήμουν μικρός είχα γύρω στα δεκατέσσερα περιστέρια. Πέντε παπαγαλάκια, τέσσερις βούτες και πέντε ταχυδρόμους. Θυμάμαι τους βάζαμε μηνύματα με λαστιχάκια στο πόδι και τα πετάγαμε ψηλά να πάνε στον απέναντι περιστερά, που βέβαια ήταν φίλος. Πήγαινε αυτό, έμπαινε μέσα στην κλούβα, το έπιανε ο περιστεράς και ξετύλιγε το μήνυμα: "Είναι σταλμένο από το Σάκη". και ο φίλος το επέστρεφε στο Σάκη. Έτσι τα εκπαιδεύαμε τότε. Με τον ίδιο τρόπο εκπαίδευσαν και εμένα. Μου δίνουν διευθύνσεις και εγώ πηγαίνω σχεδόν πετώντας - τόσο γρήγορα - και βέβαια πάντα λέω από ποιόν είμαι σταλμένος. Είναι ένα είδος συνθήματος. -Είστε ο κύριος Ηρωίδης που θα παραλάβετε την επιταγή; -Ακριβώς, κύριε Δημητρίου. -Ορίστε, λοιπόν, εδώ την έχω. Ανοίγει ένα συρτάρι, ψαχουλεύει λίγο και πιάνει ένα φάκελο. Κλείνει το συρτάρι, σχίζει το φάκελο και βγάζει μιαν επιταγή της Εθνικής Τράπεζας. -Πάρτε την, κύριε Ηρωίδη, και πείτε στον κύριο Σοφοκλέους να μου τηλεφωνήσει όταν επιστρέψετε. -Μάλιστα, κύριε Δημητρίου. Αντίο σας. Πάντα δυο τρεις κουβέντες ανταλλάζαμε και αυτές τυπικές μόνο για μετρητά και επιταγές. Πάντα ανησυχούσε αν θα φτάσουν τα χρήματα εκεί που πρέπει και όχι αν φτάσω εγώ. Και αν κάποιος είχε πληροφορίες - δεν ξέρω από πού - και με χτυπούσε και μου έπαιρνε τα χρήματα; Δεν τον ένοιαζε αυτό; Και βέβαια τον ένοιαζε, θα έπαιρνε αμέσως τηλέφωνο ν' ακούσει μήπως κατάφερα να διασώσω τα χρήματα. Με τις σκέψεις να μου τριβελίζουν το νου απεχώρησα από το γραφείο του κυρίου Δημητρίου. Για μια στιγμή κοντοστάθηκα. Σκέφτηκα να γυρίσω πίσω να ρωτήσω σαν τι με υπολογίζει: Σαν αντικείμενο μεταφοράς χρημάτων ή σαν κάποιο θαρραλέο νέο που έχει επίγνωση των καθηκόντων του, της δυσκολίας αλλά και της επικινδυνότητας του επαγγέλματός του; Φοβήθηκα την απάντηση και προχώρησα. Αφήνω το πολυτελέστατο κτίριο και βγαίνω στο δρόμο. Παίρνω το πρώτο στενό δεξιά και βγαίνω κατευθείαν στην Εθνική Τράπεζα. Ξάφνου σταματώ. Η γιαγιά, η οποία πριν μια ώρα ζητιάνευε απέναντι από τη "Λέσχη Επιχειρηματιών Κολωνακίου", τώρα βρισκόταν έξω από την τράπεζα. "Ξέρει τι κάνει", σκέφτηκα. Να, λοιπόν, που η γιαγιά είχε πολύ περισσότερο μυαλό από όσο αφήνει να φαίνεται. Την σήμερον ημέρα δεν ξέρεις ποιός έχει και ποιός δεν έχει. Ποιόν πρέπει να βοηθήσεις και ποιόν δεν πρέπει. Εκλιπαρούνε την ευσπλαχνία σου, κι εσύ αναρωτιέσαι: έχει κρυμμένες λίρες, βιβλιάρια τραπεζών ή όχι; Πλησιάζω τη γιαγιά, σκύβω και τη ρωτώ: -Γιαγιά, έχεις κρυμμένες λίρες σπίτι σου; -Τι λες, παιδάκι μου, εγώ δεν έχω σοφά να τις κρύψω! Η απάντησή της πολύ με πονήρεψε. Δίστασα να της δώσω χρήματα και δεν της έδωσα. Όταν κάτι δεν μου έρχεται αυθόρμητα, δεν μου βγαίνει αμέσως δεν το κάνω. Κάθε φορά που βρίσκομαι σε δίλημμα ακολουθώ τη λογική και όχι το συναίσθημα. Αυτό έκανα τώρα. Την προσπέρασα χωρίς να της αφήσω τίποτε. Φτάνω στην τράπεζα. Η πόρτα γράφει: "Σπρώξτε". Σπρώχνω... Τίποτα δεν ανοίγει. Η ουρά φτάνει μέχρι την πόρτα και οι τελευταίοι έχουν κυριολεκτικά κολλήσει επάνω της. Πού να σπρώξεις 500 κιλά! Χτυπώ το τζάμι με το λυγισμένο δείκτη. Χαμπάρι! Δεν ακούνε. Πηγαίνω στο πλαϊνό τζάμι της τράπεζας και το χτυπάω με αρκετή δύναμη χρησιμοποιώντας ένα κέρμα. Η κυρία που καθόταν στο γραφείο ακριβώς δίπλα στο τζάμι σηκώνει τρομαγμένα τα μάτια της. Έπειτα με κοιτά καλά καλά και μου χαμογελά. Μου γνέφει με το χέρι να περάσω μέσα. Προσπαθώ να της πω ότι δεν μπορώ να μπω διότι η πόρτα δεν ανοίγει με τόσο κόσμο κολλημένο επάνω της. Αμέσως καταλαβαίνει και σηκώνεται απ’ το γραφείο της. Τρέχω και εγώ πίσω στην πόρτα κάτι λέει στους πελάτες και αρχίζουν να ξακολλάνε ένας ένας. Τελικά κατάφερα να εισέλθω και σπεύδω να κατευθυνθώ στο γραφείο της κυρίας Εξάρχου, η οποία σημειώνουμε ότι είναι η κυρία που με βοήθησε να περάσω και συνάμα είναι η προϊσταμένη της τράπεζας. -Καλή σας μέρα, κυρία Εξάρχου. -Καλημέρα, κύριε Ηρωίδη. Πώς είστε; Και μου δίνει το χέρι για χειραψία. Εκείνη τη στιγμή απόρησα πώς μπορεί να το σηκώνει με τόσες καδένες και δαχτυλίδια πάνω του. Και ανταλλάσσουμε χειραψία. -Το χέρι σας είναι κρύο μου λέει. -Περίμενα πολύ ώρα μέχρι να μπω της απαντώ και χαμογελά. Της άρεσε άραγε το αστείο, ή το ότι περίμενα πολύ ώρα; Τέλος πάντων. -Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμη; Και εκεί που προσπαθώ να της εξηγήσω, την καλεί μια γυναικεία τρεμάμενη φωνή. -Κυρία Εξάρχου! ! ! -Έρχομαι αμέσως... "Ωχ! Η καημένη θα έκανε λάθος στο ταμείο", σκέφτομαι εγώ. Την σκέψη μου τη σταματά ένα χοντρό χέρι που προσγειώνεται με ορμή στον ώμο μου. -Έτσι και κουνηθείς, μαλάκα, σού πέταξα τα μυαλά στον τοίχο. "Μαλάκα" είναι η δεύτερη φορά που με ανακηρύσσουν. Πριν μερικά χρόνια είχα και εγώ ο πτωχός το όνειρο να γίνω καθηγητής και μάλιστα φιλόλογος. Σύμφωνα με τα τότε λεγόμενα έπρεπε να πάω σε κάποιο καλό φροντιστήριο προκειμένου να σιγουρέψω την επιτυχία. Αλλά πού! Οι καθηγητές ήταν πιο αδιάφοροι και από εμάς τους ίδιους. Είχαν ξεχωρίσει πέντε έξι μέσα από την υπόλοιπη τάξη, και με αυτούς τους πέντε γινόταν το μάθημα. Αυτοί μόνο μπορούσαν να διασώσουν το όνομα του φροντιστηρίου. Οι υπόλοιποι, πότε στο διάδρομο, πότε στην τουαλέτα, πότε στην απέναντι καφετέρια. Κάποια μέρα είπα στον κ. Μιρτσίκη ότι η αδιαφορία των μαθητών οφείλεται στον εκ των προτέρων διαχωρισμό που είχε κάνει αυτός αλλά και οι άλλοι συνάδελφοί του. Τότε μου απάντησε ακριβώς έτσι: "Αν νομίζεις ότι είσαι άξιος να μου υποδείξεις τι ακριβώς θα κάνω, τότε είσαι πολύ μαλάκας". Γέλασαν όλοι, ακόμη και οι τοίχοι. Αυτός όμως με ήξερε πολύ καλά και ίσως να είχε δίκιο. Ο άλλος όμως, του οποίου ένιωθα τα χέρι να λιώνει τον ώμο μου, ποιός ήταν; Άσε που δεν μπορούσα να τον αναγνωρίσω με τη μαύρη κάλτσα - γυναικεία νομίζω - στο κεφάλι. Κάλτσα γυναικεία, καλυμμένο πρόσωπο. Μα βέβαια, είναι φανερό: γίνεται ληστεία κι εμένα με κρατάει καθηλωμένο στο κάθισμα ένας από τους τρεις ληστές. Τον άλλο τον παρακολουθώ να γεμίζει με το ένα χέρι επιδέξια μιαν νάιλον τσάντα με χαρτονομίσματα, ενώ με το άλλο το καλό, το δεξί, σημαδεύει με βλέμμα φονιά τον κρόταφο της κυρίας Εξάρχου. Γι’ αυτό, λοιπόν, φώναζε η ταμίας πριν από λίγο. Ο τρίτος της παλιοπαρέας είχε διατάξει τους πελάτες να ακουμπήσουν στα τζάμια της τράπεζας έτσι ώστε να μη φαίνεται τίποτε από μέσα προς τα έξω. Όλοι οι περαστικοί έβλεπαν μια τράπεζα πνιγμένη στον κόσμο. Ποιός θα τολμούσε να μπει και να περιμένει με τις ώρες; Θα έπρεπε να είναι πολύ ανόητος, και εγώ ήμουν. Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν μπορούσα να ανοίξω την πόρτα και κανείς μα κανείς δεν βοηθούσε, κανείς δεν έδινε σημασία. Σίγουρα η προϊσταμένη ενήργησε έπειτα από εντολή των ληστών για να μην δημιουργηθούν υποψίες. Τέλειο σχέδιο, απλή οργάνωση, σχεδόν πετυχημένο. Δημιουργούν την εντύπωση ότι η τράπεζα είναι απασχολημένη, ενώ αυτοί αποσύρουν από την ταμία τις δεσμίδες. Η προϊσταμένη, λειτουργώντας ως υποχείριο, μπάζει μέσα τον ανυποψίαστο πελάτη και τον μετατρέπει σε όμηρο. Όλα γίνονται με πολύ γρήγορους ρυθμούς που κανείς δεν έχει συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συμβαίνει. Όχι όμως και εγώ που παρακολουθώ να αδειάζουν τα ταμεία και να γεμίζουν οι σακούλες των ληστών. Εγώ που βλέπω να χάνονται όλες οι συντάξεις των γερόντων και να γεμίζουν τα ταμεία των νυκτερινών κέντρων. Μήπως εκεί δεν καταλήγουν αυτά τα χρήματα; Εγώ που βλέπω να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μου σκηνές αδικίας, έστω κι αν τα χρήματα αυτά δεν πρόκειται να τα πάρουν οι συνταξιούχοι όπως πρωτοσκέφτηκα, αλλά οι επιχειρηματίες. Ε, όχι, λοιπόν, δεν το ανέχομαι, δεν είμαι όμηρος κανενός. Τινάζομαι από την καρέκλα και χτυπάω το χέρι που με κρατούσε καθηλωμένο, ακριβώς στον αγκώνα. Δεν προλαβαίνει ούτε να σαστίσει και με το αριστερό τού χώνω μια γροθιά ακριβώς πάνω από τη μύτη. Μισοζαλισμένο, με το αίμα να αναβλύζει άφθονο μέσα απ’ τα ρουθούνια, τον γονατίζω κάτω. Δεν τον αφήνω όμως τον πιάνω από τη μέση και με το δεξί τον στυλώνω όρθιο με το αριστερό τού αρπάζω το αχρησιμοποίητο περίστροφο που ούτε τον κόκορα δεν πρόλαβε να σηκώσει. Το ακουμπάω ανάμεσα στα μάτια του και στρέφομαι σε όλους τους υπόλοιπους: -Καθίκια... πετάτε τα όπλα, διαφορετικά ο φίλος σας τέλειωσε. Πάνω στην έξαψή μου το πιστόλι έπαψε να υπακούει και άρχισε να χορεύει. Μιμούμενος τους αστυνομικούς ήρωες των αμερικανικών ταινιών, σπρώχνω την σκανδάλη μια, δυο, τρεις φορές και πυροβολώ στοχεύοντας προς τα πάνω. -Άλλες δυο σφαίρες μού απόμειναν και είναι για τα κορμιά σας, παλιοσάτυροι. Για το πότε πέσανε οι υπόλοιποι πελάτες επάνω τους, για το πότε τους αφόπλισαν, ήταν δύσκολο πραγματικά να τους παρακολουθήσει οποιοσδήποτε. Μπροστά στα μάτια μου να γυρίζονται ατόφιες σκηνές με κομπάρσους αληθινούς σκληροτράχηλους κακοποιούς και εγώ να είμαι ο πρωταγωνιστής-ήρωας, ούτε καν είχε περάσει απ’ το μυαλό μου, ακόμη και τούτες τις στιγμές που ονειροπολούσα. Βέβαια πάντα τα έβαζα με πολύ δυνατότερους, πάντα ήμουν με το μέρος των αδύνατων, έπαιζα με τους Ινδιάνους, πήγαινα με τους πιο άσχετους στη μπάλα, αλλά αυτό μόνο στο παιχνίδι. Στην καθημερινή ζωή τα πράγματα ήταν αλλιώς. Έπρεπε να παίζεις με τους δυνατούς για να μην τους έχει αντίπαλους. Οι ανίσχυροι, οι αδύναμοι ήταν οι αντίπαλοι. "Ο όχλος πρέπει να μάθει να είναι ευχαριστημένος με ό,τι του προσφέρουμε και να είναι ολιγαρκής". Αυτά είχα ακούσει σε μια συζήτηση ανάμεσα σε δυο μεγαλέμπορους την ημέρα που πήγαι να να πάρω - να τους παρακαλέσω, δηλαδή - για την προσφορά που θα έκαναν στην εταιρεία μας. Όμως ετούτη την στιγμή δεν λειτούργησε η λογική αλλά το συναίσθημα, ευτυχώς! Αν είχα υπολογίσει με ακρίβεια τους κινδύνους που γεννά η προσπάθεια να εμποδίσω τους ληστές, δεν θα το έκανα. Ίσως να έδινα το ρολόι μου, ίσως να τους παρέδιδα και το χρυσό σταυρό που κρεμόταν στο λαιμό μου. Τους εμπόδισα όχι επειδή ήθελα να προστατέψω το όνομα της τράπεζας - στα αρχίδια μου - αλλά γιατί έχω μάθει να αντιστέκομαι σε κάθε τι που παραβιάζει τα σύνορα της προσωπικής ελευθερίας μου. Και την στιγμή που προσπαθούσα να εφεύρω λόγους, δικαιολογίες για την τόσο ηρωική πράξη μου - ομολογουμένως ηρωική και από τον ίδιο το μετριόφρονα εαυτό μου - νάσου και η αστυνομία με επικεφαλής έναν ταξίαρχο. (Α, ρε δόξα να συλλάβει τους ακινητοποιημένους ληστές). Νά σου και ο κ. Δημητρίου, νά σου και οι ρεπόρτερ με τους φωτογράφους. Τα φλας να μένουν συνέχεια αναμένα και οι ερωτήσεις βροχή: "Πώς τους αφοπλίσατε;" "Ποιός είστε;" "Γιατί το κάνατε;" Τι να τους πεις! Να τους αφηγηθείς στιγμές της παιδικής σου ηλικίας; να τους πεις ότι ήσουν πάντα με το μέρος των Ινδιάνων; Ότι το έκανες για να σπάσεις, έστω και με αυτό τον τρόπο, τον ασφυκτικό κλοιό που είχαν δημιουργήσει οι εκάστοτε κακοποιοί; Ότι στα μάτια τους διέκρινες τη βίαιη εξουσία που ασκούν δυο τρεις πολυχρηματίες; -Κύριε Ηρωίδη, είμαστε περήφανοι για σας. Δείξατε θάρρος και τόλμη όπως ταιριάζει σε έναν πραγματικό Έλληνα, σε έναν πραγματικό άνδρα. Είστε άξιος θαυμασμού! Όταν τελειώσετε με τους δημοσιογράφους παρακαλώ ελάτε μαζί μου. Μιλούσε ή δεν μιλούσε αυτός; Δεν το πίστευα ο, ως προς όλα τα άλλα κυνικότατος, κύριος Δημητρίου να εκφράζεται με τόσα λόγια χωρίς να τα λυπάται. Αφού έδωσα στους δημοσιογράφους τις απαντήσεις που ήθελαν κι έκλεισα ένα ραντεβού στο Νιούς TV, που ποτέ δεν θα πήγαινα, κίνησα για το γραφείο του κ. Δημητρίου. Εγώ, ο ταξίαρχος Καλογεράς, ένας δημοσιογράφος και ένας κάμεραμαν. Το όνομα του ταξίαρχου το πληροφορήθηκα το ίδιο βράδυ στο δελτίο ειδήσεων. Όλοι εμείς κι ένα μπουλούκι από αστυνομικούς, που δεν καταλάβαινα αν τους προστάτευα ή με προστάτευαν, βαδίζαμε με τα πόδια τον δρόμο. Ανεβήκαμε τις σκάλες του γραφείου και στρογγυλοκαθίσαμε στις άνετες πολυθρόνες του προτελευταίου σκηνικού της προτελευταίας παράστασης. Η τελευταία παράσταση είχε για σκηνικό ένα τηλέφωνο, ναι, ένα τηλέφωνο. -Που λέτε, κύριε Ηρωίδη, τώρα που ηρεμήσαμε όλοι και εξετάσαμε τα γεγενημένα κρίνουμε ότι η πράξη σας είναι κάτι παραπάνω από ηρωική. Αφού ήρθα σε επικοινωνία, λοιπόν , με τον προϊστάμενό σας κύριο Σοφοκλέους αποφασίσαμε, εκτός από την ηθική συμπαράσταση, να σας προσφέρουμε και ένα δώρο υλικό. "Ηθική συμπαράσταση; Πότε έγινε αυτό, πρέπει να ξεχνάω εύκολα", σκέφτηκα. Ελπίζω η κάμερα να έπιασε την αντίδρασή μου. -Θέλουμε με αυτό το δώρο να δείξουμε πόσο ανταμείβουμε τους υπαλλήλους που είναι έτοιμοι να θυσιάσουν και τη ζωή τους για την εταιρεία. Στη συνέχεια ανοίγει με πολύ λεπτές κινήσεις, χειρουργικές, ένα μαύρο συρτάρι όπου συνηθίζει να φυλά τα μπλοκ των επιταγών. Όμως αυτή τη φορά έκανα λάθος. Δεν βγάζει την επιταγή αλλά μετρητά. -Ιδού το δώρο σας, κύριε Ηρωίδη. Πιάνει ένα πάκο χαρτονομίσματα και τον επιδεικνύει μπροστά στο φακό της κάμερας. -Ιδού τετρακόσιες χιλιάδες σε μετρητά, και όλα αυτά για το θάρρος σας. Εκείνη τη στιγμή πέρασαν μέσα από τα μάτια μου οι μικροί Ινδιάνοι, οι οποίοι πουλάνε όπλα, τις γυναίκες και τα παιδιά προκειμένου να πάρουν ένα ασκί νερό από το αμερικανικό ιππικό. Είδα μια μικρή κοπελίτσα να βγάζει το βρακάκι της μπροστά στα μάτια του εβδομηντάχρονου παππού. Της υποσχέθηκε ότι θα της δώσει παιχνίδια και ζαχαρωτά αν του δείξει τη φύση της. Δεν πίστευα ότι μπορούσα ποτέ να πουλήσω το θάρρος μου, δεν ήξερα ότι μπορώ να παίξω στο χρηματιστήριο της ζωής πουλώντας τις αξίες μου. Τετρακόσιες χιλιάδες! Θα μπορούσα με αυτά τα χρήματα να πληρώσω τα έξοδα νοσηλείας της μητέρας μου και να κάνω ένα δώρο στον καθένα μας. -Με συγχωρείτε, κύριε Δημητρίου, αλλά δεν μπορώ να δεχτώ το δώρο σας. Θα προτιμούσα να μου δίνατε κάποια καλύτερη θέση στην επιχείρηση. Αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν μάλλον επικίνδυνο για εσάς. Δεν πουλιούνται όλα, δεν εξαγοράζονται όλα, χάσατε... Σας αφήνω τα χρήματα να επιχρυσώσετε το όνομά σας στην είσοδο του γραφείου. Στρέφω το πρόσωπό μου στον κάμεραμαν και τον απειλώ: -Έτσι και σβήσετε κάτι από τα λεγόμενά μου, θα έχετε να κάνετε με τον κύριο Ηρωίδη. Άφωνος ο ταξίαρχος. Κατεβαίνω τα σκαλοπάτια τέσσερα-τέσσερα να αναπνεύσω αέρα όσο μπορώ γρηγορότερα. Έσκασα εκεί μέσα, χρειάζομαι αέρα καθαρό. Θέλω να μιλήσω, πρέπει να μιλήσω με κάποιον δικό μου. Θα πάρω τον αδερφό μου στο νοσοκομείο - όχι, τι λέω -, θα την πήγαν σπίτι. Σχηματίζω τον αριθμό του σπιτιού μου στο πρώτο καρτοτηλέφωνο που βρίσκω: -Έλα, Σάκη, πώς είναι η μαμά; -Πώς να είναι, έπρεπε να 'μενε στο νοσοκομείο. -Εντάξει, θα την ξαναβάλουμε. -Πώς, με τι χρήματα; Χρειαζόμαστε πάνω από τετρακόσιες χιλιάδες. Κατεβάζω σιγά σιγά το ακουστικό, νομίζω ότι έπεσε στα πόδια μου. Τα έχει πάρει όλα η κάμερα!!! *Δημοσιεύθηκε: Περιοδικό "Νέα Εποχή", Τεύχος 1 (242) 1997, σσ. 25-29 |
Militiadis Datseris
Robbery
(Tale)
-
Good morning.
-
Good morning.
-
Where are we going?
-
10 Roidou Street, Kolonaki.
-
In such a jam we ain’t gonna get in a month.
-
To tell you the truth, time works for me.
-
That’s true; what do you care since others work for you?
-
Listen, mister, I’m off to work, not mine, of course. You must have
misunderstood; seeing somebody wearing a tie and heading to Kolonaki doesn’t
necessarily mean that he’s a businessman. For your information, I’m collecting
from a rich gentleman a fifteen million check on behalf of another rich man
in whose account I’m depositing it. I’m just a minor clerk who shares my
eight-hour working time between stress and risk.
-
I beg your pardon, sir. I’ve taken you for those…
-
I can’t understand it. Since I also want to take care of my dress –
after all I like to look spiffy – that doesn’t mean that I am one of them. You
can’t possibly expect me to dress in rags so that I may give them the right
to be sarcastic and laugh at me. I’m let them think that I’m their equal, in
fact I’m much better than them. After all, I haven’t murdered my father to
inherit him nor have I got involved in murky business treading on dead bodies
to increase what I’ve acquired nor have I exploited my employees to pile up what I’ve stolen.
-
Again, I beg your pardon if I’ve offended you.
-
It’s OK. Just drop me off in front of that white Mercedes.
I get out of the taxi incensed. What’s the idea! Someone wearing a tie
being a gentleman and another without it not being one! The cabby would
accost me with a “hey, buddy” if I wore a blouse and a blazer. It is a
miracle how your clothes can project you. It can take one in. I rid my mind
of these thoughts and walk right across Doukissis Plakentias Street. I turn
left at the corner where there is a poor old woman begging. Her countenance
looks wasted because of the hardships she has gone through. Clad in black,
her outstretched arm with an open palm looks weather-beaten. I get closer, I
stoop trying to tell her something, but I am at a loss what to say. I fumble
in my pants pocket to find some change but I change my mind. I put my hand in
my inner jacket pocket and fish out from my wallet a thousand-drachma
note, and in a handshake I place it in her palm.
-
Thank you, my son, may God bless you!
I do not answer … I turn my head around and look at the building
across. The new-painted façade bears the inscription Kolonaki Businessmen
Club. I nod with my head, smile to the granny and leave.
Now I’m already in Roidou Street and looking for number 10. Fine, here
we are! There is a snow-white marble staircase and a red carpet spread –
spilled as it were – on it, just for show. I hurriedly mount the stairs and
search Mr. Dimitriou’s office. Ah, here it is, indeed! Dimitris Dimitriou,
Architect/Decorator. Without demurring I knock at the door.
-
Come in!
-
Good morning, Mr. Dimitriou. I’ve come on behalf of Mr. Sophocleous
concerning the matter he’s phoned you about, so he sent me.
The word “sent” reminded me of a carrier pigeon. When I was a kid, I
had about a dozen pigeons, added to these four wild ones, five carriers and
five budgies. I remember we used to tie messages with rubber bands around the
carriers’ legs and we let them fly to the nearby cote that belonged to a
friend. The fowl flew into the hole, was caught by the friend, who unfolded
the message and read: “sent from Sakis”. Then the friend sent it back to Sakis.
That is how we used to train the pigeons then. That is how I have also been
trained. I am given addresses to which I go almost flying – so swiftly – and
I tell them on whose behalf I have been sent. It is a sort of shibboleth.
-
Are you Mr. Iroidis who’ll collect the check?
-
That’s right, Mr. Dimitriou.
-
Here you are; I’ve got it here.
He opens a drawer, gropes in it for a while and fishes out an
envelope. He closes the drawer, rips the envelope open and takes out a
National Bank check.
-
Here, take it, Mr. Iroidis, and tell Mr. Sophocleous to call me when
you get there.
-
Yes, Mr. Dimitriou. Good day.
We only exchanged a few conventional words about cash and checks. He
was always concerned with his money reaching the proper destination without
caring whether or not I reached the said destination safe. What if someone
had been informed – no matter whence – and attacked and robbed me of the
money? Did he care about it? Of course he did; he would call to find out if I
managed to rescue the money.
Pestered by such thoughts I depart from Mr. Dimitriou’s office. I
pause for a moment. I think of going back and asking him how he evaluates me:
as a means that transfers money from place to place or as a brave individual
well aware of his duties, the difficulties as well as the risk of his job. I am
afraid of the answer and proceed to leave. Exiting the sumptuous building, I
get out into the street and turn into the first right by-street that leads to
the National Bank. Suddenly I stop in my tracks. The granny that an hour ago
was begging opposite the Kolonaki Businessmen Club, is now outside the
bank. “She knows what she’s doing” I reflect. Obviously the granny has a lot
more sense than she appears to manifest. Nowadays you can’t tell the haves
from the have-nots. You can never tell which to help and which you
shouldn’t. They appeal to your charity when you wonder whether, or not, they
have they got gold stowed away, savings books and the like. I approach the
granny and ask her:
-
Granny, have you got gold hoarded in your house?
-
What are you talking about, my sonny? I haven’t even got a couch to
hide it!
Her response make me highly suspicious. I refrain from giving her more
money. When I don’t feel like it, I don’t do it. Whenever I am in a quandary,
I follow reason, not sentiment. That is what I have just done. I walk on
without giving her anything.
I reach the bank. On the door there is the sign PUSH. I push but the
door won’t budge. There is a queue of people right to the door and the last
persons have literally stuck in it. How can anyone push 1000 pounds of
weight! I knock at the pane with a crooked index. No response. I go around
the side window of the bank and knock harder this time by using a coin. The
lady sitting at the desk right by the window raises her eyes in fear. Then
she peers at me carefully and smiles. She nods to me to come in. I try to
convey to her that I cannot get through all that throng that has stuck at the
door. She presently understands and stands up from her desk. I run back to
the front door, she is telling something to the clients who begin gradually
to make room one by one. Finally I manage to get in and hurry to Mrs. Exarhou’s
office, who is not other from the lady that facilitated my entrance and the
manageress of the bank.
-
Good morning, Mrs. Exarhou.
-
Good morning, Mr. Iroidis, how are you and she extends her hand for a
handshake. That moment I wonder how she can lift her hand burdened with a
host of wrist-chains and rings. We shake hands.
-
Your hand is cold, she observes.
-
I’ve been waiting a long time before I came in, I respond, whereupon
she smiles. Did she appreciate the joke or the fact that I had to wait long?
Anyway.
-
How can I be of service?
And being on the point of explaining to her, a woman’s trembling voice
calls her.
-
Mrs. Exarhou!!
-
I’m coming at once…
“Oh, the poor woman, she must have made some mistake with the cash” I
muse.
My reflection is stopped suddenly by a sturdy hand landed vehemently
on my shoulder.
-
Freeze, you asshole, or I shoot your brains on the wall.
Asshole is the
second time I am proclaimed. Some years ago I also had a dream of becoming a
teacher, indeed a literature one. I was then told I had to attend a good
cramming school so as to secure my successful entrance to the university. In
vain, though! The teachers there were more indifferent than we were. They had
picked out the best half a dozen of us and worked exclusively with them,
because it was only they that could advertise the name of the school. The
rest of us sometimes sauntered in the corridors, sometimes loitered in the
toilets and sometimes enjoyed a cuppa in the café across the street. One day
I remarked to Mr. Mirtsikis that the indifference of the students was due to his
own and his colleagues’ favoritism towards some competent students. To which
he retorted in the following exact words: “If you think that you’re in the
position to point out what I should exactly do, you’re a great asshole.” They
all laughed, even the walls.
That guy knew me very well and he may have been right. But this one,
whose hand I felt heavily crushing on my shoulder, who is he? Let alone I cannot
make out his features under the black stocking – perhaps a woman’s – he is
wearing over his head. A woman’s stocking, face covered. But of course it is
obvious: there is a bank robbery going on and one of the three robbers is
holding me fast in my seat. I am watching the other one deftly stuffing a
plastic bag with bank notes while, a murderous look on his face, with his
right hand he is holding his gun pointing it at Mrs. Exarhou’s temple. That
is why the cashier called a while ago. The third gangster has ordered the
clients to lean on the window panes of the bank in such a way that no one on
the outside could realize what was going on inside. All the passers-by could
see a bank crowded with people, so who could be patient enough to get in and
queue up for hours? He should be a fool and I have been such. That is why I
could not open the door and nobody at all was willing to help me nor did
anyone pay any attention. The manageress must certainly have acted in this
way at the orders of the thugs so that no suspicions could be aroused. A
perfect plan, simply organized, almost successful. They make the impression
that the bank is terribly busy while the thieves withdraw the money in bundles
from the cashier. The manageress, an obedient tool of the criminals, ushers
in the unsuspected client and renders him still another hostage. Everything is
being done in hectic speed and none realizes what is going on but me; I am
watching the safes going empty and the thugs’ bags being stuffed. I am
watching the grandpas’ pensions disappear and the strongboxes of night joints
filled. After all, is it not where all this money ends up? I am watching
unjust events going on in front of my eyes, even if most of this money is not
going into the purses of pensioners as I first thought but into the coffers
of businessmen. Enough is enough! I can’t stand it, I am nobody’s hostage. Suddenly,
I spring up from my chair and strike at the arm that holds me down right on
the elbow. He can hardly feel surprised when I manage a left blow right on
his nose. Half dazed as he is, blood welling up and running down his
nostrils, I make him kneel down. Holding him fast and grabbing him by the
waist, I push him upright with my right hand while with my left I snatch his
unused revolver, which he did not have time to unlock. I point the gun
between his eyes and turn to the rest.
-
Sons of bitches … throw down your guns or your pal is finished.
In my flurry my gun has ceased to obey and started dancing. Mimicking
the detective heroes of the American movies, I press the trigger a couple of
times shooting in the air.
-
There are two more bullets left and they are reserved for your bodies,
you creeps.
And then when the clients fell on them, when they disarmed them, it is
hard for one to follow the events. In front of my eyes real scenes are
evolving with true extras for tough gangsters where I am the star hero. Such
things have never crossed my mind, even now that I reminisce of them. Of
course, I have always been against far stronger people than I, I was always
for the weaker, I was with the Indians while playing Cowboys and Indians, I
was with the less talented football team – but that concerned only playing.
In real life things are different. You have to side with the powerful so that
you may not be their opponent. Your opponents now are the powerless and the
weak. The populace should learn to be pleased and frugal with what they
are offered. That is what two wholesale merchant magnates exchanged
between them on the day I had gone to receive – or rather to plead for –
their quote to our firm. However, at present, fortunately, I am not rational
but visceral. Had I precisely weighed the hazards engendered by my endeavor
to intercept with the robbers, I would not have taken that course of action.
I might have even surrendered to them my watch and my gold crucifix suspended
around my neck. I intercepted not because I wanted to save the name of the
bank – I don’t really give a shit – but because I have been convinced I ought
to resist everything that encroaches upon my personal freedom. And while I am
trying to find reasons to justify such a heroic act – an admissibly heroic
deed for my modest self – there comes a police squad headed by a brigadier.
(What a glory for him to arrest the hog-tied robbers). There comes also Mr.
Dimitriou accompanied by reporters and photographers. Cameras flash on and I
am stormed with questions: “How have you disarmed them?” “Who are you?” “How
come have you jeopardized your life?”
What can you tell them?! Narrate childhood experiences? Tell them you
have always sided with the Indians? Tell them that you have acted like this
to at least break the stranglehold imposed by the occasional wrong-doers?
That in their eyes you have discerned the brutal power wielded by a couple of
economic magnates?
“Mr. Iroidis, we’re proud of you. You have shown courage and daring
fit to a real Greek, a veritable man. You’re to be admired! When you’re
through with the reporters, please come with me”.
Was he serious or not? I could not believe my ears; the usually most
cynical Mr. Dimitriou uttering such words, not sparing them. As soon as I
answered the journalists’ questions and promised for an interview on News
TV, where I did not intend going, I head for Mr. Dimitriou’s office.
There are four of us; Brigadier Kalogeras – whose name became known to me on
the evening news bulletin –, a reporter, a cameraman and I.
We all, men of the press and a troop of policemen – I don’t
understand; do they protect me or I them – , head down the street afoot to
Mr. Dimitriou’s office. We climb up the stairs into the office and relax in
the armchairs to enact, as it were, the last but one scene of the last but
one show. The closing scene includes only one telephone call.
-
So Mr. Iroidis, now that we have all calmed down and evaluated the
events, we view your deed as more than heroic. Having got in touch with your
boss, Mr. Sophocleous, we have decided to extend our gratitude not only
morally but also materially.
“Moral gratitude? When did it crop up? I must be easily forgetting,” I
mused. I hope the camera has recorded my reaction.
-
Presenting you with this gift, we wish to show you that we are always
willing to reward our employees ready to sacrifice even their lives for the
company.
And then with deft and surgical movements he goes on to open a black
drawer, where he kept his check-books. But this time I was mistaken; he does
not fish out a check but cash.
-
Here is your present, Mr. Iroidis.
He grabs a bundle of notes and displays it in front of the camera.
-
Here are four hundred thousand in cash; it’s all yours for your
courage.
That moment, as in a movie reel, passed before my eyes the little
Indians who sell guns, their wives and children for a goatskin of water from
the American cavalry. I visualize a maiden lowering her britches in front of
the leering eyes of a 70-year old dotard, who has promised her candy so that
she can show him her pudenda. I do not believe in selling my courage; it
never occurred to me I could risk my conviction at the stock market of Life. Four
hundred thousand! I could pay my mother’s hospital bills with this money
and make a gift to each of us.
-
I beg your pardon, Mr. Dimitriou, but I can’t accept you present. I’d
rather you promoted me to a better post in your firm. However, such a thing
could be rather risky for you. Not all is sold, not all is bought off, you’ve
lost … keep this money to have your name guilt with it upon your office
entrance.
I turn to the cameraman threateningly:
-
Once you delete anything of what I’ve said, you’ll have to account for
it, with me Mr. Iroidis.
The brigadier stands dumbfounded.
I climb down skipping the stairs four by four; I want to get out of
there to breathe fresh air as soon as possible. I was fed up in there; I need
fresh air. I want to talk to somebody mine. I’ll call my brother at the
hospital – no I think – they must have moved her home. I get into the first
booth and dial the number.
-
Hello, Sakis, how’s mamma?
-
How do you think she should be, she’d better have stayed in hospital.
-
OK, we’ll check her in again.
-
But how, with what money? We need more than four hundred thousand.
I slowly hang up; I have the impression it has fallen down on my feet.
The camera has filmed everything!!!
From “Nea Epochi” magazine, Issue 1 (242) 1997, pp. 25-26 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου